Η επιτυχία του υλισμού βασίζεται στην ικανότητα να εκμεταλλευόμαστε τα πάντα, από φυσικές πηγές μέχρι αγορές και ανθρώπους. Εκμεταλλευόμαστε τους ανθρώπους τόσο ως δυναμικό για τις επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες, όσο και ως καταναλωτές των υλικών αγαθών. Κάποτε, για να έχουν φθηνά εργατικά χέρια, οι πλούσιοι έκαναν σκλάβους τους φτωχούς και αδαείς. Όταν αυτοί οι άνθρωποι ξύπνησαν και επαναστάτησαν, η δουλεία απαγορεύτηκε από τον νόμο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η δουλεία είναι μεταμφιεσμένη στη μορφή της φτώχειας, πράγμα που έκανε τον Γκάντι να τη χαρακτηρίσει ως «τη χειρότερη μορφή βίας».
Τα μετέπειτα χρόνια ο Γκάντι μίλησε για την ανάγκη να εξαλείψουμε κάθε μορφή βίας από τη ζωή μας – τη σωματική βία με τη μορφή του πολέμου καθώς και την παθητική βία που υπάρχει στις ζωές μας σε διάφορες μορφές, από τις διακρίσεις και την καταπίεση, μέχρι τη σπατάλη και την υπερκατανάλωση πηγών. Μας έχουν κάνει να πιστέψουμε ότι ειρήνη είναι η απουσία πολέμου.
Σε ένα νέο κομμάτι της αυτοβιογραφίας του Γκάντι, η ειδικός στην ειρήνη και καθηγήτρια Σισέλα Μποκ μας προτρέπει να υιοθετήσουμε τη θεωρία του Γκάντι για τη «συμπεριφορά πειραματισμού, της δοκιμής του τι πρέπει να εξετάζεται εξονυχιστικά και του τι δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες», ώστε να φέρουμε αλλαγή στη ζωή και στις κοινότητές μας. Πρέπει να εξετάσουμε καλά και να κατανοήσουμε τις παρατηρήσεις της.
Γράφει: «Η πρώτη από αυτές τις κληρονομιές είναι απλώς η ισχυρή πεποίθησή του ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να διαμορφώνουν και να καθοδηγούν τις ζωές τους σύμφωνα με τα υπέρτατα ιδανικά, όσο ασήμαντοι και ανίσχυροι κι αν νιώθουν. Ο Γκάντι έζησε τη ζωή του ως κάποιος που ήταν πεπεισμένος ότι οι αποφάσεις του για το πώς να ζει μετρούσαν και ότι είχε τη δύναμη να κάνει αυτές τις αποφάσεις να συμμορφώνονται με αυτό που θεωρούσε σωστό».
«Η δεύτερη κληρονομιά είναι πιο σημαντική από ποτέ τώρα που γινόμαστε μάρτυρες της μαζικής κτηνωδίας εναντίον πληθυσμών. Είναι το παράδειγμα που έδωσε ο Γκάντι, κάποιου βαθιά ριζωμένου στη δική του πολιτισμική και θρησκευτική κληρονομιά, που παραμένει εντελώς αντίθετος σε κάθε μορφή κοινωνικής, εθνικής και θρησκευτικής ανοχής. Τα μοχθηρά μέσα, επέμενε, διαφθείρουν και υποβιβάζουν όχι μόνο τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται, αλλά και τα άτομα που καταφεύγουν σε αυτά τα μέσα. Το να υπερνικήσει κάποιος την επιθυμία του να καταφύγει σε αυτά τα μέσα είναι πιο δύσκολο όταν αυτός έχει ως στόχο να διορθώσει παλιές αδικίες. Η έννοια “μίσησε την αμαρτία και όχι τον αμαρτωλό” σπάνια εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα το δηλητήριο του μίσους να εξαπλώνεται στον κόσμο”».
«Η τρίτη κληρονομιά είναι η επιμονή του Γκάντι ότι η προσωπική αλλαγή και η ικανότητα δημιουργίας κοινωνικής αλλαγής συνδέονται. Λέει ότι είναι μάταιο να προσπαθούμε να υλοποιήσουμε αρχές, όπως η μη βία ή η δικαιοσύνη, σε δημόσιες υποθέσεις αν τις παραμελούμε στην προσωπική μας ζωή. Και είναι σοφό να ξεκινάμε με απλούς, μικρούς τρόπους. Όλοι μπορούμε να δημιουργήσουμε, αν το θέλουμε, “ζώνες ειρήνης” στη ζωή μας – περιοχές όπου προσπαθούμε να εξαλείψουμε τη βία και το ψέμα Έτσι, προετοιμάζουμε το έδαφος για τον κόσμο του αύριο”».
Και ποιος ήταν ο κόσμος του αύριο, που ονειρευόταν ο Γκάντι; «Θα είναι, θα πρέπει να είναι, μια κοινωνία που θα βασίζεται στη μη βία. Μπορεί να φαίνεται μακρινός στόχος, ουτοπία. Αλλά δεν είναι άπιαστος, γιατί μπορεί να δουλευτεί στο τώρα. Ένας άνθρωπος μπορεί να υιοθετήσει τον τρόπο ζωής τού αύριο -τον μη βίαιο τρόπο- δίχως να περιμένει πρώτα τους άλλους να το κάνουν. Κι αν μπορεί να το κάνει ένας άνθρωπος, τότε δεν μπορούν πολλοί; Δεν μπορούν να το κάνουν ολόκληρα κράτη;
ARUN GANDHI, Περί ζωής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου