Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (563c-564e)

[563c] Οὐκοῦν κατ᾽ Αἰσχύλον, ἔφη, «ἐροῦμεν ὅτι νῦν ἦλθ᾽ ἐπὶ στόμα;»
Πάνυ γε, εἶπον· καὶ ἔγωγε οὕτω λέγω· τὸ μὲν γὰρ τῶν θηρίων τῶν ὑπὸ τοῖς ἀνθρώποις ὅσῳ ἐλευθερώτερά ἐστιν ἐνταῦθα ἢ ἐν ἄλλῃ, οὐκ ἄν τις πείθοιτο ἄπειρος. ἀτεχνῶς γὰρ αἵ τε κύνες κατὰ τὴν παροιμίαν οἷαίπερ αἱ δέσποιναι γίγνονταί τε δὴ καὶ ἵπποι καὶ ὄνοι, πάνυ ἐλευθέρως καὶ σεμνῶς εἰθισμένοι πορεύεσθαι, κατὰ τὰς ὁδοὺς ἐμβάλλοντες τῷ ἀεὶ ἀπαντῶντι, ἐὰν μὴ ἐξίστηται, καὶ τἆλλα πάντα οὕτω [563d] μεστὰ ἐλευθερίας γίγνεται.
Τὸ ἐμόν γ᾽, ἔφη, ἐμοὶ λέγεις ὄναρ· αὐτὸς γὰρ εἰς ἀγρὸν πορευόμενος θαμὰ αὐτὸ πάσχω.
Τὸ δὲ δὴ κεφάλαιον, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάντων τούτων συνηθροισμένων, ἐννοεῖς ὡς ἁπαλὴν τὴν ψυχὴν τῶν πολιτῶν ποιεῖ, ὥστε κἂν ὁτιοῦν δουλείας τις προσφέρηται, ἀγανακτεῖν καὶ μὴ ἀνέχεσθαι; τελευτῶντες γάρ που οἶσθ᾽ ὅτι οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσιν γεγραμμένων ἢ ἀγράφων, ἵνα δὴ μηδαμῇ [563e] μηδεὶς αὐτοῖς ᾖ δεσπότης.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη, οἶδα.
Αὕτη μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, ἡ ἀρχὴ οὑτωσὶ καλὴ καὶ νεανική, ὅθεν τυραννὶς φύεται, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
Νεανικὴ δῆτα, ἔφη· ἀλλὰ τί τὸ μετὰ τοῦτο;
Ταὐτόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅπερ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ νόσημα ἐγγενόμενον ἀπώλεσεν αὐτήν, τοῦτο καὶ ἐν ταύτῃ πλέον τε καὶ ἰσχυρότερον ἐκ τῆς ἐξουσίας ἐγγενόμενον καταδουλοῦται δημοκρατίαν. καὶ τῷ ὄντι τὸ ἄγαν τι ποιεῖν μεγάλην φιλεῖ εἰς τοὐναντίον μεταβολὴν ἀνταποδιδόναι, ἐν ὥραις τε καὶ ἐν [564a] φυτοῖς καὶ ἐν σώμασιν, καὶ δὴ καὶ ἐν πολιτείαις οὐχ ἥκιστα.
Εἰκός, ἔφη.
Ἡ γὰρ ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἢ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καὶ ἰδιώτῃ καὶ πόλει.
Εἰκὸς γάρ.
Εἰκότως τοίνυν, εἶπον, οὐκ ἐξ ἄλλης πολιτείας τυραννὶς καθίσταται ἢ ἐκ δημοκρατίας, ἐξ οἶμαι τῆς ἀκροτάτης ἐλευθερίας δουλεία πλείστη τε καὶ ἀγριωτάτη.
Ἔχει γάρ, ἔφη, λόγον.
Ἀλλ᾽ οὐ τοῦτ᾽ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἠρώτας, ἀλλὰ ποῖον [564b] νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ τε φυόμενον ταὐτὸν καὶ ἐν δημοκρατίᾳ δουλοῦται αὐτήν.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις.
Ἐκεῖνο τοίνυν, ἔφην, ἔλεγον τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος, τὸ μὲν ἀνδρειότατον ἡγούμενον αὐτῶν, τὸ δ᾽ ἀνανδρότερον ἑπόμενον· οὓς δὴ ἀφομοιοῦμεν κηφῆσι, τοὺς μὲν κέντρα ἔχουσι, τοὺς δὲ ἀκέντροις.
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη.
Τούτω τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ταράττετον ἐν πάσῃ πολιτείᾳ ἐγγιγνομένω, οἷον περὶ σῶμα φλέγμα τε καὶ χολή· ὣ δὴ καὶ [564c] δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἰατρόν τε καὶ νομοθέτην πόλεως μὴ ἧττον ἢ σοφὸν μελιττουργὸν πόρρωθεν εὐλαβεῖσθαι, μάλιστα μὲν ὅπως μὴ ἐγγενήσεσθον, ἂν δὲ ἐγγένησθον, ὅπως ὅτι τάχιστα σὺν αὐτοῖσι τοῖς κηρίοις ἐκτετμήσεσθον.
Ναὶ μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, παντάπασί γε.
Ὧδε τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λάβωμεν, ἵν᾽ εὐκρινέστερον ἴδωμεν ὃ βουλόμεθα.
Πῶς;
Τριχῇ διαστησώμεθα τῷ λόγῳ δημοκρατουμένην πόλιν, [564d] ὥσπερ οὖν καὶ ἔχει. ἓν μὲν γάρ που τὸ τοιοῦτον γένος ἐν αὐτῇ ἐμφύεται δι᾽ ἐξουσίαν οὐκ ἔλαττον ἢ ἐν τῇ ὀλιγαρχουμένῃ.
Ἔστιν οὕτω.
Πολὺ δέ γε δριμύτερον ἐν ταύτῃ ἢ ἐν ἐκείνῃ.
Πῶς;
Ἐκεῖ μὲν διὰ τὸ μὴ ἔντιμον εἶναι, ἀλλ᾽ ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἀγύμναστον καὶ οὐκ ἐρρωμένον γίγνεται· ἐν δημοκρατίᾳ δὲ τοῦτό που τὸ προεστὸς αὐτῆς, ἐκτὸς ὀλίγων, καὶ τὸ μὲν δριμύτατον αὐτοῦ λέγει τε καὶ πράττει, τὸ δ᾽ ἄλλο περὶ τὰ βήματα προσίζον βομβεῖ τε καὶ οὐκ ἀνέχεται τοῦ [564e] ἄλλα λέγοντος, ὥστε πάντα ὑπὸ τοῦ τοιούτου διοικεῖται ἐν τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ χωρίς τινων ὀλίγων.
Μάλα γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἄλλο τοίνυν τοιόνδε ἀεὶ ἀποκρίνεται ἐκ τοῦ πλήθους.
Τὸ ποῖον;
Χρηματιζομένων που πάντων, οἱ κοσμιώτατοι φύσει ὡς τὸ πολὺ πλουσιώτατοι γίγνονται.
Εἰκός.
Πλεῖστον δὴ οἶμαι τοῖς κηφῆσι μέλι καὶ εὐπορώτατον ἐντεῦθεν βλίττει.
Πῶς γὰρ ἄν, ἔφη, παρά γε τῶν σμικρὰ ἐχόντων τις βλίσειεν;
Πλούσιοι δὴ οἶμαι οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται κηφήνων βοτάνη.
Σχεδόν τι, ἔφη.

***
[563c] Ας μην ξεχνάμε τίποτα και, κατά τον Αισχύλο, «θα ειπούμε ό,τι έρχεται τώρα στο στόμα μας».
Πολύ καλά· και εγώ αυτό θα κάνω. Θα δυσκολεύουνταν κανείς να το πιστέψει, αν δεν το ᾽βλεπε, πόσο και αυτά τα ζώα, που βρίσκονται στην υπηρεσία των ανθρώπων, απολαβαίνουν εδώ μεγαλύτερην ελευθερία από παντού αλλού· γιατί πραγματικά, όπως λέγει και η παροιμία, κατά τον αφέντη και το σκυλί — τ᾽ άλογα και τα γαϊδούρια, συνηθισμένα να πηγαίνουν ελεύθερα και με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια στους δρόμους, πέφτουν απάνω σ᾽ όσους τύχει να συναντήσουν, άμα δεν παραμερίσουν αυτοί· και τέλος πάντων όλα [563d] χαίρονται απόλυτην ελευθερία.
Μου διηγείσαι το δικό μου όνειρο· συχνά μου συμβαίνει αυτό, όταν πηγαίνω στην εξοχή.
Εννοείς τώρα ποιό είναι το άθροισμα όλων αυτών, αν τα προσθέσομε; Η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσον ευπαθής, ώστε και στην ελάχιστη υποψία καταναγκασμού που θα ᾽θελε να τους επιβάλει κανείς αγανακτούν και εξεγείρονται. Στο τέλος ξέρεις βέβαια ότι καταντούν να μη λογαριάζουν καθόλου και τους νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους άγραφτους, για να μην [563e] έχουν κανέναν απολύτως κύριο.
Το ξέρω και πολύ καλά.
Αυτή λοιπόν, φίλε μου, είναι η τόσο καλή και χαριτωμένη μορφή του πολιτεύματος, από την οποία, κατά τη γνώμη μου, έχει την προέλευσή της η τυραννίδα.
Πραγματικά χαριτωμένη· αλλά τί γίνεται έπειτα;
Το ίδιο νόσημα που παρουσιάστηκε στην ολιγαρχία και έφερε την καταστροφή της, το ίδιο παρουσιάζεται και εδώ, αλλά με μορφή βαρύτερη εξαιτίας της αχαλίνωτης ελευθερίας που επικρατεί και φέρνει υποδούλωση της δημοκρατίας. Γιατί πραγματικά η υπερβολή σε κάθε πράγμα φέρνει συνήθως τη μετάπτωση στην αντίθεση υπερβολή, όπως παρατηρείται στις εποχές του έτους, [564a] στα φυτά, στα σώματά μας και προπάντων στις πολιτείες.
Είναι πολύ φυσικό.
Γιατί η υπερβολική ελευθερία, είτε στους ιδιώτες είτε στα κράτη, σε τίποτ᾽ άλλο, φαίνεται, δεν οδηγεί, παρά στη δουλεία.
Έτσι είναι.
Είναι λοιπόν φυσικό να μην προέρχεται απ᾽ άλλο πολίτευμα η τυραννίδα παρά από τη δημοκρατία· δηλαδή από την ακρότατη ελευθερία γεννιέται η μεγαλύτερη και αγριότερη δουλεία.
Το πράγμα έχει τον λόγο του.
Δεν είναι όμως αυτό που με ρωτούσες αλλά ποιό [564b] νόσημα παρουσιάζεται στη δημοκρατία, το ίδιο απαράλλαχτα όπως και στην ολιγαρχία, και φέρνει την υποδούλωσή της.
Έχεις δίκιο.
Εννοώ λοιπόν εκείνο το είδος των αργών και σπάταλων ανθρώπων, που άλλοι τους, οι γενναιότεροι, μπαίνουν επικεφαλής, άλλοι τους, οι πιο άνανδροι, τους ακολουθούν· τους πρώτους, θυμάσαι, τους παραβάλαμε με κηφήνες που έχουν κεντριά, και τους άλλους με τους κηφήνες που δεν έχουν.
Και ορθά μάλιστα.
Αυτά τα δύο είδη ανθρώπων φέρνουν γενική ταραχή σε όποια πολιτεία παρουσιαστούν, απαράλλαχτα όπως συμβαίνει με το φλέγμα και με τη χολή στο ανθρώπινο σώμα· πρέπει λοιπόν [564c] ο καλός γιατρός και νομοθέτης της πολιτείας να λάβει εξαρχής όλα τα μέτρα του, όπως κάνει ο έμπειρος μελισσοκόμος, πρώτα και καλύτερα για να μην εισχωρήσουν καθόλου στην κυψέλη, και αν τύχει και μπουν, να τους πετάξει έξω μιαν ώρα αρχύτερα μαζί με τις βλαμμένες κηρήθρες.
Δεν έχει, μά την αλήθεια, καλύτερο να κάνει.
Ας πάρομε όμως το πράγμα και ως εξής, για να καταλάβομε καλύτερα εκείνο που θέλομε.
Πώς;
Ας διαιρέσομε με τον λόγο τη δημοκρατούμενη πολιτεία σε τρεις τάξεις, [564d] πράγμα που είναι άλλωστε και αληθινό· η πρώτη περιέχει αυτούς ακριβώς που λέγαμε τώρα και που, εξαιτίας της αχαλίνωτης ελευθερίας, πολλαπλασιάζονται όχι λιγότερο παρά στην ολιγαρχική πολιτεία.
Έτσι είναι.
Εννοείται ότι είναι και πιο βλαβεροί στη δημοκρατική παρά σ᾽ εκείνη.
Πώς;
Εκεί, επειδή το είδος αυτό των ανθρώπων δεν έχει καμιάν υπόληψη και το απομακρύνουν από κάθε αρχή, μένει —να πούμε— αγύμναστο και ατροφικό· ενώ απεναντίας στη δημοκρατία αυτό είναι που διαχειρίζεται την ανώτατη εξουσία, εκτός από λίγες εξαιρέσεις· και οι πιο επιτήδειοι απ᾽ αυτούς λέγουν και πράττουν, οι άλλοι κολλημένοι γύρω στο βήμα κάνουν φασαρία και δεν επιτρέπουν [564e] σε κανέναν να έχει αντίθετη γνώμη, ώστε όλα μέσα σε μια τέτοια πολιτεία, εκτός από λίγα, διοικούνται από τέτοιους ανθρώπους.
Είναι αληθέστατο.
Υπάρχει τώρα μια δεύτερη τάξη που μένει πάντα χωρισμένη από το πλήθος.
Ποιά είναι αυτή;
Επειδή σ᾽ αυτή την πολιτεία όλοι εργάζονται για να πλουτίσουν, οι από τη φύση τους φρονιμότεροι γίνονται πλουσιότατοι.
Φυσικά.
Και απ᾽ αυτούς, νομίζω, είναι που τραβούν το πιο πολύ και πιο εύκολο μέλι οι κηφήνες.
Τί να τραβήξουν βέβαια από κείνους που δεν έχουν τίποτα;
Αυτοί, θαρρώ, οι πλούσιοι είναι που τους λένε: το βοτάνι των κηφήνων.
Απάνω κάτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου