Ορισμένες άλλες, όπως η οριακή διαταραχή προσωπικότητας, διαφοροποιούνται σημαντικά από τις υπόλοιπες διαγνώσεις που περιλαμβάνονται στο DSM. Οι διαταραχές προσωπικότητας είναι επίσης γνωστές ως διαταραχές του άξονα II στο DSM, επειδή είναι σταθερές και μακροχρόνιες.
Το DSM-IV-TR τις ορίζει ως ένα διαρκές πρότυπο εσωτερικής εμπειρίας και συμπεριφοράς το οποίο αποκλίνει σαφώς από τις προσδοκίες του πολιτισμικού πλαισίου του ατόμου, σε τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες περιοχές: Γνωσιακή λειτουργία, διάθεση, διαπροσωπική λειτουργικότητα ή έλεγχο παρορμήσεων.
Το πρότυπο είναι δύσκαμπτο και διάχυτο σε ευρύ φάσμα προσωπικών και κοινωνικών καταστάσεων, και είναι μακράς διάρκειας. Η έναρξή του μπορεί να ανιχνευθεί τουλάχιστον στην εφηβεία ή στη νεαρή ενήλικη ζωή. Συνήθως, αλλά όχι πάντα, συνδέεται με κλινικά σημαντική ενόχληση ή έκπτωση της λειτουργικότητας.
Προσδιορισμός διαταραχών προσωπικότητας με το DSM-IV-TR
Το DSM-IV-TR προσδιορίζει δέκα διαταραχές προσωπικότητας που ταξινομούνται σε τρεις ομάδες. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αλληλεπικάλυψή τους είναι τόσο μεγάλης έκτασης ώστε συχνά είναι δύκολο να διαχωριστούν η μια από την άλλη, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των διαγνώσεων.
Ομάδα Α: «Περίεργοι ή εκκεντρικοί» - παρανοειδής, σχιζοειδής και σχιζότυπη
Ομάδα Β: «Δραματικοί ή συναισθημαιτκοί» - αντικοινωνική, ιστριονική, ναρκισσιστική, οριακή
Ομάδα Γ: «Αγχώδεις ή φοβισμένοι» - αποφευκτική, εξαρτητική, ιδεοψυχαναγκαστική
Μέχρι πρόσφατα, η διάγνωση των διαταραχών προσωπικότητας ήταν σχετικά αυθαίρετη. Οι Widiger και συνεργάτες (1987), για παράδειγμα, ανέφεραν ότι το 55% των ατόμων που διαγνώστηκαν με οριακή προσωπικότητα σύμφωνα με τα κριτήρια του DSM-III, θα μπορούσε επίσης να έχει λάβει τη διάγνωση της σχιζότυπης διαταραχής. Παρόμοια είναι και τα ευρήματα του Morey (1988), σύμφωνα με τα οποία το 33% εκείνων που είχαν διαγνωστεί με σχιζότυπη διαταραχή πληρούσε επίσης τα κριτήρια για αποφευκτική και παρανοειδή διαταρχή προσωπικότητας.
Οι αλλαγές στο DSM-IV και στο DSM-IV-TR, καθώς και η ανάπτυξη δομημένων κλινικών συνεντεύξεων έχουν βελτιώσει τα επίπεδα της διαγνωστικής συμφωνίας, τα οποία είναι πλέον αντίστοιχα των μεγάλων διαγνωστικών κατηγοριών της κατάθλιψης, του άγχους, της σχιζοφρένειας κ.λπ.
Ζητήματα διάγνωσης διαταραχών προσωπικότητας
Οι Maffei και συνεργάτες (1997) ανέφεραν στατιστικά δεδομένα σχετικά με την αξιοπιστία μεταξύ βαθμολογητών βασισμένα στις διαγνώσεις που έγιναν με τη χρήση μιας δομημένης διαγνωστικής συνέντευξης, με κατώτερο δείκτη 0,83 για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και ανώτερο 0,98 για τη διάγνωση της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας.
Παρ' όλα αυτά, ο Zimmerman (1994) βρήκε μόνο μέτρια στατιστικά δεδομένα με την αξιοπιστία εξέτασης- επανεξέτασης, τα οποία κυμαίνονταν από 0,11 για τη σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας έως 0,84 για την αντικοινωνική διαταραχή σε χρονικό διάστημα ενός έτους.
Αυτό υποδηλώνει είτε χαμηλή διαγνωστική αξιοπιστία είτε σημαντικές αλλαγές στα συμπτώματα -κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα του σταθερού και αμετάβλητου τύπου προσωπικότητας.
Οι διαταραχές προσωπικότητας μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως διακριτές «διαταραχές» και αυτό είναι το μοντέλο το οποίο υιοθετείται από το DSM. Η προσέγγιση όμως αυτή έχει αμφισβητηθεί. Κάποιοι θεωρούν ότι στους ανθρώπους με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν πρέπει να αποδίδεται μια διάγνωση που να τους κατατάσσει σε μια κατηγορία και να τους χαρακτηρίζει ως «διαταραγμένους» ή ψυχικά ασθενείς.
Τα χαρακτηριστικά και οι εμπειρίες των ατόμων με αυτές τις διαταραχές δεν είναι διαφορετικά από εκείνα των ανθρώπων που δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Γι' αυτό είναι ίσως καλύτερο να θεωρείται ότι τα συγκεκριμένα άτομα βρίσκονται στο ένα άκρο της κατανομής των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, παρά ότι είναι διαφορετικά από τη νόρμα.
Μοντέλο πέντε παραγόντων προσωπικότητας για την αντικοινωνική διαταραχή
Ακολουθεί ένα υποθετικό προφίλ, βασισμένο στο μοντέλο των πέντε παραγότων προσωπικότητας, για την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, το οποίο υποστηρίζεται από ερευνητικά δεδομένα προερχόμενα από μια ομάδα εφήβων.
Χαμηλά επίπεδα νευρωτισμού: έλλειψη πρέπουσας ανησυχίας για πιθανά προβλήματα υγείας ή κοινωνικής προσαρμογής, συναισθηματική πραότητα.
Χαμηλά επίπεδα εξωστρέφειας: κοινωνική απομόνωση διαπροσωπική αποσύνδεση και έλλειψη υποστηρικτικών δικτύων, επίπεδο συναίσθημα, έλλειψη χαράς και διάθεσης για ζωή, απροθυμία υποστήριξης εαυτού ή ανάληψης ηγετικών ρόλων ακόμη και όταν υπάρχουν τα ανάλογα προσόντα, κοινωνική αναστολή και ντροπαλότητα.
Χαμηλά επίπεδα δεκτικότητας σε εμπειρίες: δυσκολία προσαρμογής σε κοινωνικές και προσωπικές αλλαγές, χαμηλή ανοχή ή κατανόηση των διαφορετικών απόψεων ή του διαφορετικού τρόπου ζωής. Το άτομο είναι συναισθηματικά περιεσφιγμένο και εκδηλώνει αδυναμία αναγνώρισης και αδυναμία λεκτικοποίησης των συναισθημάτων, αλεξιθυμία, περιορισμένο εύρος ενδιαφερόντων, αδιαφορία για την τέχνη και την ομορφιά, υπερβολική συμμόρφωση στην εξουσία.
Χαμηλά επίπεδα προσήνειας: Κυνισμός και παρανοειδής σκέψη, έλλειψη εμπιστοσύνης ακόμη και απέναντι στους φίλους ή την οικογένεια, τάση για φιλονικία, ετοιμότητα για καβγά, εκμεταλλευτική και χειριστική συμπεριφορά, ψέματα, αγενής και αναίσθητος τρόπος που αποξενώνει τους φίλους και περιορίζει την κοινωνική υποστήριξη, έλλειψη σεβασμού για τους κοινωνικούς θεσμούς που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα με τον νόμο, διογκωμένη και μεγαλειώδης αίσθηση εαυτού, αλαζονεία.
Χαμηλά επίπεδα ευσυνειδησίας: μειωμένη απόδοση, μη εκπλήρωση πνευματικών ή καλλιτεχνικών δυνατοτήτων, μειωμένη ακαδημαϊκή επίδοση σε σχέση με τις υπάρχουσες ικανότητες, ασέβεια προς τους κανόνες και τις ευθύνες που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα με τον νόμο, ανικανότητα αυτοπειθαρχίας (π.χ. αδυναμία να ακολουθήσει μια δίαιτα ή ένα πρόγραμμα άσκησης) ακόμη και όταν απαιτείται για ιατρικούς λόγους, έλλειψη προσωπικών και επαγγελματικών στόχων.
Πρόβλεψη διαταραχών με την πολυδιαστασιακή προσέγγιση
Η πολυδιαστασιακή προσέγγιση δεν προσφέρεται μόνο για θεωρητική και φιλοσοφική συζήτηση, αλλά μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη στην πρόβλεψη του αποτελέσματος από ό,τι η κατηγορική προσέγγιση του DSM. Οι Ullrich και συνεργάτες (2001) βρήκαν ότι η βαθμολογία στα τεστ προσωπικότητας μπορούσε να προβλέψει καλύτερα την επακόλουθη παραβατική συμπεριφορά σε σύγκριση με την «κατηγορική» διάγνωση της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας.
Οι Heumann & Morey (1990) βρήκαν επίσης ότι οι πολυδιαστασιακές βαθμολογίες εμφάνιζαν μεγαλύτερη αξιοπιστία μεταξύ των ειδικών που έκαναν διάγνωση σε σύγκριση με τις διαγνώσεις που ακολουθούν τα κριτήρια του DSM.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου