Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (123-177)

ΧΟΡΟΣ
εὐφαμεῖτ᾽, ὦ
πόντου δισσὰς συγχωρούσας
125 πέτρας Ἀξείνου ναίοντες.

ὦ παῖ τᾶς Λατοῦς,
Δίκτυνν᾽ οὐρεία,
πρὸς σὰν αὐλάν, εὐστύλων
ναῶν χρυσήρεις θριγκούς,
130 πόδα παρθένιον ὅσιον ὁσίας
κλῃδούχου δούλα πέμπω,
Ἑλλάδος εὐίππου πύργους
καὶ τείχη χόρτων τ᾽ εὐδένδρων
135 ἐξαλλάξασ᾽ Εὐρώπαν,
πατρῴων οἴκων ἕδρας.

ἔμολον· τί νέον; τίνα φροντίδ᾽ ἔχεις;
τί με πρὸς ναοὺς ἄγαγες ἄγαγες,
ὦ παῖ τοῦ τᾶς Τροίας πύργους
140 ἐλθόντος κλεινᾷ σὺν κώπᾳ
χιλιοναύτα
μυριοτευχοῦς Ἀτρείδα; [τῶν κλεινῶν;]

ΙΦ. ἰὼ δμωαί,
δυσθρηνήτοις ὡς θρήνοις
145 ἔγκειμαι, τᾶς οὐκ εὐμούσου
μολπᾶς [βοὰν] ἀλύροις ἐλέγοις, αἰαῖ,
αἰαῖ, κηδείοις οἴκτοισιν·
αἵ μοι συμβαίνουσ᾽ ἆται,
σύγγονον ἀμὸν κατακλαιομένα
150 ζωᾶς, οἵαν ‹οἵαν› ἰδόμαν
ὄψιν ὀνείρων
νυκτός, τᾶς ἐξῆλθ᾽ ὄρφνα.
ὀλόμαν ὀλόμαν·
οὐκ εἴσ᾽ οἶκοι πατρῷοι·
οἴμοι ‹μοι› φροῦδος γέννα.
155 φεῦ φεῦ τῶν Ἄργει μόχθων.
ἰὼ δαῖμον, ὃς τὸν
μόνον ὅς με κασίγνητον συλᾷς
Ἄίδᾳ πέμψας, ᾧ τάσδε χοὰς
160 μέλλω κρατῆρά τε τὸν φθιμένων
ὑδραίνειν γαίας ἐν νώτοις
πηγάς τ᾽ οὐρείων ἐκ μόσχῳ
Βάκχου τ᾽ οἰνηρὰς λοιβὰς
165 ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν,
ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται.
ἀλλ᾽ ἔνδος μοι πάγχρυσον
τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα.

170 ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον
θάλος, ὡς φθιμένῳ τάδε σοι πέμπω·
δέξαι δ᾽· οὐ γὰρ πρὸς τύμβον σοι
ξανθὰν χαίταν, οὐ δάκρυ᾽ οἴσω.
175 τηλόσε γὰρ δὴ σᾶς ἀπενάσθην
πατρίδος καὶ ἐμᾶς, ἔνθα δοκήμασι
κεῖμαι σφαχθεῖσ᾽ ἁ τλάμων.

***
Αφού ο Ορέστης και ο Πυλάδης έφυγαν, έρχεται ο Χορός.

ΧΟΡΟΣ
Ω, ιερή να κρατήσετε πρέπει σιωπή
όσοι στου άξενου πόντου τους βράχους κοντά
κατοικείτε, αλληλόκρουστους βράχους.

Ω κόρη της Λητώς,
Δίχτυννα εσύ βουνίσια,
προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου
ναού το χρυσοστόλιστο θριγκό
130 έρχομαι, αγνή παρθένα,
δουλεύτρα της αγνής κλειδοκρατόρισσάς σου·
εγώ είμαι που τους πύργους και τα τείχη
άφησα της Ελλάδας της αλογοθρόφας,
που άφησα την Ευρώπη και τα ωραία της δέντρα,
έδρα του πατρικού σπιτιού μου.

Ανοίγει η πόρτα του ναού και παρουσιάζεται η Ιφιγένεια ντυμένη πένθιμα·
τη συνοδεύουν δυο υπηρέτες του ναού κρατώντας αγγεία με χοές.

Ήρθα, νά με! Τί τρέχει; Σαν ποιά έγνοια σε τρώει;
Στο ναό τί με κάλεσες, κόρη εκεινού που με χίλιων
καραβιών κοσμοξάκουστο στόλο, με μύριους
140 του πολέμου λεβέντες στους πύργους της Τροίας
πήγε; Εσύ ξακουσμένης γενιάς,
της Ατρέικης, βλαστάρι!

ΙΦΙ. Βάγιες μου εσείς, σε θρήνους
βουτήχτηκα πικρούς, σε τραγουδιών
άμουσων βογκητά ασυντρόφευτα από λύρα,
σε μοιρολόγια, αλί μου, νεκρικά·
γιατί με βρήκαν συμφορές,
και του αδερφού μου τη θανή θρηνώ,
150 γιατί είδα τέτοια ονειροφαντασιά
τη νύχτ᾽ αυτή που πια έσυρε το σκοτεινό της πέπλο.
Χάθηκα, χάθηκα, αχ!
το πατρογονικό μου δεν υπάρχει·
πάει η γενιά μου, συφορά!
Τί βάσανα, αχ, μες στο Άργος!
Ω μοίρα,
το μοναχό μου αρπάζεις αδερφό,
στον Άδη τον ξεπροβοδάς· για κείνον τώρα εγώ
στης γης την πλάτη αυτές θα ρίξω τις χοές,
160 το κράμ᾽ αυτό το νεκρικό,
νά, γάλα ανάβρα από γελάδες του βουνού,
κρασί του Βάκχου σταλαξιά,
και το έργο μελισσών ξανθών·
αυτά αναπαύουν τους νεκρούς.
Σ᾽ έναν από τους συνοδούς.
Δώσ᾽ μου την κούπα την ολόχρυση,
αυτή με του Άδη τις σπονδές.

170 Ω βλαστέ του Αγαμέμνονα μέσα στον κόρφο της γης,
τούτα δω σου προσφέρνω, μια κι είσαι νεκρός·
δέξου αυτά· δε σου φέρνω στον τάφο σου
τα ξανθά μου μαλλιά και τα δάκρυα μου·
ξενιτεύτηκα, βλέπεις, μακριά από τη χώρα
που μας γέννησε, εσένα κι εμέ, κι όπου μ᾽ έχουνε
για νεκρή, για σφαγμένη, τη δόλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου