Το τρίτο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ξεκινά με τη διερεύνηση της ανδρείας. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Όλοι σχεδόν θεωρούν, πρώτον, ότι ο ανδρείος έχει να κάνει με τους φόβους και, δεύτερον, ότι η ανδρεία είναι αρετή» (1228a 29-31).
Το δεδομένο ότι όλες οι αρετές διαμορφώνονται από τη μεσότητα καθιστά σαφές ότι και η ανδρεία, ως αρετή που σχετίζεται με τη διαχείριση του φόβου, δεν μπορεί παρά να αντιτίθεται στα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης βασιζόμενη στον εθισμό που θα έχει κανείς από την πολύ μικρή του ηλικία: «Είναι, λοιπόν, φανερό ότι και όσοι χαρακτηρίζονται από τις αντίστοιχες έξεις, θα αντιτίθενται ανάλογα μεταξύ τους· δηλαδή ο δειλός (αυτός χαρακτηρίζεται έτσι, επειδή φοβάται περισσότερο από ό,τι πρέπει και δείχνει λιγότερο θάρρος από ό,τι πρέπει) και ο θρασύς» (1228a 33-37).
Από τη στιγμή που ο δειλός εκπροσωπεί τη στρέβλωση από τη μεριά της έλλειψης είναι φανερό ότι ο θρασύς αντιτίθεται στη μεσότητα από τη μεριά της υπερβολής «επειδή έχει την ιδιότητα να φοβάται λιγότερο από ό,τι πρέπει, και να δείχνει περισσότερο θάρρος από ό,τι πρέπει: το θρασύς είναι παράγωγο του θάρσους-θάρρους» (1228a 37-41).
Η ισορροπία (μεσότητα) ανάμεσα στα αισθήματα του φόβου και του θάρρους καταδεικνύει το πεδίο της ενάρετης συμπεριφοράς που ορίζει η ανδρεία: «Συνεπώς, η ανδρεία είναι η άριστη έξη σε ό,τι αφορά το φόβο και το θάρρος, και δεν πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς ούτε όπως οι θρασείς (στη μία περίπτωση υστερούν, ενώ στην άλλη υπερβάλλουν), ούτε όπως οι δειλοί (και αυτοί, το ίδιο κάνουν, όμως όχι στα ίδια αλλά στα αντίστοιχα αντίθετά τους: εκεί που είναι να δείξουν θάρρος υστερούν, και εκεί που είναι να φοβηθούν υπερβάλλουν). Με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι η μέση στάση μεταξύ θρασύτητας και δειλίας είναι η ανδρεία· διότι αυτή είναι άριστη» (1228a 42-45 και 1228b 1-5).
Αφού οριστικοποιήσει το ξεκαθάρισμα των εννοιών, ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Λοιπόν, τι αντέχει ο ανδρείος; Άραγε τα φοβερά για τον ίδιο ή τα φοβερά για τους άλλους;» (1228b 11-13).
Το ερώτημα αυτό θα καταδείξει την υποκειμενικότητα του φόβου, καθώς κάθε άνθρωπος ενδέχεται να φοβάται διαφορετικά πράγματα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φόβοι που αφορούν με τρόπο αντικειμενικό όλους τους ανθρώπους. Τα πράγματα αυτά που τρομάζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ο Αριστοτέλης τα ονομάζει «γενικώς φοβερά».
Για να δώσει εξηγήσεις: «Αλλά ίσως η λέξη “φοβερό”, όπως και το ηδύ (ευχάριστο) και το αγαθό, να έχει δύο σημασίες: η μία είναι γενική σημασία και η άλλη είναι για τον εκάστοτε άνθρωπο· μπορεί κάτι να είναι ηδύ και αγαθό για έναν άνθρωπο, όχι όμως και για όλους, αλλά γι’ αυτούς να είναι κακό και δυσάρεστο, π.χ. εκείνα που είναι ωφέλιμα για τους κακούς, και εκείνα που είναι ευχάριστα στην παιδικότητα των παιδιών. Έτσι και τα φοβερά: άλλα είναι γενικώς φοβερά, αλλά είναι ειδικώς φοβερά για κάποιον. Δηλαδή από κείνα που είναι φοβερά για τη δειλία του δειλού, άλλα μπορεί να μην είναι φοβερά για κανέναν άλλο, ή άλλα να προκαλούν ήπιο φόβο. Και λέμε “γενικώς φοβερά” είτε όσα είναι τέτοια για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων είτε όσα είναι φοβερά για την ανθρώπινη φύση» (1228b 23-32).
Το ζήτημα της υποκειμενικότητας στα πράγματα που προξενούν φόβο παίρνει τέτοιες διαστάσεις, που ακόμη και ο θάνατος δεν είναι βέβαιο ότι τρομάζει με τον ίδιο τρόπο όλους τους ανθρώπους: «Μάλιστα, θεωρείται κατεξοχήν ίδιο της ανδρείας η σχέση της με το θάνατο, τόσο με τον ίδιο όσο και με την οδύνη του θανάτου. Διότι ο ένας μπορεί να αντέχει, όπως το λέει η λογική, τη ζέστη και το κρύο και αντίστοιχες ακίνδυνες λύπες, αλλά απέναντι στο θάνατο να είναι μάλλον μαλθακός και γεμάτος φόβο, όχι επειδή παθαίνει κάτι αλλά γι’ αυτήν την ίδια την απώλεια· και ο άλλος να είναι μαλθακός απέναντι σε ακίνδυνες λύπες, αλλά απαθής απέναντι στο θάνατο» (1229b 3-12).
Το ότι ο άνθρωπος που φοβάται περισσότερο τις ταλαιπωρίες του κρύου και της ζέστης από το θάνατο δεν είναι και ο πιο συνηθισμένος, δε σημαίνει ότι δεν είναι και υπαρκτός. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει κανείς πολυτέλειες που απολαμβάνει μπορεί να θεωρήσει το θάνατο προτιμότερο. Η αντίληψη της ζωής, ως αξίας, υπό τον όρο ενός συγκεκριμένου βιοτικού επιπέδου ενδέχεται να την καθιστά αβίωτη, αν αυτό εκλείψει. Σε τελική ανάλυση, γιατί να ζει κανείς μια ζωή που δεν αξίζει;
Το βέβαιο είναι ότι μπροστά στο φόβο του θανάτου η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων μπορεί να υπομείνει ταλαιπωρίες που δε θα μπορούσε ούτε να τις φανταστεί. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Γι’ αυτό και η κοινή αντίληψη θεωρεί ανδρείο αυτόν που ξεπερνά το φόβο του θανάτου, γιατί ο φόβος έχει να κάνει πρωτίστως με την απώλεια και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απώλεια από την απώλεια της ζωής: «Διότι λέμε ότι ενέχουν κίνδυνο εκείνα μόνο τα φοβερά που επιφέρουν άμεσα την καταστροφή που προκαλούν, αφού ο κίνδυνος γίνεται άμεσα ορατός μόνο όταν πλησιάζει» (1229b 13-15).
Κατά κοινή ομολογία, η άρνηση της ζωής είναι το ύψιστο σημείο ανδρείας που μπορεί να φτάσει κανείς, αφού η ανδρεία δεν μπορεί παρά να μετρηθεί με τα μέτρα που αισθάνονται φόβο οι περισσότεροι. Ο Αριστοτέλης, χωρίς να απορρίπτει αυτή την εκδοχή, θα θέσει το ζήτημα της υποκειμενικότητας των φοβερών καταδεικνύοντας ότι, σε τελική ανάλυση, ανδρείος είναι εκείνος που καταφέρνει να ξεπεράσει τους δικούς του φόβους είτε αυτοί συμπλέουν με εκείνους των πολλών είτε όχι: «Διότι αν αντέχει όσα φοβίζουν τους άλλους, δε θα το έλεγε κανείς και τίποτε σπουδαίο· επίσης δε θα ήταν σπουδαίο αν αντέχει τα δικά του· σπουδαίο θα ήταν να αντέχει αυτά που είναι γι’ αυτόν ειδικά μεγάλα και φοβερά. Και φοβερά για κάποιον είναι ακριβώς όσα του προξενούν φόβο» (1228b 14-17).
Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι τα κριτήρια του φόβου που πρέπει να δαμάσει ο ανδρείος, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζεται η ανδρεία με την αφοβία: «Όπως και να ‘χει, προκύπτει έτσι ότι ο ανδρείος βιώνει μεγάλους και πολλούς φόβους. Έχει θεωρηθεί, όμως, το αντίθετο: ότι η ανδρεία τον κάνει άφοβο, κι ότι αυτό σημαίνει ή ότι δε φοβάται καθόλου, ή λίγα και μόλις και μετά βίας» (1228b 19-23).
Μια τέτοια άποψη, κατά τον Αριστοτέλη, δεν ευσταθεί. Η αφοβία εναπόκειται ξεκάθαρα στο πλαίσιο της υπερβολής κι ως εκ τούτου αφορά περισσότερο το θρασύ που δεν έχει αίσθηση του μέτρου ή τον άφρονα που δεν κατανοεί τον κίνδυνο. Η ανδρεία, ως αρετή, εμπεριέχει την επιλογή και ορίζεται από το μέτρο της λογικής. Ο φόβος είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη φύση και η εκδοχή της άρνησής του δεν αφορά τα ανθρώπινα.
Από αυτή την άποψη, η ανδρεία δεν παρουσιάζεται ως άρνηση αλλά ως εκλογίκευση και αντιμετώπιση του φόβου. Ανδρείος είναι ο άνθρωπος που με τον κατάλληλο εθισμό έχει καταφέρει να αντέχει σε αυτά που όλοι οι άλλοι θεωρούν φοβερά, που έχει μάθει, δηλαδή, να νικάει το φόβο του.
Θα έλεγε κανείς, ότι ο ανδρείος με το σωστό εθισμό και τη γνώση του λογικού μέτρου έχει απομυθοποιήσει αυτά που όλοι κρίνουν ως φοβερά, αλλά κι αυτά που τρομάζουν και τον ίδιο σε προσωπικό-υποκειμενικό επίπεδο: «Απέναντί τους ο ανδρείος στέκεται άφοβος και αντέχει τα συγκεκριμένα φοβερά· αυτά από μια άποψη είναι γι’ αυτόν φοβερά, από άλλη όμως, δεν του φαίνονται και φοβερά: για την ανθρώπινη ιδιότητά του, φοβερά· για την ανδρεία του, μη φοβερά, λίγο φοβερά ή και καθόλου. Κι όμως, αυτά είναι όντως φοβερά· αφού για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων έτσι είναι· Αυτός είναι και ο λόγος που επαινείται η έξη της ανδρείας» (1229a 2-8).
Κι όχι μόνο αυτό: «Δείχνει θάρρος ή φόβο» (εννοείται ο ανδρείος) «μόνο σε όσα προστάζει η λογική. Και η λογική δεν προστάζει να μπαίνουμε στις μεγάλες λύπες και καταστροφές και να τις υπομένουμε, εκτός αν είναι για καλό. Ο θρασύς, λοιπόν, δείχνει θάρρος και στις περιπτώσεις που δεν τον προστάζει η λογική, ενώ ο δειλός δεν έχει ούτε κι όταν δέχεται τέτοια προσταγή· μόνο ο ανδρείος δείχνει θάρρος όταν τον προστάζει η λογική» (1229a 26-31).
Ο ανδρείος δεν έχει πρόθεση να επιδείξει το θάρρος του. Συμπεριφέρεται θαρραλέα μόνο αν οι συνθήκες το απαιτούν. Η άσκηση του θάρρους δεν επιφέρει χαρά από μόνη της, ως πράξη καθαυτή, αλλά μόνο όταν τίθεται στην υπηρεσία της αρετής. Ο ανδρείος δεν εκβιάζει τους κινδύνους για να συμπεριφερθεί ανάλογα. Μια τέτοια συμπεριφορά αρμόζει περισσότερο στο θρασύ. Κι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που τους χωρίζει. Ο θρασύς νιώθει χαρά επιδεικνύοντας το θάρρος του και γι’ αυτό αρέσκεται να προκαλεί τις καταστάσεις. Ο αληθινά ανδρείος δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο.
Γι’ αυτό και ο ανδρείος πράττει σύμφωνα με τη λογική. Γιατί η λογική δεν ορίζει να ρίχνεται κανείς στον κίνδυνο για τη χαρά του κινδύνου. Αυτό αφορά την αφροσύνη της θρασύτητας. Η λογική θα υποδείξει το σωστό (καλό) και η ανδρεία θα υπομείνει τους κινδύνους για την πραγμάτωσή του, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Ο θρασύς είναι πρόθυμος να υπηρετήσει οτιδήποτε αρκεί να δείξει ότι δε φοβάται. Τις περισσότερες φορές είναι πρόθυμος να υπηρετήσει πρόσωπα και καταστάσεις που κάθε άλλο παρά σχετίζονται με το καλό ή ο δίκαιο.
Κατόπιν αυτών ο Αριστοτέλης θα καταδείξει τα πέντε είδη της ανδρείας: «Είδη ανδρείας υπάρχουν πέντε, με κριτήριο την εξής ομοιότητα, ότι τα ίδια αντέχουν οι ανδρείοι, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Πρώτο είδος είναι η πολιτική ανδρεία, η οποία οφείλεται στην αιδώ. Δεύτερο, η στρατιωτική ανδρεία· οφείλεται στην εμπειρία και τη γνώση» (31-36).
Τα δύο αυτά πρώτα είδη ανδρείας προφανώς είναι τα ανώτερα. Η πολιτική ανδρεία στηρίζεται στην αιδώ κι έχει να κάνει με τη δύναμη του πολιτικού άνδρα να ενεργεί σύμφωνα με το νόμο. Φυσικά, μέσα στο έννομο πλαίσιο της πόλης εμπεριέχεται και η δράση του ανθρώπου ως όντος πολιτικού που πρέπει να συναποφασίσει για τα τεκταινόμενα της πόλης. Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για τον ηγέτη που θα δώσει όραμα στο λαό (ούτε όμως και αποκλείεται) αλλά για τον πολίτη που οφείλει να συμμετέχει στις πολιτικές αποφάσεις υπηρετώντας το καλό της πόλης ως σύνολο.
Η έννοια της αιδούς καταδεικνύει την αρετή που θα λειτουργήσει συνεκτικά για την πόλη. Χωρίς αιδώ δεν υπάρχει συνύπαρξη, όπως και χωρίς το νόμο που θα υποδείξει το πλαίσιο της δικαιοσύνης. Η πόλη της οποίας οι πολίτες στερούνται πολιτικής ανδρείας δεν μπορεί να έχει σπουδαίο μέλλον. Είναι θέμα χρόνου το πότε θα παρακμάσει από την αδιέξοδη πολιτειακή κατάσταση στην οποία θα οδηγηθεί. Η πολιτική ανδρεία είναι η εγγύηση της πολιτικής ομαλότητας, δηλαδή της συνύπαρξης, που θα εξασφαλίσει την ευημερία της πόλης.
Από την άλλη, η στρατιωτική ανδρεία είναι το σθένος των στρατιωτών που θα υπερασπίσουν την πόλη. Χωρίς αυτή το μέλλον της πόλης κρίνεται επίφοβο. Κι επειδή τα πολεμικά άπτονται τεχνογνωσίας γι’ αυτό συμπληρώνεται ότι αυτό το είδος της ανδρείας «οφείλεται στην εμπειρία και τη γνώση». Όμως, η εμπειρία και η γνώση δεν πρέπει να οδηγούν σε πράξεις θρασύτητας απέναντι σε εκείνους που δεν τις έχουν. Οι έμπειροι πολεμιστές είναι δυνατό να φανούν γενναίοι σε κάποιους που δεν έχουν την ίδια γνώση, επειδή ξέρουν να προστατεύονται χωρίς να κινδυνεύουν.
Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Γενναίος δεν είναι αυτός που εκ του ασφαλούς χειρίζεται τις πολεμικές καταστάσεις παριστάνοντας τον ανδρείο τη στιγμή που ξέρει ότι δε διατρέχει κανένα κίνδυνο ή (πολύ περισσότερο) αυτός που εκμεταλλεύεται την πολεμική του τεχνογνωσία προκειμένου να εξοντώσει ανθρώπους που δεν έχουν καμία τέτοια πείρα. Πολεμικά ανδρείος είναι εκείνος που ξέρει να αντιμετωπίζει με θάρρος τους κινδύνους της μάχης, όταν αντιπαρέρχεται επίσης εκπαιδευμένους ανθρώπους. Η στρατιωτική βαναυσότητα απέναντι σε άμαχο πληθυσμό δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική πολεμική ανδρεία.
Τα υπόλοιπα είδη της ανδρείας έχουν ως εξής: «Τρίτο είδος, αυτό που οφείλεται στην απειρία και την άγνοια· την έχουν τα παιδιά, που αρπάζουν τα φίδια, και οι παράφρονες, που αντέχουν ό,τι τους έρθει. Τέταρτο είδος, αυτό που οφείλεται στην ελπίδα· μ’ αυτήν αντέχουν τους κινδύνους όσοι ήδη έχουν ευνοηθεί πολλές φορές από την τύχη, όπως οι μεθυσμένοι, που τους γεμίζει ελπίδες το κρασί. Πέμπτο είδος, αυτό που ανάγεται σε αλόγιστο πάθος, π.χ. έρωτα ή οργή· όποιος είναι ερωτευμένος γίνεται μάλλον θρασύς παρά δειλός, οπότε αντέχει πολλούς κινδύνους…» (1229a 38-45).
Τα είδη αυτά της ανδρείας προσομοιάζουν περισσότερο με το θράσος κι αυτό γιατί δεν εκπληρώνουν τον παράγοντα της λογικής. Ούτε τα παιδιά είναι γενναία όταν πιάνουν τα φίδια (αν και αποτελεί άφοβη πράξη) ούτε αυτός που διακινδυνεύει ελπίζοντας ότι συνέχεια τα πράγματα θα του έρχονται ευνοϊκά, επειδή η τύχη μέχρι στιγμής του χαμογελά (σαν να πρόκειται για μεθυσμένο), ούτε ο έρωτας και η οργή καταδεικνύουν τη γενναιότητα, αφού περισσότερο θολώνουν παρά ενεργοποιούν τη σκέψη.
Ενέργειες που βασίζονται σε τέτοια κίνητρα, αν και δίνουν την εντύπωση της τόλμης, στην ουσία δεν έχουν καμία σχέση με αυτή. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης εξηγεί από την αρχή ότι τα αναφέρει «με κριτήριο την ομοιότητα, ότι τα ίδια αντέχουν οι ανδρείοι, αλλά για διαφορετικούς λόγους» (1229a32-33).
Όσο για την οργή, ο Αριστοτέλης θα σημειώσει ότι όχι μόνο δεν αρμόζει στις πράξεις των ανδρείων, αλλά περισσότερο καταδεικνύει το ζωώδες: «… ο θυμός σε βγάζει εκτός εαυτού. Αυτός είναι και ο λόγος που οι αγριόχοιροι θεωρούνται ανδρείοι, ενώ δε γίνεται να είναι· όταν κάποιος βγαίνει εκτός εαυτού, γίνεται σαν αγριόχοιρος, εκτός αν είναι τόσο υπερβολικός όπως οι θρασείς. Παρ’ όλα αυτά, η ανδρεία που οφείλεται στο θυμό είναι αυτή που πιο πολύ απ’ τις άλλες ανάγεται στη φύση· διότι ο θυμός είναι ανίκητος, και γι’ αυτό οι νεαροί πολεμούνε με την πιο μεγάλη γενναιότητα. Αυτή που ανάγεται στο νόμο είναι κατεξοχήν η πολιτική ανδρεία. Κανένα από τα παραπάνω είδη δεν αποτελεί αληθινή ανδρεία» (1229a 47-55).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου