Ο Υσμάνς αφηγείται ότι ο δούκας Ντεζ Εσέντ ζούσε μόνος σε μια τεράστια έπαυλη στα περίχωρα του Παρισιού. Δεν έβγαινε συχνά, γιατί θεωρούσε ότι έξω καραδοκούσε η ασχήμια και η βλακεία των άλλων. Ένα απόγευμα, στα νιάτα του, είχε ριψοκινδυνεύσει να περάσει μερικές ώρες σ’ ένα κοντινό χωριό, αλλά είχε νιώσει την αποστροφή του για τους ανθρώπους να φουντώνει ολοένα. Έκτοτε είχε επιλέξει να περνά τον καιρό του μόνος, ξαπλωμένος ή στο γραφείο του, διαβάζοντας τους κλασικούς και διαμορφώνοντας πικρόχολες σκέψεις για την ανθρωπότητα. Πολύ νωρίς ένα πρωί, ωστόσο, και προς έκπληξη ακόμη και δική του, ένιωσε μια σφοδρή επιθυμία να ταξιδέψει στο Λονδίνο. Η λαχτάρα εκείνη τον είχε πιάσει αποβραδίς, ενώ καθόταν δίπλα στο τζάκι και διάβαζε ένα έργο του Ντίκενς. Με τις περιγραφές, είχαν ζωντανέψει στο νου οι εικόνες από τη ζωή στην Αγγλία και ο δούκας είχε φτάσει να τις συλλογίζεται ώρες ολόκληρες, ώσπου κατέληξε να αδημονεί να τις αντικρίσει και με τα μάτια του.
Ανήμπορος να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του, πρόσταξε τους υπηρέτες του να ετοιμάσουν τις αποσκευές του, φόρεσε ένα γκρίζο κοστούμι από εγγλέζικο τουίντ κι ένα ζευγάρι μποτίνια με κορδόνια, έβαλε ένα στρογγυλωπό καπέλο μπόουλερ, έριξε πάνω του κι ένα σκοτσέζικο πανωφόρι με μπέρτα και πήρε το πρώτο τρένο για το Παρίσι. Επειδή όμως απέμενε κάμποση ώρα ως την αναχώρηση για το Λονδίνο, πήγε στο αγγλικό βιβλιοπωλείο του Γκαλινιάνι στην οδό Ριβολί και αγόρασε από εκεί τον Οδηγό Λονδίνου των εκδόσεων Μπέντεκερ. Οι λακωνικές αναφορές στα αξιοθέατα της πόλης τον βύθισαν σε εξαίσια ονειροπόληση. Πήγε λοιπόν εκεί κοντά να πιει κάτι στην «Μποντέγκα», όπου σύχναζε αρκετή εγγλέζικη πελατεία. Η ατμόσφαιρα του φάνηκε βγαλμένη από σελίδες του Ντίκενς, ήταν σαν να έβλεπε «Τη μικρή Ντορίτ, την Ντόρα Κόπερφιλντ και την αδελφή του Τομ Πιντς…». Ένας θαμώνας είχε «τα άσπρα μαλλιά και την ηλιοκαμένη επιδερμίδα του κ. Γουίκφιλντ», ένας άλλος «το φλεγματικά πανούργο ύφος και το αμείλικτο βλέμμα του κ. Τέλκινχορν».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά του άνοιξε η όρεξη και πήγε να γευματίσει σε μια εγγλέζικη ταβέρνα κοντά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ, στην οδό Άμστερνταμ. Ήταν σκοτεινά εκεί μέσα κι είχε κάπνα· οι αντλίες για το σερβίρισμα της μπίρας ήταν παραταγμένες στη σειρά πίσω από τον πάγκο, «κοντά σε χοιρομέρια, μαυρισμένα σαν παλιά βιολιά». Στα ξύλινα τραπεζάκια είδε «γεροδεμένες Αγγλίδες με αγορίστικα πρόσωπα, με δόντια πλατιά σαν φτυάρια, με μάγουλα ροδοκόκκινα σα μήλα, με μακριά χέρια και πόδια… Παράγγειλε ένα ζωμό οξτέιλ… ένα καπνιστό χέντοκ, είδος καπνιστού μπακαλιάρου που του φάνηκε καλής ποιότητας… έφαγε κι ένα ροσμπίφ με πατάτες και κατέβασε δυο πίντες έιλ… κι ένα κομματάκι μπλε τυρί Στίλτον…».
Καθώς όμως πλησίαζε η στιγμή που θα επιβιβαζόταν στο τρένο και θ’ αποκτούσε την ευκαιρία να μετατρέψει σε πραγματικότητα τα λονδρέζικα όνειρά του, αισθάνθηκε ξαφνικά να τον πιάνει «μια γλυκιά και ζεστή αποχαύνωση». Σκέφτηκε ότι τελικά θα ήταν πολύ κουραστικό να πάει στο Λονδίνο· έπρεπε να τρέξει στο σταθμό, να στήσει καβγά για να βρει έναν αχθοφόρο, να επιβιβαστεί στο τρένο, να υποστεί ένα κρεβάτι που δε θα το γνώριζε, να σταθεί σε ουρές, να εκτεθεί στο κρύο… «Για ποιο λόγο τελικά να μετακινηθεί κανείς, όταν μπορεί να ταξιδέψει μ’ αυτόν τον υπέροχο τρόπο, καθισμένος σε μια καρέκλα; Μήπως δε βρισκόταν ήδη στο Λονδίνο, με τις μυρωδιές του, την ατμόσφαιρά του, τους κατοίκους του, τα φαγητά και τα σκεύη του να τον περιβάλλουν;» Τι άλλο θα έβρισκε εκεί, πέρα από κάποιες νέες απογοητεύσεις; Χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, συλλογίστηκε: «Θα έπρεπε να ήμουν τρελός για να θέλω… να καταστρέψω τις πειθήνιες φαντασιώσεις του μυαλού μου… να πιστέψω, σαν τον οποιοδήποτε αφελή, στην ανάγκη, στην περιέργεια, στο ενδιαφέρον ενός ταξιδιού».
Πλήρωσε λοιπόν το λογαριασμό, έφυγε από την ταβέρνα και πήρε το πρώτο τρένο για να επιστρέψει στην έπαυλή του, μαζί με τα μπαούλα και τα πακέτα του, τις βαλίτσες και τις κουβέρτες του, τις ομπρέλες και τα μπαστούνια του – αποφασισμένος να μη βγει ποτέ ξανά από το σπίτι.
ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, Η τέχνη του ταξιδιού
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου