Φανταστείτε αυτή τη σκηνή: ζητάμε από τριακόσιους ή τετρακόσιους ανθρώπους, άγνωστους μεταξύ τους, να σχηματίσουν ζευγάρια και να θέσουν στον παρτεναίρ τους μία και μόνη ερώτηση: «Τι θέλεις;» ξανά και ξανά και ξανά.
Υπάρχει τίποτα απλούστερο; Μία αθώα ερώτηση και η απάντησή της.
Κι όμως, έχω δει επανειλημμένα αυτή την ομαδική άσκηση να προκαλεί συναισθήματα απρόσμενης έντασης.
Συχνά μέσα σε μερικά λεπτά η αίθουσα πάλλεται από τη συγκίνηση. Άντρες και γυναίκες –που δεν είναι με κανέναν τρόπο απελπισμένοι ή στερημένοι, αλλά επιτυχημένοι, λειτουργικοί, καλοντυμένοι άνθρωποι που λάμπουν με την παρουσία τους- συνταράζονται ως το βαθύτερο είναι τους.
Αναζητούν αυτούς που έχουν χαθεί για πάντα – νεκρούς ή απόντες γονείς, συζύγους, παιδιά, φίλους: «Θέλω να σε ξαναδώ». «Θέλω την αγάπη σου». «Θέλω να ξέρω πως είσαι περήφανος για μένα». «Θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπάω και πόσο λυπάμαι που δεν σ’ το είπα ποτέ». «Θέλω να γυρίσεις – είμαι τόσο μόνος». «Θέλω την παιδική ηλικία που δεν είχα ποτέ». «Θέλω να ξαναβρώ την υγεία μου – να ξαναγίνω νέος. Θέλω να μ’ αγαπάνε, να με σέβονται. Θέλω η ζωή μου να έχει νόημα. Θέλω να κατορθώσω κάτι. Θέλω να είμαι σημαντικός για τους άλλους, να με θυμούνται».
Τόσα πολλά «θέλω». Τόση πολλή λαχτάρα. Και τέτοια οδύνη, τόσο κοντά στην επιφάνεια, ώστε ν’ αποκαλύπτεται μέσα σε λίγα μόνο λεπτά.
Οδύνη για το πεπρωμένο. Οδύνη για την ύπαρξη. Οδύνη που είναι πάντα εκεί, που κυκλοφορεί συνεχώς κάτω από τη μεμβράνη της ζωής. Οδύνη που την αγγίζουμε πάρα πολύ εύκολα.
Πολλά πράγματα – μία απλή άσκηση, λίγα λεπτά βαθύτερου συλλογισμού, ένα έργο τέχνης, ένα κήρυγμα, μία προσωπική κρίση που περνάμε, μία απώλεια- μας υπενθυμίζουν ότι τα βαθύτερα «θέλω» μας δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν: η επιθυμία μας να μείνουμε νέοι, να σταματήσει η διαδικασία της γήρανσης, να επιστρέψουν όσοι έχουν χαθεί, να έχουμε αιώνια αγάπη, προστασία, σπουδαιότητα.
Υπάρχει τίποτα απλούστερο; Μία αθώα ερώτηση και η απάντησή της.
Κι όμως, έχω δει επανειλημμένα αυτή την ομαδική άσκηση να προκαλεί συναισθήματα απρόσμενης έντασης.
Συχνά μέσα σε μερικά λεπτά η αίθουσα πάλλεται από τη συγκίνηση. Άντρες και γυναίκες –που δεν είναι με κανέναν τρόπο απελπισμένοι ή στερημένοι, αλλά επιτυχημένοι, λειτουργικοί, καλοντυμένοι άνθρωποι που λάμπουν με την παρουσία τους- συνταράζονται ως το βαθύτερο είναι τους.
Αναζητούν αυτούς που έχουν χαθεί για πάντα – νεκρούς ή απόντες γονείς, συζύγους, παιδιά, φίλους: «Θέλω να σε ξαναδώ». «Θέλω την αγάπη σου». «Θέλω να ξέρω πως είσαι περήφανος για μένα». «Θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπάω και πόσο λυπάμαι που δεν σ’ το είπα ποτέ». «Θέλω να γυρίσεις – είμαι τόσο μόνος». «Θέλω την παιδική ηλικία που δεν είχα ποτέ». «Θέλω να ξαναβρώ την υγεία μου – να ξαναγίνω νέος. Θέλω να μ’ αγαπάνε, να με σέβονται. Θέλω η ζωή μου να έχει νόημα. Θέλω να κατορθώσω κάτι. Θέλω να είμαι σημαντικός για τους άλλους, να με θυμούνται».
Τόσα πολλά «θέλω». Τόση πολλή λαχτάρα. Και τέτοια οδύνη, τόσο κοντά στην επιφάνεια, ώστε ν’ αποκαλύπτεται μέσα σε λίγα μόνο λεπτά.
Οδύνη για το πεπρωμένο. Οδύνη για την ύπαρξη. Οδύνη που είναι πάντα εκεί, που κυκλοφορεί συνεχώς κάτω από τη μεμβράνη της ζωής. Οδύνη που την αγγίζουμε πάρα πολύ εύκολα.
Πολλά πράγματα – μία απλή άσκηση, λίγα λεπτά βαθύτερου συλλογισμού, ένα έργο τέχνης, ένα κήρυγμα, μία προσωπική κρίση που περνάμε, μία απώλεια- μας υπενθυμίζουν ότι τα βαθύτερα «θέλω» μας δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν: η επιθυμία μας να μείνουμε νέοι, να σταματήσει η διαδικασία της γήρανσης, να επιστρέψουν όσοι έχουν χαθεί, να έχουμε αιώνια αγάπη, προστασία, σπουδαιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου