ΧΟΡΟΣ
Ὠκεανοῦ τις ὕδωρ στάζουσα πέτρα λέγεται, [στρ. α]
βαπτὰν κάλπισι πα-
γὰν ῥυτὰν προιεῖσα κρημνῶν.
125 τόθι μοί τις ἦν φίλα
πορφύρεα φάρεα
ποταμίαι δρόσωι
τέγγουσα, θερμᾶς δ᾽ ἐπὶ νῶτα πέτρας
εὐαλίου κατέβαλλ᾽· ὅθεν μοι
130 πρώτα φάτις ἦλθε δεσποίνας,
τειρομέναν νοσερᾶι κοίται δέμας ἐντὸς ἔχειν [ἀντ. α]
οἴκων, λεπτὰ δὲ φά-
ρη ξανθὰν κεφαλὰν σκιάζειν·
135 τριτάταν δέ νιν κλύω
τάνδ᾽ ἀβρωσίαι
στόματος ἁμέραν
Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν,
κρυπτῶι πάθει θανάτου θέλουσαν
140 κέλσαι ποτὶ τέρμα δύστανον.
†σὺ γὰρ† ἔνθεος, ὦ κούρα, [στρ. β]
εἴτ᾽ ἐκ Πανὸς εἴθ᾽ Ἑκάτας
ἢ σεμνῶν Κορυβάντων
φοιτᾶις ἢ ματρὸς ὀρείας;
145 †σὺ δ᾽† ἀμφὶ τὰν πολύθη-
ρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις
ἀνίερος ἀθύτων πελανῶν τρύχηι;
φοιτᾶι γὰρ καὶ διὰ Λί-
μνας χέρσον θ᾽ ὕπερ πελάγους
150 δίναις ἐν νοτίαις ἅλμας.
ἢ πόσιν, τὸν Ἐρεχθειδᾶν [ἀντ. β]
ἀρχαγόν, τὸν εὐπατρίδαν,
ποιμαίνει τις ἐν οἴκοις
κρυπτᾶι κοίται λεχέων σῶν;
155 ἢ ναυβάτας τις ἔπλευ-
σεν Κρήτας ἔξορμος ἀνὴρ
λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύταις
φήμαν πέμπων βασιλεί-
αι, λύπαι δ᾽ ὑπὲρ παθέων
160 εὐναία δέδεται ψυχά;
φιλεῖ δὲ τᾶι δυστρόπωι γυναικῶν [ἐπῳδ.]
ἁρμονίαι κακὰ
δύστανος ἀμηχανία συνοικεῖν
ὠδίνων τε καὶ ἀφροσύνας.
165 δι᾽ ἐμᾶς ἦιξέν ποτε νηδύος ἅδ᾽
αὔρα· τὰν δ᾽ εὔλοχον οὐρανίαν
τόξων μεδέουσαν ἀύτευν
Ἄρτεμιν, καί μοι πολυζήλωτος αἰεὶ
σὺν θεοῖσι φοιτᾶι.
170 ἀλλ᾽ ἥδε τροφὸς γεραιὰ πρὸ θυρῶν
τήνδε κομίζουσ᾽ ἔξω μελάθρων.
στυγνὸν δ᾽ ὀφρύων νέφος αὐξάνεται·
τί ποτ᾽ ἐστὶ μαθεῖν ἔραται ψυχή,
τί δεδήληται
175 δέμας ἀλλόχροον βασιλείας.
***
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σ᾽ ένα βράχον ωκεάνειο [στρ. 1]
τρέχει μια δροσοπηγή,
που τα κρεμαστά νερά της
τα κυλάει απ᾽ τον γκρεμό
σε μια γούρνα — εκεί μιαν φίλην
είχα, που τα πορφυρά της
έπλενε τα πέπλα μέσα
στα νερά τα κρύα κι απάνω
στην προσήλια πετροράχη
τ᾽ άπλωνε. Απ᾽ αυτήνε ξέρω
130 πως αρρώστησε η κυρά μας [αντ. 1]
και στην κάμαρα κλειστή
βολοδέρνει. Μ᾽ αχνά τούλια
τα μαλλιά της τα ξανθά
τα σκεπάζει κι είναι τρίτη
μέρα, και μπουκιά δε βάζει
στο θεϊκό της στόμα, κι όλην
ο κρυφός καημός τη λιώνει.
Θάνατο ζητάει: ν᾽ αράξει
140 στο στερνό λιμάνι του Άδη.
Μη σου χτύπησε τα φρένα [στρ. 2]
κόρη μου κάποιος θεός;
Τάχα ο Πάνας; Τάχα Εκάτη,
ή Κορύβαντες σεμνοί
κι η βουνοκυρά Κυβέλη;
Μην αμέλησες να κάνεις
στη θεά την κυνηγήτρα
μιαν καλή θυσία; Περνάει
πάνου από στεριές, ποτάμια,
150 και πελάγη φουρτουνιασμένα.
Μη τον άντρα σου, αρχηγέτη [αντ. 2]
των Ερεχθειδών, καμιά
τον ξελόγιασε γυναίκα
και τον χαίρεται κρυφά;
Ή κανείς καραβοκύρης
απ᾽ την Κρήτη άραξ᾽ εδώ
κι έφερε κακό μαντάτο
στη βασίλισσα κι η δόλια
έχει πέσει στο κρεβάτι
160 κι όλη μέρα μαραζώνει;
Η μοίρα μας, γυναίκες, το ᾽χει [επωδ.]
να ᾽χουμε πόνους και ζαλάδες,
σαν πιάσουμε παιδί. Κι εμένα
κάποτε ο σίφουνας ετούτος
μου τάραξε τα σωθικά μου.
Παρακαλούσα την τοξεύτραν
την Άρτεμη νά ᾽ρθει βοηθός μου
κι ερχόταν η καλογεννήτρα.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
170 Αλλά βλέπω τη νένα στις πύλες.
Όξω βγάζει τη ρήγισσα. Μαύρη
συννεφιά τής σκεπάζει τα μάτια.
Λαχταράει η ψυχή μου να μάθει
ποιός ο λόγος, που αχάμνησε τόσο.
Ὠκεανοῦ τις ὕδωρ στάζουσα πέτρα λέγεται, [στρ. α]
βαπτὰν κάλπισι πα-
γὰν ῥυτὰν προιεῖσα κρημνῶν.
125 τόθι μοί τις ἦν φίλα
πορφύρεα φάρεα
ποταμίαι δρόσωι
τέγγουσα, θερμᾶς δ᾽ ἐπὶ νῶτα πέτρας
εὐαλίου κατέβαλλ᾽· ὅθεν μοι
130 πρώτα φάτις ἦλθε δεσποίνας,
τειρομέναν νοσερᾶι κοίται δέμας ἐντὸς ἔχειν [ἀντ. α]
οἴκων, λεπτὰ δὲ φά-
ρη ξανθὰν κεφαλὰν σκιάζειν·
135 τριτάταν δέ νιν κλύω
τάνδ᾽ ἀβρωσίαι
στόματος ἁμέραν
Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν,
κρυπτῶι πάθει θανάτου θέλουσαν
140 κέλσαι ποτὶ τέρμα δύστανον.
†σὺ γὰρ† ἔνθεος, ὦ κούρα, [στρ. β]
εἴτ᾽ ἐκ Πανὸς εἴθ᾽ Ἑκάτας
ἢ σεμνῶν Κορυβάντων
φοιτᾶις ἢ ματρὸς ὀρείας;
145 †σὺ δ᾽† ἀμφὶ τὰν πολύθη-
ρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις
ἀνίερος ἀθύτων πελανῶν τρύχηι;
φοιτᾶι γὰρ καὶ διὰ Λί-
μνας χέρσον θ᾽ ὕπερ πελάγους
150 δίναις ἐν νοτίαις ἅλμας.
ἢ πόσιν, τὸν Ἐρεχθειδᾶν [ἀντ. β]
ἀρχαγόν, τὸν εὐπατρίδαν,
ποιμαίνει τις ἐν οἴκοις
κρυπτᾶι κοίται λεχέων σῶν;
155 ἢ ναυβάτας τις ἔπλευ-
σεν Κρήτας ἔξορμος ἀνὴρ
λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύταις
φήμαν πέμπων βασιλεί-
αι, λύπαι δ᾽ ὑπὲρ παθέων
160 εὐναία δέδεται ψυχά;
φιλεῖ δὲ τᾶι δυστρόπωι γυναικῶν [ἐπῳδ.]
ἁρμονίαι κακὰ
δύστανος ἀμηχανία συνοικεῖν
ὠδίνων τε καὶ ἀφροσύνας.
165 δι᾽ ἐμᾶς ἦιξέν ποτε νηδύος ἅδ᾽
αὔρα· τὰν δ᾽ εὔλοχον οὐρανίαν
τόξων μεδέουσαν ἀύτευν
Ἄρτεμιν, καί μοι πολυζήλωτος αἰεὶ
σὺν θεοῖσι φοιτᾶι.
170 ἀλλ᾽ ἥδε τροφὸς γεραιὰ πρὸ θυρῶν
τήνδε κομίζουσ᾽ ἔξω μελάθρων.
στυγνὸν δ᾽ ὀφρύων νέφος αὐξάνεται·
τί ποτ᾽ ἐστὶ μαθεῖν ἔραται ψυχή,
τί δεδήληται
175 δέμας ἀλλόχροον βασιλείας.
***
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Σ᾽ ένα βράχον ωκεάνειο [στρ. 1]
τρέχει μια δροσοπηγή,
που τα κρεμαστά νερά της
τα κυλάει απ᾽ τον γκρεμό
σε μια γούρνα — εκεί μιαν φίλην
είχα, που τα πορφυρά της
έπλενε τα πέπλα μέσα
στα νερά τα κρύα κι απάνω
στην προσήλια πετροράχη
τ᾽ άπλωνε. Απ᾽ αυτήνε ξέρω
130 πως αρρώστησε η κυρά μας [αντ. 1]
και στην κάμαρα κλειστή
βολοδέρνει. Μ᾽ αχνά τούλια
τα μαλλιά της τα ξανθά
τα σκεπάζει κι είναι τρίτη
μέρα, και μπουκιά δε βάζει
στο θεϊκό της στόμα, κι όλην
ο κρυφός καημός τη λιώνει.
Θάνατο ζητάει: ν᾽ αράξει
140 στο στερνό λιμάνι του Άδη.
Μη σου χτύπησε τα φρένα [στρ. 2]
κόρη μου κάποιος θεός;
Τάχα ο Πάνας; Τάχα Εκάτη,
ή Κορύβαντες σεμνοί
κι η βουνοκυρά Κυβέλη;
Μην αμέλησες να κάνεις
στη θεά την κυνηγήτρα
μιαν καλή θυσία; Περνάει
πάνου από στεριές, ποτάμια,
150 και πελάγη φουρτουνιασμένα.
Μη τον άντρα σου, αρχηγέτη [αντ. 2]
των Ερεχθειδών, καμιά
τον ξελόγιασε γυναίκα
και τον χαίρεται κρυφά;
Ή κανείς καραβοκύρης
απ᾽ την Κρήτη άραξ᾽ εδώ
κι έφερε κακό μαντάτο
στη βασίλισσα κι η δόλια
έχει πέσει στο κρεβάτι
160 κι όλη μέρα μαραζώνει;
Η μοίρα μας, γυναίκες, το ᾽χει [επωδ.]
να ᾽χουμε πόνους και ζαλάδες,
σαν πιάσουμε παιδί. Κι εμένα
κάποτε ο σίφουνας ετούτος
μου τάραξε τα σωθικά μου.
Παρακαλούσα την τοξεύτραν
την Άρτεμη νά ᾽ρθει βοηθός μου
κι ερχόταν η καλογεννήτρα.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
170 Αλλά βλέπω τη νένα στις πύλες.
Όξω βγάζει τη ρήγισσα. Μαύρη
συννεφιά τής σκεπάζει τα μάτια.
Λαχταράει η ψυχή μου να μάθει
ποιός ο λόγος, που αχάμνησε τόσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου