Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Η εξέγερση του Διονυσίου του «Σκυλοσόφου»

Η κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς αποδείχτηκε ευκολότερη υπόθεση από ότι οι ίδιοι υπολόγιζαν καθώς μέχρι και το 1500 το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών της βαλκανικής χερσονήσου είχε περιέλθει στην κατοχή τους. Οι αλληλοσπαραγμοί των τελευταίων βυζαντινών δεσποτών αποτέλεσαν βολική συνθήκη για την προέλαση των Οθωμανών. Από τη μεριά της η χριστιανική Ευρώπη αδυνατούσε να αντιτάξει ενιαία δράση κυρίως λόγω των θρησκευτικών πολέμων που ξέσπαγαν με σφοδρότητα από τα τέλη του 15ου αιώνα. Μόνο όταν τα οθωμανικά στρατεύματα πολιόρκησαν, ανεπιτυχώς, τη Βιέννη στα 1529 η Ευρώπη αντέδρασε. Η Sacra Lega, η συμμαχία ανάμεσα στην Ισπανία, τη Βενετία και το Βατικανό, κατάφερε στα 1571 να νικήσει τον οθωμανικό στόλο στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Έκτοτε πράκτορες από την Βενετία, την Ισπανία, την Γαλλία και άλλες μικρότερες δυνάμεις, όπως από το κράτος των Ιπποτών της Μάλτας και τα ιταλικά κράτη, όργωναν τις ελληνόφωνες περιοχές προσπαθώντας να υποδαυλίσουν επαναστατικά κινήματα. Οι Ιππότες της Μάλτας, έχοντας χάσει την αρχική βάση τους, την Ρόδο, στα 1522, έψαχναν συνεχώς τρόπους να υποκινήσουν ανταρσίες στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, όπως προσπάθησαν να κάνουν, χωρίς επιτυχία, στα 1606 στην Ήπειρο. Κύρια δύναμη, όμως, που υποδαύλιζε χριστιανικές εξεγέρσεις εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναδείχτηκε η Βενετία, που είχε και σημαντικές κτήσεις στην Πελοπόννησο και κατείχε μέχρι και το 1669 την Κρήτη.
 
Ανάμεσα σε αυτούς που έτειναν ευήκοα ώτα στα επαναστατικά κελεύσματα της Εσπερίας ήταν και ένας άσημος μοναχός από την Παραμυθιά, ονόματι Διονύσιος. Έχοντας χριστεί μοναχός σε μικρή ηλικία, ήταν από τους λίγους τυχερούς που κατάφερε να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές. Στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Πάδοβα ασχολήθηκε με την ιατρική, την φιλοσοφία, την αστρονομία και την ποίηση. Ήταν μάλιστα τόση η ευρυμάθεια του που απέκτησε το προσωνύμιο «φιλόσοφος». Στα 1582 τον βρίσκουμε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στα 1593 χειροτονείται μητροπολίτης Λαρίσης. Στα 1600 προσπάθησε να ξεσηκώσει τον πληθυσμό των Αγράφων, χωρίς όμως επιτυχία. Μάλιστα, για να στηρίξει οικονομικά την εξέγερση απέφευγε να στέλνει στο Πατριαρχείο τις καθορισμένες εισπράξεις της μητρόπολης του, γεγονός που οδήγησε το Πατριαρχείο στην καθαίρεσή του, με βαρείς, μάλιστα, χαρακτηρισμούς. Αναφέρει η καθαιρετική απόφαση χαρακτηριστικά: «εφάνη (ενν. ο Διονύσιος) εν πάσι απειθής και καταφρονητής των τότε και των μετά ταύτα δοθέντων πατριαρχικών συνοδικών γραμμάτων και ουκ ηθέλησε αποτίσαι ουδέν, παριδών και τους κατά καιρούς αποσταλέντας περί τούτου εξάρχους και δη το χείριστον, ότι μηδέν παρέχων εκ των ιδίων ελάμβανε και τα των επισκοπών και ιδιοποιείτο αυτά, ζημίαν προξενών τη του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Πράγμα ετόλμησεν επιβλαβές και επόλεθρον κατά της τε του Χριστού Μ. Εκκλησίας, και της επαρχίας αυτού ταύτης και παντός του γένους των ευσεβών και γαρ τολμηρώς τε και αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του πολυχρονίου βασιλέως σουλτάν Μεχμέτ και πολλά των ατόπων διανοηθείς και σκεψάμενος, πάνυ όντα μεστά επιβουλής και κινδύνων θανατηφόρων, πολλούς μεν των εκείσε ιερωμένων και λαϊκών, αλλά δη και αρχιερέων, αισχίστω θανάτω αποπεσείν παρασκεύασεν, έπειτα δε αναπολόγητον εαυτόν γινώσκειν απόδρα εις τόπους αλλοτρίους της βασιλικής εξουσίας και αδυνάτως έχει επανελθείν εις την επαρχίαν ταύτην ως αναφανείς της βασιλείας επίβουλος».
 
Αμέσως μετά την αποκάλυψη των επαναστατικών ενεργειών ο Διονύσιος κατάφερε να αποδράσει προς την Ιταλία και την Ισπανία. Στην Ιταλία αρχικά είχε επαφές με έναν Κρητικό, τον Ιωάννη Μινωτό, ο οποίος είχε κάνει σχέδια για εκστρατεία στην Ελλάδα μαζί με τον βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκο Δ΄, στον οποίο και θα παρέδιδε το θρόνο του Βυζαντίου. Η δολοφονία, όμως, του Ερρίκου Δ΄ έβαλε φρένο στη δράση του Μινωτού. Ο Διονύσιος στη συνέχεια μετέβη στη Ρώμη. Εκεί στα 1608 συναντήθηκε με τον πρέσβη της Γαλλίας Carlo Gonzaga, δούκα του Νεβέρ, ο οποίος ενθάρρυνε τον Διονύσιο να οργανώσει νέα εξέγερση στην Ήπειρο, αν και ο Κων. Σάθας αναφέρει ότι ο Διονύσιος ίσως να υποκινήθηκε και από τους Ιωαννίτες ιππότες και τους Ναπολιτάνους. Πράγματι, ο αεικίνητος Διονύσιος επέστρεψε στην Ήπειρο και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου, που βρίσκεται κοντά στα Ιωάννινα. Έχοντας σαν ορμητήριο το μοναστήρι περιδιάβαινε τα χριστιανικά χωριά της περιοχής ξεσηκώνοντας τους χωρικούς. Ο Παν. Αραβαντινός αναφέρει για την επαναστατική δράση του Διονυσίου: «επεσκέπτετο συνεχώς τα Ιωάννινα, και θεωρών, ότι οι εν τη πόλει εκείνη ενοικούντες Οθωμανοί ήσαν ολιγώτατοι σχετικώς προς τους χριστιανούς, εμελέτησε πράξιν απερίσκεπτον την επανάστασιν των χωρών της Παλαιάς Ηπείρου, εφ ώ και ήρξατο, ίνα κατηχή τους απλουστέρους, και ενθουσιά αυτούς, κηρύττων, ότι υπήρχε προωρισμένος παρά Θεού, ίνα ελευθερώση την Ήπειρον εκ του Οθωμανικού ζυγού, και μετ’ αυτήν τας άλλας χώρας και επαρχίας μέχρι της Κωνσταντινουπόλεως». Μαζί του είχε και τρεις συνεργάτες, τον Ζώτο Τσίριπο, τον Γεώργιο Ντελή και κάποιον Λάμπρο.
 
Για την έκρηξη της επανάστασης και τα γεγονότα η μόνη διαθέσιμη πηγή είναι ένα χρονικό με τίτλο: «Αποστασία Διονυσίου του κοινώς λεγομένου Σκυλοσόφου, και έξωσις των χριστιανών από το κάστρον». Είναι κατά πάσα πιθανότητα προϊόν κάποιου φιλότουρκου κοτζάμπαση, καθώς εξ αρχής γίνεται αναφορά στις καλές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ήπειρο κατά την οθωμανική κυριαρχία. Πράγματι, από το 1431 που κατακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, η οθωμανική διοίκηση φάνηκε όντως ανεκτική προς τους χριστιανούς, κυρίως επειδή υποτάχτηκαν αυτοβούλως οι προηγούμενοι Βυζαντινοί άρχοντες. Αναφέρει χαρακτηριστικά το χρονικό για την θέση των χριστιανών αρχόντων: «ο εχθρός του καλού διάβολος εφθόνησε βλέπων ότι οι της Ηπείρου χριστιανοί ούτε από τουρκικήν μάχαιραν κατεκόπησαν, ούτε την πολιτικήν δύναμιν έχασαν, ότι όλη η εξουσία ήτον αυτών. Αυτοί είχον τα σπαϊλίκια και τιμάρια, αυτοί και διέτασσον και εσύναζον τους φόρους, και αυτή η πολεμική δύναμις ήτον όλη εις χείρας των. Οι δε Τούρκοι όχι μόνο κανόνι του κάστρου να ρίξουν, αλλ’ ουδέ να κατοικήσουν εις αυτό είχον άδειαν». Γίνεται, λοιπόν, εξ αρχής φανερό ότι τα επαναστατικά σχέδια του Διονυσίου θα ανέτρεπαν αρχοντικά προνόμια πολλών ετών. Για τούτο άλλωστε ο Διονύσιος περιδιάβαινε και ξεσήκωνε πρωτίστως τα χωριά, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν φτωχοί αγρότες ή δουλοπάροικοι και που για αυτούς η καταπίεση ήταν ίδια είτε προερχόταν από τους Οθωμανούς, είτε από τους πλούσιους, και ενταγμένους στην οθωμανική διοίκηση, Χριστιανούς. Εντός της πόλης των Ιωαννίνων βρήκε μερικούς υποστηρικτές, κυρίως από την τάξη των τεχνιτών, τους οποίους κατέστησε κοινωνούς των σχεδίων του. Αναφέρει χαρακτηριστικά το χρονικό: «κατέβη έπειτα εις Ιωάννινα όπου είχε τινάς φίλους και ιδών τους Τούρκους ολίγους και κατοικούντας έξω του κάστρου εμελέτησεν βουλήν δυστυχεστάτην εις την πόλιν ταύτην˙ και εισελθών εις τινά φίλον του, Ταγάν το όνομα, και άλλους γνωρίμους, κοινολογείται προς αυτούς ότι έκαμε θεμάτιον, και δια της αστρολογίας εγνώρισεν ότι μέλλει να γένη ελευθερωτής όχι μόνον των Ιωαννίνων αλλά και των λοιπών πόλεων, μάλιστα και εις Κωνσταντινούπολιν να εισέλθη και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθή».
 
Ο Διονύσιος περιδιαβαίνοντας και ξεσηκώνοντας τα χριστιανικά χωριά πέριξ των Ιωαννίνων, κατάφερε να συγκεντρώσει περί τους 800 οπαδούς και την 7η Σεπτεμβρίου 1611 επιτέθηκε ενάντια σε δυο μουσουλμανικά χωριά, το Ζαραβούτσι και την Τουρκογρανίτσα, που βρίσκονταν κοντά στο ορμητήριό του, το μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου. Αφού σκότωσαν αρκετούς κατοίκους από τα χωριά στη συνέχεια τα κατέστρεψαν ολοσχερώς. Στις 10 Σεπτέμβρη 1611 ο όχλος των Χριστιανών με τον Διονύσιο επικεφαλής εισέβαλε στα Ιωάννινα. Το χρονικό περιγράφει την είσοδο στα Ιωάννινα ως εξής: «Έπειτα του αυτού έτους την 10ην Σεπτεμβρίου εκστράτευσαν μετά του αρχηγού καλογήρου την νύκτα κατά των Ιωαννίνων και εισελθόντες εις την πόλιν έβαλαν φωτιάν εις την του τότε πασά Ασουμάν κατοικίαν και έκαυσαν πολλούς ανθρώπους και τον βασιλικόν θησαυρόν. Ο δε πασάς με την γυναίκα του πηδήσαντες από το παράθυρον, έφυγον γυμνοί την νύκτα και εσώθησαν». Οι Τούρκοι μόλις αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε κινητοποίησαν την φρουρά της πόλης, η οποία διαθέτοντας έφιππα τμήματα εύκολα διέλυσε τον χριστιανικό όχλο. Φαίνεται ότι οι υποστηρικτές του Διονυσίου που βρίσκονταν εντός της πόλεως δεν έδρασαν σύμφωνα με το σχέδιο. Η κινητοποίηση, μάλιστα, των οθωμανικών δυνάμεων, έστω και με καθυστέρηση, έγειρε γρήγορα την πλάστιγγα προς το μέρος των μουσουλμάνων. Στο χρονικό σημειώνεται ότι: «Ούτοι δε (οι Τούρκοι) ακούσαντες το Κύριε ελέησον εγνώρισαν ότι ήλθον κατ’ αυτών χριστιανοί και παρευθύς έδραμον όλοι έφιπποι και δυνατά αρματωμένοι, και τρέψαντες αυτούς εις φυγήν ευκόλως, ως πεζούς και μη έχοντας άρματα πολέμου, κατέκοψαν πολλούς όχι μόνο από τους πολεμίους αλλά και αναιτίους». Την περαιτέρω σφαγή αποσόβησε η παρέμβαση των προεστών και των αρχόντων που παρέμειναν πιστοί στις συμφωνίες που είχαν κάνει οι πρόγονοί τους με τους Οθωμανούς. Οι Ηπειρώτες προεστοί έχοντας πολλά περισσότερα να χάσουν από μια καθεστωτική αλλαγή πήραν αποστάσεις από την εξέγερση του Διονυσίου, τον οποίο περιπαικτικά αποκαλούσαν «Σκυλόσοφο».
 
Ο Διονύσιος βλέποντας την εξέγερση να αποτυγχάνει αναζήτησε κρησφύγετο σε σπήλαιο που βρίσκεται κοντά στον δυτικό πύργο του φρουρίου, εκεί που βρισκόταν ο ναός του Ιωάννη του Προδρόμου και σήμερα αποκαλείται «τρύπα του Σκυλοσόφου». Εκεί τον βρήκαν Εβραίοι της πόλης των Ιωαννίνων και τον παρέδωσαν στις οθωμανικές αρχές. Το χρονικό περιγράφει ως εξής τη σύλληψη του επίδοξου επαναστάτη: «έγινε δέ μεγάλη περί αυτού ζήτησις, και ουδείς άλλος εδυνήθη να τον εύρη παρά το μισόχριστον των Ιουδαίων γένος, οι οποίοι φέροντές τον δέσμιον τον παρέδωσαν εις τους κριτάς, και δια προσταγής των αρχόντων Τούρκων, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαραν ζωντανόν, και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον το περιέφεραν από πόλιν εις πόλιν, και τέλος και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν˙ λέγεται δε ότι εσηκώθη και ο βασιλεύς να το ιδή, και ούτως επληρώθη το της προφητείας του λοξόν, ότι έμελλε να υπάγη και εις Κωνσταντινούπολιν, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθή». Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων αποτελούσαν μια ισχυρή μειονότητα της πόλης και μνημονεύονται ήδη από τον 8ο αιώνα μ.Χ. Κατοικούσαν στο κάστρο και στη διάρκεια του 16ου αιώνα ενισχύθηκαν σημαντικά με την έλευση πολλών Σεφαραδιτών. Ασχολούνταν με το εμπόριο και απολάμβαναν πολλά προνόμια, ενώ αντιμετωπίζονταν από του Οθωμανούς με αρκετή μετριοπάθεια. Αντίστοιχα επαγγελματικά και θρησκευτικά προνόμια απολάμβαναν και οι Χριστιανοί της Ηπείρου, ειδικά οι προσκυνημένοι προύχοντες. Χριστιανοί προύχοντες και Εβραίοι, λοιπόν, δεν έβλεπαν κάποιο όφελος από την αλλαγή των συνθηκών, πολλώ δε μάλλον όταν η αλλαγή αυτή εκπορευόταν από έναν άσημο ταραξία. Είναι χαρακτηριστικό ότι εναντίον του Διονυσίου καταφέρθηκαν και Χριστιανοί θεολόγοι, όπως ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, που συνέγραψε και έναν λίβελλο που τιτλοφορείται «Στηλιτευτικός λόγος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα». Εκεί χαρακτηρίζει τον Διονύσιο: «Εξάγιστον, σπορέα των κακών και ολεθρίων, εφευρέτην ανόητον τε και φρενόληπτον, απωλέσαντα τας φρένας παντάπασι, θρασύτητι εντεθραμμένον. Τυφώ, δαίμονα, εμβρόντητον άθλιον, μαινόμενον, νέον Ιουλιανόν, νέον διάβολον, πανώλη και κακεντρεχή»…
 
Από τη μεριά τους οι Οθωμανοί, θεωρώντας υπεύθυνος του Χριστιανούς συλλήβδην, αφού έκαψαν τη μονή του Αγ. Δημητρίου, που ήταν το ορμητήριο του Διονυσίου, τους εξοβέλισαν από το κάστρο και τους εγκατέστησαν εκτός τειχών στην περιοχή της Σαράβας, «μέρος τότε άθλιον και ακατοίκητον», όπως σημειώνει ο Παν. Αραβαντινός. Επιπρόσθετα οι Οθωμανοί καταφέρθηκαν ενάντια και στον χριστιανικό κλήρο, κατηγορώντας πολλούς ιερωμένους ως συνεργάτες του Διονυσίου. Φαίνεται, όντως, ότι αρκετοί από τους κληρικούς ήταν σε γνώση όχι μόνο των σχεδίων του Διονυσίου, όπως ο επίσκοπος Νεοχωρίου και Φαναρίου Σεραφείμ, ο οποίος θανατώθηκε, αλλά και συμμετείχαν ενεργά στις ραδιουργίες των δυτικών που υποδαύλιζαν εξεγέρσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Παν. Αραβαντινός σχολιάζει σχετικά: «Το μέτρον τούτο της Οθωμανικής κυβερνήσεως (η δίωξη δηλαδή κάποιων χριστιανών κληρικών) χορηγεί νύξιν ίνα συμπεράνωμεν, ότι ο προεκταθείς Κάρολος, Δούξ του Νεβέρ, ου μόνον συνενοήθη μετά του Πελοποννησιακού κλήρου, αλλά και δια της Ρωμαϊκής αυλής διέθετο και το πλείστον μέρος του κλήρου της Στερεάς Ελλάδος, εις προπαρασκευήν των χριστιανών επί επαναστάσει. Ο τότε του Δυρραχίου αρχιεπίσκοπος Χαρίτων διεδραμάτιζε πρόσωπον διαβιβαστικόν των εισηγήσεων και πολιτικών ραδιουργιών του τότε Πάπα της Ρώμης Παύλου του Ε΄, και ο Μητροπολίτης των Ιωαννίνων, ο τε της Ναυπάκτου και Άρτης Ζαχαρίας συνεννοούντο, φαίνεται, μετά της μακαριότητός του εμμέσως και αμέσως μέχρι της διασκεδάσεως της ανεμωλίου εκείνης ιδέας». Πράγματι, το σχέδιο του Carlo Gonzaga είχε βρει πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους Χριστιανούς κληρικούς και άρχοντες. Η αξίωση του στον θρόνο του Βυζαντίου, καθώς ο πατέρας του Λουδοβίκος ήταν γιος της Μαργαρίτας Παλαιολογίνας, 7ης απογόνου του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου και του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα Άγγέλου δεσπότη της Ηπείρου, είχε δημιουργήσει ελπίδες στους Χριστιανούς για αναβίωση, αν όχι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τουλάχιστον του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Διονύσιος φαίνεται πιθανό να είχε μυηθεί στα σχέδια του Carlo Gonzaga κατά την παραμονή του στην Ιταλία. Μάλιστα, ένα χρόνο μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Διονυσίου, στην Κούκη της Αλβανίας (σημερινό Κούκες) συνεκλήθη γενική συνέλευση κληρικών και λαϊκών αντιπροσώπων της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ερζεγοβίνης και της Δαλματίας στην οποία αποφασίστηκε γενικό σχέδιο επανάστασης που προέβλεπε τη συγκρότηση στρατού 160.000 ανδρών. Ο Carlo Gonzaga ίδρυσε και ειδικό ιπποτικό τάγμα, την «Χριστιανική Στρατιά», και κατασκεύασε και μια μικρή ναυτική μοίρα. Οι αντιδράσεις, όμως, της Ισπανίας, που επιθυμούσε και αυτή μερίδιο από την Πελοπόννησο και την Μακεδονία, καθώς και της Βενετίας που κρατούσε σθεναρά τις κτήσεις στην Πελοπόννησο ματαίωσαν τις αποφάσεις της συνέλευσης στην Κούκη.
 
Ο Διονύσιος αποτέλεσε, ουσιαστικά, τον εκτελεστικό βραχίονα των σχεδίων των δυτικών για εξέγερση των Χριστιανών στην περιοχή της Ηπείρου. Ακόμη και η Ισπανία βρισκόταν σε άμεση επαφή μαζί του, περιμένοντας από τον δραστήριο καλόγερο να συλλέξει πληροφορίες για τις στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων. Ο ζήλος, όμως, των Ευρωπαίων για νέες σταυροφορίες εκείνα τα χρόνια είχε εξανεμιστεί. Ο κυριότερος λόγος ήταν οι θρησκευτικοί πόλεμοι που ταλάνιζαν την χριστιανική Ευρώπη. Το μένος των θρησκόληπτων Χριστιανών κατευθυνόταν πλέον όχι ενάντια στους απίστους, αλλά μεταξύ τους. Η Γαλλία είχε συνταραχτεί από το 1562 μέχρι και το 1598 από τον πόλεμο Καθολικών και Ουγενότων. Τα κελεύσματα του Carlo Gonzaga για δράση ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, παρότι έβρισκαν ευήκοα ώτα μεταξύ των ηγεμόνων της Ευρώπης, εντούτοις λίγες πιθανότητες πραγμάτωσης είχαν αφού εξέλιπαν οι υλικές προϋποθέσεις. Τα πέντε καράβια που κατάφερε να ναυλώσει ο Δούκας δεν αποτελούσαν ικανή δύναμη να προβληματίσει, έστω, την κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Διονύσιος, εν τέλει, έπεσε έξω σχετικά με την υποστήριξη που ανέμενε από τους Δυτικούς. Έπεσε όμως έξω και στην υποστήριξη που ανέμενε από το σύνολο των Χριστιανών της Ηπείρου. Αυτοί που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του ήταν οι φτωχοί αγρότες, που βίωναν κάθε είδους καταπιέσεις από την άρχουσα τάξη των Μουσουλμάνων και των Χριστιανών κοτζαμπάσηδων. Οι πλούσιοι Χριστιανοί των Ιωαννίνων είδαν ότι είχαν πολλά περισσότερα να χάσουν από μια εξέγερση των ομόδοξων αγροτών, από το να παραμείνουν πιστοί και υποτελείς στους Οθωμανούς. Ο Γ. Κορδάτος, μάλιστα, σημειώνει ότι: «Είναι φανερό πως οι Έλληνες που πήραν μέρος, χτύπησαν τους Τούρκους για να ελευθερώσουν της Ελλάδα, αλλά κυρίως, για να ξεσκλαβωθούν από τα δεσμά του φεουδαρχισμού. Το κίνημα λοιπόν του Διονυσίου είναι μια από τις πρώτες εξεγέρσεις που έγιναν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου