Λίγοι φιλόσοφοι θα διαφωνήσουν ότι οι άνθρωποι είμαστε, σε μεγάλο βαθμό, ιστορικές οντότητες, με την έννοια ότι κληρονομούμε πράγματα από το παρελθόν, τα αλλάζουμε, και έπειτα τα κληροδoτούμε στις μελλοντικές γενιές. Η γλώσσα, για παράδειγμα, είναι κάτι που μαθαίνουμε και αλλάζουμε καθώς το χρησιμoποιούμε, ενώ το ίδιο ισχύει και για την επιστήμη -οι επιστήμονες ξεκινούν με μια θεωρία, και στη συνέχεια είτε την επαληθεύουν είτε τη διαψεύδουν. Το ίδιο ισχύει για τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως είναι η οικογένεια, το κράτος, οι τράπεζες, οι εκκλησίες, και ούτω καθεξής, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι τροποποιημένες μορφές προγενέστερων πρακτικών ή θεσμών. Συνεπώς, η ύπαρξη των ανθρώπινων όντων ποτέ δεν ξεκινά από το μηδέν, αλλά πάντοτε εντός κάποιου πλαισίου -το οποίο μερικές φορές μεταβάλλεται έτσι ριζικά κατά τη διάρκεια μίας μόνο γενιάς. Ωστόσο, μερικά πράγματα, δεν φαίνεται να έχουν ιστορικό χαρακτήρα ή να υπόκεινται σε αλλαγές.
Ένα παράδειγμα μιας τέτοιας οντότητας είναι η συνείδηση. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι όλα αυτά που συνειδητοποιούμε θα αλλάξουν, αλλά τείνουμε να πιστεύουμε ότι η σημασία της συνείδησης-τι σημαίνει είμαι σε εγρήγορση, έχω επίγνωση, μπορώ και σκέφτομαι και αποφασίζω- ήταν πάντοτε ίδια για όλους. Παρομοίως, είναι εύλογο να ισχυριστούμε ότι οι συλλογιστικές δομές δεν έχουν ιστορικό χαρακτήρα -ότι η συλλογιστική δραστηριότητα, και οι διανοητικές λειτουργίες στις οποίες βασίζεται (μνήμη, αντίληψη, κατανόηση, και ούτω καθεξής), ήταν πάντοτε ίδιες για όλους τους ανθρώπους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι αυτά πίστευε ο μεγάλος ιδεαλιστής προκάτοχος του Χέγκελ, ο Ιμάνουελ Καντ -και για να κατανοήσουμε τον Χέγκελ, είναι απαραίτητο να δούμε τι πίστευε για το φιλοσοφικό έργο του Καντ.
Οι κατηγορίες του Καντ
Σύμφωνα με τον Καντ, οι θεμελιώδεις τρόποι λειτουργίας της σκέψης, και οι βασικές δομές της συνείδησης, είναι a priori -δηλαδή, υφίστανται πριν από την εμπειρία (και, άρα, δεν προκύπτουν από αυτήν). Αυτό σημαίνει ότι υφίστανται ανεξάρτητα από οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή συνειδητοποιούμε, αλλά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιστορική επίδραση ή εξέλιξη.
Ο Καντ ονομάζει αυτές τις νοητικές δομές «κατηγορίες», και σε αυτές περιλαμβάνονται οι έννοιες της «αιτίας», της «ουσίας», της «ύπαρξης», και της «πραγματικότητας». Για παράδειγμα, η εμπειρία μας παρέχει γνώσεις για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν μπορεί να μας διδάξει ότι ο εξωτερικός κόσμος περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αιτίες και αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Καντ, η γνώση της φυσικής δομής του εξωτερικού κόσμου είναι a priori. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι γεννιόμαστε με ορισμένες έμφυτες κατηγορίες, οι οποίες παρέχουν το πλαίσιο που καθιστά δυνατή την εμπειρία -ένα μέρος του οποίου είναι η υπόθεση ότι υπάρχει εξωτερικός κόσμος. Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, η ύπαρξη, αυτού του «a priori» πλαισίου σημαίνει ότι η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας, και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο- δηλαδή τον κόσμο «αυτόν καθ’ εαυτόν». Ο Καντ ισχυρίζεται ότι ο κόσμος «αυτός καθεαυτόν» -τον οποίο ονομάζει «νοητό κόσμο»-είναι ακατάληπτος. Σύμφωνα με τον Καντ, οι μόνες γνώσεις που μπορούμε να απoκομίσουμε είναι αυτές για τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσω του πλαισίου των κατηγοριών -αυτός ο αντιληπτός κόσμος είναι ο κόσμος που βιώνουμε καθημερινά και που ο Καντ ονομάζει «φαινομενικό».
Η κριτική του Χέγκελ για τον Καντ
Ο Χέγκελ πιστεύει ότι μολονότι ο Καντ κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απαλλάξει τη φιλοσοφία από αφελείς απόψεις, οι αναφορές του στον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» και στις κατηγορίες μαρτυρούν
επιπόλαιες υποθέσεις. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Καντ είναι ανεπαρκής σε τουλάχιστον δύο σημεία. Καταρχήν, ο Χέγκελ θεωρεί άτι η ιδέα του Καντ για τον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» είναι κενή νοήματος. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, οτιδήποτε υπάρχει εκδηλώνεται στη συνείδηση -για παράδειγμα, ως κάτι αισθητό ή ως κάτι νοητό. Ο Χέγκελ υποστηρίζει επίσης ότι ο Καντ κάνει πάρα πολλές υποθέσεις σχετικά με τη φύση και την προέλευση των κατηγοριών. Στόχος του Χέγκελ είναι να κατανοήσει αυτές τις κατηγορίες χωρίς να κάνει καμία απολύτως υπόθεση ο Χέγκελ θεωρεί άτι η χειρότερη υπόθεση που πραγματοποιεί ο Καντ αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών. Ο Καντ υποθέτει ότι οι κατηγορίες είναι πρωτογενείς και διακριτές ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέγκελ οι κατηγορίες είναι «διαλεκτικές» οντότητες, δηλαδή, υπόκεινται σε αλλαγές. Ο Καντ πιστεύει σε ένα αμετάβλητο βιωματικό πλαίσιο, αλλά ο Χέγκελ πιστεύει ότι αυτό το βιωματικό πλαίσιο μεταβάλλεται, και μάλιστα στον βαθμό που μεταβάλλεται και ο κόσμος που βιώνουμε. Άρα, η συνείδηση – και όχι απλώς όλα όσα συνειδητοποιούμε – αποτελεί μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία είναι “διαλεκτική” -μια έννοια που έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία στη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ.
Η διαλεκτική του Χέγκελ
Η έννοια της διαλεκτικής κατέχει κεντρικό ρόλο σε αυτά που ο Χέγκελ αποκαλεί εγγενή (εσωτερική) ερμηνεία της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι με την ερμηνεία του εξασφαλίζει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, την αποφυγή υποθέσεων. Δεύτερον, την υιοθέτηση όσο γίνεται γενικότερων εννοιών, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι ισχυρισμοί. Τρίτον, εξηγεί πώς μια γενική έννοια δημιουργεί άλλες, ειδικότερες, έννοιες. Τέταρτον, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία συμβαίνει «εντός» της ίδιας της έννοιας. Αυτός ο τέταρτος περιορισμός αποκαλύπτει τον πυρήνα της λογικής του Χέγκελ -δηλαδή, ότι κάθε έννοια, ή “θέση”, ενέχει μια αντίφαση, ή “αντίθεση”, η οποία αίρεται μόνο με την ανάδειξη από την αρχική έννοια μιας νέας, περιεκτικότερης έννοιας, η οποίο ονομάζεται “σύνθεση”. Μια συνέπεια αυτής της εγγενούς διαδικασίας είναι ότι η σύνθεση μας κάνει να συνειδητοποιούμε πως αυτά που αρχικά θεωρούσαμε ως αντίφαση της θέσης είναι απλώς μια φαινομενική αντίφαση, η οποία προκαλείται από ελλιπή κατανόηση της αρχικής έννοιας.
Η διαλεκτική του Χέγκελ δείχνει πώς αίρονται οι αντιθέσεις. Για παράδειγμα, ένα τυραννικό καθεστώς δημιουργεί την ανάγκη για ελευθερία -αλλά από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ελευθερία, δεν μπορεί παρά να υπάρξει αναρχία έως ότου η ελευθερία συνδυαστεί με ένα στοιχείο τυραννίας για να δημιουργηθεί η σύνθεση “νόμος”.
Ένα παράδειγμα μιας τέτοιας οντότητας είναι η συνείδηση. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι όλα αυτά που συνειδητοποιούμε θα αλλάξουν, αλλά τείνουμε να πιστεύουμε ότι η σημασία της συνείδησης-τι σημαίνει είμαι σε εγρήγορση, έχω επίγνωση, μπορώ και σκέφτομαι και αποφασίζω- ήταν πάντοτε ίδια για όλους. Παρομοίως, είναι εύλογο να ισχυριστούμε ότι οι συλλογιστικές δομές δεν έχουν ιστορικό χαρακτήρα -ότι η συλλογιστική δραστηριότητα, και οι διανοητικές λειτουργίες στις οποίες βασίζεται (μνήμη, αντίληψη, κατανόηση, και ούτω καθεξής), ήταν πάντοτε ίδιες για όλους τους ανθρώπους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι αυτά πίστευε ο μεγάλος ιδεαλιστής προκάτοχος του Χέγκελ, ο Ιμάνουελ Καντ -και για να κατανοήσουμε τον Χέγκελ, είναι απαραίτητο να δούμε τι πίστευε για το φιλοσοφικό έργο του Καντ.
Οι κατηγορίες του Καντ
Σύμφωνα με τον Καντ, οι θεμελιώδεις τρόποι λειτουργίας της σκέψης, και οι βασικές δομές της συνείδησης, είναι a priori -δηλαδή, υφίστανται πριν από την εμπειρία (και, άρα, δεν προκύπτουν από αυτήν). Αυτό σημαίνει ότι υφίστανται ανεξάρτητα από οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή συνειδητοποιούμε, αλλά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιστορική επίδραση ή εξέλιξη.
Ο Καντ ονομάζει αυτές τις νοητικές δομές «κατηγορίες», και σε αυτές περιλαμβάνονται οι έννοιες της «αιτίας», της «ουσίας», της «ύπαρξης», και της «πραγματικότητας». Για παράδειγμα, η εμπειρία μας παρέχει γνώσεις για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν μπορεί να μας διδάξει ότι ο εξωτερικός κόσμος περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αιτίες και αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Καντ, η γνώση της φυσικής δομής του εξωτερικού κόσμου είναι a priori. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι γεννιόμαστε με ορισμένες έμφυτες κατηγορίες, οι οποίες παρέχουν το πλαίσιο που καθιστά δυνατή την εμπειρία -ένα μέρος του οποίου είναι η υπόθεση ότι υπάρχει εξωτερικός κόσμος. Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, η ύπαρξη, αυτού του «a priori» πλαισίου σημαίνει ότι η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας, και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο- δηλαδή τον κόσμο «αυτόν καθ’ εαυτόν». Ο Καντ ισχυρίζεται ότι ο κόσμος «αυτός καθεαυτόν» -τον οποίο ονομάζει «νοητό κόσμο»-είναι ακατάληπτος. Σύμφωνα με τον Καντ, οι μόνες γνώσεις που μπορούμε να απoκομίσουμε είναι αυτές για τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσω του πλαισίου των κατηγοριών -αυτός ο αντιληπτός κόσμος είναι ο κόσμος που βιώνουμε καθημερινά και που ο Καντ ονομάζει «φαινομενικό».
Η κριτική του Χέγκελ για τον Καντ
Ο Χέγκελ πιστεύει ότι μολονότι ο Καντ κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απαλλάξει τη φιλοσοφία από αφελείς απόψεις, οι αναφορές του στον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» και στις κατηγορίες μαρτυρούν
επιπόλαιες υποθέσεις. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Καντ είναι ανεπαρκής σε τουλάχιστον δύο σημεία. Καταρχήν, ο Χέγκελ θεωρεί άτι η ιδέα του Καντ για τον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» είναι κενή νοήματος. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, οτιδήποτε υπάρχει εκδηλώνεται στη συνείδηση -για παράδειγμα, ως κάτι αισθητό ή ως κάτι νοητό. Ο Χέγκελ υποστηρίζει επίσης ότι ο Καντ κάνει πάρα πολλές υποθέσεις σχετικά με τη φύση και την προέλευση των κατηγοριών. Στόχος του Χέγκελ είναι να κατανοήσει αυτές τις κατηγορίες χωρίς να κάνει καμία απολύτως υπόθεση ο Χέγκελ θεωρεί άτι η χειρότερη υπόθεση που πραγματοποιεί ο Καντ αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών. Ο Καντ υποθέτει ότι οι κατηγορίες είναι πρωτογενείς και διακριτές ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέγκελ οι κατηγορίες είναι «διαλεκτικές» οντότητες, δηλαδή, υπόκεινται σε αλλαγές. Ο Καντ πιστεύει σε ένα αμετάβλητο βιωματικό πλαίσιο, αλλά ο Χέγκελ πιστεύει ότι αυτό το βιωματικό πλαίσιο μεταβάλλεται, και μάλιστα στον βαθμό που μεταβάλλεται και ο κόσμος που βιώνουμε. Άρα, η συνείδηση – και όχι απλώς όλα όσα συνειδητοποιούμε – αποτελεί μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία είναι “διαλεκτική” -μια έννοια που έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία στη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ.
Η διαλεκτική του Χέγκελ
Η έννοια της διαλεκτικής κατέχει κεντρικό ρόλο σε αυτά που ο Χέγκελ αποκαλεί εγγενή (εσωτερική) ερμηνεία της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι με την ερμηνεία του εξασφαλίζει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, την αποφυγή υποθέσεων. Δεύτερον, την υιοθέτηση όσο γίνεται γενικότερων εννοιών, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι ισχυρισμοί. Τρίτον, εξηγεί πώς μια γενική έννοια δημιουργεί άλλες, ειδικότερες, έννοιες. Τέταρτον, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία συμβαίνει «εντός» της ίδιας της έννοιας. Αυτός ο τέταρτος περιορισμός αποκαλύπτει τον πυρήνα της λογικής του Χέγκελ -δηλαδή, ότι κάθε έννοια, ή “θέση”, ενέχει μια αντίφαση, ή “αντίθεση”, η οποία αίρεται μόνο με την ανάδειξη από την αρχική έννοια μιας νέας, περιεκτικότερης έννοιας, η οποίο ονομάζεται “σύνθεση”. Μια συνέπεια αυτής της εγγενούς διαδικασίας είναι ότι η σύνθεση μας κάνει να συνειδητοποιούμε πως αυτά που αρχικά θεωρούσαμε ως αντίφαση της θέσης είναι απλώς μια φαινομενική αντίφαση, η οποία προκαλείται από ελλιπή κατανόηση της αρχικής έννοιας.
Η διαλεκτική του Χέγκελ δείχνει πώς αίρονται οι αντιθέσεις. Για παράδειγμα, ένα τυραννικό καθεστώς δημιουργεί την ανάγκη για ελευθερία -αλλά από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ελευθερία, δεν μπορεί παρά να υπάρξει αναρχία έως ότου η ελευθερία συνδυαστεί με ένα στοιχείο τυραννίας για να δημιουργηθεί η σύνθεση “νόμος”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου