ΔΙ. τοῖσδε μελήσει γάμος. ἀλλὰ κύνας
τάσδ᾽ ὑποφεύγων στεῖχ᾽ ἐπ᾽ Ἀθηνῶν·
δεινὸν γὰρ ἴχνος βάλλουσ᾽ ἐπὶ σοὶ
1345 χειροδράκοντες χρῶτα κελαιναί,
δεινῶν ὀδυνῶν καρπὸν ἔχουσαι·
νὼ δ᾽ ἐπὶ πόντον Σικελὸν σπουδῆι
σώσοντε νεῶν πρώιρας ἐνάλους.
διὰ δ᾽ αἰθερίας στείχοντε πλακὸς
1350 τοῖς μὲν μυσαροῖς οὐκ ἐπαρήγομεν,
οἷσιν δ᾽ ὅσιον καὶ τὸ δίκαιον
φίλον ἐν βιότωι, τούτους χαλεπῶν
ἐκλύοντες μόχθων σώιζομεν.
οὕτως ἀδικεῖν μηδεὶς θελέτω
1355 μηδ᾽ ἐπιόρκων μέτα συμπλείτω·
θεὸς ὢν θνητοῖς ἀγορεύω.
ΧΟ. χαίρετε· χαίρειν δ᾽ ὅστις δύναται
καὶ ξυντυχίαι μή τινι κάμνει
θνητῶν εὐδαίμονα πράσσει.
***
ΔΙΟ. Τον γάμο τους εκείνοι θα φροντίσουν·
μα οι σκύλες νά τες, φεύγα στην Αθήνα
για να σωθείς· ξοπίσω σου χιμάνε
φριχτές και σκοτεινές, φίδια κρατώντας.
Κέρδος τους οι αβάσταχτοι είναι πόνοι.
Στης Σικελίας το πέλαγο εμείς τώρα
πηγαίνουμε γοργά, κάτι καράβια
να σώσουμε απ᾽ το κύμα. Στον αιθέρα
όταν ψηλά περνούμε, δεν βοηθάμε
1350 τους άνομους· εκείνους που αγαπήσαν
τα όσια στη ζωή τους και το δίκιο,
εκείνους απ᾽ τα βάσανα γλιτώνοντας
τους σώζουμε. Και τ᾽ άδικο έτσι πάντα
κανένας να μη θέλει να το πράξει
μήτε να ταξιδεύει με ορκοπάτες.
Θεός εγώ τα λέγω στους θνητούς.
(Φεύγουν ο Πυλάδης με την Ηλέκτρα από τη μία πάροδο και ο Ορέστης μόνος από την άλλη. Οι Διόσκουροι χάνονται από το θεολογείο.)
ΧΟΡ. Έχετε γεια· από τους ανθρώπους όποιος
μπορεί να ζει χαρούμενος,
χωρίς να τον βαραίνει πόνος
κανένας, είναι ευτυχισμένος.
τάσδ᾽ ὑποφεύγων στεῖχ᾽ ἐπ᾽ Ἀθηνῶν·
δεινὸν γὰρ ἴχνος βάλλουσ᾽ ἐπὶ σοὶ
1345 χειροδράκοντες χρῶτα κελαιναί,
δεινῶν ὀδυνῶν καρπὸν ἔχουσαι·
νὼ δ᾽ ἐπὶ πόντον Σικελὸν σπουδῆι
σώσοντε νεῶν πρώιρας ἐνάλους.
διὰ δ᾽ αἰθερίας στείχοντε πλακὸς
1350 τοῖς μὲν μυσαροῖς οὐκ ἐπαρήγομεν,
οἷσιν δ᾽ ὅσιον καὶ τὸ δίκαιον
φίλον ἐν βιότωι, τούτους χαλεπῶν
ἐκλύοντες μόχθων σώιζομεν.
οὕτως ἀδικεῖν μηδεὶς θελέτω
1355 μηδ᾽ ἐπιόρκων μέτα συμπλείτω·
θεὸς ὢν θνητοῖς ἀγορεύω.
ΧΟ. χαίρετε· χαίρειν δ᾽ ὅστις δύναται
καὶ ξυντυχίαι μή τινι κάμνει
θνητῶν εὐδαίμονα πράσσει.
***
ΔΙΟ. Τον γάμο τους εκείνοι θα φροντίσουν·
μα οι σκύλες νά τες, φεύγα στην Αθήνα
για να σωθείς· ξοπίσω σου χιμάνε
φριχτές και σκοτεινές, φίδια κρατώντας.
Κέρδος τους οι αβάσταχτοι είναι πόνοι.
Στης Σικελίας το πέλαγο εμείς τώρα
πηγαίνουμε γοργά, κάτι καράβια
να σώσουμε απ᾽ το κύμα. Στον αιθέρα
όταν ψηλά περνούμε, δεν βοηθάμε
1350 τους άνομους· εκείνους που αγαπήσαν
τα όσια στη ζωή τους και το δίκιο,
εκείνους απ᾽ τα βάσανα γλιτώνοντας
τους σώζουμε. Και τ᾽ άδικο έτσι πάντα
κανένας να μη θέλει να το πράξει
μήτε να ταξιδεύει με ορκοπάτες.
Θεός εγώ τα λέγω στους θνητούς.
(Φεύγουν ο Πυλάδης με την Ηλέκτρα από τη μία πάροδο και ο Ορέστης μόνος από την άλλη. Οι Διόσκουροι χάνονται από το θεολογείο.)
ΧΟΡ. Έχετε γεια· από τους ανθρώπους όποιος
μπορεί να ζει χαρούμενος,
χωρίς να τον βαραίνει πόνος
κανένας, είναι ευτυχισμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου