Είναι αλήθεια πως η ιδιότητα του γονέα δεν είναι κάτι που διδάσκεται σε κάποιο σχολείο ούτε και μπορεί κανείς να κάνει πρόβες για αυτήν. Απλώς έρχεται η στιγμή που πρέπει να αναλάβει αυτού του είδους την ‘αποστολή’ και να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Στην αποστολή αυτή ο κάθε ένας και η καθεμία, συνήθως, φέρουν μαζί τους δυο χαρακτηριστικά: πρώτα απ’ όλα το ένστικτο φροντίδας για τα παιδιά τους και επίσης τις μεθόδους και τα παραδείγματα των δικών τους γονέων. Πολύ εύκολα, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι το μοντέλο που έρχεται στην επιφάνεια είναι ένας συνδυασμός των δυο αυτών χαρακτηριστικών, τα οποία βέβαια πολλές φορές μπορούν να αποτελέσουν τόσο αίτια εσωτερικής πάλης όσο και κίνητρο προόδου και εξέλιξης.
Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε, ότι όταν κάποιος άνθρωπος γίνεται γονιός, τότε ακριβώς είναι η περίοδος κατά την οποία ανασύρονται οι μνήμες και τα βιώματά της παιδικής του ηλικίας. Το παρελθόν γίνεται πιο ζωντανό, καθώς και όσα τραύματα αυτό κουβαλάει. Σε αυτού του είδους τις σκέψεις που έχει κάποιος την περίοδο αυτή, οι συνηθέστερες αντιδράσεις αφορούν είτε στην ‘υιοθέτηση’ των μοντέλων που του δημιούργησαν τα όποια τραύματα είτε στην αντιμετώπιση αυτών και τη μη αναπαραγωγή τους. Βέβαια η δεύτερη περίπτωση είναι και η δυσκολότερη, διότι χρειάζεται αυτοσυνειδησία, κουράγιο, ισχυρή θέληση και προσπάθεια, ενώ καθώς οι κοινωνίες μεταβάλλονται και τα πρότυπα αλλάζουν φαντάζει αδύνατη μια τέτοια διαφοροποίηση χωρίς τη βοήθεια ενός ειδικού.
Άλλωστε, κανένας γονιός δεν είναι τέλειος! Κανένα παιδί δεν είναι τέλειο! Δεν είναι απαραίτητη μια τέτοια κατάσταση εξάλλου, αυτό που χρειάζεται ένα παιδί είναι ένας καλό γονιός, ο οποίος προσφέρει την αγάπη του άνευ όρων.
Αρκετά συχνά συμβαίνει οι γονείς να εκλαμβάνουν τα παιδιά τους ως κάποιου είδους προέκταση ή συνέχεια του εαυτού τους. Ουσιαστικά σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει δυσκολία εκ μέρους του γονέα στο να κατανοήσει και να αποδεχτεί το παιδί του ως μια ολότελα ξεχωριστή προσωπικότητα, η οποία έχει ελεύθερη βούληση, διαφορετική ιδιοσυγκρασία και ξεχωριστή/ιδιαίτερη ταυτότητα. Σίγουρα μια στατική και πολλές φορές περιοριστική νοοτροπία είναι να περιμένει ο γονιός να κάνει το παιδί του ό,τι δεν έκανε ο ίδιος. Μια τέτοια δυσλειτουργική θεώρηση, όμως, είναι επικίνδυνη και μπορεί να στοιχίσει ακόμα και το μέλλον ενός παιδιού.
Ουσιαστικά αυτό που χρειάζεται είναι ο γονιός να έχει κατανόηση, να καταλαβαίνει τον τρόπο που ένα παιδί σκέφτεται και αισθάνεται, να προσπαθεί να αντιλαμβάνεται τις επιθυμίες του και να αποδέχεται τους στόχους ζωής του. Η προσπάθεια ‘επιβολής’ μιας τυπικής πειθαρχίας και τυφλής υπακοής είναι στείρα και ουσιαστικά αξιοποιείται σαν μέσο εκφοβισμού, ακόμα και όταν ο γονιός δεν το αντιλαμβάνεται ως τέτοιο. Σε καμία περίπτωση μια τέτοια συμπεριφορά και μέθοδος δεν είναι λειτουργική.
Πάνω σε τούτο, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η κακοποίηση δεν αφορά μόνο στα ακραία περιστατικά που κατά καιρούς όλοι έχουμε ακούσει. Απεναντίας, ο εκφοβισμός, οι σύγκριση, η τιμωρία αντί της διαπαιδαγώγησης, η επικριτική στάση, η απαξίωση, οι απειλές, η κοροϊδία και οι υψηλές απαιτήσεις συνιστούν μορφή κακοποίησης, η οποία όμως δεν γίνεται ευθέως αντιληπτή. Η σχέση που ο γονέας με το παιδί του πρέπει να επιδιώκει είναι εκείνη της εμπιστοσύνης, του σεβασμού, της ισότητας απέναντι στην αξιοπρέπεια. Τα παιχνίδια εξουσίας μέσα στην οικογένεια δημιουργούν πολλά τραύματα, τα οποία αναπαράγονται ύστερα στις σχέσεις που αναπτύσσει το παιδί στη ζωή του και χρειάζονται πολλές φορές σκληρή δουλειά για να θεραπευτούν.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμόμαστε επιπλέον ότι ένα παιδί που έχει μεγαλώσει και ανατραφεί σε ένα τοξικό περιβάλλον, όπως τα παραδείγματα που αναφέραμε νωρίτερα, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αναζητά διαρκώς την αποδοχή που δεν έλαβε από την οικογένειά του, σκεπτόμενο πάντα ότι ποτέ δεν καταφέρνει κάτι σημαντικό. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, μέσα στον οποίο το παιδί ψάχνει την αποδοχή των γονιών του και εκείνοι με τη σειρά τους δεν αναγνωρίζουν στο παιδί τους ό,τι κι αν αυτό πετύχει. Αντιθέτως, στα περισσότερα ζητήματα επιδιώκουν να επισημάνουν κάτι το αρνητικό, συνήθως χωρίς καν να υπάρχει αυτό, πληγώνοντας το παιδί ακόμα περισσότερο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα άτομα που ζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον πρέπει να κατανοήσουν και να αποδεχτούν ότι δεν θα λάβουν την αποδοχή που ζητούν, όχι επειδή δεν αξίζουν αλλά επειδή οι γονείς δεν μπορούν να την προσφέρουν. Με δεδομένο αυτό, πρέπει να γνωρίσει κανείς ξανά τον εαυτό του, αποβάλλοντας τον τρόπο αντίληψης που του έχουν εμφυσήσει οι γονείς του.
Ουσιαστικά χρειάζεται να συνηθίσει τον εαυτό του στο να αναγνωρίζει τις ατομικές/προσωπικές του ανάγκες και επιθυμίες και να διαφοροποιείται από εκείνες που του έχουν μεταφέρει οι γονείς του. Είναι πολύ σημαντικό να θέτει ο κάθε ένας από εμάς όρια στην καθημερινή του ζωή και ιδιαιτέρως στις συναλλαγές/καταστάσεις που τον κρατούν εξαρτημένο με τους γονείς τους. Η αγάπη προς τον εαυτό του είναι σαφώς απαραίτητη. Πρώτοι από όλους πρέπει εμείς να σεβόμαστε τις επιθυμίες μας και τον εαυτό μας, και να μην τον αξιολογούμε σύμφωνα με τα κριτήρια άλλων. Το να διατηρεί κανείς μια αληθινή σχέση ενηλίκων με τους γονείς του είναι επιθυμητό και δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την έλλειψη αγάπης προς το πρόσωπό τους. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια πραγματική σχέση αγάπης και σεβασμού, χωρίς όμως τα περιθώρια ελέγχου και παρεμβατικότητας στη ζωή τους.
Πίσω από περιστατικά βίας, σκληροκαρδίας και ψυχρής στάσης του γονέα προς το παιδί του κρύβονται τα παιδικά τραύματα που ο πρώτος έχει και που προσπαθεί να τους επιβληθεί, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει, διότι κάθε φορά που προσπαθεί να το πετύχει ουσιαστικά επιτίθεται στις δικές του πληγές ανοίγοντάς αυτές ξανά και ξανά και αυτή τη φορά πληγώνοντας και το ίδιο του το παιδί.
Ακόμα και σήμερα ένας μεγάλος αριθμός γονέων μεγάλωσε και ανατράφηκε σε πατριαρχικό – αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον με συγκεκριμένες αρχές και στάσεις ζωής, δηλαδή ο πατέρας στη δουλειά, η μητέρα οικιακά κ.λπ. Πυραμίδες εξουσίας και συμπεριφοράς με στόχο την ‘τακτοποιημένη’ ζωή. Πάνω σε αυτό το μοντέλο καλλιεργήθηκε και η αντίληψη ενός τρόπου ζωής βασισμένο σε διάφορα κοινωνικά στερεότυπα, από τα οποία σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει εύκολα.
Το να αποδεχτεί ο γονέας τον εαυτό του ως έχει είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη, διότι με τον τρόπο αυτόν ανακουφίζεται και αποβάλλει από πάνω του ένα τεράστιο βάρος. Έπειτα μπορεί να αποδεχτεί τους γύρω του, του ανθρώπους που τον περιβάλλουν, μέσα στους οποίους βρίσκεται και το παιδί του. Μόνο έτσι μπορεί να προσφέρει αγάπη, διότι τότε θα είναι ανόθευτη, χωρίς συμβιβασμούς, προϋποθέσεις και ανταλλάγματα.
Το να αναγνωρίσει κανείς τα βιώματά του, τις εμπειρίες που τον στιγμάτισαν και τις πληγές που ίσως ακόμα τον βαραίνουν είναι όχι μόνο μια υγιής κατάσταση, αλλά και το μέσο που θα μας επιτρέψει να βοηθήσουμε τα παιδιά μας με το να αποδεχτούμε εκείνα όπως ακριβώς είναι, με τον να τους δώσουμε την ελευθερία που η ίδια η ζωή τους παρέχει, να τα αγαπήσουμε δίχως όρια για αυτό που είναι και να ξεπεράσουμε τους φόβους που μας κρατάνε πολλές φορές μακριά από την ευτυχία. Διότι οι στιγμές της ευτυχίας με τα πρόσωπά που αγαπάμε είναι αυτό που όλοι αναζητούμε, αυτό που μας λυτρώνει.
Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε, ότι όταν κάποιος άνθρωπος γίνεται γονιός, τότε ακριβώς είναι η περίοδος κατά την οποία ανασύρονται οι μνήμες και τα βιώματά της παιδικής του ηλικίας. Το παρελθόν γίνεται πιο ζωντανό, καθώς και όσα τραύματα αυτό κουβαλάει. Σε αυτού του είδους τις σκέψεις που έχει κάποιος την περίοδο αυτή, οι συνηθέστερες αντιδράσεις αφορούν είτε στην ‘υιοθέτηση’ των μοντέλων που του δημιούργησαν τα όποια τραύματα είτε στην αντιμετώπιση αυτών και τη μη αναπαραγωγή τους. Βέβαια η δεύτερη περίπτωση είναι και η δυσκολότερη, διότι χρειάζεται αυτοσυνειδησία, κουράγιο, ισχυρή θέληση και προσπάθεια, ενώ καθώς οι κοινωνίες μεταβάλλονται και τα πρότυπα αλλάζουν φαντάζει αδύνατη μια τέτοια διαφοροποίηση χωρίς τη βοήθεια ενός ειδικού.
Άλλωστε, κανένας γονιός δεν είναι τέλειος! Κανένα παιδί δεν είναι τέλειο! Δεν είναι απαραίτητη μια τέτοια κατάσταση εξάλλου, αυτό που χρειάζεται ένα παιδί είναι ένας καλό γονιός, ο οποίος προσφέρει την αγάπη του άνευ όρων.
Αρκετά συχνά συμβαίνει οι γονείς να εκλαμβάνουν τα παιδιά τους ως κάποιου είδους προέκταση ή συνέχεια του εαυτού τους. Ουσιαστικά σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει δυσκολία εκ μέρους του γονέα στο να κατανοήσει και να αποδεχτεί το παιδί του ως μια ολότελα ξεχωριστή προσωπικότητα, η οποία έχει ελεύθερη βούληση, διαφορετική ιδιοσυγκρασία και ξεχωριστή/ιδιαίτερη ταυτότητα. Σίγουρα μια στατική και πολλές φορές περιοριστική νοοτροπία είναι να περιμένει ο γονιός να κάνει το παιδί του ό,τι δεν έκανε ο ίδιος. Μια τέτοια δυσλειτουργική θεώρηση, όμως, είναι επικίνδυνη και μπορεί να στοιχίσει ακόμα και το μέλλον ενός παιδιού.
Ουσιαστικά αυτό που χρειάζεται είναι ο γονιός να έχει κατανόηση, να καταλαβαίνει τον τρόπο που ένα παιδί σκέφτεται και αισθάνεται, να προσπαθεί να αντιλαμβάνεται τις επιθυμίες του και να αποδέχεται τους στόχους ζωής του. Η προσπάθεια ‘επιβολής’ μιας τυπικής πειθαρχίας και τυφλής υπακοής είναι στείρα και ουσιαστικά αξιοποιείται σαν μέσο εκφοβισμού, ακόμα και όταν ο γονιός δεν το αντιλαμβάνεται ως τέτοιο. Σε καμία περίπτωση μια τέτοια συμπεριφορά και μέθοδος δεν είναι λειτουργική.
Πάνω σε τούτο, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η κακοποίηση δεν αφορά μόνο στα ακραία περιστατικά που κατά καιρούς όλοι έχουμε ακούσει. Απεναντίας, ο εκφοβισμός, οι σύγκριση, η τιμωρία αντί της διαπαιδαγώγησης, η επικριτική στάση, η απαξίωση, οι απειλές, η κοροϊδία και οι υψηλές απαιτήσεις συνιστούν μορφή κακοποίησης, η οποία όμως δεν γίνεται ευθέως αντιληπτή. Η σχέση που ο γονέας με το παιδί του πρέπει να επιδιώκει είναι εκείνη της εμπιστοσύνης, του σεβασμού, της ισότητας απέναντι στην αξιοπρέπεια. Τα παιχνίδια εξουσίας μέσα στην οικογένεια δημιουργούν πολλά τραύματα, τα οποία αναπαράγονται ύστερα στις σχέσεις που αναπτύσσει το παιδί στη ζωή του και χρειάζονται πολλές φορές σκληρή δουλειά για να θεραπευτούν.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμόμαστε επιπλέον ότι ένα παιδί που έχει μεγαλώσει και ανατραφεί σε ένα τοξικό περιβάλλον, όπως τα παραδείγματα που αναφέραμε νωρίτερα, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αναζητά διαρκώς την αποδοχή που δεν έλαβε από την οικογένειά του, σκεπτόμενο πάντα ότι ποτέ δεν καταφέρνει κάτι σημαντικό. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, μέσα στον οποίο το παιδί ψάχνει την αποδοχή των γονιών του και εκείνοι με τη σειρά τους δεν αναγνωρίζουν στο παιδί τους ό,τι κι αν αυτό πετύχει. Αντιθέτως, στα περισσότερα ζητήματα επιδιώκουν να επισημάνουν κάτι το αρνητικό, συνήθως χωρίς καν να υπάρχει αυτό, πληγώνοντας το παιδί ακόμα περισσότερο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα άτομα που ζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον πρέπει να κατανοήσουν και να αποδεχτούν ότι δεν θα λάβουν την αποδοχή που ζητούν, όχι επειδή δεν αξίζουν αλλά επειδή οι γονείς δεν μπορούν να την προσφέρουν. Με δεδομένο αυτό, πρέπει να γνωρίσει κανείς ξανά τον εαυτό του, αποβάλλοντας τον τρόπο αντίληψης που του έχουν εμφυσήσει οι γονείς του.
Ουσιαστικά χρειάζεται να συνηθίσει τον εαυτό του στο να αναγνωρίζει τις ατομικές/προσωπικές του ανάγκες και επιθυμίες και να διαφοροποιείται από εκείνες που του έχουν μεταφέρει οι γονείς του. Είναι πολύ σημαντικό να θέτει ο κάθε ένας από εμάς όρια στην καθημερινή του ζωή και ιδιαιτέρως στις συναλλαγές/καταστάσεις που τον κρατούν εξαρτημένο με τους γονείς τους. Η αγάπη προς τον εαυτό του είναι σαφώς απαραίτητη. Πρώτοι από όλους πρέπει εμείς να σεβόμαστε τις επιθυμίες μας και τον εαυτό μας, και να μην τον αξιολογούμε σύμφωνα με τα κριτήρια άλλων. Το να διατηρεί κανείς μια αληθινή σχέση ενηλίκων με τους γονείς του είναι επιθυμητό και δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την έλλειψη αγάπης προς το πρόσωπό τους. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια πραγματική σχέση αγάπης και σεβασμού, χωρίς όμως τα περιθώρια ελέγχου και παρεμβατικότητας στη ζωή τους.
Πίσω από περιστατικά βίας, σκληροκαρδίας και ψυχρής στάσης του γονέα προς το παιδί του κρύβονται τα παιδικά τραύματα που ο πρώτος έχει και που προσπαθεί να τους επιβληθεί, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει, διότι κάθε φορά που προσπαθεί να το πετύχει ουσιαστικά επιτίθεται στις δικές του πληγές ανοίγοντάς αυτές ξανά και ξανά και αυτή τη φορά πληγώνοντας και το ίδιο του το παιδί.
Ακόμα και σήμερα ένας μεγάλος αριθμός γονέων μεγάλωσε και ανατράφηκε σε πατριαρχικό – αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον με συγκεκριμένες αρχές και στάσεις ζωής, δηλαδή ο πατέρας στη δουλειά, η μητέρα οικιακά κ.λπ. Πυραμίδες εξουσίας και συμπεριφοράς με στόχο την ‘τακτοποιημένη’ ζωή. Πάνω σε αυτό το μοντέλο καλλιεργήθηκε και η αντίληψη ενός τρόπου ζωής βασισμένο σε διάφορα κοινωνικά στερεότυπα, από τα οποία σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει εύκολα.
Το να αποδεχτεί ο γονέας τον εαυτό του ως έχει είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη, διότι με τον τρόπο αυτόν ανακουφίζεται και αποβάλλει από πάνω του ένα τεράστιο βάρος. Έπειτα μπορεί να αποδεχτεί τους γύρω του, του ανθρώπους που τον περιβάλλουν, μέσα στους οποίους βρίσκεται και το παιδί του. Μόνο έτσι μπορεί να προσφέρει αγάπη, διότι τότε θα είναι ανόθευτη, χωρίς συμβιβασμούς, προϋποθέσεις και ανταλλάγματα.
Το να αναγνωρίσει κανείς τα βιώματά του, τις εμπειρίες που τον στιγμάτισαν και τις πληγές που ίσως ακόμα τον βαραίνουν είναι όχι μόνο μια υγιής κατάσταση, αλλά και το μέσο που θα μας επιτρέψει να βοηθήσουμε τα παιδιά μας με το να αποδεχτούμε εκείνα όπως ακριβώς είναι, με τον να τους δώσουμε την ελευθερία που η ίδια η ζωή τους παρέχει, να τα αγαπήσουμε δίχως όρια για αυτό που είναι και να ξεπεράσουμε τους φόβους που μας κρατάνε πολλές φορές μακριά από την ευτυχία. Διότι οι στιγμές της ευτυχίας με τα πρόσωπά που αγαπάμε είναι αυτό που όλοι αναζητούμε, αυτό που μας λυτρώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου