Για να παρακολουθήσει ο άλλος τη σκέψη σου και να συλλάβει το σωστό νόημά της, όταν την εκφράζεις προφορικά ή γραπτά, δεν αρκεί να μιλεί την ίδια γλώσσα μαζί σου, αλλά πρέπει και να θέλει και να μπορεί να σε καταλάβει. Αυτή την αλήθεια τη λησμονούμε πολύ συχνά και για τούτο οι σχέσεις μας με τους συμπατριώτες, τους ομότεχνους, τους φίλους, τους συντρόφους της ζωής μας, δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από όσο είναι από την ίδια τη φύση των πραγμάτων δύσκολες. Οι άνθρωποι δεν μιλούν, ούτε ακούνε, πάντοτε με την πρόθεση να επικοινωνήσουν με τον όμοιό τους και να συνεννοηθούν μαζί του.
Όπως και κάθε άλλη πράξη τους, έτσι και αυτή έχει πολλά και ποικίλα ελατήρια. Ο λόγος, ο προφορικός ή ο γραπτός, είναι κι αυτός ένα μέσον που το μεταχειρίζεται καθένας για κάποιο σκοπό. Αλλά οι σκοποί είναι πολλοί, και όχι ένας μόνο: η συνεννόηση. Έρχεται λ.χ. ένας γνώριμος σου στον κύκλο που σε περιστοιχίζει, σε ακούει να αναπτύσσεις τη γνώμη σου απάνω σε κάποιο θέμα, προσέχει και συ νομίζεις ότι προσπαθεί να καταλάβει τι λες. “Όταν όμως αρχίζει κι αυτός να μιλεί για το ίδιο ζήτημα, ξαφνιάζεσαι- άκουσε, μα δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα είπες, γιατί αυτός είχε το νου του σε όσα ο ίδιος ήθελε να διατυπώσει ή να προτείνει, άσχετα με τη δική σου τοποθέτηση των πραγμάτων. Κάποιος άλλος λοιπόν είναι ο σκοπός του: να προβάλει τον έαυτό του, να εκθέσει εσένα ή άλλον ομοϊδεάτη σου, να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τη συζήτηση, γιατί άλλα είναι τα δικά του ενδιαφέροντα ή γιατί κάτι άλλο επιδιώκει που αργότερα θα φανεί κ.ο.κ. Το ίδιo πλήθος και η ίδια ποικιλία ελατηρίων μπορεί να υπάρχει και σε σένα που μιλείς- δίνεις την εντύπωση ότι είσαι αποκλειστικά προσηλωμένος στη λογικήν ακολουθία ή στην πραγματική θεμελίωση των Ιδεών που εκθέτεις, είναι όμως πολύ πιθανό να έχεις άλλους σκοπούς: να εντυπωσιάσεις, να επικρίνεις, να ειρωνευτείς, να αποσπάσεις μιαν επιδοκιμασία που σκέπτεσαι κατόπι να την εξαργυρώσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κ.ο.κ.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου διπλά και καθαρά τα πράγματα στο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, είτε ο διάλογος αυτός γίνεται με τη συζήτηση είτε αναπτύσσεταιc σιωπηρά, με το διάβασμα λ.χ. ενός άρθρου ή ενός βιβλίου. Στην τελευταία περίπτωση το φαινόμενο είναι ακόμη πιο περίεργο. Τη γνώμη του «άλλου» την έχομε «τυπωμένη» μπροστά μας δεν είναι «φτερωτή», όπως ο προφορικός λόγος, πού όσο καλή μνήμη κι αν έχομε, ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ότι τον έχομε συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ υπάρχει το ίδιο το ενυπόγραφο «κείμενο», και μπορούμε (αν αμφιβάλλομε) να το διαβάσομε και να το ξαναδιαβάσομε. Εντούτοις…
Κάνετε μόνοι σας το πείραμα σε κύκλο φίλων σας, του ίδιου έστω κοινωνικού στρώματος, της ίδιας ηλικίας, της ίδιας πάνω—κάτω παιδείας. Δώσετε τους να διαβάσουν από κάποιο βιβλίο ένα κεφάλαιο, μία σελίδα, ένα εδάφιο και ρωτήσετέ τους τι κατάλαβαν. Αν τύχει και το θέμα έχει επικαιρότητα ή άμεση σχέση με ζωτικά διαφέροντα του ερωτώμενου, θα δείτε με μεγάλην έκπληξη πόσο οι ερμηνείες πού δίνονται διαφέρουν (κάποτε ριζικά) η μια από την άλλη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ή ψυχική τοποθέτηση του καθενός απέναντι στο κείμενο που διάβασε υπήρξε διαφορετική.
Δεν είναι όλοι ικανοί ούτε πρόθυμοι να «αποσπασθούν» από τον εαυτό τους και να «δοθούν» στον κόσμο των ιδεών πού ανοίγεται μπροστά τους, για να συλλάβουν το περιεχόμενο και την αλληλουχία τούς, έτσι όπως ο συγγραφέας τού κειμένου τις παρουσιάζει και τις διευκρινίζει. Οι περισσότεροι, οι πλείστοι «διαβάζουν» μέσα στο ξένο γραπτό τις δικές τους υποθέσεις, προσδοκίες ή υποψίες —τίς δικές τους συμπα—Οειες ή αντιπάθειες— τις δικές τους αντιλήψεις ή αντιγνωμίες. Αλλίμονο δε αν το όνομα του συγγραφέα είναι «συναισθηματικά χρωματισμένο» μέσα στη συνείδησή τους· τότε οι αποκλίσεις είναι απίθανα μεγάλες. Απορεί κανείς, όταν ακούει τις υποστηριζόμενες ερμηνείες, πώς είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι και άσπρο και μαύρο για την πνευματική όραση υγιών ανθρώπων.
Για να καταλάβεις κάτι που λέγεται ή γράφεται από κάποιον απαιτούνται λοιπόν πολλές προϋποθέσεις. Πρώτα πρέπει όχι μόνο να θέλεις ή μόνο να μπορείς – αλλά ταυτόχρονα και να θέλεις και να μπορείς να καταλάβεις αυτό που ακούς ή διαβάζεις. Γιατί είναι δυνατόν να θέλεις, αλλά να μη μπορείς· όπως είναι δυνατόν να μπορείς, αλλά να μη θέλεις να εννοήσεις. Και τότε φυσικά δεν «καταλαβαίνεις».
Θέλω σημαίνει εδώ ότι εμφορούμαι από την καθαρή πρόθεση να εισδύσω στα λεγόμενα ή γραφόμενα και να συλλάβω το νόημά τους σε συνάρτηση με τη βούληση εκείνου που τα λέγει ή τα γράφει, όχι κατά τη δική μου διάθεση.
Και μπορώ σημαίνει ότι έχω (από μάθηση και ιδιοφυΐα) την ικανότητα να κινούμαι με κάποιαν άνεση μέσα στον κόσμο των εννοιών και των συμβόλων του ανθρώπου που τον ακούω ή τον διαβάζω. Και έτσι κατορθώνω να τον προσεγγίσω πνευματικά από πολύ κοντά, και να κάνω τις ιδέες του ιδέες μου, τα επιχειρήματά του επιχειρήματά μου, τις διακρίσεις του διακρίσεις μου, τις αποχρώσεις του αποχρώσεις μου — και πριν απ’ όλα να κάνω τις λέξεις του λέξεις μου.
Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται ο κόμπος του προβλήματος. Κατά την κοινή αντίληψη, φτάνει να μιλείς των ίδια εθνίκή γλώσσα (π.χ ελληνικά, γαλλικά, ή κινέζικα) μ’ έναν άλλο άνθρωπο, για να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτό είναι σωστό μόνο έως ένα βαθμό, και μάλιστα πολύ περιορισμένο. Βεβαίως καταλαβαίνομε τον ομόγλωσσο, αλλά στις πολύ κοινές σχέσεις της ζωής, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα. “Όταν όμως εγκαταλείπει κανείς αυτή την επιφάνεια τότε και αρχίζει να μπαίνει παραμέσα σε κάποιο βάθος, τότε ανακαλύπτει με έκπληξη, με αμηχανία, ακόμη και με τρόμο, ότι οι ίδιες «λέξεις» δεν έχουν για όλους μας το ίδιο “νόημα”, ότι συχνότατα τα “ιδια λέμε” και “άλλα καταλαβαίνομε”. Με αποτέλεσμα ή απόσταση που μας χωρίζει από τους ομοίους μας να γίνεται κάποτε πολύ μεγάλη, αγεφύρωρη. Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε.
Πώς συμβαίνει αυτό; Η πλήρης εξήγηση θα μας τραβούσε πολύ μακριά. Θά περιοριστώ σε μια πρόχειρη, αλλά επαρκή. Οι «λέξεις» οποιασδήποτε γλώσσας δεν έχουν ούτε μόνιμο νοηματικό περιεχόμενο, ούτε σταθερό λογικό περίγραμμα. Αλλά είναι κάτι ρευστό και κυμαινόμενο που αποκτά κάποιαν ευστάθεια μόνο όταν καθηλωθεί με την πειθαρχία που συμβατικά επιβάλλει μια ορισμένη χρήση. Για να βεβαιωνόμαστε λοιπόν ποιο είναι το νόημά τους την ώρα που τις ακούμε, πρέπει να κάνομε την αναφορά προς αυτή την ορισμένη χρήση. Οι λέξεις λ.χ. έργο, έλξη, ισορροπία άλλο νόημα έχουν στο στόμα ενός φυσικού, και άλλο όταν τις μεταχειρίζεται ένας ψυχολόγος ή ένας κοινωνιολόγος. —
‘Έπειτα οι λέξεις ως φορείς εννοιών φορτίζονται διανοητικά και συναισθηματικά μέσα στον ψυχικό κόσμο του καθενός ανάλογα με τη μόρφωση, την πείρα της ζωής, το χαραχτήρα του. Και για τούτο οι ίδιες λέξεις ηχούν μέσα μας διαφορετικά επειδή πέφτουν και χτυπούν απάνω σε διαφορετικό μέταλλο. Άλλα λ.γ . πράγματα νιώθω εγώ, όταν ακούω ή γράφω τις λέξεις αγάπη, πίστη, τιμή, κι άλλα εσείς, γιατί δεν έχομε όλοι την ίδια σύσταση ψυχής, τις ίδιες εμπειρίες, τον ίδιο διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Θα έλεγα με μιαν αλληγορία: άλλους αρμονικούς διεγείρουν μέσα μου αυτές οι λέξεις, και άλλους μέσα σας, γιατί το δικό μου ψυχικό όργανο (όπως είναι από φυσικού του και όπως διαμορφώθηκε από την ανατροφή που πήρα, από τον τρόπο και τις περιπέτειες της ζωής μου, από τη μόρφωσή μου κ.τ.λ.) είναι διαφορετικό από το δικό σας. Και οι αρμονικοί εδώ δεν δίνουν στον τόνο απλώς μίαν άλλη απόχρωση, όπως συμβαίνει στη Μουσική, αλλά είναι ικανοί να αλλάξουν κάποτε το ίδιο το ποιόν του.
Τα συμπεράσματα απ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση αφήνω τον αναγνώστη να τα βγάλει μόνος του. Είναι πολλά και σοβαρά. Το σπουδαιότερο, νομίζω, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η επαρκής, και ίσως αδύνατη, εντελώς αδύνατη η πλήρης συνεννόηση με τούς ομοίους μας, γιατί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν ο ένας με τον άλλο σαν δύο σταγόνες νερού, ακόμη και όταν ανήκουν στον ίδιο λαό, στην ίδια γενεά, στην ίδια κοινωνική τάξη, στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Ο καθένας έχει το δικό του μέταλλο ψυχής, το δικό του διανοητικό και συναισθηματικό βάθος. Ας μιλούν λοιπόν την ίδια γλώσσα, ας μεταχειρίζονται τις ίδιες λέξεις — δεν καταλαβαινουν εντελώς ο ένας τον άλλο.
Μόνον όταν συμπέσει δύο όργανα να βρεθούν πνευματικά και αισθηματικά συντονισμένα με ακρίβεια απόλυτη —πράγμα πολύ, πάρα πολύ σπάνιο— τότε η μεταξύ τους συνεννόηση μπορεί να είναι πλήρης. Και τη χαίρονται σα μιαν ευλογία που δεν την περίμεναν. Όμως των κοινών ανθρώπων η μοίρα δεν είναι αυτή: ακόμη και κοντά, πολύ κοντά ο ένας προς τον άλλο ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ να «συνεννοηθούν» εντελώς.
Όπως και κάθε άλλη πράξη τους, έτσι και αυτή έχει πολλά και ποικίλα ελατήρια. Ο λόγος, ο προφορικός ή ο γραπτός, είναι κι αυτός ένα μέσον που το μεταχειρίζεται καθένας για κάποιο σκοπό. Αλλά οι σκοποί είναι πολλοί, και όχι ένας μόνο: η συνεννόηση. Έρχεται λ.χ. ένας γνώριμος σου στον κύκλο που σε περιστοιχίζει, σε ακούει να αναπτύσσεις τη γνώμη σου απάνω σε κάποιο θέμα, προσέχει και συ νομίζεις ότι προσπαθεί να καταλάβει τι λες. “Όταν όμως αρχίζει κι αυτός να μιλεί για το ίδιο ζήτημα, ξαφνιάζεσαι- άκουσε, μα δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα είπες, γιατί αυτός είχε το νου του σε όσα ο ίδιος ήθελε να διατυπώσει ή να προτείνει, άσχετα με τη δική σου τοποθέτηση των πραγμάτων. Κάποιος άλλος λοιπόν είναι ο σκοπός του: να προβάλει τον έαυτό του, να εκθέσει εσένα ή άλλον ομοϊδεάτη σου, να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τη συζήτηση, γιατί άλλα είναι τα δικά του ενδιαφέροντα ή γιατί κάτι άλλο επιδιώκει που αργότερα θα φανεί κ.ο.κ. Το ίδιo πλήθος και η ίδια ποικιλία ελατηρίων μπορεί να υπάρχει και σε σένα που μιλείς- δίνεις την εντύπωση ότι είσαι αποκλειστικά προσηλωμένος στη λογικήν ακολουθία ή στην πραγματική θεμελίωση των Ιδεών που εκθέτεις, είναι όμως πολύ πιθανό να έχεις άλλους σκοπούς: να εντυπωσιάσεις, να επικρίνεις, να ειρωνευτείς, να αποσπάσεις μιαν επιδοκιμασία που σκέπτεσαι κατόπι να την εξαργυρώσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κ.ο.κ.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου διπλά και καθαρά τα πράγματα στο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, είτε ο διάλογος αυτός γίνεται με τη συζήτηση είτε αναπτύσσεταιc σιωπηρά, με το διάβασμα λ.χ. ενός άρθρου ή ενός βιβλίου. Στην τελευταία περίπτωση το φαινόμενο είναι ακόμη πιο περίεργο. Τη γνώμη του «άλλου» την έχομε «τυπωμένη» μπροστά μας δεν είναι «φτερωτή», όπως ο προφορικός λόγος, πού όσο καλή μνήμη κι αν έχομε, ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ότι τον έχομε συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ υπάρχει το ίδιο το ενυπόγραφο «κείμενο», και μπορούμε (αν αμφιβάλλομε) να το διαβάσομε και να το ξαναδιαβάσομε. Εντούτοις…
Κάνετε μόνοι σας το πείραμα σε κύκλο φίλων σας, του ίδιου έστω κοινωνικού στρώματος, της ίδιας ηλικίας, της ίδιας πάνω—κάτω παιδείας. Δώσετε τους να διαβάσουν από κάποιο βιβλίο ένα κεφάλαιο, μία σελίδα, ένα εδάφιο και ρωτήσετέ τους τι κατάλαβαν. Αν τύχει και το θέμα έχει επικαιρότητα ή άμεση σχέση με ζωτικά διαφέροντα του ερωτώμενου, θα δείτε με μεγάλην έκπληξη πόσο οι ερμηνείες πού δίνονται διαφέρουν (κάποτε ριζικά) η μια από την άλλη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ή ψυχική τοποθέτηση του καθενός απέναντι στο κείμενο που διάβασε υπήρξε διαφορετική.
Δεν είναι όλοι ικανοί ούτε πρόθυμοι να «αποσπασθούν» από τον εαυτό τους και να «δοθούν» στον κόσμο των ιδεών πού ανοίγεται μπροστά τους, για να συλλάβουν το περιεχόμενο και την αλληλουχία τούς, έτσι όπως ο συγγραφέας τού κειμένου τις παρουσιάζει και τις διευκρινίζει. Οι περισσότεροι, οι πλείστοι «διαβάζουν» μέσα στο ξένο γραπτό τις δικές τους υποθέσεις, προσδοκίες ή υποψίες —τίς δικές τους συμπα—Οειες ή αντιπάθειες— τις δικές τους αντιλήψεις ή αντιγνωμίες. Αλλίμονο δε αν το όνομα του συγγραφέα είναι «συναισθηματικά χρωματισμένο» μέσα στη συνείδησή τους· τότε οι αποκλίσεις είναι απίθανα μεγάλες. Απορεί κανείς, όταν ακούει τις υποστηριζόμενες ερμηνείες, πώς είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι και άσπρο και μαύρο για την πνευματική όραση υγιών ανθρώπων.
Για να καταλάβεις κάτι που λέγεται ή γράφεται από κάποιον απαιτούνται λοιπόν πολλές προϋποθέσεις. Πρώτα πρέπει όχι μόνο να θέλεις ή μόνο να μπορείς – αλλά ταυτόχρονα και να θέλεις και να μπορείς να καταλάβεις αυτό που ακούς ή διαβάζεις. Γιατί είναι δυνατόν να θέλεις, αλλά να μη μπορείς· όπως είναι δυνατόν να μπορείς, αλλά να μη θέλεις να εννοήσεις. Και τότε φυσικά δεν «καταλαβαίνεις».
Θέλω σημαίνει εδώ ότι εμφορούμαι από την καθαρή πρόθεση να εισδύσω στα λεγόμενα ή γραφόμενα και να συλλάβω το νόημά τους σε συνάρτηση με τη βούληση εκείνου που τα λέγει ή τα γράφει, όχι κατά τη δική μου διάθεση.
Και μπορώ σημαίνει ότι έχω (από μάθηση και ιδιοφυΐα) την ικανότητα να κινούμαι με κάποιαν άνεση μέσα στον κόσμο των εννοιών και των συμβόλων του ανθρώπου που τον ακούω ή τον διαβάζω. Και έτσι κατορθώνω να τον προσεγγίσω πνευματικά από πολύ κοντά, και να κάνω τις ιδέες του ιδέες μου, τα επιχειρήματά του επιχειρήματά μου, τις διακρίσεις του διακρίσεις μου, τις αποχρώσεις του αποχρώσεις μου — και πριν απ’ όλα να κάνω τις λέξεις του λέξεις μου.
Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται ο κόμπος του προβλήματος. Κατά την κοινή αντίληψη, φτάνει να μιλείς των ίδια εθνίκή γλώσσα (π.χ ελληνικά, γαλλικά, ή κινέζικα) μ’ έναν άλλο άνθρωπο, για να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτό είναι σωστό μόνο έως ένα βαθμό, και μάλιστα πολύ περιορισμένο. Βεβαίως καταλαβαίνομε τον ομόγλωσσο, αλλά στις πολύ κοινές σχέσεις της ζωής, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα. “Όταν όμως εγκαταλείπει κανείς αυτή την επιφάνεια τότε και αρχίζει να μπαίνει παραμέσα σε κάποιο βάθος, τότε ανακαλύπτει με έκπληξη, με αμηχανία, ακόμη και με τρόμο, ότι οι ίδιες «λέξεις» δεν έχουν για όλους μας το ίδιο “νόημα”, ότι συχνότατα τα “ιδια λέμε” και “άλλα καταλαβαίνομε”. Με αποτέλεσμα ή απόσταση που μας χωρίζει από τους ομοίους μας να γίνεται κάποτε πολύ μεγάλη, αγεφύρωρη. Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε.
Πώς συμβαίνει αυτό; Η πλήρης εξήγηση θα μας τραβούσε πολύ μακριά. Θά περιοριστώ σε μια πρόχειρη, αλλά επαρκή. Οι «λέξεις» οποιασδήποτε γλώσσας δεν έχουν ούτε μόνιμο νοηματικό περιεχόμενο, ούτε σταθερό λογικό περίγραμμα. Αλλά είναι κάτι ρευστό και κυμαινόμενο που αποκτά κάποιαν ευστάθεια μόνο όταν καθηλωθεί με την πειθαρχία που συμβατικά επιβάλλει μια ορισμένη χρήση. Για να βεβαιωνόμαστε λοιπόν ποιο είναι το νόημά τους την ώρα που τις ακούμε, πρέπει να κάνομε την αναφορά προς αυτή την ορισμένη χρήση. Οι λέξεις λ.χ. έργο, έλξη, ισορροπία άλλο νόημα έχουν στο στόμα ενός φυσικού, και άλλο όταν τις μεταχειρίζεται ένας ψυχολόγος ή ένας κοινωνιολόγος. —
‘Έπειτα οι λέξεις ως φορείς εννοιών φορτίζονται διανοητικά και συναισθηματικά μέσα στον ψυχικό κόσμο του καθενός ανάλογα με τη μόρφωση, την πείρα της ζωής, το χαραχτήρα του. Και για τούτο οι ίδιες λέξεις ηχούν μέσα μας διαφορετικά επειδή πέφτουν και χτυπούν απάνω σε διαφορετικό μέταλλο. Άλλα λ.γ . πράγματα νιώθω εγώ, όταν ακούω ή γράφω τις λέξεις αγάπη, πίστη, τιμή, κι άλλα εσείς, γιατί δεν έχομε όλοι την ίδια σύσταση ψυχής, τις ίδιες εμπειρίες, τον ίδιο διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Θα έλεγα με μιαν αλληγορία: άλλους αρμονικούς διεγείρουν μέσα μου αυτές οι λέξεις, και άλλους μέσα σας, γιατί το δικό μου ψυχικό όργανο (όπως είναι από φυσικού του και όπως διαμορφώθηκε από την ανατροφή που πήρα, από τον τρόπο και τις περιπέτειες της ζωής μου, από τη μόρφωσή μου κ.τ.λ.) είναι διαφορετικό από το δικό σας. Και οι αρμονικοί εδώ δεν δίνουν στον τόνο απλώς μίαν άλλη απόχρωση, όπως συμβαίνει στη Μουσική, αλλά είναι ικανοί να αλλάξουν κάποτε το ίδιο το ποιόν του.
Τα συμπεράσματα απ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση αφήνω τον αναγνώστη να τα βγάλει μόνος του. Είναι πολλά και σοβαρά. Το σπουδαιότερο, νομίζω, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η επαρκής, και ίσως αδύνατη, εντελώς αδύνατη η πλήρης συνεννόηση με τούς ομοίους μας, γιατί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν ο ένας με τον άλλο σαν δύο σταγόνες νερού, ακόμη και όταν ανήκουν στον ίδιο λαό, στην ίδια γενεά, στην ίδια κοινωνική τάξη, στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Ο καθένας έχει το δικό του μέταλλο ψυχής, το δικό του διανοητικό και συναισθηματικό βάθος. Ας μιλούν λοιπόν την ίδια γλώσσα, ας μεταχειρίζονται τις ίδιες λέξεις — δεν καταλαβαινουν εντελώς ο ένας τον άλλο.
Μόνον όταν συμπέσει δύο όργανα να βρεθούν πνευματικά και αισθηματικά συντονισμένα με ακρίβεια απόλυτη —πράγμα πολύ, πάρα πολύ σπάνιο— τότε η μεταξύ τους συνεννόηση μπορεί να είναι πλήρης. Και τη χαίρονται σα μιαν ευλογία που δεν την περίμεναν. Όμως των κοινών ανθρώπων η μοίρα δεν είναι αυτή: ακόμη και κοντά, πολύ κοντά ο ένας προς τον άλλο ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ να «συνεννοηθούν» εντελώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου