Ποιο το όφελος της τέχνης; Το ερώτημα αυτό ακουγόταν συχνά στη Βρετανία τη δεκαετία του 1860 · και σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές επικρατούσε η απάντηση: «Μηδαμινό». Η τέχνη, εξάλλου, δεν είχε συνεισφέρει τίποτε στη δημιουργία των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων, στην ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, στη διάνοιξη των καναλιών, στην επέκταση της αυτοκρατορίας και στο ότι η Βρετανία είχε λάβει θέση εξέχουσα μεταξύ των εθνών. Για την ακρίβεια, μάλιστα, η τέχνη φαινόταν ικανή να υποσκάπτει τις ιδιότητες που καθιστούσαν εφικτά όλα εκείνα τα επιτεύγματα· η παρατεταμένη επαφή μαζί της ενείχε κινδύνους όπως η θηλυπρέπεια, η ομφαλοσκοπία, η ηττοπάθεια, και η ποδάγρα. Το 1865 ο Τζον Μπράιτ, αντιπρόσωπος της περιφέρειας του Μπέρμιγχαμ στο κοινοβούλιο περιέγραψε σε μια αγόρευσή του τους καλλιεργημένους ως κλίκα υποκριτών που, αν ξεχώριζαν σε κάτι, ήταν ότι «μιλούν σπαστά δύο νεκρές γλώσσες, λατινικά κι ελληνικά». Εξίσου δηκτική όμως για τα οφέλη της βαθιάς μέθεξης με τη λογοτεχνία, την ιστορία και τη ζωγραφική ήταν και η άποψη ενός ακαδημαϊκού της Οξφόρδης, του Φρέντερικ Χάρρισον: «Η καλλιέργεια είναι επιθυμητή ιδιότης εις τους κριτικούς νέων βιβλίων και προσήκει εις τους επαΐοντες των belles lettres» παραδεχόταν· αλλά «στην καθημερινότητα ή στην πολιτική σημαίνει απλώς έφεσιν εις την μικρολογίαν, ροπή προς την εγωιστική μακαριότητα και ενδοιασμό την ώρα της δράσης. Ο καλλιεργημένος είναι από τα υποδεέστερα πλάσματα επί της Γης. Ουδείς εφάμιλλος αυτού στον αφελή σχολαστικισμό και εις την έλλειψιν κοινής λογικής. Ουδέν του φαίνεται ιδιαιτέρως ανεδαφικό, βρίσκει δε όφελος εις κάθε επιδίωξιν».
Όταν αυτοί οι λασπολόγοι πρακτικιστές αναζητούσαν έναν ιδανικό εκφραστή των πολλών ελαττωμάτων της τέχνης, ήταν σχεδόν αδύνατον να βρουν στο λογοτεχνικό στερέωμα της Βρετανίας στόχο πιο ελκυστικό από τον ποιητή και κριτικό Μάθιου Άρνολντ. Δίδασκε ποίηση στην Οξφόρδη και είχε υπογράψει αρκετά τομίδια με μελαγχολικούς στίχους που εκτιμούνταν από ένα στενό κύκλο διανοουμένων. Και σαν να μην αρκούσε η συνήθειά του να περιφέρεται στο Λονδίνο κρατώντας ένα μπαστούνι με ασημένια μύτη, ο Άρνολντ μιλούσε με φωνή λεπτή και σιγανή, άφηνε φαβορίτες ιδιόμορφα μακρόστενες, χτένιζε τα μαλλιά του με χωρίστρα στη μέση και, άκουσον άκουσον, είχε το θράσος να πετάει διαρκώς σπόντες, σε διάφορα άρθρα του στις εφημερίδες ή σε ομιλίες ενώπιον ακροατηρίου, ότι η τέχνη μπορούσε να είναι από τις σημαντικότερες ασχολίες στη ζωή -και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία, γεγονός πρωτόγνωρο στη Ιστορία, μπορούσες να διανύσεις σ’ ένα πρωί την απόσταση από το Λονδίνο ως το Μπέρμιγχαμ, και στην οποία η χώρα έφερε επάξια τον τίτλο «εργαστήριο του κόσμου».
Η Daily Telegraph, σθεναρός υπέρμαχος της βιομηχανίας και της μοναρχίας, εξαπέλυε μύδρους εναντίον του. Τον κατηγορούσε ως «κομψευόμενο μεμψίμοιρο» και ως «πρωθιερέα του πείθειν μετά τακτ», χλευάζοντάς τον ότι ήθελε να εκμαυλίσει τους δουλευτήδες και προσγειωμένους πολίτες, ώστε «να παραγκωνίσουν τα καταστήματα και τα καθήκοντά τους προκειμένου να άδουν άσματα, να απαγγέλλουν ποιήματα και να αναγιγνώσκουν δοκίμια».
Ο Άρνολντ δεχόταν αγόγγυστα τις λοιδορίες, ώσπου το 1869 τον εξώθησαν να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο όπου εξηγούσε μεθοδικά σε τι πίστευε ότι ωφελούσε η τέχνη και για ποιους ακριβώς λόγους θεωρούσε ότι είχε να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή – ακόμη και της γενεάς εκείνης που είχε την τιμή να ανακαλύψει την πτυσσόμενη ομπρέλα και την ατμομηχανή.
Το έργο του culture and Anarchy *[Πνευματική καλλιέργεια και αναρχία] ξεκινούσε παραθέτοντας μερικές από τις κατηγορίες που είχαν εναποτεθεί στο κατώφλι της τέχνης. Στα μάτια πολλών, έλεγε, η τέχνη δεν ήταν παρά «ένα αρωματικό βάλσαμο για τις ανθρώπινες δυστυχίες, μια θρησκεία που εμφυσά στους πιστούς της πνεύμα εξεζητημένης αδράνειας, ωθώντας τους να αρνηθούν τη συμμετοχή τους στο ξερίζωμα των κακών. Συχνά συνοψίζεται ως μη έχουσα πρακτικό αντίκρισμα ή -προς επίρρωσιν μιας οικείας λέξεως ορισμένων επικριτών- ως φληνάφημα».
Μόνο που η τέχνη στις ανώτερες στιγμές της, υποστήριζε ο Άρνολντ, δεν ήταν έργο «λαπάδων»· ήταν ένα μέσο που μπορούσε να προσφέρει λύσεις στις βαθύτερες εντάσεις και αγωνίες της ζωής. Όσο αιθεροβάμονες και αν θεωρούσαν τους καλλιτέχνες «οι λεοντιδείς της Daily Telegraph», η τέχνη ήταν απολύτως ικανή να προσφέρει ερμηνείες και απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης.
Αναλογιστείτε το έργο οποιουδήποτε σπουδαίου καλλιτέχνη, πρότεινε ο Άρνολντ και θα δείτε ότι χαρακτηρίζεται (άμεσα ή έμμεσα) από «την επιθυμία να εξαλείψει τα ανθρώπινα σφάλματα, να καθάρει την ανθρώπινη σύγχυση και να απαλείψει την ανθρώπινη δυστυχία». Σε κάθε σπουδαίο θεράποντα της τέχνης, έλεγε, είναι βαθιά ενσταλαγμένη «η βλέψις ν’ αφήσει τον κόσμο καλλίτερον από ό,τι τον ηύρε». Ορισμένοι μπορεί να μην ενσωματώνουν την επιδίωξη αυτή σε κάποιο αναφανδόν πολιτικό μήνυμα, ίσως να μην αντιλαμβάνονται καν ότι την καλλιεργούν, ωστόσο το έργο τους περιέχει πάντοτε σχεδόν μια διαμαρτυρία για την κατάσταση των πραγμάτων και επομένως την προσπάθειά τους να αναμορφώσουν τις αντιλήψεις μας· συνιστά μια απόπειρα να μας εκπαιδεύσουν, ώστε να διακρίνουμε την ομορφιά και να κατανοούμε τον πόνο, ή ακόμη να αναζωπυρώσουν τις ευαισθησίες ας, να διαπλάσουν την ικανότητά μας να συναισθανόμαστε την κατάσταση των άλλων και να μας κάνουν, μέσω της θλίψης ή του γέλιου να βρούμε μια νέα ισορροπία στις αντιλήψεις μας περί ήθους. Ο Άρνολντ ολοκλήρωνε τα επιχειρήματά του με ένα απόφθεγμα στο οποίο βασίζεται και όλο το κεφάλαιο που διαβάζετε τώρα. Η τέχνη, έλεγε, είναι «η κριτική της ζωής».
Σε ποιες σκέψεις μας ωθεί η φράση αυτή; Κατ’ αρχάς στην προφανή, ότι η ζωή αποτελεί φαινόμενο που χρήζει κριτικής· και κατ’ επέκταση ότι εμείς οι άνθρωποι, ως έκπτωτα πλάσματα, κινδυνεύουμε διαρκώς να λατρέψουμε κίβδηλους θεούς, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, παρερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων, γινόμαστε ολοένα και λιγότερο παραγωγικοί με τα άγχη ή τις επιθυμίες μας και ξεχνάμε ακόμη και ποιοι είμαστε με τη ματαιοδοξία και με τα λάθη μας. Κατά δεύτερον, μας ωθεί στη σκέψη ότι τα έργα τέχνης που μας γοητεύουν -μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, πίνακες ή ταινίες- είναι ικανά, με χιούμορ ή με σοβαρότητα, να λειτουργούν ως πλάγια μέσα για να κατανοήσουμε την κατάστασή μας. Μπορεί μάλιστα να μας καθοδηγούν στην εξεύρεση μιας γνησιότερης, αδέκαστης, ευφυέστερης κατανόησης του κόσμου.
Όταν αυτοί οι λασπολόγοι πρακτικιστές αναζητούσαν έναν ιδανικό εκφραστή των πολλών ελαττωμάτων της τέχνης, ήταν σχεδόν αδύνατον να βρουν στο λογοτεχνικό στερέωμα της Βρετανίας στόχο πιο ελκυστικό από τον ποιητή και κριτικό Μάθιου Άρνολντ. Δίδασκε ποίηση στην Οξφόρδη και είχε υπογράψει αρκετά τομίδια με μελαγχολικούς στίχους που εκτιμούνταν από ένα στενό κύκλο διανοουμένων. Και σαν να μην αρκούσε η συνήθειά του να περιφέρεται στο Λονδίνο κρατώντας ένα μπαστούνι με ασημένια μύτη, ο Άρνολντ μιλούσε με φωνή λεπτή και σιγανή, άφηνε φαβορίτες ιδιόμορφα μακρόστενες, χτένιζε τα μαλλιά του με χωρίστρα στη μέση και, άκουσον άκουσον, είχε το θράσος να πετάει διαρκώς σπόντες, σε διάφορα άρθρα του στις εφημερίδες ή σε ομιλίες ενώπιον ακροατηρίου, ότι η τέχνη μπορούσε να είναι από τις σημαντικότερες ασχολίες στη ζωή -και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία, γεγονός πρωτόγνωρο στη Ιστορία, μπορούσες να διανύσεις σ’ ένα πρωί την απόσταση από το Λονδίνο ως το Μπέρμιγχαμ, και στην οποία η χώρα έφερε επάξια τον τίτλο «εργαστήριο του κόσμου».
Η Daily Telegraph, σθεναρός υπέρμαχος της βιομηχανίας και της μοναρχίας, εξαπέλυε μύδρους εναντίον του. Τον κατηγορούσε ως «κομψευόμενο μεμψίμοιρο» και ως «πρωθιερέα του πείθειν μετά τακτ», χλευάζοντάς τον ότι ήθελε να εκμαυλίσει τους δουλευτήδες και προσγειωμένους πολίτες, ώστε «να παραγκωνίσουν τα καταστήματα και τα καθήκοντά τους προκειμένου να άδουν άσματα, να απαγγέλλουν ποιήματα και να αναγιγνώσκουν δοκίμια».
Ο Άρνολντ δεχόταν αγόγγυστα τις λοιδορίες, ώσπου το 1869 τον εξώθησαν να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο όπου εξηγούσε μεθοδικά σε τι πίστευε ότι ωφελούσε η τέχνη και για ποιους ακριβώς λόγους θεωρούσε ότι είχε να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή – ακόμη και της γενεάς εκείνης που είχε την τιμή να ανακαλύψει την πτυσσόμενη ομπρέλα και την ατμομηχανή.
Το έργο του culture and Anarchy *[Πνευματική καλλιέργεια και αναρχία] ξεκινούσε παραθέτοντας μερικές από τις κατηγορίες που είχαν εναποτεθεί στο κατώφλι της τέχνης. Στα μάτια πολλών, έλεγε, η τέχνη δεν ήταν παρά «ένα αρωματικό βάλσαμο για τις ανθρώπινες δυστυχίες, μια θρησκεία που εμφυσά στους πιστούς της πνεύμα εξεζητημένης αδράνειας, ωθώντας τους να αρνηθούν τη συμμετοχή τους στο ξερίζωμα των κακών. Συχνά συνοψίζεται ως μη έχουσα πρακτικό αντίκρισμα ή -προς επίρρωσιν μιας οικείας λέξεως ορισμένων επικριτών- ως φληνάφημα».
Μόνο που η τέχνη στις ανώτερες στιγμές της, υποστήριζε ο Άρνολντ, δεν ήταν έργο «λαπάδων»· ήταν ένα μέσο που μπορούσε να προσφέρει λύσεις στις βαθύτερες εντάσεις και αγωνίες της ζωής. Όσο αιθεροβάμονες και αν θεωρούσαν τους καλλιτέχνες «οι λεοντιδείς της Daily Telegraph», η τέχνη ήταν απολύτως ικανή να προσφέρει ερμηνείες και απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης.
Αναλογιστείτε το έργο οποιουδήποτε σπουδαίου καλλιτέχνη, πρότεινε ο Άρνολντ και θα δείτε ότι χαρακτηρίζεται (άμεσα ή έμμεσα) από «την επιθυμία να εξαλείψει τα ανθρώπινα σφάλματα, να καθάρει την ανθρώπινη σύγχυση και να απαλείψει την ανθρώπινη δυστυχία». Σε κάθε σπουδαίο θεράποντα της τέχνης, έλεγε, είναι βαθιά ενσταλαγμένη «η βλέψις ν’ αφήσει τον κόσμο καλλίτερον από ό,τι τον ηύρε». Ορισμένοι μπορεί να μην ενσωματώνουν την επιδίωξη αυτή σε κάποιο αναφανδόν πολιτικό μήνυμα, ίσως να μην αντιλαμβάνονται καν ότι την καλλιεργούν, ωστόσο το έργο τους περιέχει πάντοτε σχεδόν μια διαμαρτυρία για την κατάσταση των πραγμάτων και επομένως την προσπάθειά τους να αναμορφώσουν τις αντιλήψεις μας· συνιστά μια απόπειρα να μας εκπαιδεύσουν, ώστε να διακρίνουμε την ομορφιά και να κατανοούμε τον πόνο, ή ακόμη να αναζωπυρώσουν τις ευαισθησίες ας, να διαπλάσουν την ικανότητά μας να συναισθανόμαστε την κατάσταση των άλλων και να μας κάνουν, μέσω της θλίψης ή του γέλιου να βρούμε μια νέα ισορροπία στις αντιλήψεις μας περί ήθους. Ο Άρνολντ ολοκλήρωνε τα επιχειρήματά του με ένα απόφθεγμα στο οποίο βασίζεται και όλο το κεφάλαιο που διαβάζετε τώρα. Η τέχνη, έλεγε, είναι «η κριτική της ζωής».
Σε ποιες σκέψεις μας ωθεί η φράση αυτή; Κατ’ αρχάς στην προφανή, ότι η ζωή αποτελεί φαινόμενο που χρήζει κριτικής· και κατ’ επέκταση ότι εμείς οι άνθρωποι, ως έκπτωτα πλάσματα, κινδυνεύουμε διαρκώς να λατρέψουμε κίβδηλους θεούς, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, παρερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων, γινόμαστε ολοένα και λιγότερο παραγωγικοί με τα άγχη ή τις επιθυμίες μας και ξεχνάμε ακόμη και ποιοι είμαστε με τη ματαιοδοξία και με τα λάθη μας. Κατά δεύτερον, μας ωθεί στη σκέψη ότι τα έργα τέχνης που μας γοητεύουν -μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, πίνακες ή ταινίες- είναι ικανά, με χιούμορ ή με σοβαρότητα, να λειτουργούν ως πλάγια μέσα για να κατανοήσουμε την κατάστασή μας. Μπορεί μάλιστα να μας καθοδηγούν στην εξεύρεση μιας γνησιότερης, αδέκαστης, ευφυέστερης κατανόησης του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου