Τα μέρη του ρητορικού λόγου: κεφ. 13-19
[XIII] Ἔστι δὲ τοῦ λόγου δύο μέρη· ἀναγκαῖον γὰρ τό τε πρᾶγμα εἰπεῖν περὶ οὗ, καὶ τοῦτ᾽ ἀποδεῖξαι. διὸ εἰπόντα μὴ ἀποδεῖξαι ἢ ἀποδεῖξαι μὴ προειπόντα ἀδύνατον· ὅ τε γὰρ ἀποδεικνύων τι ἀποδείκνυσι, καὶ ὁ προλέγων ἕνεκα τοῦ ἀποδεῖξαι προλέγει. τούτων δὲ τὸ μὲν πρόθεσίς ἐστι τὸ δὲ πίστις, ὥσπερ ἂν εἴ τις διέλοι ὅτι τὸ μὲν πρόβλημα τὸ δὲ ἀπόδειξις. νῦν δὲ διαιροῦσι γελοίως· διήγησις γάρ που τοῦ δικανικοῦ μόνου λόγου ἐστίν, ἐπιδεικτικοῦ δὲ καὶ δημηγορικοῦ πῶς ἐνδέχεται εἶναι διήγησιν οἵαν λέγουσιν,
[1414b] ἢ τὰ πρὸς τὸν ἀντίδικον, ἢ ἐπίλογον τῶν ἀποδεικτικῶν; προοίμιον δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ ἐπάνοδος ἐν ταῖς δημηγορίαις τότε γίνεται ὅταν ἀντιλογία ᾖ. καὶ γὰρ ἡ κατηγορία καὶ ἡ ἀπολογία πολλάκις, ἀλλ᾽ οὐχ ἡ συμβουλή· ἀλλ᾽ ὁ ἐπίλογος ἔτι οὐδὲ δικανικοῦ παντός, οἷον ἐὰν μικρὸς ὁ λόγος ἢ τὸ πρᾶγμα εὐμνημόνευτον· συμβαίνει γὰρ τοῦ μήκους ἀφαιρεῖσθαι. ἀναγκαῖα ἄρα μόρια πρόθεσις καὶ πίστις. ἴδια μὲν οὖν ταῦτα, τὰ δὲ πλεῖστα προοίμιον πρόθεσις πίστις ἐπίλογος· τὰ γὰρ πρὸς τὸν ἀντίδικον τῶν πίστεών ἐστι, καὶ ἡ ἀντιπαραβολὴ αὔξησις τῶν αὐτοῦ, ὥστε μέρος τι τῶν πίστεων· ἀποδείκνυσι γάρ τι ὁ ποιῶν τοῦτο· ἀλλ᾽ οὐ τὸ προοίμιον, οὐδ᾽ ὁ ἐπίλογος, ἀλλ᾽ ἀναμιμνήσκει. ἔσται οὖν, ἄν τις τὰ τοιαῦτα διαιρῇ, ὅπερ ἐποίουν οἱ περὶ Θεόδωρον, διήγησις ἕτερον καὶ [ἡ] ἐπιδιήγησις καὶ προδιήγησις, καὶ ἔλεγχος καὶ ἐπεξέλεγχος. δεῖ δὲ εἶδός τι λέγοντα καὶ διαφορᾷ ὄνομα τίθεσθαι· εἰ δὲ μή, γίνεται κενὸν καὶ ληρῶδες, οἷον Λικύμνιος ποιεῖ ἐν τῇ τέχνῃ, ἐπούρωσιν ὀνομάζων καὶ ἀποπλάνησιν καὶ ὄζους.
***
[13] Ο κάθε ρητορικός λόγος αποτελείται από δύο μέρη, αφού είναι ανάγκη ο ρήτορας πρώτα να εκθέσει το θέμα του και ύστερα να το αποδείξει. Είναι, επομένως, ανεπίτρεπτο ή να εκθέτει κανείς απλώς το θέμα του και να μην προχωράει στην απόδειξή του ή να δίνει το αποδεικτικό υλικό του χωρίς πρώτα να κάνει την έκθεση του θέματός του. Όποιος, πράγματι, αποδεικνύει, αποδεικνύει κάτι, αλλά και όποιος θέτει κάτι από πριν, το θέτει για να το αποδείξει. Από τα δύο αυτά το ένα είναι η πρόθεση, το άλλο η αποδεικτική διαδικασία, ακριβώς όπως θα έκανε κανείς τη διάκριση ανάμεσα στο πρόβλημα, από τη μια, και στην απόδειξή του, από την άλλη. Σήμερα όμως κάνουν γελοίες διαιρέσεις. Η διήγηση ανήκει ασφαλώς μόνο στον δικανικό λόγο. Αλήθεια, πώς είναι δυνατό, το είδος της διήγησης για το οποίο μιλούν να υπάρχει στον επιδεικτικό και στον συμβουλευτικό λόγο; Πώς μπορεί να υπάρχει αντίκρουση των επιχειρημάτων
[1414b] του αντιδίκου ή επίλογος στους αποδεικτικούς λόγους; Το προοίμιο, εξάλλου, η αντιπαραβολή και η επάνοδος ανευρίσκονται στους συμβουλευτικούς λόγους, όταν υπάρχει συζήτηση πάνω σε δύο αντίπαλες θέσεις· η κατηγορία, πράγματι, και η απολογία ανευρίσκονται συχνά στους συμβουλευτικούς λόγους, όχι όμως ως ιδιαίτερο γνώρισμα του συμβουλευτικού λόγου. Έπειτα: Ο επίλογος δεν υπάρχει σε κάθε δικανικό λόγο, όπως, επί παραδείγματι, στην περίπτωση που ο λόγος είναι μικρός ή στην περίπτωση που τα γεγονότα είναι εύκολο να συγκρατηθούν στη μνήμη· γιατί ο επίλογος δεν είναι παρά κάτι που προκύπτει με αφαίρεση από το μήκος. Αναγκαία, άρα, μέρη ενός λόγου είναι η πρόθεση και η απόδειξη: αυτά είναι τα κύρια μέρη ενός ρητορικού λόγου, πολύ συχνά όμως συναντούμε προοίμιο, πρόθεση, απόδειξη, επίλογο· γιατί η ανασκευή των επιχειρημάτων του άλλου εμπίπτει στην απόδειξη, και η αντιπαραβολή δεν είναι παρά μια ενδυνάμωση των δικών μας επιχειρημάτων, άρα ένα μέρος της απόδειξης· γιατί αυτός που κάνει αυτό το πράγμα αποδεικνύει κάτι· δεν είναι όμως αυτός ο ρόλος του προοιμίου, ούτε του επιλόγου, ο οποίος απλώς υπενθυμίζει. Με τέτοιου, λοιπόν, είδους διαιρέσεις, σαν αυτές που έκαναν ο Θεόδωρος και οι οπαδοί του, εκτός από τη διήγηση θα υπάρξει και επιδιήγηση και προδιήγηση και έλεγχος και επεξέλεγχος. Εν πάση περιπτώσει μια καινούργια λέξη-όρο πρέπει να την εισάγουμε, μόνο αν μιλούμε για ένα ξεχωριστό είδος και για μια διαφορά· αλλιώς οδηγούμαστε σε κενολογίες και σε φληναφήματα — κάτι σαν αυτά που κάνει ο Λικύμνιος στη Ρητορική τέχνη του, όταν μιλάει για επούρωση, για αποπλάνηση και για όζους.
[XIII] Ἔστι δὲ τοῦ λόγου δύο μέρη· ἀναγκαῖον γὰρ τό τε πρᾶγμα εἰπεῖν περὶ οὗ, καὶ τοῦτ᾽ ἀποδεῖξαι. διὸ εἰπόντα μὴ ἀποδεῖξαι ἢ ἀποδεῖξαι μὴ προειπόντα ἀδύνατον· ὅ τε γὰρ ἀποδεικνύων τι ἀποδείκνυσι, καὶ ὁ προλέγων ἕνεκα τοῦ ἀποδεῖξαι προλέγει. τούτων δὲ τὸ μὲν πρόθεσίς ἐστι τὸ δὲ πίστις, ὥσπερ ἂν εἴ τις διέλοι ὅτι τὸ μὲν πρόβλημα τὸ δὲ ἀπόδειξις. νῦν δὲ διαιροῦσι γελοίως· διήγησις γάρ που τοῦ δικανικοῦ μόνου λόγου ἐστίν, ἐπιδεικτικοῦ δὲ καὶ δημηγορικοῦ πῶς ἐνδέχεται εἶναι διήγησιν οἵαν λέγουσιν,
[1414b] ἢ τὰ πρὸς τὸν ἀντίδικον, ἢ ἐπίλογον τῶν ἀποδεικτικῶν; προοίμιον δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ ἐπάνοδος ἐν ταῖς δημηγορίαις τότε γίνεται ὅταν ἀντιλογία ᾖ. καὶ γὰρ ἡ κατηγορία καὶ ἡ ἀπολογία πολλάκις, ἀλλ᾽ οὐχ ἡ συμβουλή· ἀλλ᾽ ὁ ἐπίλογος ἔτι οὐδὲ δικανικοῦ παντός, οἷον ἐὰν μικρὸς ὁ λόγος ἢ τὸ πρᾶγμα εὐμνημόνευτον· συμβαίνει γὰρ τοῦ μήκους ἀφαιρεῖσθαι. ἀναγκαῖα ἄρα μόρια πρόθεσις καὶ πίστις. ἴδια μὲν οὖν ταῦτα, τὰ δὲ πλεῖστα προοίμιον πρόθεσις πίστις ἐπίλογος· τὰ γὰρ πρὸς τὸν ἀντίδικον τῶν πίστεών ἐστι, καὶ ἡ ἀντιπαραβολὴ αὔξησις τῶν αὐτοῦ, ὥστε μέρος τι τῶν πίστεων· ἀποδείκνυσι γάρ τι ὁ ποιῶν τοῦτο· ἀλλ᾽ οὐ τὸ προοίμιον, οὐδ᾽ ὁ ἐπίλογος, ἀλλ᾽ ἀναμιμνήσκει. ἔσται οὖν, ἄν τις τὰ τοιαῦτα διαιρῇ, ὅπερ ἐποίουν οἱ περὶ Θεόδωρον, διήγησις ἕτερον καὶ [ἡ] ἐπιδιήγησις καὶ προδιήγησις, καὶ ἔλεγχος καὶ ἐπεξέλεγχος. δεῖ δὲ εἶδός τι λέγοντα καὶ διαφορᾷ ὄνομα τίθεσθαι· εἰ δὲ μή, γίνεται κενὸν καὶ ληρῶδες, οἷον Λικύμνιος ποιεῖ ἐν τῇ τέχνῃ, ἐπούρωσιν ὀνομάζων καὶ ἀποπλάνησιν καὶ ὄζους.
***
[13] Ο κάθε ρητορικός λόγος αποτελείται από δύο μέρη, αφού είναι ανάγκη ο ρήτορας πρώτα να εκθέσει το θέμα του και ύστερα να το αποδείξει. Είναι, επομένως, ανεπίτρεπτο ή να εκθέτει κανείς απλώς το θέμα του και να μην προχωράει στην απόδειξή του ή να δίνει το αποδεικτικό υλικό του χωρίς πρώτα να κάνει την έκθεση του θέματός του. Όποιος, πράγματι, αποδεικνύει, αποδεικνύει κάτι, αλλά και όποιος θέτει κάτι από πριν, το θέτει για να το αποδείξει. Από τα δύο αυτά το ένα είναι η πρόθεση, το άλλο η αποδεικτική διαδικασία, ακριβώς όπως θα έκανε κανείς τη διάκριση ανάμεσα στο πρόβλημα, από τη μια, και στην απόδειξή του, από την άλλη. Σήμερα όμως κάνουν γελοίες διαιρέσεις. Η διήγηση ανήκει ασφαλώς μόνο στον δικανικό λόγο. Αλήθεια, πώς είναι δυνατό, το είδος της διήγησης για το οποίο μιλούν να υπάρχει στον επιδεικτικό και στον συμβουλευτικό λόγο; Πώς μπορεί να υπάρχει αντίκρουση των επιχειρημάτων
[1414b] του αντιδίκου ή επίλογος στους αποδεικτικούς λόγους; Το προοίμιο, εξάλλου, η αντιπαραβολή και η επάνοδος ανευρίσκονται στους συμβουλευτικούς λόγους, όταν υπάρχει συζήτηση πάνω σε δύο αντίπαλες θέσεις· η κατηγορία, πράγματι, και η απολογία ανευρίσκονται συχνά στους συμβουλευτικούς λόγους, όχι όμως ως ιδιαίτερο γνώρισμα του συμβουλευτικού λόγου. Έπειτα: Ο επίλογος δεν υπάρχει σε κάθε δικανικό λόγο, όπως, επί παραδείγματι, στην περίπτωση που ο λόγος είναι μικρός ή στην περίπτωση που τα γεγονότα είναι εύκολο να συγκρατηθούν στη μνήμη· γιατί ο επίλογος δεν είναι παρά κάτι που προκύπτει με αφαίρεση από το μήκος. Αναγκαία, άρα, μέρη ενός λόγου είναι η πρόθεση και η απόδειξη: αυτά είναι τα κύρια μέρη ενός ρητορικού λόγου, πολύ συχνά όμως συναντούμε προοίμιο, πρόθεση, απόδειξη, επίλογο· γιατί η ανασκευή των επιχειρημάτων του άλλου εμπίπτει στην απόδειξη, και η αντιπαραβολή δεν είναι παρά μια ενδυνάμωση των δικών μας επιχειρημάτων, άρα ένα μέρος της απόδειξης· γιατί αυτός που κάνει αυτό το πράγμα αποδεικνύει κάτι· δεν είναι όμως αυτός ο ρόλος του προοιμίου, ούτε του επιλόγου, ο οποίος απλώς υπενθυμίζει. Με τέτοιου, λοιπόν, είδους διαιρέσεις, σαν αυτές που έκαναν ο Θεόδωρος και οι οπαδοί του, εκτός από τη διήγηση θα υπάρξει και επιδιήγηση και προδιήγηση και έλεγχος και επεξέλεγχος. Εν πάση περιπτώσει μια καινούργια λέξη-όρο πρέπει να την εισάγουμε, μόνο αν μιλούμε για ένα ξεχωριστό είδος και για μια διαφορά· αλλιώς οδηγούμαστε σε κενολογίες και σε φληναφήματα — κάτι σαν αυτά που κάνει ο Λικύμνιος στη Ρητορική τέχνη του, όταν μιλάει για επούρωση, για αποπλάνηση και για όζους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου