Καθημερινά καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε διαφόρων ειδών καταστάσεις στην ζωή μας. Άλλες πολύ όμορφες και ευχάριστες, άλλες περίεργες και άλλες πολύ δύσκολες. Κάθε κατάσταση προκαλεί και τα ανάλογα συναισθήματα. Συχνά προσπαθούμε είτε να εκφράσουμε, είτε να αποκρύψουμε και πολλές φορές συμβαίνει να μην μπορούμε συνειδητά ούτε καν να κατανοήσουμε τι ακριβώς αισθανόμαστε.
Το «εγώ»* μας προσπαθεί πάντα να μας κρατά σε μία ψυχική ισορροπία ανάμεσα στις επιθυμίες μας |«εκείνο»* ή αλλιώς ασυνείδητο| και στις υποχρεώσεις, τα «πρέπει» |υπερεγώ*|. Έτσι προσπαθεί να μειώσει το στρες και τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουμε προσπαθώντας να ισορροπήσουμε ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει».
Έτσι το «εγώ» μας αναζητά τις απαντήσεις μη συνειδητά μέσω των Μηχανισμών Άμυνας. Σύμφωνα με τον Sigmund Freud, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι αυτοματοποιημένες σκέψεις ή τεχνικές που εκτελούνται ασυνείδητα για την αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων και ερεθισμάτων που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε.
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αν και παραποιούν την πραγματικότητα γύρω μας, σε πολλές περιπτώσεις είναι αναγκαίοι και βοηθητικοί. Παθολογική διάσταση αποκτούν όταν χρησιμοποιούνται συνεχώς και όταν αποτελούν το μοναδικό τρόπο για να διαχειριστούμε ή να αντιμετωπίσουμε μία κατάσταση. Παρακάτω περιγράφονται ορισμένοι μηχανισμοί άμυνας:
– Άρνηση. Μη αποδοχή μίας κατάστασης ως πραγματική. Για παράδειγμα όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο, αρνούμαστε να δεχτούμε ότι συμβαίνει το συγκεκριμένο γεγονός.
– Απώθηση. Η απώθηση μας οδηγεί στο να ξεχάσουμε μία δύσκολη εμπειρία που έχουμε βιώσει, μεταφέροντας την στο ασυνείδητο. Αυτό δεν σημαίνει ότι, όντας ασυνείδητη μία τέτοια εμπειρία, δεν μας επηρεάζει στην συνειδητή ζωή μας.
– Παλινδρόμηση. Η μετάβαση σε ένα προηγούμενο αναπτυξιακό στάδιο (στα παιδιά) ή σε μία προγενέστερη κατάσταση γιατί η παρούσα κατάσταση μας προκαλεί άγχος και μας δυσκολεύει. Για παράδειγμα ένα παιδί «παλινδρομεί» με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια, καθώς αισθάνεται ζήλεια και δυσκολεύεται να αποδεχθεί την νέα κατάσταση.
– Απόσυρση. Απομάκρυνση από μία δυσφορική κατάσταση που δεν μας ευχαριστεί ή δεν θέλουμε να την διαχειριστούμε (π.χ. χρήση ουσιών για να ξεφύγουμε από μια δυσάρεστη πραγματικότητα).
– Προβολή. Προβάλλουμε στοιχεία και συναισθήματα του εαυτού μας σε κάποιον άλλο. Δεν αποδεχόμαστε ως δικά μας κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά μας, και τα αποδίδουμε σε ένα άλλο πρόσωπο (π.χ. δεν ήμουν επιθετικός μαζί του, εκείνος ήταν).
– Ενδοβολή. Η ενδοβολή αποτελεί εσωτερίκευση των ανθρώπων του στενού περιβάλλοντος μας. Ουσιαστικά για να αισθανθούμε καλύτερα φερόμαστε όπως π.χ. οι γονείς μας παρόλο που μπορεί να μην μας αρέσει η συμπεριφορά τους.
– Εξιδανίκευση. Η πεποίθηση ότι κάποιος είναι «τέλειος». Βλέπουμε μόνο την θετική πλευρά ενός ατόμου ώστε να νιώσουμε καλύτερα και εμείς βρισκόμενοι δίπλα του. Συχνό φαινόμενο στον έρωτα (ο αρχικά εξιδανικευμένος σύντροφος).
– Παντοδύναμος Έλεγχος. Η πεποίθηση ότι έχουμε τον έλεγχο σε γεγονότα που μας συμβαίνουν και μπορούμε να κατευθύνουμε τα πράγματα εκεί που θέλουμε, έτσι ώστε να μειώσουμε το άγχος που μας διακατέχει.
– Προβλητική Ταύτιση. Και σε αυτό τον αμυντικό μηχανισμό αποδίδουμε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (τα οποία συνήθως είναι δικά μας) σε ένα άλλο πρόσωπο, και εντέλει το άλλο πρόσωπο αρχίζει να φέρεται όπως εμείς του έχουμε προσάψει ότι είναι. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να πει κάποιος: «Δεν είμαι εγώ ειρωνικός, εσύ είσαι ειρωνικός» και το άλλο πρόσωπο τελικά αρχίζει να είναι ειρωνικό.
– Διχοτόμηση (Σχάση). Η πεποίθηση ότι κάποιος π.χ. είναι μόνο «καλός» ή μόνο «κακός», καθώς αδυνατούμε να εμπεριέξουμε ότι κάποιος που είναι καλός μπορεί να κάνει κάποιες φορές και κακά πράγματα και το αντίστροφο.
– Διάσχιση. Η αίσθηση ότι είμαστε «έξω από το σώμα» μας όταν βιώνουμε μια οδυνηρή κατάσταση. Νιώθουμε σα να μην συμβαίνει σε εμάς και να είμαστε παρατηρητές του γεγονότος.
– Μόνωση του Συναισθήματος. Το συναίσθημα «αφαιρείται» από την κατάσταση γιατί είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστούμε. Παράδειγμα αποτελούν άνθρωποι που αφηγούνται μια ιστορία και ακούγονται ψυχροί και αδιάφοροι για το γεγονός που περιγράφουν.
– Εκλογίκευση. Η λογική χρησιμοποιείται ως επεξήγηση κάποιου συναισθήματος, ώστε να μην το παραδεχθούμε ευθέως.
– Διανοητικοποίηση. Προσπάθεια να αποκρύψουμε δύσκολα συναισθήματα χρησιμοποιώντας επιστημονικές γνώσεις και επεξηγήσεις που με ψυχρό τρόπο ερμηνεύουν την κατάσταση.
– Γνωστική Απόσπαση. Αντίθετες μεταξύ ιδέες και πεποιθήσεις που όμως δεν αντιλαμβανόμαστε συνειδητά ότι διαθέτουμε. Σύνηθες παράδειγμα είναι η φράση: «Δεν είμαι ρατσιστής αλλά…», όπου συνήθως μετέπειτα λέγεται κάτι άκρως περίεργο ή ρατσιστικό.
– Ακύρωση. Προσπάθεια να εξαλείψουμε μια άσχημη ενέργεια μας, παριστάνοντας σαν να μην έχει συμβεί και παράλληλα κάνοντας μία αντίθετη της, θετική ενέργεια. Προσπαθούμε ουσιαστικά να περιορίσουμε το αρνητικό συναίσθημα που αισθανόμαστε με μια επιδιορθωτική κίνηση.
– Στροφή εναντίον του εαυτού. Συνήθως αισθανόμαστε ένα αρνητικό συναίσθημα για κάποιον και επειδή δυσκολευόμαστε να του το εκφράσουμε το στρέφουμε στον εαυτό μας. Π.χ. Ο θυμός για κάποιον άλλον που δεν εκφράζεται, τελικά στρέφεται σε εμάς όπου γινόμαστε σκληροί και ενοχικοί προς τον εαυτό μας.
– Αντιστροφή. Το συναίσθημα το οποίο εμείς χρειαζόμαστε το προσφέρουμε στους άλλους. Για παράδειγμα, ενώ χρειαζόμαστε φροντίδα οι ίδιοι μπορούμε να γίνουμε φροντιστές των άλλων.
– Μετάθεση. Αυτό που νιώθουμε για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, λόγω φόβου και δισταγμού το μεταθέτουμε σε ένα άλλο. Για παράδειγμα, ο θυμός εναντίον του συζύγου μας που μας δυσκολεύει να τον εκφράσουμε, «ξεσπά» στους φίλους μας.
– Αντιδραστικός Σχηματισμός. Η μετατροπή ενός συναισθήματος που μας φαίνεται δύσκολο και απειλητικό στο ακριβώς αντίθετο του συναίσθημα (π.χ. η ζήλια για το νεογέννητο αδερφάκι, μετατρέπεται σε υπερβολική αγάπη προς αυτό.
– Εκδραμάτιση. Η εκδήλωση μιας συμπεριφοράς με έντονο συναίσθημα σε μία κατάσταση που αυτό δεν ενδείκνυται ή δεν είναι επιτρεπτό να συμβεί (π.χ. όταν χρειάζεται να διαχειριστεί ένα σημαντικό γεγονός με το να παραστεί εκεί, το άτομο αποχωρεί).
– Αντιστάθμιση (Υπεραναπλήρωση). Προσπάθεια να κρύψουμε κάποια συναισθήματα μειονεξίας και ανεπάρκειας που αισθανόμαστε για κάτι, με το να διακριθούμε και να επιτύχουμε σε έναν άλλο τομέα.
– Σεξουαλική Επένδυση. Όταν σεξουαλικοποιούμε, δίνοντας αισθησιακή χροιά σε κάποια κατάσταση για να αποφύγουμε άλλα οδυνηρά και δύσκολα συναισθήματα.
– Μετουσίωση. Η ανάγκη του ανθρώπου να είναι αποδεκτός μέσα σε μία κοινωνία τον κάνει να μετουσιώνει πιθανές «ακατάλληλες» σκέψεις μέσα σε κοινωνικά αποδεκτές νόρμες. Για παράδειγμα, οι σαδιστικές τάσεις ενός ανθρώπου μετουσιώνονται μέσω του επαγγέλματος του και γίνεται χειρουργός.
– Ταύτιση. Η προσπάθεια να γίνουμε σαν κάποιον άλλον, επειδή εκείνος διαθέτει κάτι το οποίο εμείς δεν έχουμε.
Οι παραπάνω αποτελούν μόνο ορισμένες από τις αμυντικές διεργασίες που επιτελεί το «Εγώ» και η αναφορά ήταν ενδεικτική. Συμπερασματικά, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι «αμυνόμαστε» για πολλούς και διαφορετικούς λόγος ο καθένας μας. Το ζητούμενο και αυτό που χρειάζεται να σκεφτούμε είναι: για ποσό χρονικό διάστημα χρειάζεται κάποιος να ζει μέσα από τις άμυνες του;
-----------------------
*Εγώ, Εκείνο και Υπερεγώ: είναι οι τρεις συνιστώσες του μοντέλου για τη δομή του ανθρωπίνου ψυχικού οργάνου στα πλαίσια της δεύτερης τοπικής θεωρίας του Sigmund Freud. Σύμφωνα με αυτό το δομικό μοντέλο το Εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο. Το Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Τέλος το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση.
Το «εγώ»* μας προσπαθεί πάντα να μας κρατά σε μία ψυχική ισορροπία ανάμεσα στις επιθυμίες μας |«εκείνο»* ή αλλιώς ασυνείδητο| και στις υποχρεώσεις, τα «πρέπει» |υπερεγώ*|. Έτσι προσπαθεί να μειώσει το στρες και τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουμε προσπαθώντας να ισορροπήσουμε ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει».
Έτσι το «εγώ» μας αναζητά τις απαντήσεις μη συνειδητά μέσω των Μηχανισμών Άμυνας. Σύμφωνα με τον Sigmund Freud, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι αυτοματοποιημένες σκέψεις ή τεχνικές που εκτελούνται ασυνείδητα για την αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων και ερεθισμάτων που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε.
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αν και παραποιούν την πραγματικότητα γύρω μας, σε πολλές περιπτώσεις είναι αναγκαίοι και βοηθητικοί. Παθολογική διάσταση αποκτούν όταν χρησιμοποιούνται συνεχώς και όταν αποτελούν το μοναδικό τρόπο για να διαχειριστούμε ή να αντιμετωπίσουμε μία κατάσταση. Παρακάτω περιγράφονται ορισμένοι μηχανισμοί άμυνας:
– Άρνηση. Μη αποδοχή μίας κατάστασης ως πραγματική. Για παράδειγμα όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο, αρνούμαστε να δεχτούμε ότι συμβαίνει το συγκεκριμένο γεγονός.
– Απώθηση. Η απώθηση μας οδηγεί στο να ξεχάσουμε μία δύσκολη εμπειρία που έχουμε βιώσει, μεταφέροντας την στο ασυνείδητο. Αυτό δεν σημαίνει ότι, όντας ασυνείδητη μία τέτοια εμπειρία, δεν μας επηρεάζει στην συνειδητή ζωή μας.
– Παλινδρόμηση. Η μετάβαση σε ένα προηγούμενο αναπτυξιακό στάδιο (στα παιδιά) ή σε μία προγενέστερη κατάσταση γιατί η παρούσα κατάσταση μας προκαλεί άγχος και μας δυσκολεύει. Για παράδειγμα ένα παιδί «παλινδρομεί» με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια, καθώς αισθάνεται ζήλεια και δυσκολεύεται να αποδεχθεί την νέα κατάσταση.
– Απόσυρση. Απομάκρυνση από μία δυσφορική κατάσταση που δεν μας ευχαριστεί ή δεν θέλουμε να την διαχειριστούμε (π.χ. χρήση ουσιών για να ξεφύγουμε από μια δυσάρεστη πραγματικότητα).
– Προβολή. Προβάλλουμε στοιχεία και συναισθήματα του εαυτού μας σε κάποιον άλλο. Δεν αποδεχόμαστε ως δικά μας κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά μας, και τα αποδίδουμε σε ένα άλλο πρόσωπο (π.χ. δεν ήμουν επιθετικός μαζί του, εκείνος ήταν).
– Ενδοβολή. Η ενδοβολή αποτελεί εσωτερίκευση των ανθρώπων του στενού περιβάλλοντος μας. Ουσιαστικά για να αισθανθούμε καλύτερα φερόμαστε όπως π.χ. οι γονείς μας παρόλο που μπορεί να μην μας αρέσει η συμπεριφορά τους.
– Εξιδανίκευση. Η πεποίθηση ότι κάποιος είναι «τέλειος». Βλέπουμε μόνο την θετική πλευρά ενός ατόμου ώστε να νιώσουμε καλύτερα και εμείς βρισκόμενοι δίπλα του. Συχνό φαινόμενο στον έρωτα (ο αρχικά εξιδανικευμένος σύντροφος).
– Παντοδύναμος Έλεγχος. Η πεποίθηση ότι έχουμε τον έλεγχο σε γεγονότα που μας συμβαίνουν και μπορούμε να κατευθύνουμε τα πράγματα εκεί που θέλουμε, έτσι ώστε να μειώσουμε το άγχος που μας διακατέχει.
– Προβλητική Ταύτιση. Και σε αυτό τον αμυντικό μηχανισμό αποδίδουμε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (τα οποία συνήθως είναι δικά μας) σε ένα άλλο πρόσωπο, και εντέλει το άλλο πρόσωπο αρχίζει να φέρεται όπως εμείς του έχουμε προσάψει ότι είναι. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να πει κάποιος: «Δεν είμαι εγώ ειρωνικός, εσύ είσαι ειρωνικός» και το άλλο πρόσωπο τελικά αρχίζει να είναι ειρωνικό.
– Διχοτόμηση (Σχάση). Η πεποίθηση ότι κάποιος π.χ. είναι μόνο «καλός» ή μόνο «κακός», καθώς αδυνατούμε να εμπεριέξουμε ότι κάποιος που είναι καλός μπορεί να κάνει κάποιες φορές και κακά πράγματα και το αντίστροφο.
– Διάσχιση. Η αίσθηση ότι είμαστε «έξω από το σώμα» μας όταν βιώνουμε μια οδυνηρή κατάσταση. Νιώθουμε σα να μην συμβαίνει σε εμάς και να είμαστε παρατηρητές του γεγονότος.
– Μόνωση του Συναισθήματος. Το συναίσθημα «αφαιρείται» από την κατάσταση γιατί είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστούμε. Παράδειγμα αποτελούν άνθρωποι που αφηγούνται μια ιστορία και ακούγονται ψυχροί και αδιάφοροι για το γεγονός που περιγράφουν.
– Εκλογίκευση. Η λογική χρησιμοποιείται ως επεξήγηση κάποιου συναισθήματος, ώστε να μην το παραδεχθούμε ευθέως.
– Διανοητικοποίηση. Προσπάθεια να αποκρύψουμε δύσκολα συναισθήματα χρησιμοποιώντας επιστημονικές γνώσεις και επεξηγήσεις που με ψυχρό τρόπο ερμηνεύουν την κατάσταση.
– Γνωστική Απόσπαση. Αντίθετες μεταξύ ιδέες και πεποιθήσεις που όμως δεν αντιλαμβανόμαστε συνειδητά ότι διαθέτουμε. Σύνηθες παράδειγμα είναι η φράση: «Δεν είμαι ρατσιστής αλλά…», όπου συνήθως μετέπειτα λέγεται κάτι άκρως περίεργο ή ρατσιστικό.
– Ακύρωση. Προσπάθεια να εξαλείψουμε μια άσχημη ενέργεια μας, παριστάνοντας σαν να μην έχει συμβεί και παράλληλα κάνοντας μία αντίθετη της, θετική ενέργεια. Προσπαθούμε ουσιαστικά να περιορίσουμε το αρνητικό συναίσθημα που αισθανόμαστε με μια επιδιορθωτική κίνηση.
– Στροφή εναντίον του εαυτού. Συνήθως αισθανόμαστε ένα αρνητικό συναίσθημα για κάποιον και επειδή δυσκολευόμαστε να του το εκφράσουμε το στρέφουμε στον εαυτό μας. Π.χ. Ο θυμός για κάποιον άλλον που δεν εκφράζεται, τελικά στρέφεται σε εμάς όπου γινόμαστε σκληροί και ενοχικοί προς τον εαυτό μας.
– Αντιστροφή. Το συναίσθημα το οποίο εμείς χρειαζόμαστε το προσφέρουμε στους άλλους. Για παράδειγμα, ενώ χρειαζόμαστε φροντίδα οι ίδιοι μπορούμε να γίνουμε φροντιστές των άλλων.
– Μετάθεση. Αυτό που νιώθουμε για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, λόγω φόβου και δισταγμού το μεταθέτουμε σε ένα άλλο. Για παράδειγμα, ο θυμός εναντίον του συζύγου μας που μας δυσκολεύει να τον εκφράσουμε, «ξεσπά» στους φίλους μας.
– Αντιδραστικός Σχηματισμός. Η μετατροπή ενός συναισθήματος που μας φαίνεται δύσκολο και απειλητικό στο ακριβώς αντίθετο του συναίσθημα (π.χ. η ζήλια για το νεογέννητο αδερφάκι, μετατρέπεται σε υπερβολική αγάπη προς αυτό.
– Εκδραμάτιση. Η εκδήλωση μιας συμπεριφοράς με έντονο συναίσθημα σε μία κατάσταση που αυτό δεν ενδείκνυται ή δεν είναι επιτρεπτό να συμβεί (π.χ. όταν χρειάζεται να διαχειριστεί ένα σημαντικό γεγονός με το να παραστεί εκεί, το άτομο αποχωρεί).
– Αντιστάθμιση (Υπεραναπλήρωση). Προσπάθεια να κρύψουμε κάποια συναισθήματα μειονεξίας και ανεπάρκειας που αισθανόμαστε για κάτι, με το να διακριθούμε και να επιτύχουμε σε έναν άλλο τομέα.
– Σεξουαλική Επένδυση. Όταν σεξουαλικοποιούμε, δίνοντας αισθησιακή χροιά σε κάποια κατάσταση για να αποφύγουμε άλλα οδυνηρά και δύσκολα συναισθήματα.
– Μετουσίωση. Η ανάγκη του ανθρώπου να είναι αποδεκτός μέσα σε μία κοινωνία τον κάνει να μετουσιώνει πιθανές «ακατάλληλες» σκέψεις μέσα σε κοινωνικά αποδεκτές νόρμες. Για παράδειγμα, οι σαδιστικές τάσεις ενός ανθρώπου μετουσιώνονται μέσω του επαγγέλματος του και γίνεται χειρουργός.
– Ταύτιση. Η προσπάθεια να γίνουμε σαν κάποιον άλλον, επειδή εκείνος διαθέτει κάτι το οποίο εμείς δεν έχουμε.
Οι παραπάνω αποτελούν μόνο ορισμένες από τις αμυντικές διεργασίες που επιτελεί το «Εγώ» και η αναφορά ήταν ενδεικτική. Συμπερασματικά, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι «αμυνόμαστε» για πολλούς και διαφορετικούς λόγος ο καθένας μας. Το ζητούμενο και αυτό που χρειάζεται να σκεφτούμε είναι: για ποσό χρονικό διάστημα χρειάζεται κάποιος να ζει μέσα από τις άμυνες του;
-----------------------
*Εγώ, Εκείνο και Υπερεγώ: είναι οι τρεις συνιστώσες του μοντέλου για τη δομή του ανθρωπίνου ψυχικού οργάνου στα πλαίσια της δεύτερης τοπικής θεωρίας του Sigmund Freud. Σύμφωνα με αυτό το δομικό μοντέλο το Εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο. Το Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Τέλος το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου