H Ακαδημία ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα για τη διάπλαση πολιτικών ανδρών. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η μελέτη των μαθηματικών και η άσκηση της διαλεκτικής, μέσα από συζητήσεις στις οποίες συμμετέχουν ο ίδιος ο Πλάτων, επιστήμονες όπως ο Εύδοξος και μαθητές όπως ο Σπεύσιππος ο Ξενοκράτης. ο Ηρακλείδης και ο Αριστοτέλης. Η πιο γνωστή συζήτηση είναι για την κίνηση των πλανητών, για την πραγματικότητα των ιδεών, για τη φύση των αρχών και για τη σχέση ηδονής και αγαθού. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πολιτική δράση των μελών της Ακαδημίας στις Συρακούσες, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και οι σχέσεις τους με τους Μακεδόνες βασιλείς.
Η σχολή του Πλάτωνα
Η Ακαδημία είναι η σχολή που ο Πλάτων ιδρύει στο εσωτερικό του γυμνασίου που είναι αφιερωμένο στον ήρωα Ακάδημο και από αυτόν παίρνει το όνομά της· με το πέρασμα του χρόνου ο όρος «ακαδημία» θα χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει τα δημόσια ιδρύματα ανώτατων σπουδών. Ο Πλάτων ιδρύει τη σχολή επιστρέφοντας από τα ταξίδια που έκανε μετά τον θάνατο του Σωκράτη, συγκεκριμένα επιστρέφοντας από τις Συρακούσες, τις οποίες επισκέφθηκε το 388-387 π.Χ., προσπαθώντας μάταια να πείσει τον τύραννο Διονύσιο A’ τον Πρεσβύτερο να κυβερνήσει με γνώμονα τη δικαιοσύνη. Από τις Συρακούσες διώχτηκε και πουλήθηκε ως σκλάβος. Μπορούμε, λοιπόν, να τοποθετήσουμε την ίδρυσή της γύρω στο 387 π.Χ. και να θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων έκανε αυτό το βήμα θέλοντας να διαπλάσει πολιτικούς άντρες μέσω της διδασκαλίας της φιλοσοφίας, όπως φαίνεται από το πρόγραμμα που παρουσίασε στην Πολιτεία. Το γυμνάσιο όπου στεγαζόταν η σχολή βρίσκεται έξω από τα τείχη της Αθήνας, περίπου 1.500 μέτρα από το Δίπυλο, απ’ όπου άρχιζε η πορεία των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη.
Η λίστα των ατόμων που συχνάζουν στην Ακαδημία είναι καταγεγραμμένη σε έναν πάπυρο από τον Ερκολάνο, ο οποίος περιέχει την ιστορία των φιλοσόφων, με την επιμέλεια του Φιλόδημου από τα Γάδαρα (περ. 110 – περ. 35 π.Χ.), και περιλαμβάνει 19 ονόματα, μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί ήταν ο Σπεύσιππος, ανιψιός του Πλάτωνα και διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής, ο Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, διάδοχος του Σπευσίππου, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο Ερμόδωρος και ο Πυθαγόρειος Αρχύτας ο Ταραντίνος.
Άλλες πηγές αναφέρουν και τον Εύδοξο τον Κνίδιο, γνωστό μαθηματικό και αστρονόμο, τον Φίλιππο Οπούντιο, «γραμματέα» του Πλάτωνα και συντάκτη του στον τελευταίο διάλογο (Νόμοι), τον Θεόφραστο τον Ερέσιο, ο οποίος θα γίνει μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλη, τον Ερμία τον Αταρνέα, την ανιψιό του οποίου θα παντρευτεί ο Αριστοτέλης, και έναν γιατρό από τη Σικελία (ίσως τον Φιλιστίωνα), καθώς και πρόσωπα που έγιναν ρήτορες, στρατηγοί, νομοθέτες, πολιτικοί στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις.
Ο κωμικός Επικράτης, σε απόσπασμα ενός έργου που έχει χαθεί, παρουσιάζει τον Πλάτωνα, τον Σπεύσιππο και τους άλλους Ακαδημαϊκούς που σκόπευαν να ταξινομήσουν μια κολοκύθα, με έναν ειρωνικής φύσεως υπαινιγμό για τις πρακτικές ταξινόμησης των φυτών και των ζώων που υιοθετούσαν στη σχολή.
Οι πιο σημαντικές δραστηριότητες της Ακαδημίας πρέπει να ήταν η μελέτη των μαθηματικών, τα οποία, σύμφωνα με την Πολιτεία, αποτελούν εισαγωγή στην άσκηση της διαλεκτικής, δηλαδή της φιλοσοφίας, και οι διαλογικές συζητήσεις, που αφορούσαν κυρίως επιστημονικά και φιλοσοφικά προβλήματα. Παρότι είναι αναξιόπιστη η παράδοση σύμφωνα με την οποία στην είσοδο της Ακαδημίας ήταν χαραγμένη η επιγραφή «απαγορεύεται η είσοδος σε όποιον δεν γνωρίζει γεωμετρία», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η 7η Επιστολή, η οποία αποδίδεται στον Πλάτωνα, αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ακαδημίας, τονίζοντας ότι η γνώση της αλήθειας επιτυγχάνεται μέσα από την κοινή ζωή που είναι αφιερωμένη σε «ερωτήσεις και απαντήσεις που δίνονται σε φιλικό κλίμα» (344 b-c), όπως επίσης τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο ευτυχία είναι το να κάνει κανείς μαζί με τους φίλους του αυτό για το οποίο περισσότερο απ’ όλα επιθυμεί να ζει, δηλαδή στην περίπτωση των φιλοσόφων “να φιλοσοφούν μαζί” (1172 a 1-7).
Η Συζήτηση περί ηδονής
Σε σχέση με τη συζήτηση περί αρχών, δηλαδή περί καλού, λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της Ακαδημίας μία άλλη συζήτηση, αντικείμενο της οποίας είναι η ηδονή. Τη συζήτηση μπορούμε να ανασυνθέσουμε, βασιζόμενοι και πάλι στις μαρτυρίες που μας δίνει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Πιθανότατα ξεκίνησε από τον Εύδοξο, ο οποίος κατά την παραμονή του στην Ακαδημία υποστήριξε ότι η ηδονή, δεδομένου ότι την επιθυμούν όλοι όσοι ζουν, είναι το υπέρτατο αγαθό. Μία διαμετρικά αντίθετη θέση, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, υποστήριξε ο Σπεύσιππος, ο οποίος θεωρεί ότι η ηδονή δεν είναι ποτέ κάτι αγαθό. Στη συζήτηση εικάζεται ότι παρενέβη ο Πλάτων μέσω του Φίληβου, διαλόγου στον οποίο υποστηρίζει ότι η καλύτερη ζωή δεν συμπίπτει ούτε μόνο με την ηδονή ούτε μόνο με τη σύνεση, αλλά είναι η ζωή που εμπεριέχει ηδονή και σύνεση στην οποία η ηδονή δεν είναι πάντοτε αγαθό, αλλά είναι μόνον όταν συνδέεται με τη σύνεση.
Πιθανώς συμμετείχε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος γνωρίζουμε ότι έγραψε τον διάλογο Περί ηδονής, ο οποίος αρχικά χάθηκε αλλά βρέθηκε στη συνέχεια, όπως σχεδόν όλοι οι χαμένοι του διάλογοι από το πέρασμά του από την Ακαδημία. Οι θέσεις του καταγράφονται στις πραγματείες που διασώθηκαν, όπως στα Ηθικά Νικομάχεια. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η ηδονή αυτή καθαυτή είναι αγαθό, αλλά όχι το υπέρτατο, δηλαδή η ευτυχία, η οποία βρίσκεται στην άσκηση όλων των αρετών και κυρίως όλων των διανοητικών αρετών (σύνεση και σοφία). Η ηδονή επιδρά πάνω στο υποκείμενο λόγω της συνειδητοποίησης της τελειότητας, δηλαδή είναι ένδειξη ότι συντελείται μία τέλεια δραστηριότητα, στην οποία ανάγεται το υπέρτατο αγαθό που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος (αυτή δεν είναι, προφανώς, η δραστηριότητα του κινούν ακίνητου, αλλά έχει κοινά στοιχεία).
Η πολιτική δράση των Ακαδημαϊκών
Ο Πλάτων θεωρεί ότι η διάπλαση των πολιτικών ανδρών συντελείται κυρίως από τη φιλοσοφία, δηλαδή από τη διαλεκτική: αυτή γεννά τις συζητήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες διαμορφώνουν την κύρια δραστηριότητα της σχολής. Αλλά τα μέλη της Ακαδημίας δεν αποφεύγουν τα πολιτικά καθήκοντα. Πρώτος απ’ όλους δίνει το παράδειγμα ο Πλάτων, ο οποίος, μετά την αποτυχία του πρώτου του ταξιδιού στις Συρακούσες, κατά το οποίο προσπαθεί να πείσει τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο να κυβερνήσει με δικαιοσύνη, πραγματοποιεί και δεύτερο, το 367 π.Χ., κατόπιν αιτήματος του φίλου του Δίωνα, προκειμένου να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο με τον Διονύσιο τον Νεώτερο. γιο και διάδοχο του τυράννου. Και αυτή η προσπάθεια πέφτει στο κενό, εξαιτίας της έπαρσης του Διονύσιου, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Πλάτωνα να πραγματοποιήσει και τρίτο ταξίδι, και να φτάσει και πάλι στις Συρακούσες με διάφορους άλλους Ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων ο Σπεύσιππος και ο Ξενοκράτης, τo 361 π.Χ., και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο Δίων αναχωρεί το 357 π.Χ. για τις Συρακούσες μαζί με άλλους Ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων ο Κάλιππος από την Αθήνα, και τις κατακτά. Έπειτα από τρία χρόνια ο Δίων δολοφονείται από τον Κάλιππο στη διάρκεια μιας εξέγερσης στην οποία χάνει τη ζωή του και ένας άλλος Ακαδημαϊκός ο Εύδημος ο Κύπριος, φίλος του Αριστοτέλη, στη μνήμη του οποίου γράφει τον ομώνυμο διάλογο για την αθανασία της ψυχής.
Ένα άλλο παράδειγμα της πολιτικής δράσης των μελών της Ακαδημίας είναι η προσπάθεια που έκανε ο Αριστοτέλης, στο όνομα της σχολής, να «προσηλυτίσει» στη φιλοσοφία του Πλάτωνα έναν πρίγκιπα από μία πόλη της Κύπρου, τον Θεμίσωνα. Αυτή η προσπάθεια έχει καταγραφεί στον Προτρεπτικό, έργο του Αριστοτέλη που έχει χαθεί και από το οποίο σώζονται λίγα αποσπάσματα. Ο Ισοκράτης, ο οποίος ίδρυσε στην Αθήνα μια ρητορική σχολή για να διαπλάσει πολιτικούς άνδρες, προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική σκηνή της Κύπρου, απευθύνοντας διάφορους λόγους στη βασιλική δυναστεία του νησιού, στον Ευαγόρα και στον Νικοκλή. Ο Αριστοτέλης γράφει τον Προτρεπτικό ανταγωνιζόμενος τον Ισοκράτη, ο οποίος αντιδρά με έναν λόγο που φέρει τον τίτλο Αντίδοσις («ανταλλαγή» αγαθών, 353 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Προτρεπτικό, κλειδί για τη διάπλαση πολιτικών ανδρών δεν είναι η ρητορική, αλλά η διαλεκτική, δηλαδή η φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης κάνει μαθήματα ρητορικής στην Ακαδημία, τα οποία ξεκινάει λέγοντας: «Είναι αισχρό να σιωπά κανείς και να αφήνει τον Ισοκράτη να μιλήσει».
Τέλος, υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες για την πολιτική δράση των Ακαδημαϊκών, μερικοί εκ των οποίων (Πύθων και Ηρακλείδης) απελευθερώνουν πόλεις από τυράννους, άλλοι (Κάβριας και Φωκίων) γίνονται στρατηγοί στην υπηρεσία της Αθήνας, άλλοι (Αριστώνυμος, Φορμίων, Μενέδημος) γράφουν νόμους για διάφορες πόλεις, ενώ κάποιοι αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της πόλης (Ευφραίος, Εβέων, Τιμόλαος, Χείρων). Τέλος, γνωστές είναι οι σχέσεις τους με τους βασιλείς Μακεδόνες, τόσο πριν όσο και μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα γράμμα του Σπεύσιππου προς τον Φίλιππο Β’, από το οποίο προκύπτει ότι η Ακαδημία, λόγω ανταγωνισμού με τον Ισοκράτη, προτείνει ένα μέλος της ως παιδαγωγό του Αλέξανδρου, πρόταση η οποία στη συνέχεια γίνεται δεκτή από τον Αριστοτέλη, που με τη σειρά του θα πρέπει να ευχαριστήσει την Αθήνα, διότι οι Αθηναίοι τού αφιερώνουν ένα αστέρι (αν και μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου τον αναγκάζουν να φύγει).
Όλα αυτά αφορούν την «αρχαία» Ακαδημία, η οποία ακολουθεί τη διδασκαλία του Πλάτωνα, υπό τους Σπεύσιππο, Ξενοκράτη, Πολέμωνα, Κράντωρα και Κράτη, ενώ με την απομάκρυνση του Αρκεσίλαου (περ. το 315 – 241 π χ) αρχίζει η «μέση» Ακαδημία, κύριο χαρακτηριστικό της οποία είναι ο σκεπτικιστικός προσανατολισμός, ο οποίος συνεχίζεται με τον Καρνεάδη (214-129 π.Χ.). Τέλος, με τov Φίλωνα από τη Λάρισα (2ος-1ος αι.) και τον Αντίοχο από ro Ασκελόν (140; περ. το 67 πΧ} αναπτύσσεται η επονομαζόμενη «νέα» Ακαδημία.
Η σχολή του Πλάτωνα
Η Ακαδημία είναι η σχολή που ο Πλάτων ιδρύει στο εσωτερικό του γυμνασίου που είναι αφιερωμένο στον ήρωα Ακάδημο και από αυτόν παίρνει το όνομά της· με το πέρασμα του χρόνου ο όρος «ακαδημία» θα χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει τα δημόσια ιδρύματα ανώτατων σπουδών. Ο Πλάτων ιδρύει τη σχολή επιστρέφοντας από τα ταξίδια που έκανε μετά τον θάνατο του Σωκράτη, συγκεκριμένα επιστρέφοντας από τις Συρακούσες, τις οποίες επισκέφθηκε το 388-387 π.Χ., προσπαθώντας μάταια να πείσει τον τύραννο Διονύσιο A’ τον Πρεσβύτερο να κυβερνήσει με γνώμονα τη δικαιοσύνη. Από τις Συρακούσες διώχτηκε και πουλήθηκε ως σκλάβος. Μπορούμε, λοιπόν, να τοποθετήσουμε την ίδρυσή της γύρω στο 387 π.Χ. και να θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων έκανε αυτό το βήμα θέλοντας να διαπλάσει πολιτικούς άντρες μέσω της διδασκαλίας της φιλοσοφίας, όπως φαίνεται από το πρόγραμμα που παρουσίασε στην Πολιτεία. Το γυμνάσιο όπου στεγαζόταν η σχολή βρίσκεται έξω από τα τείχη της Αθήνας, περίπου 1.500 μέτρα από το Δίπυλο, απ’ όπου άρχιζε η πορεία των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη.
Η λίστα των ατόμων που συχνάζουν στην Ακαδημία είναι καταγεγραμμένη σε έναν πάπυρο από τον Ερκολάνο, ο οποίος περιέχει την ιστορία των φιλοσόφων, με την επιμέλεια του Φιλόδημου από τα Γάδαρα (περ. 110 – περ. 35 π.Χ.), και περιλαμβάνει 19 ονόματα, μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί ήταν ο Σπεύσιππος, ανιψιός του Πλάτωνα και διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής, ο Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, διάδοχος του Σπευσίππου, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο Ερμόδωρος και ο Πυθαγόρειος Αρχύτας ο Ταραντίνος.
Άλλες πηγές αναφέρουν και τον Εύδοξο τον Κνίδιο, γνωστό μαθηματικό και αστρονόμο, τον Φίλιππο Οπούντιο, «γραμματέα» του Πλάτωνα και συντάκτη του στον τελευταίο διάλογο (Νόμοι), τον Θεόφραστο τον Ερέσιο, ο οποίος θα γίνει μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλη, τον Ερμία τον Αταρνέα, την ανιψιό του οποίου θα παντρευτεί ο Αριστοτέλης, και έναν γιατρό από τη Σικελία (ίσως τον Φιλιστίωνα), καθώς και πρόσωπα που έγιναν ρήτορες, στρατηγοί, νομοθέτες, πολιτικοί στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις.
Ο κωμικός Επικράτης, σε απόσπασμα ενός έργου που έχει χαθεί, παρουσιάζει τον Πλάτωνα, τον Σπεύσιππο και τους άλλους Ακαδημαϊκούς που σκόπευαν να ταξινομήσουν μια κολοκύθα, με έναν ειρωνικής φύσεως υπαινιγμό για τις πρακτικές ταξινόμησης των φυτών και των ζώων που υιοθετούσαν στη σχολή.
Οι πιο σημαντικές δραστηριότητες της Ακαδημίας πρέπει να ήταν η μελέτη των μαθηματικών, τα οποία, σύμφωνα με την Πολιτεία, αποτελούν εισαγωγή στην άσκηση της διαλεκτικής, δηλαδή της φιλοσοφίας, και οι διαλογικές συζητήσεις, που αφορούσαν κυρίως επιστημονικά και φιλοσοφικά προβλήματα. Παρότι είναι αναξιόπιστη η παράδοση σύμφωνα με την οποία στην είσοδο της Ακαδημίας ήταν χαραγμένη η επιγραφή «απαγορεύεται η είσοδος σε όποιον δεν γνωρίζει γεωμετρία», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η 7η Επιστολή, η οποία αποδίδεται στον Πλάτωνα, αναφέρεται στη δραστηριότητα της Ακαδημίας, τονίζοντας ότι η γνώση της αλήθειας επιτυγχάνεται μέσα από την κοινή ζωή που είναι αφιερωμένη σε «ερωτήσεις και απαντήσεις που δίνονται σε φιλικό κλίμα» (344 b-c), όπως επίσης τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο ευτυχία είναι το να κάνει κανείς μαζί με τους φίλους του αυτό για το οποίο περισσότερο απ’ όλα επιθυμεί να ζει, δηλαδή στην περίπτωση των φιλοσόφων “να φιλοσοφούν μαζί” (1172 a 1-7).
Η Συζήτηση περί ηδονής
Σε σχέση με τη συζήτηση περί αρχών, δηλαδή περί καλού, λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της Ακαδημίας μία άλλη συζήτηση, αντικείμενο της οποίας είναι η ηδονή. Τη συζήτηση μπορούμε να ανασυνθέσουμε, βασιζόμενοι και πάλι στις μαρτυρίες που μας δίνει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Πιθανότατα ξεκίνησε από τον Εύδοξο, ο οποίος κατά την παραμονή του στην Ακαδημία υποστήριξε ότι η ηδονή, δεδομένου ότι την επιθυμούν όλοι όσοι ζουν, είναι το υπέρτατο αγαθό. Μία διαμετρικά αντίθετη θέση, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, υποστήριξε ο Σπεύσιππος, ο οποίος θεωρεί ότι η ηδονή δεν είναι ποτέ κάτι αγαθό. Στη συζήτηση εικάζεται ότι παρενέβη ο Πλάτων μέσω του Φίληβου, διαλόγου στον οποίο υποστηρίζει ότι η καλύτερη ζωή δεν συμπίπτει ούτε μόνο με την ηδονή ούτε μόνο με τη σύνεση, αλλά είναι η ζωή που εμπεριέχει ηδονή και σύνεση στην οποία η ηδονή δεν είναι πάντοτε αγαθό, αλλά είναι μόνον όταν συνδέεται με τη σύνεση.
Πιθανώς συμμετείχε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος γνωρίζουμε ότι έγραψε τον διάλογο Περί ηδονής, ο οποίος αρχικά χάθηκε αλλά βρέθηκε στη συνέχεια, όπως σχεδόν όλοι οι χαμένοι του διάλογοι από το πέρασμά του από την Ακαδημία. Οι θέσεις του καταγράφονται στις πραγματείες που διασώθηκαν, όπως στα Ηθικά Νικομάχεια. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η ηδονή αυτή καθαυτή είναι αγαθό, αλλά όχι το υπέρτατο, δηλαδή η ευτυχία, η οποία βρίσκεται στην άσκηση όλων των αρετών και κυρίως όλων των διανοητικών αρετών (σύνεση και σοφία). Η ηδονή επιδρά πάνω στο υποκείμενο λόγω της συνειδητοποίησης της τελειότητας, δηλαδή είναι ένδειξη ότι συντελείται μία τέλεια δραστηριότητα, στην οποία ανάγεται το υπέρτατο αγαθό που μπορεί να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος (αυτή δεν είναι, προφανώς, η δραστηριότητα του κινούν ακίνητου, αλλά έχει κοινά στοιχεία).
Η πολιτική δράση των Ακαδημαϊκών
Ο Πλάτων θεωρεί ότι η διάπλαση των πολιτικών ανδρών συντελείται κυρίως από τη φιλοσοφία, δηλαδή από τη διαλεκτική: αυτή γεννά τις συζητήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες διαμορφώνουν την κύρια δραστηριότητα της σχολής. Αλλά τα μέλη της Ακαδημίας δεν αποφεύγουν τα πολιτικά καθήκοντα. Πρώτος απ’ όλους δίνει το παράδειγμα ο Πλάτων, ο οποίος, μετά την αποτυχία του πρώτου του ταξιδιού στις Συρακούσες, κατά το οποίο προσπαθεί να πείσει τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο να κυβερνήσει με δικαιοσύνη, πραγματοποιεί και δεύτερο, το 367 π.Χ., κατόπιν αιτήματος του φίλου του Δίωνα, προκειμένου να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο με τον Διονύσιο τον Νεώτερο. γιο και διάδοχο του τυράννου. Και αυτή η προσπάθεια πέφτει στο κενό, εξαιτίας της έπαρσης του Διονύσιου, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Πλάτωνα να πραγματοποιήσει και τρίτο ταξίδι, και να φτάσει και πάλι στις Συρακούσες με διάφορους άλλους Ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων ο Σπεύσιππος και ο Ξενοκράτης, τo 361 π.Χ., και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο Δίων αναχωρεί το 357 π.Χ. για τις Συρακούσες μαζί με άλλους Ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων ο Κάλιππος από την Αθήνα, και τις κατακτά. Έπειτα από τρία χρόνια ο Δίων δολοφονείται από τον Κάλιππο στη διάρκεια μιας εξέγερσης στην οποία χάνει τη ζωή του και ένας άλλος Ακαδημαϊκός ο Εύδημος ο Κύπριος, φίλος του Αριστοτέλη, στη μνήμη του οποίου γράφει τον ομώνυμο διάλογο για την αθανασία της ψυχής.
Ένα άλλο παράδειγμα της πολιτικής δράσης των μελών της Ακαδημίας είναι η προσπάθεια που έκανε ο Αριστοτέλης, στο όνομα της σχολής, να «προσηλυτίσει» στη φιλοσοφία του Πλάτωνα έναν πρίγκιπα από μία πόλη της Κύπρου, τον Θεμίσωνα. Αυτή η προσπάθεια έχει καταγραφεί στον Προτρεπτικό, έργο του Αριστοτέλη που έχει χαθεί και από το οποίο σώζονται λίγα αποσπάσματα. Ο Ισοκράτης, ο οποίος ίδρυσε στην Αθήνα μια ρητορική σχολή για να διαπλάσει πολιτικούς άνδρες, προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική σκηνή της Κύπρου, απευθύνοντας διάφορους λόγους στη βασιλική δυναστεία του νησιού, στον Ευαγόρα και στον Νικοκλή. Ο Αριστοτέλης γράφει τον Προτρεπτικό ανταγωνιζόμενος τον Ισοκράτη, ο οποίος αντιδρά με έναν λόγο που φέρει τον τίτλο Αντίδοσις («ανταλλαγή» αγαθών, 353 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Προτρεπτικό, κλειδί για τη διάπλαση πολιτικών ανδρών δεν είναι η ρητορική, αλλά η διαλεκτική, δηλαδή η φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης κάνει μαθήματα ρητορικής στην Ακαδημία, τα οποία ξεκινάει λέγοντας: «Είναι αισχρό να σιωπά κανείς και να αφήνει τον Ισοκράτη να μιλήσει».
Τέλος, υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες για την πολιτική δράση των Ακαδημαϊκών, μερικοί εκ των οποίων (Πύθων και Ηρακλείδης) απελευθερώνουν πόλεις από τυράννους, άλλοι (Κάβριας και Φωκίων) γίνονται στρατηγοί στην υπηρεσία της Αθήνας, άλλοι (Αριστώνυμος, Φορμίων, Μενέδημος) γράφουν νόμους για διάφορες πόλεις, ενώ κάποιοι αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της πόλης (Ευφραίος, Εβέων, Τιμόλαος, Χείρων). Τέλος, γνωστές είναι οι σχέσεις τους με τους βασιλείς Μακεδόνες, τόσο πριν όσο και μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα γράμμα του Σπεύσιππου προς τον Φίλιππο Β’, από το οποίο προκύπτει ότι η Ακαδημία, λόγω ανταγωνισμού με τον Ισοκράτη, προτείνει ένα μέλος της ως παιδαγωγό του Αλέξανδρου, πρόταση η οποία στη συνέχεια γίνεται δεκτή από τον Αριστοτέλη, που με τη σειρά του θα πρέπει να ευχαριστήσει την Αθήνα, διότι οι Αθηναίοι τού αφιερώνουν ένα αστέρι (αν και μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου τον αναγκάζουν να φύγει).
Όλα αυτά αφορούν την «αρχαία» Ακαδημία, η οποία ακολουθεί τη διδασκαλία του Πλάτωνα, υπό τους Σπεύσιππο, Ξενοκράτη, Πολέμωνα, Κράντωρα και Κράτη, ενώ με την απομάκρυνση του Αρκεσίλαου (περ. το 315 – 241 π χ) αρχίζει η «μέση» Ακαδημία, κύριο χαρακτηριστικό της οποία είναι ο σκεπτικιστικός προσανατολισμός, ο οποίος συνεχίζεται με τον Καρνεάδη (214-129 π.Χ.). Τέλος, με τov Φίλωνα από τη Λάρισα (2ος-1ος αι.) και τον Αντίοχο από ro Ασκελόν (140; περ. το 67 πΧ} αναπτύσσεται η επονομαζόμενη «νέα» Ακαδημία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου