Να βλέπουμε, αυτό είναι το δύσκολο. Κάποιες φορές βλέπουμε, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια. Συνήθως κοιτάζουμε χωρίς να βλέπουμε.
Αν ο Ραφαήλ εμφανιζόταν ξανά σήμερα με τους ίδιους ακριβώς πίνακες, κανείς δεν θα αγόραζε ούτε ένα έργο του. Και μάλιστα, κανείς δεν θα τους έριχνε ούτε μία ματιά.
Μου αρέσουν μόνο τα αντικείμενα που δεν έχουν αξία, τα παλιοπράματα. Αν αυτά που δεν αξίζουν τίποτα κόστιζαν ακριβά, θα είχα καταστραφεί εδώ και πολύ καιρό. Μου αρέσουν πολύ τα κλειδιά, μου φαίνεται πολύ σημαντικό να έχει κανείς κλειδιά. Πράγματι, τα κλειδιά μ’ έχουν στοιχειώσει. Στην σειρά των λουόμενων υπάρχει πάντοτε μια πόρτα την οποία προσπαθούν ν’ ανοίξουν μ’ ένα μεγάλο κλειδί.
Ενθουσιασμός: Το σημαντικό, σ’ αυτή την εποχή ηθικού ξεπεσμού, είναι να εγείρουμε τον ενθουσιασμό. Πόσοι άνθρωποι έχουν διαβάσει Όμηρο; Κι όμως όλος ο κόσμος μιλάει γι’ αυτόν. Κι έτσι, δημιουργήσαμε ένα δέος γύρω από τον Όμηρο. Ενθουσιασμό, αυτό χρειαζόμαστε περισσότερο, τόσο εμείς όσο και η νεολαία. Έτσι αναδείξαμε στις συνθέσεις μας (οι κυβιστές συνάδελφοί μου κι εγώ) την «καθαρή αλήθεια», χωρίς έπαρση, χωρίς υπερβολές, χωρίς υστεροβουλία. Αυτό που καταφέραμε δεν το ‘χε καταφέρει κανείς μέχρι τότε. Το κάναμε εντελώς ανιδιοτελώς και αν αξίζει κάτι, είναι γιατί κάνοντάς το δεν σκεφτήκαμε το υλικό όφελος.
Θέλαμε να εκφράσουμε μία πραγματικότητα με υλικά τα οποία δεν ξέραμε να χρησιμοποιήσουμε και τα οποία εκτιμούσαμε, επειδή ακριβώς γνωρίζαμε ότι η βοήθειά τους δεν μας ήταν απαραίτητη και ότι δεν ήταν ούτε τα καλύτερα ούτε τα πιο κατάλληλα. Δουλεύαμε με ενθουσιασμό, και μόνο αυτός θα μείνει, ακόμη κι αν δεν άξιζε τίποτε άλλο σ’ αυτή την υπόθεση. Οι τορέρος σήμερα φτιάχνουν τα πάντα με μεγάλη ακρίβεια. Όλα είναι σχεδιασμένα με διαβήτη και υπολογισμένα στην εντέλεια. Το πάθος δεν είναι πια μοντέρνο. Πετυχαίνουμε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Μερικές φορές είναι σαν να έδινα εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου ένα χαστούκι. Είμαστε ταυτόχρονα και ο δάσκαλος και ο μαθητής, από την στιγμή όμως που κάνω κάτι, τέρμα τα ψέματα, το κάνω με ζήλο… Τι είναι η αδιαφορία; Είναι γι’ αυτούς που βρίσκονται απ’ έξω, και τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς αν δεν βλέπουν τον ήλιο.
Να επαναστατήσουμε ενάντια στην κοινή λογική. Θα πρέπει να υπάρχει μία απόλυτη δικτατορία, μία δικτατορία ζωγράφων, μία δικτατορία ενός και μόνο ζωγράφου, για να εξολοθρεύσει όλους όσους μας πρόδωσαν, όλους τους απατεώνες, όλα τα τρικ και όλες τις μανιέρες, να εξολοθρεύσει τους ψευτομάγους, τον ιστορικισμό κι ένα σωρό άλλα ακόμη.
Αλλά η κοινή λογική έχει τελικά πάντα το πάνω χέρι. Πρέπει λοιπόν πριν απ’ όλα να κάνουμε μια επανάσταση εναντίον της! Ο γνήσιος δικτάτωρ ηττάται πάντα από την δικτατορία της κοινής λογικής, μπορεί όμως και όχι! Όλα τα ντοκουμέντα κάθε εποχής είναι πλαστά! Όλα αναπαριστούν την ζωή με τα μάτια του καλλιτέχνη. Όλες οι εικόνες που έχουμε για την φύση τις χρωστάμε στους ζωγράφους. Την βλέπουμε μέσα από τα δικά τους μάτια. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας κάνει δύσπιστους.
Την αντικειμενική πραγματικότητα θα ‘πρεπε να την διπλώναμε προσεκτικά σαν σεντόνι και να την κλείναμε σε μία ντουλάπα, μια για πάντα.
Μισώ αυτό το παιχνίδι της αισθητικής με τα μάτια και τις σκέψεις, το παιχνίδι αυτών των ειδημόνων, αυτών των μανδαρίνων, οι οποίοι «εγκρίνουν» την ομορφιά. Τι εστί γενικώς ομορφιά;
Στην πραγματικότητα η ομορφιά δεν υπάρχει καθόλου. Δεν «εγκρίνω» ποτέ τίποτα κατά τον ίδιο τρόπο που δεν συμπαθώ ποτέ τίποτα. Αγαπώ ή μισώ. Όταν αγαπώ μια γυναίκα, η κατάστασή μου αυτή τινάζει στον αέρα τα πάντα, ακόμη και την ίδια μου τη ζωγραφική. Όλος ο κόσμος, μου ασκεί κριτική, επειδή έχω το θάρρος να ζω την ζωή μου δημόσια, ίσως με περισσότερη ανατρεπτική διάθεση από ό, τι οι άλλοι, σίγουρα, όμως και με περισσότερη ειλικρίνεια και αλήθεια.
Αν είχαμε κουλτούρα, δεν θα είχαμε τόσο έντονη την αίσθηση ότι μας λείπει ή απλώς θα την θεωρούσαμε δεδομένη. Αντί γι’ αυτό, βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα της κουλτούρας, αλλά αν γνωρίζαμε την αληθινή αξία αυτής της λέξης, θα διαθέταμε και αρκετή κουλτούρα ώστε να μην της δίνουμε και τόσο πολλή σημασία. Εξίσου γελοίο θεωρώ και όταν θέλουμε να επιβάλουμε την κουλτούρα μας σε άλλους, όπως όταν παινεύουμε στον μουσαφίρη τις τηγανιτές πατάτες μας ή όταν τις προσφέρουμε πιεστικά στους γείτονές μας, χωρίς να μας νοιάζει αν τους αρέσουν ή αν θα τους βαρυστομαχιάσουν.
Χωρίς μοναξιά δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργία. Εξασφάλισα στον εαυτό μου μια μοναξιά που δεν την υποψιάζεται κανένας. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να είναι κανείς μόνος, επειδή υπάρχουν ρολόγια. Έχετε δει ποτέ Άγιο με ρολόι; Εγώ δεν κατάφερα να βρω κανέναν, ούτε καν μεταξύ εκείνων των αγίων που θεωρούνται προστάτες των ωρολογοποιών.
Όλα τα πλάσματα διαθέτουν το ίδιο δυναμικό ενέργειας. Ο μέσος άνθρωπος σπαταλά την ενέργειά του σε χίλια δυο πράγματα. Εγώ προσανατολίζω όλες μου τις δυνάμεις προς μία και μόνη κατεύθυνση, την ζωγραφική και θυσιάζω σ’ αυτή τα υπόλοιπα – εσάς και όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου.
Η επιτυχία είναι κάτι πολύ σημαντικό! Λένε συχνά ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να δουλεύει προπάντων για τον εαυτό του, «από αγάπη για την τέχνη», όπως λένε, και ότι πρέπει να περιφρονεί την επιτυχία. Αυτό είναι λάθος! Ένας καλλιτέχνης χρειάζεται την επιτυχία. Και όχι μόνο για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, όσο, κυρίως, για να μπορεί να δημιουργεί. Ακόμη κι ένας πλούσιος καλλιτέχνης χρειάζεται την επιτυχία. Μόνο λίγοι άνθρωποι όμως καταλαβαίνουν από τέχνη και, επιπλέον, η αίσθηση της ζωγραφικής δεν έχει δοθεί σε όλους. Οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν την τέχνη με βάση την επιτυχία. Γιατί λοιπόν να εκχωρήσουμε την επιτυχία στους «πετυχημένους ζωγράφους»; Κάθε γενιά έχει βέβαια τους δικούς της. Πού το είδατε όμως γραμμένο ότι η επιτυχία ανήκει πάντα μόνο σ’ εκείνους που κολακεύουν το κοινό; Θέλησα ν’ αποδείξω ότι, σε πείσμα όλων, μπορεί κανείς να έχει επιτυχία χωρίς απαραιτήτως να κάνει συμβιβασμούς. Ξέρετε κάτι; Η επιτυχία που είχα ως νεαρός ζωγράφος υπήρξε το προστατευτικό μου τείχος. Η γαλάζια και η ροζ περίοδος ήταν τα παραβάν πίσω από τα οποία ένιωθα σίγουρος. Προστατευμένος από την επιτυχία μου, κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα.
Η επιτυχία είναι επικίνδυνη. Αρχίζουμε ν’ αντιγράφουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, και αυτό είναι πιο επικίνδυνο απ’ το ν’ αντιγράφουμε τους άλλους. Αυτό οδηγεί στη στειρότητα. Είναι πιο δύσκολο να κάνεις τους άλλους να σε μισήσουν απ’ το να τους κάνεις να σ’ αγαπήσουν. Ο θαυμασμός που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι για μας, μοιάζει μερικές φορές με ένα τεράστιο σακίδιο που πρέπει να κουβαλάμε συνεχώς μαζί μας, γεμάτο με μεγάλα λόγια. Υπάρχουν ταριχευτές της δόξας. Σου κολλάνε ετικέτες, σαν να ήσουν κονσέρβα.
Μου ζητούν συνεχώς να εξηγήσω την εξελικτική πορεία της ζωγραφικής μου. Δεν εξελίσσομαι, είμαι. Στην τέχνη δεν υπάρχει μήτε παρελθόν μήτε μέλλον. Η τέχνη των Ελλήνων και των Αιγυπτίων δεν αποτελεί παρελθόν. Είναι σήμερα περισσότερο ζωντανή από ποτέ. Αλλαγή δεν σημαίνει εξέλιξη. Όταν ένας καλλιτέχνης αλλάζει τα εκφραστικά του μέσα, αυτό σημαίνει μονάχα ότι μεταβλήθηκε ο τρόπος σκέψης του, και ότι η αλλαγή αυτή είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Ζωγράφιζα πάντοτε για την εποχή μου. Δεν ταλαιπώρησα ποτέ τον εαυτό μου με αναζητήσεις. Αυτό που βλέπω το παρουσιάζω πότε με την μία, πότε με την άλλη μορφή. Δεν αναλώνομαι σε σκέψεις ούτε πειραματίζομαι. Όταν έχω να πω κάτι, το λέω με τον τρόπο που νομίζω ότι πρέπει να το κάνω. Δεν υπάρχει μεταβατική τέχνη. Υπάρχουν μόνο καλοί και λιγότερο καλοί καλλιτέχνες.
Μου έχουν προσάψει διάφορα ατοπήματα, καμία όμως από αυτές τις μομφές δεν ανταποκρίνεται λιγότερο στην αλήθεια, από εκείνη που θέλει το έργο μου να έχει ως βασικό του στόχο την έρευνα. Όταν ζωγραφίζω, δεν έχω τίποτε άλλο μες στο μυαλό μου πέρα από το να δείξω αυτό που βρήκα και όχι αυτό που ψάχνω. Στην τέχνη, οι προθέσεις μόνο δεν αρκούν και, όπως λέμε και στην Ισπανία, ο έρωτας πρέπει να αποδεικνύεται με έργα, όχι με λόγια. Αυτό που μετράει είναι αυτό που κάνουμε και όχι αυτό που σκοπεύουμε να κάνουμε.
Όταν έχω μπροστά μου μια λευκή σελίδα, στριφογυρνούν διάφορες ιδέες μες στο μυαλό μου. Αυτό που θα κρατήσω τελικά, παρά την θέλησή μου, μ’ ενδιαφέρει περισσότερο απ’ ό,τι οι ιδέες μου.
Οι ιδέες είναι απλώς αφετηρίες. Για να μάθουμε τι θέλουμε να σχεδιάσουμε, πρέπει να ξεκινήσουμε να σχεδιάζουμε.
Οι ιδέες είναι απλώς αφετηρίες. Για να μάθουμε τι θέλουμε να σχεδιάσουμε, πρέπει να ξεκινήσουμε να σχεδιάζουμε.
Χέρια: Τελικά, ένα έργο τέχνης δεν πραγματοποιείται με τις ιδέες, αλλά με τα χέρια. Δεν χαϊδεύω ποτέ ένα σκύλο με το δεξί χέρι, αλλά με το αριστερό. Αν τύχει και με δαγκώσει, θα έχω το δεξί χέρι για να ζωγραφίζω. Το χέρι είναι που τα κάνει όλα, συχνά, μάλιστα, χωρίς την επέμβαση της σκέψης. Κι επιπλέον, πολλές φορές κάνω ένα πορτρέτο που δεν θυμίζει σε τίποτα το πρωτότυπο, κι όμως, όλος ο κόσμος το αναγνωρίζει. Είναι όπως και μ’ αυτές τις ρώγες σταφυλιού, που δεν θυμίζουν σταφύλι ούτε στο σχήμα ούτε στο χρώμα, κι όμως, τα πουλιά έρχονται και τις τσιμπολογούν γιατί μέσα τους έχω βάλει σπόρους σταριού. Με ρώτησαν γιατί δεν γράφω. Είναι πολύ εύκολο να γράφει κανείς όταν είναι συγγραφέας: οι λέξεις του είναι οικείες, έρχονται στα χέρια του σαν να ήταν πουλιά. Η αλήθεια όμως είναι πως αν έγραφα ένα βιβλίο τόσο χοντρό, θα χάριζα δώδεκα μπουκάλια σαμπάνια σε όποιον κατάφερνε να διαβάσει πάνω από τρεις γραμμές.
Πόσες φορές, εκεί που θέλησα να βάλω μπλε σ’ ένα έργο μου, διαπίστωσα ότι μου είχε τελειώσει. Έπαιρνα λοιπόν κόκκινο και το έβαζα στην θέση του μπλε. Ματαιοδοξία των πραγμάτων και του πνεύματος. Μπλε! Είσαι ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο… το χρώμα των χρωμάτων… το πιο μπλε απ’ όλα τα μπλε…
Τελικά, όλες οι τέχνες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα: μπορούμε να γράψουμε έναν πίνακα με λέξεις ακριβώς όπως μπορούμε να ζωγραφίσουμε συναισθήματα μέσα σε ένα ποίημα. Μπλε – τι σημαίνει το μπλε; Υπάρχουν χιλιάδες καταστάσεις που τις ονομάζουμε «μπλε». Μπορούμε να μιλήσουμε για το μπλε του πακέτου των τσιγάρων «Gauloises»… σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι κάποια μάτια έχουν χρώμα μπλε «Gauloises», ή, αντίθετα, όπως κάνουμε στο Παρίσι, μπορούμε να πούμε ότι μια μπριζόλα είναι μπλε, όταν θέλουμε να πούμε ότι είναι κόκκινη. Αυτό έκανα συνήθως όταν προσπαθούσα να γράψω ποιήματα. Ενας φίλος του πατέρα μου, ζωγράφος κι αυτός, μου έλεγε διαρκώς: «Κι όποτε δεν βλέπεις τίποτα, θα βάζεις μαύρο».
Ελευθερία: Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την ελευθερία. Τόσο στην ζωγραφική, όσο κι αλλού. Μ’ ό,τι κι αν καταπιαστείς, καταλήγεις κάποτε αλυσοδεμένος. Η ελευθερία να μην κάνεις κάτι, απαιτεί να κάνεις κάτι άλλο (το απαιτεί επιτακτικά). Κι έτσι βρίσκεσαι πάλι δεμένος μ’ αλυσίδες! Αυτό μου θυμίζει την ιστορία του Jarry: κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης αναρχικών, τους δίνεται η διαταγή: κλίνατε επί δεξιά! Επειδή όμως αυτοί είναι αναρχικοί, κλίνουν κατ’ ανάγκην επ’ αριστερά! Το ίδιο συμβαίνει και όταν ζωγραφίζουμε. Παίρνεις την ελευθερία και την φυλακίζεις μέσα στην ιδέα σου: μόνο σ’ αυτήν, πουθενά αλλού. Και να που βρίσκεσαι ξανά δεμένος μ’ αλυσίδες!
Μερικές φορές είμαστε πιο ελεύθεροι από ποτέ, την στιγμή ακριβώς που νιώθουμε πιο ανελεύθεροι από ποτέ. Πάντως σίγουρα δεν είμαστε καθόλου ελεύθεροι, όταν νομίζουμε ότι έχουμε γιγάντιες φτερούγες (οι οποίες απλώς μας εμποδίζουν στο περπάτημα). Αν υπάρχει κάποια ελευθερία σε ό,τι κάνουμε, τότε αυτή δεν είναι άλλη από το να απελευθερώνεις κάτι από μέσα σου. Αλλά ούτε κι αυτή έχει μεγάλη διάρκεια.
Ισορροπία: Αναζητώ μια ισορροπία την οποία να μπορώ ν’ αδράξω και να κρατήσω γερά στα χέρια μου, κι όχι μια ισορροπία που στέκει εκεί, έτοιμη προς χρήση. Θέλω να την αγγίζω, όπως ένας ζογκλέρ που εκτελεί το νούμερο με την μπάλα, λυγίζοντας το σώμα του ανάλογα με την κίνησή της. Αγαπώ την φύση, θέλω όμως οι αναλογίες της να είναι ευέλικτες κι ελεύθερες, όχι προκαθορισμένες. Όταν ήμουν παιδί, έβλεπα συχνά ένα όνειρο που με τρόμαζε πολύ. Ονειρευόμουν ότι τα χέρια μου και τα πόδια μου μεγάλωναν και αποκτούσαν γιγαντιαίο μέγεθος κι αμέσως μετά συρρικνώνονταν σε βαθμό που έμοιαζαν με χέρια και με πόδια νάνου. Και γύρω μου έβλεπα στο όνειρο άλλους ανθρώπους, οι οποίοι υφίσταντο τις ίδιες μεταμορφώσεις, την μια γιγαντιαίοι, την άλλη μικροσκοπικοί. Αυτό το όνειρο μ’ έκανε κάθε φορά να υποφέρω πολύ.
Έως ένα βαθμό είμαστε όλοι αυτοδίδακτοι. Στην εποχή μας βρισκόμαστε στην δυσάρεστη κατάσταση να μην ισχύει πια καμία τάξη πραγμάτων ούτε να διαθέτουμε καλλιτεχνικό κανόνα που να επιβάλλει ορισμένες αρχές στην καλλιτεχνική παραγωγή. Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Αιγύπτιοι είχαν τις δικές τους αρχές. Από τον καλλιτεχνικό κανόνα που καθόριζαν οι αρχές αυτές δεν μπορούσε να ξεφύγει κανείς, γιατί το λεγόμενο Ωραίο περιεχόταν σ’ αυτές εξ ορισμού. Από την στιγμή όμως που η τέχνη έχασε την επαφή της με την παράδοση κι εκείνη η χειραφέτηση που έφερε ο Ιμπρεσιονισμός επέτρεψε στον κάθε ζωγράφο να κάνει ό,τι θέλει, απ’ την στιγμή εκείνη είχε έλθει το τέλος της ζωγραφικής. Από την στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι το συναίσθημα και η συγκίνηση του ζωγράφου είναι το παν και ότι ο καθένας μπορεί να δημιουργεί εκ νέου την ζωγραφική, έτσι όπως αυτός την κατανοεί, όποια κι αν είναι η αφετηρία του, απ’ την στιγμή εκείνη έπαψε πια να υπάρχει ζωγραφική. Συνέχισαν να υπάρχουν μόνον άτομα. Η γλυπτική πέθανε κι αυτή με τον ίδιο τρόπο.
Ξεκινώντας από τον Βαν Γκογκ, όλοι μας, όσο μεγάλοι ζωγράφοι κι αν θεωρούμαστε, είμαστε έως ένα βαθμό αυτοδίδακτοι, θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς ότι είμαστε ναΐφ ζωγράφοι. Οι ζωγράφοι δεν ζουν πια μέσα στο πλαίσιο μίας παράδοσης κι έτσι ο καθένας μας οφείλει ν’ ανακαλύψει εξαρχής όλα τα εκφραστικά του μέσα. Κάθε μοντέρνος ζωγράφος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εφεύρει αυτή την γλώσσα από το Α ως το Ω. Κανένα κριτήριο δεν μπορεί να ισχύσει a priori στην περίπτωσή του, γιατί δεν πιστεύουμε πια σε αυστηρά καθορισμένα μέτρα. Υπό μίαν έννοια αυτό συνιστά απελευθέρωση, ταυτοχρόνως όμως είναι κι ένας απίστευτος περιορισμός, γιατί όταν αρχίζει να εκφράζεται η ατομικότητα του καλλιτέχνη, τότε αυτός χάνει στο επίπεδο της οργάνωσης ό,τι κερδίζει στο επίπεδο της ελευθερίας. Κι όταν δεν είσαι πια σε θέση να υποτάξεις τον εαυτό σου σε κάποια οργάνωση, τότε έχεις κατά βάση ένα σοβαρό μειονέκτημα.
Λέγεται για μένα ότι ζωγραφίζω καλύτερα από τον Ραφαήλ, και πιθανώς να ισχύει αυτό. Μπορεί να ζωγραφίζω καλύτερα, αλλά ακόμη κι αν ζωγραφίζω το ίδιο καλά με τον Ραφαήλ, έχω τουλάχιστον το δικαίωμα να επιλέξω το δρόμο μου μόνος μου και θα ‘πρεπε να μου αναγνωρίζουν αυτό το δικαίωμα. Κι όμως, μου το αρνούνται…
Η πρωτοπορία: Όταν δημιουργήσαμε τον Κυβισμό, δεν το κάναμε με πρόθεση, απλώς θέλαμε να εκφράσουμε αυτό που υπήρχε μέσα μας. Κανείς δεν μας προκαθόρισε ένα πρόγραμμα και οι φίλοι μας, οι ποιητές, παρακολουθούσαν με προσοχή τις προσπάθειές μας, χωρίς όμως να μας επιβάλλουν ποτέ το παραμικρό. Οι σημερινοί νεαροί ζωγράφοι συχνά αφήνουν άλλους να τους σχεδιάσουν το πρόγραμμα και πασχίζουν, σαν καλοί μαθητές, να εκπληρώσουν σωστά τα καθήκοντά τους. Ο Σεζάν και ο Βαν Γκογκ ούτε μία στιγμή δεν είχαν σκοπό να φτιάξουν αυτό που εμείς σήμερα βλέπουμε στο έργο τους. Ήθελαν μόνο να είναι πιστοί σ’ αυτό που έβλεπαν. Κατέβαλαν γι’ αυτό πολύ μεγάλες προσπάθειες και όλα αυτά που ζωγράφισαν τόσο όμορφα, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, τα έκαναν έτσι, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσαν να τα κάνουν αλλιώς, κι έτσι έγιναν Σεζάν και Βαν Γκογκ.
Κι αυτοί οι άνθρωποι, τότε, δούλευαν μέσα σε μία ασύλληπτη μοναξιά, η οποία ίσως να ήταν ευλογία, έστω κι αν υπήρξε τότε η δυστυχία τους. Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από το να σε καταλαβαίνουν; Και πόσο μάλλον, όταν αυτή η κατανόηση δεν υφίσταται καν. Πάντα μας καταλαβαίνουν στραβά. Νομίζουμε ότι τάχα δεν είμαστε μόνοι. Στην πραγματικότητα όμως είμαστε όλο και περισσότερο μόνοι.
Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι την εποχή του Σεζάν ή των Ιμπρεσιονιστών δεν μπορούσαν να διακρίνουν το μοντέρνο στην τέχνη. Μόλις όμως το αντιλαμβάνονταν, ξεσπούσαν σκάνδαλα… Στην εποχή μας θεωρείται μοντέρνο καθετί, αρκεί να μην έχει καμιά σχέση με ό,τι συνιστά την πραγματική ζωγραφική· χτυπά στο μάτι, θεωρείται μεγαλοφυές, πριν καν ακόμη γεννηθεί, και πέρα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε σημαντικό. Σαν να έγιναν οι άνθρωποι ξαφνικά τόσο διορατικοί, ώστε ν’ αναγνωρίζουν την αξία κάποιου πράγματος πριν καλά-καλά γεννηθεί. Στην πραγματικότητα, όμως, βλέπουν όπως έβλεπαν πάντα, και μάλιστα ακόμη χειρότερα. Γιατί βλέπουν ακόμη με τον ίδιο τρόπο, νομίζουν όμως ότι εν τω μεταξύ έχουν μάθει να βλέπουν.
Οι ειδήμονες: Πρέπει να είμαστε ζωγράφοι, όχι ειδήμονες περί τη ζωγραφική. Ο ειδήμων μόνο κακές συμβουλές μπορεί να δώσει στον ζωγράφο. Γι’ αυτό το λόγο έχω πάψει πια να εκφράζω κρίσεις για τον εαυτό μου. Στις μέρες μας μιλούν για την ζωγραφική, όπως θα μιλούσαν για τις μίνι φούστες. Αύριο θα μακρύνουν ή θα έχουν κρόσια. Αυτό που δεν έχουμε δει είναι απαραίτητο, είναι κάτι σαν σπαζοκεφαλιά. Όταν όμως το αναζητούμε, αυτό που δεν έχουμε δει, σημαίνει ότι το έχουμε ήδη αντικρίσει παντού, έστω και σ’ ένα μικρό μόνο άνοιγμα της φούστας.
Τι να τον κάνουμε τον τίτλο; Άμα ζωγραφίοω ένα μήλο, δεν θα πρέπει να μοιάζει με γάτα, έτσι δεν είναι; Τι άλλο θέλουμε; Ένα μήλο είναι ένα μήλο… Ξέρουμε καλά ότι μια νεκρή φύση είναι νεκρή φύση κι όχι πορτρέτο… Όταν μου ζητούν να τους πω έναν τίτλο, τους λέω το πρώτο πράγμα που μου περνάει απ’ το μυαλό. Οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τότε για ποιο λόγο αφήναμε συχνά τα έργα μας ανυπόγραφα. Και στους περισσότερους ενυπόγραφους πίνακες εκείνης της εποχής, η υπογραφή έχει προστεθεί εκ των υστέρων, μετά από πολλά χρόνια. Αυτό συνέβαινε γιατί νιώθαμε την έλξη μιας τέχνης ανώνυμης. Επιχειρούσαμε να οικοδομήσουμε μία νέα τάξη.
Δεν ήταν απαραίτητο να γνωρίζει κανείς αν ήταν ο τάδε ή ο δείνα αυτός που έκανε ετούτο ή εκείνο τον πίνακα. Αλλά ο ατομικισμός ήταν ήδη πολύ ισχυρός. Από την στιγμή που είδαμε ότι η συλλογική περιπέτεια ήταν χαμένη υπόθεση, έπρεπε ο καθένας ξεχωριστά ν’ αναζητήσει την ατομική του περιπέτεια. Η υπογραφή είναι συνήθως μια μουτζούρα που αποσπά το μάτι από την σύνθεση. Είναι επίσης και ένα «αντίο». Γι’ αυτό και δεν υπογράφω συνήθως ένα έργο παρά μόνον όταν το αποχωρίζομαι. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι πίνακες που πούλησα και ξαναγόρασα. Αντίθετα, στο ατελιέ, έχω την αίσθηση ότι μπορώ πάντοτε να τροποποιήσω έναν πίνακα όποτε δεν είμαι απολύτως ικανοποιημένος απ’ αυτόν. Μόλις όμως συνειδητοποιώ ότι έχω πει όλα όσα είχα να πω και ότι ο πίνακας είναι έτοιμος να ξεκινήσει την δική του ζωή, βάζω την υπογραφή μου και τον στέλνω.
Πάμπλο Πικάσο, Σκέψεις για την Τέχνη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου