Ο πολύς κόσμος πιθανόν να μη γνωρίζει ότι το χρώμα στην αρχαιότητα έπαιζε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την τέχνη των αρχαίων και δεν περιοριζόταν μόνο στη ζωγραφική. Εκτός του ότι αρκετά από τα χρησιμοποιούμενα χρώματα συνέβαινε να έχουν και θεραπευτικές ιδιότητες, πολλές δημιουργίες των αρχαίων, όπως ταπεινά πήλινα ειδώλια αλλά και μεγαλόπρεποι ναοί και σπουδαία μαρμάρινα αγάλματα, εμψυχώνονταν με χρώματα, και μάλιστα έντονα, μια και οι αρχαίοι ήξεραν ότι η απόσταση, όπως και ο χρόνος, εξασθενεί τον τόνο των χρωμάτων. Έτσι, ήταν απολύτως φυσιολογικό οι δημιουργίες της μεγάλης πλαστικής σε μάρμαρο να βάφονται με ζωηρά μη ρεαλιστικά χρώματα. Ο περίφημος Πραξιτέλης ανέθετε το χρωματισμό των έργων του σ’ έναν επίσης γνωστό ζωγράφο της εποχής του, τον Νικία. Πόσο εκτιμούσε τη δουλειά του τελευταίου μας το δείχνει το εξής γεγονός που μας διασώζει η αρχαία γραμματεία: όταν τον ρωτούσαν ποιες από τις μαρμάρινες δημιουργίες του θεωρούσε τις σημαντικότερες, υποδείκνυε αυτές στις οποίες είχε βάλει το χέρι του ο Νικίας. Επομένως, όταν βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σ’ έναν αρχαίο ναό ή περιεργαζόμαστε μαρμάρινα αγάλματα σ’ ένα αρχαιολογικό μουσείο, η εντύπωση που αποκομίζουμε ατενίζοντας τις αρχαιότητες είναι τελείως διαφορετική από αυτήν που είχαν οι αρχαίοι, αφού τα χρώματα των έργων αυτών έχουν πλέον χαθεί για μας και μάλιστα οριστικά. Ορισμένες φορές βέβαια με ειδικές φωτογραφήσεις τα ξανακερδίζουμε, όχι όμως για την οπτική μας απόλαυση αλλά μόνο και μόνο για τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας.
Το χρώμα, όπως είναι φυσικό, έπαιζε σημαίνοντα ρόλο και στην αρχαία ζωγραφική. Μαζί με το γραμμικό σχέδιο και τη φωτοσκίαση έδιναν σάρκα και οστά σε κάθε ζωγραφική δημιουργία. Οι αρχαίοι ως βασικά χρώματα είχαν το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο και το άσπρο και με τη μείξη τους μεγάλωναν σημαντικά τη χρωματική τους γκάμα. Συχνά ακούμε για την περίφημη τετραχρωμία των αρχαίων, η οποία υποστηριζόταν και από τη φιλοσοφική σκέψη. Ωστόσο, έχει προκαλέσει ως σήμερα ατέλειωτες συζητήσεις ανάμεσα στους ειδικούς, που δεν μπορούν να δεχτούν ότι μια τόσο υψηλή ζωγραφική, όπως ήταν αυτή των αρχαίων Ελλήνων, περιοριζόταν σε τέσσερα μόνο βασικά χρώματα, από τα οποία μάλιστα τα δύο, το μαύρο και το άσπρο, για τη σημερινή τουλάχιστον αισθητική, δεν είναι χρώματα. Οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ζωγραφική στον ελληνικό χώρο γεννήθηκε στην Κόρινθο και τη Σικυώνα. Από τα δύο αυτά μέρη κατάγονταν οι περισσότεροι από τους παλαιότερους γνωστούς Έλληνες ζωγράφους. Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφορες σχολές με κάποια κοινά χαρακτηριστικά η καθεμιά τους, όπως η λεγόμενη αττική, η ιωνική, η πελοποννησιακή (της οποίας τα μέλη συχνά διακρίνονταν και από μεγάλη θεωρητική κατάρτιση), η ασιατική κ.ά. Τα παλαιότερα έργα των Ελλήνων ζωγράφων πρέπει να ήταν κατά κανόνα μονόχρωμα, γρήγορα όμως αυτοί εμπλούτισαν την παλέτα τους με περισσότερα χρώματα, τα οποία ωστόσο στην αρχή δεν τα αναμείγνυαν, αλλά τα χρησιμοποιούσαν Ξεχωριστά.
Έτσι, με τη βοήθεια του χρώματος ξεχώρισαν τις γυναικείες μορφές από τις ανδρικές, καλύπτοντας τα γυμνά μέρη των πρώτων με λευκό και των δεύτερων με υπομέλαν, καστανό χρώμα. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ήταν που μπόρεσαν οι Έλληνες να μιμηθούν τέλεια τη φύση και να φτιάνουν έργα στα οποία κυριαρχούσαν η ψευδαίσθηση και η οφθαλμαπάτη. Αυτό το κατάφεραν με τη σκιαγραφία, με χρήση δηλαδή σκιάς που έδινε στις μορφές τους πλαστικότητα, αλλά και με το χρώμα, καθώς με μεγάλη δεξιότητα πέτυχαν αξιοθαύμαστη διαβάθμιση των αποχρώσεων των χρωμάτων τους.
Η αρχαία ελληνική ζωγραφική είναι η λιγότερο καλά γνωστή έκφανση της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Και αυτό επειδή τα ευπαθή υλικά της είναι η κύρια αιτία που δεν επέτρεψε, πλην λίγων εξαιρέσεων, τη διατήρησή της ως τις μέρες μας. Ό,τι γνωρίζουμε για αυτήν το οφείλουμε κυρίως σε σχετικές πληροφορίες που μας δίνουν κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων και πολύ λίγο στα λιγοστά μνημεία που διασώζουν δείγματα αρχαίας ζωγραφικής. Ανάμεσα στα τελευταία ιδιαίτερη θέση κατέχουν ευρήματα κυρίως από τις πρόσφατες ανασκαφές στο βορειοελλαδικό χώρο και ειδικότερα στην κεντρική Μακεδονία. Στη Βεργίνα, στα Λευκάδια (λίγο έξω από τη Νάουσα) και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης έχουν έλθει στο φως μνημεία που σώζουν σπουδαίες ζωγραφικές συνθέσεις και έχουν εμπλουτίσει σημαντικά τις γνώσεις μας για την αρχαία ζωγραφική. Απαντώνται κυρίως σε τοιχογραφίες που διακοσμούν τους λεγάμενους μακεδονικούς τάφους και πάνω σε λίθινα, ως επί το πλείστον μαρμάρινα, έργα, όπως π.χ. σε επιτύμβιες στήλες, σε νεκρικές κλίνες και σε νεκρικούς θρόνους. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κανείς στις μέρες μας δεν μπορεί να γράψει κάτι καινούριο για την αρχαία ελληνική ζωγραφική των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων αν δεν επισκεφθεί τους αρχαιολογικούς χώρους που αναφέραμε.
Το χρώμα, όπως είναι φυσικό, έπαιζε σημαίνοντα ρόλο και στην αρχαία ζωγραφική. Μαζί με το γραμμικό σχέδιο και τη φωτοσκίαση έδιναν σάρκα και οστά σε κάθε ζωγραφική δημιουργία. Οι αρχαίοι ως βασικά χρώματα είχαν το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο και το άσπρο και με τη μείξη τους μεγάλωναν σημαντικά τη χρωματική τους γκάμα. Συχνά ακούμε για την περίφημη τετραχρωμία των αρχαίων, η οποία υποστηριζόταν και από τη φιλοσοφική σκέψη. Ωστόσο, έχει προκαλέσει ως σήμερα ατέλειωτες συζητήσεις ανάμεσα στους ειδικούς, που δεν μπορούν να δεχτούν ότι μια τόσο υψηλή ζωγραφική, όπως ήταν αυτή των αρχαίων Ελλήνων, περιοριζόταν σε τέσσερα μόνο βασικά χρώματα, από τα οποία μάλιστα τα δύο, το μαύρο και το άσπρο, για τη σημερινή τουλάχιστον αισθητική, δεν είναι χρώματα. Οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ζωγραφική στον ελληνικό χώρο γεννήθηκε στην Κόρινθο και τη Σικυώνα. Από τα δύο αυτά μέρη κατάγονταν οι περισσότεροι από τους παλαιότερους γνωστούς Έλληνες ζωγράφους. Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφορες σχολές με κάποια κοινά χαρακτηριστικά η καθεμιά τους, όπως η λεγόμενη αττική, η ιωνική, η πελοποννησιακή (της οποίας τα μέλη συχνά διακρίνονταν και από μεγάλη θεωρητική κατάρτιση), η ασιατική κ.ά. Τα παλαιότερα έργα των Ελλήνων ζωγράφων πρέπει να ήταν κατά κανόνα μονόχρωμα, γρήγορα όμως αυτοί εμπλούτισαν την παλέτα τους με περισσότερα χρώματα, τα οποία ωστόσο στην αρχή δεν τα αναμείγνυαν, αλλά τα χρησιμοποιούσαν Ξεχωριστά.
Έτσι, με τη βοήθεια του χρώματος ξεχώρισαν τις γυναικείες μορφές από τις ανδρικές, καλύπτοντας τα γυμνά μέρη των πρώτων με λευκό και των δεύτερων με υπομέλαν, καστανό χρώμα. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ήταν που μπόρεσαν οι Έλληνες να μιμηθούν τέλεια τη φύση και να φτιάνουν έργα στα οποία κυριαρχούσαν η ψευδαίσθηση και η οφθαλμαπάτη. Αυτό το κατάφεραν με τη σκιαγραφία, με χρήση δηλαδή σκιάς που έδινε στις μορφές τους πλαστικότητα, αλλά και με το χρώμα, καθώς με μεγάλη δεξιότητα πέτυχαν αξιοθαύμαστη διαβάθμιση των αποχρώσεων των χρωμάτων τους.
Η αρχαία ελληνική ζωγραφική είναι η λιγότερο καλά γνωστή έκφανση της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Και αυτό επειδή τα ευπαθή υλικά της είναι η κύρια αιτία που δεν επέτρεψε, πλην λίγων εξαιρέσεων, τη διατήρησή της ως τις μέρες μας. Ό,τι γνωρίζουμε για αυτήν το οφείλουμε κυρίως σε σχετικές πληροφορίες που μας δίνουν κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων και πολύ λίγο στα λιγοστά μνημεία που διασώζουν δείγματα αρχαίας ζωγραφικής. Ανάμεσα στα τελευταία ιδιαίτερη θέση κατέχουν ευρήματα κυρίως από τις πρόσφατες ανασκαφές στο βορειοελλαδικό χώρο και ειδικότερα στην κεντρική Μακεδονία. Στη Βεργίνα, στα Λευκάδια (λίγο έξω από τη Νάουσα) και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης έχουν έλθει στο φως μνημεία που σώζουν σπουδαίες ζωγραφικές συνθέσεις και έχουν εμπλουτίσει σημαντικά τις γνώσεις μας για την αρχαία ζωγραφική. Απαντώνται κυρίως σε τοιχογραφίες που διακοσμούν τους λεγάμενους μακεδονικούς τάφους και πάνω σε λίθινα, ως επί το πλείστον μαρμάρινα, έργα, όπως π.χ. σε επιτύμβιες στήλες, σε νεκρικές κλίνες και σε νεκρικούς θρόνους. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κανείς στις μέρες μας δεν μπορεί να γράψει κάτι καινούριο για την αρχαία ελληνική ζωγραφική των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων αν δεν επισκεφθεί τους αρχαιολογικούς χώρους που αναφέραμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου