[III] Ἀρξάμενοι οὖν ἄνωθεν περὶ αὐτῶν πάλιν λέγωμεν. ἔστω δὴ οἷς ἀληθεύει ἡ ψυχὴ τῷ καταφάναι ἢ ἀποφάναι, πέντε τὸν ἀριθμόν· ταῦτα δ᾽ ἐστὶ τέχνη ἐπιστήμη φρόνησις σοφία νοῦς· ὑπολήψει γὰρ καὶ δόξῃ ἐνδέχεται διαψεύδεσθαι. ἐπιστήμη μὲν οὖν τί ἐστιν, ἐντεῦθεν φανερόν, εἰ δεῖ ἀκριβολογεῖσθαι καὶ μὴ ἀκολουθεῖν ταῖς ὁμοιότησιν. πάντες γὰρ ὑπολαμβάνομεν, ὃ ἐπιστάμεθα, μηδ᾽ ἐνδέχεσθαι ἄλλως ἔχειν· τὰ δ᾽ ἐνδεχόμενα ἄλλως, ὅταν ἔξω τοῦ θεωρεῖν γένηται, λανθάνει εἰ ἔστιν ἢ μή. ἐξ ἀνάγκης ἄρα ἐστὶ τὸ ἐπιστητόν. ἀίδιον ἄρα· τὰ γὰρ ἐξ ἀνάγκης ὄντα ἁπλῶς πάντα ἀίδια, τὰ δ᾽ ἀίδια ἀγένητα καὶ ἄφθαρτα. ἔτι διδακτὴ ἅπασα ἐπιστήμη δοκεῖ εἶναι, καὶ τὸ ἐπιστητὸν μαθητόν. ἐκ προγινωσκομένων δὲ πᾶσα διδασκαλία, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς ἀναλυτικοῖς λέγομεν· ἣ μὲν γὰρ δι᾽ ἐπαγωγῆς, ἣ δὲ συλλογισμῷ. ἡ μὲν δὴ ἐπαγωγὴ ἀρχή ἐστι καὶ τοῦ καθόλου, ὁ δὲ συλλογισμὸς ἐκ τῶν καθόλου. εἰσὶν ἄρα ἀρχαὶ ἐξ ὧν ὁ συλλογισμός, ὧν οὐκ ἔστι συλλογισμός· ἐπαγωγὴ ἄρα. ἡ μὲν ἄρα ἐπιστήμη ἐστὶν ἕξις ἀποδεικτική, καὶ ὅσα ἄλλα προσδιοριζόμεθα ἐν τοῖς ἀναλυτικοῖς· ὅταν γάρ πως πιστεύῃ καὶ γνώριμοι αὐτῷ ὦσιν αἱ ἀρχαί, ἐπίσταται· εἰ γὰρ μὴ μᾶλλον τοῦ συμπεράσματος, κατὰ συμβεβηκὸς ἕξει τὴν ἐπιστήμην. περὶ μὲν οὖν ἐπιστήμης διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον.
[1140a] [IV] Τοῦ δ᾽ ἐνδεχομένου ἄλλως ἔχειν ἔστι τι καὶ ποιητὸν καὶ πρακτόν· ἕτερον δ᾽ ἐστὶ ποίησις καὶ πρᾶξις (πιστεύομεν δὲ περὶ αὐτῶν καὶ τοῖς ἐξωτερικοῖς λόγοις)· ὥστε καὶ ἡ μετὰ λόγου ἕξις πρακτικὴ ἕτερόν ἐστι τῆς μετὰ λόγου ποιητικῆς ἕξεως. διὸ οὐδὲ περιέχεται ὑπ᾽ ἀλλήλων· οὔτε γὰρ ἡ πρᾶξις ποίησις οὔτε ἡ ποίησις πρᾶξίς ἐστιν. ἐπεὶ δ᾽ ἡ οἰκοδομικὴ τέχνη τίς ἐστι καὶ ὅπερ ἕξις τις μετὰ λόγου ποιητική, καὶ οὐδεμία οὔτε τέχνη ἐστὶν ἥτις οὐ μετὰ λόγου ποιητικὴ ἕξις ἐστίν, οὔτε τοιαύτη ἣ οὐ τέχνη, ταὐτὸν ἂν εἴη τέχνη καὶ ἕξις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική. ἔστι δὲ τέχνη πᾶσα περὶ γένεσιν καὶ τὸ τεχνάζειν καὶ θεωρεῖν ὅπως ἂν γένηταί τι τῶν ἐνδεχομένων καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καὶ ὧν ἡ ἀρχὴ ἐν τῷ ποιοῦντι ἀλλὰ μὴ ἐν τῷ ποιουμένῳ· οὔτε γὰρ τῶν ἐξ ἀνάγκης ὄντων ἢ γινομένων ἡ τέχνη ἐστίν, οὔτε τῶν κατὰ φύσιν· ἐν αὑτοῖς γὰρ ἔχουσι ταῦτα τὴν ἀρχήν. ἐπεὶ δὲ ποίησις καὶ πρᾶξις ἕτερον, ἀνάγκη τὴν τέχνην ποιήσεως ἀλλ᾽ οὐ πράξεως εἶναι. καὶ τρόπον τινὰ περὶ τὰ αὐτά ἐστιν ἡ τύχη καὶ ἡ τέχνη, καθάπερ καὶ Ἀγάθων φησὶ τέχνη τύχην ἔστερξε καὶ τύχη τέχνην.
ἡ μὲν οὖν τέχνη, ὥσπερ εἴρηται, ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ᾽ ἀτεχνία τοὐναντίον μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις, περὶ τὸ ἐνδεχόμενον ἄλλως ἔχειν.
***
[3] Ας ξαναπιάσουμε τα πράγματα από την αρχή και ας ανανεώσουμε τον λόγο μας γι᾽ αυτές τις αρετές. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι οι έξεις με τις οποίες η ψυχή πετυχαίνει, με την κατάφαση ή την άρνηση, την αλήθεια είναι πέντε: τέχνη, επιστήμη, φρόνηση, σοφία, νόηση· όχι όμως η απλή γνώμη, γιατί από αυτήν μπορεί κανείς να πλανηθεί.
Τί είναι λοιπόν η επιστημονική γνώση θα γίνει φανερό από τα ακόλουθα, αν πρέπει να μιλήσουμε με ακρίβεια και να μην παρασυρθούμε από τις ομοιότητες. Όλοι δεχόμαστε ότι αυτό για το οποίο έχουμε επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε μεταβολή — για τα πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή δεν γνωρίζουμε, όταν βρεθούν έξω από την παρατήρησή μας, αν υπάρχουν ή όχι. Το αντικείμενο, άρα, της επιστημονικής γνώσης είναι της κατηγορίας των αναγκαίων πραγμάτων. Είναι, επομένως, αιωνίως αυτό που είναι· γιατί αυτά που είναι αυτό που είναι από μια απόλυτη ανάγκη, όλα τους είναι αιώνια, και τα αιώνια είναι αγέννητα και άφθαρτα. Επίσης: Κάθε επιστημονική γνώση μπορεί, κατά τη γενική αντίληψη, να διδαχθεί, και το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης είναι δυνατό να το μάθει κανείς. Κάθε διδασκαλία ξεκινάει από ήδη γνωστά πράγματα, όπως το λέμε και στα Αναλυτικά: η διδασκαλία γίνεται είτε με τη μέθοδο τη επαγωγής είτε με τη διαδικασία του συλλογισμού. Η επαγωγή είναι ένα ξεκίνημα και για τη γνώση του καθολικού/γενικού, ενώ ο συλλογισμός ξεκινάει από προτάσεις καθολικού/γενικού περιεχομένου. Υπάρχουν, επομένως, αρχές από τις οποίες ξεκινάει ο συλλογισμός, οι οποίες όμως δεν μπορούν να συναχθούν από συλλογισμό: η απόκτησή τους γίνεται με την επαγωγή.
Η επιστημονική γνώση λοιπόν είναι έξη αποδεικτική — μαζί και όλα τα άλλα που αναφέραμε λεπτομερώς στα Αναλυτικά· γιατί όταν ένας άνθρωπος έχει με έναν συγκεκριμένο τρόπο πεισθεί και σιγουρευτεί και οι καθολικές αρχές τού είναι καλά γνωστές, ο άνθρωπος αυτός έχει επιστημονική γνώση· γιατί αν οι καθολικές αρχές δεν του είναι καλύτερα γνωστές από ό,τι το συμπέρασμα, ο άνθρωπος αυτός έχει επιστημονική γνώση μόνο κατά τύχη.
Αυτά λοιπόν ας είναι όσα είχαμε να πούμε προσδιορίζοντας το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης.
[1140a] [4] Μεταξύ των πραγμάτων που επιδέχονται μεταβολή μπορούμε να διακρίνουμε αυτά που κατασκευάζονται και αυτά που πράττονται: άλλο πράγμα η κατασκευή και άλλο η πράξη (για το θέμα αυτό μπορούμε να βασιστούμε και σ᾽ αυτά που συζητήσαμε στα εξωτερικά μας έργα)· κατά συνέπεια και η έλλογη πρακτική έξη είναι κάτι διαφορετικό από την έλλογη κατασκευαστική έξη. Γι᾽ αυτό και δεν περιέχεται η μια στην άλλη· γιατί ούτε η πράξη είναι κατασκευή ούτε η κατασκευή είναι πράξη. Δεδομένου, τώρα, ότι η οικοδομική είναι μια τέχνη και ουσιαστικά είναι μια έλλογη κατασκευαστική έξη, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μην είναι μια έλλογη κατασκευαστική έξη, ούτε καμιά αυτού του είδους έξη που να μην είναι τέχνη, θα πει ότι «τέχνη» και «κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια αληθινή λογική» ταυτίζονται. Κάθε τέχνη έχει να κάνει με τη γένεση ενός πράγματος, με την επινόηση των απαραίτητων γι᾽ αυτό μέσων και την εξέταση του πώς μπορεί να έρθει στην ύπαρξη κάτι από αυτά που μπορούν να υπάρξουν ή να μην υπάρξουν και που η αρχή τους βρίσκεται στον κατασκευαστή και όχι στο παραγόμενο προϊόν· γιατί η τέχνη δεν έχει για αντικείμενό της πράγματα που υπάρχουν ή έρχονται στην ύπαρξη εξανάγκης, ούτε πράγματα που υπάρχουν ή έρχονται στην ύπαρξη με τον ορισμένο από τη φύση τρόπο (γιατί αυτά έχουν την αρχή της ύπαρξής τους μέσα τους). Αφού λοιπόν η κατασκευή και η πράξη είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αναγκαστικά η τέχνη πρέπει να έχει σχέση με την κατασκευή, όχι με την πράξη. Και κατά κάποιον τρόπο τύχη και τέχνη έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, όπως το λέει και ο Αγάθωνας:
Η τέχνη την τύχη αγαπά, μα και την τέχνη η τύχη.
Η τέχνη λοιπόν είναι, όπως είπαμε, μια έλλογη κατασκευαστική έξη· αντίθετα, η α-τεχνία είναι κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια λανθασμένη λογική. Αντικείμενο και των δύο είναι αυτό που επιδέχεται μεταβολή.
[1140a] [IV] Τοῦ δ᾽ ἐνδεχομένου ἄλλως ἔχειν ἔστι τι καὶ ποιητὸν καὶ πρακτόν· ἕτερον δ᾽ ἐστὶ ποίησις καὶ πρᾶξις (πιστεύομεν δὲ περὶ αὐτῶν καὶ τοῖς ἐξωτερικοῖς λόγοις)· ὥστε καὶ ἡ μετὰ λόγου ἕξις πρακτικὴ ἕτερόν ἐστι τῆς μετὰ λόγου ποιητικῆς ἕξεως. διὸ οὐδὲ περιέχεται ὑπ᾽ ἀλλήλων· οὔτε γὰρ ἡ πρᾶξις ποίησις οὔτε ἡ ποίησις πρᾶξίς ἐστιν. ἐπεὶ δ᾽ ἡ οἰκοδομικὴ τέχνη τίς ἐστι καὶ ὅπερ ἕξις τις μετὰ λόγου ποιητική, καὶ οὐδεμία οὔτε τέχνη ἐστὶν ἥτις οὐ μετὰ λόγου ποιητικὴ ἕξις ἐστίν, οὔτε τοιαύτη ἣ οὐ τέχνη, ταὐτὸν ἂν εἴη τέχνη καὶ ἕξις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική. ἔστι δὲ τέχνη πᾶσα περὶ γένεσιν καὶ τὸ τεχνάζειν καὶ θεωρεῖν ὅπως ἂν γένηταί τι τῶν ἐνδεχομένων καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καὶ ὧν ἡ ἀρχὴ ἐν τῷ ποιοῦντι ἀλλὰ μὴ ἐν τῷ ποιουμένῳ· οὔτε γὰρ τῶν ἐξ ἀνάγκης ὄντων ἢ γινομένων ἡ τέχνη ἐστίν, οὔτε τῶν κατὰ φύσιν· ἐν αὑτοῖς γὰρ ἔχουσι ταῦτα τὴν ἀρχήν. ἐπεὶ δὲ ποίησις καὶ πρᾶξις ἕτερον, ἀνάγκη τὴν τέχνην ποιήσεως ἀλλ᾽ οὐ πράξεως εἶναι. καὶ τρόπον τινὰ περὶ τὰ αὐτά ἐστιν ἡ τύχη καὶ ἡ τέχνη, καθάπερ καὶ Ἀγάθων φησὶ τέχνη τύχην ἔστερξε καὶ τύχη τέχνην.
ἡ μὲν οὖν τέχνη, ὥσπερ εἴρηται, ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ᾽ ἀτεχνία τοὐναντίον μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις, περὶ τὸ ἐνδεχόμενον ἄλλως ἔχειν.
***
[3] Ας ξαναπιάσουμε τα πράγματα από την αρχή και ας ανανεώσουμε τον λόγο μας γι᾽ αυτές τις αρετές. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι οι έξεις με τις οποίες η ψυχή πετυχαίνει, με την κατάφαση ή την άρνηση, την αλήθεια είναι πέντε: τέχνη, επιστήμη, φρόνηση, σοφία, νόηση· όχι όμως η απλή γνώμη, γιατί από αυτήν μπορεί κανείς να πλανηθεί.
Τί είναι λοιπόν η επιστημονική γνώση θα γίνει φανερό από τα ακόλουθα, αν πρέπει να μιλήσουμε με ακρίβεια και να μην παρασυρθούμε από τις ομοιότητες. Όλοι δεχόμαστε ότι αυτό για το οποίο έχουμε επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε μεταβολή — για τα πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή δεν γνωρίζουμε, όταν βρεθούν έξω από την παρατήρησή μας, αν υπάρχουν ή όχι. Το αντικείμενο, άρα, της επιστημονικής γνώσης είναι της κατηγορίας των αναγκαίων πραγμάτων. Είναι, επομένως, αιωνίως αυτό που είναι· γιατί αυτά που είναι αυτό που είναι από μια απόλυτη ανάγκη, όλα τους είναι αιώνια, και τα αιώνια είναι αγέννητα και άφθαρτα. Επίσης: Κάθε επιστημονική γνώση μπορεί, κατά τη γενική αντίληψη, να διδαχθεί, και το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης είναι δυνατό να το μάθει κανείς. Κάθε διδασκαλία ξεκινάει από ήδη γνωστά πράγματα, όπως το λέμε και στα Αναλυτικά: η διδασκαλία γίνεται είτε με τη μέθοδο τη επαγωγής είτε με τη διαδικασία του συλλογισμού. Η επαγωγή είναι ένα ξεκίνημα και για τη γνώση του καθολικού/γενικού, ενώ ο συλλογισμός ξεκινάει από προτάσεις καθολικού/γενικού περιεχομένου. Υπάρχουν, επομένως, αρχές από τις οποίες ξεκινάει ο συλλογισμός, οι οποίες όμως δεν μπορούν να συναχθούν από συλλογισμό: η απόκτησή τους γίνεται με την επαγωγή.
Η επιστημονική γνώση λοιπόν είναι έξη αποδεικτική — μαζί και όλα τα άλλα που αναφέραμε λεπτομερώς στα Αναλυτικά· γιατί όταν ένας άνθρωπος έχει με έναν συγκεκριμένο τρόπο πεισθεί και σιγουρευτεί και οι καθολικές αρχές τού είναι καλά γνωστές, ο άνθρωπος αυτός έχει επιστημονική γνώση· γιατί αν οι καθολικές αρχές δεν του είναι καλύτερα γνωστές από ό,τι το συμπέρασμα, ο άνθρωπος αυτός έχει επιστημονική γνώση μόνο κατά τύχη.
Αυτά λοιπόν ας είναι όσα είχαμε να πούμε προσδιορίζοντας το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης.
[1140a] [4] Μεταξύ των πραγμάτων που επιδέχονται μεταβολή μπορούμε να διακρίνουμε αυτά που κατασκευάζονται και αυτά που πράττονται: άλλο πράγμα η κατασκευή και άλλο η πράξη (για το θέμα αυτό μπορούμε να βασιστούμε και σ᾽ αυτά που συζητήσαμε στα εξωτερικά μας έργα)· κατά συνέπεια και η έλλογη πρακτική έξη είναι κάτι διαφορετικό από την έλλογη κατασκευαστική έξη. Γι᾽ αυτό και δεν περιέχεται η μια στην άλλη· γιατί ούτε η πράξη είναι κατασκευή ούτε η κατασκευή είναι πράξη. Δεδομένου, τώρα, ότι η οικοδομική είναι μια τέχνη και ουσιαστικά είναι μια έλλογη κατασκευαστική έξη, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μην είναι μια έλλογη κατασκευαστική έξη, ούτε καμιά αυτού του είδους έξη που να μην είναι τέχνη, θα πει ότι «τέχνη» και «κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια αληθινή λογική» ταυτίζονται. Κάθε τέχνη έχει να κάνει με τη γένεση ενός πράγματος, με την επινόηση των απαραίτητων γι᾽ αυτό μέσων και την εξέταση του πώς μπορεί να έρθει στην ύπαρξη κάτι από αυτά που μπορούν να υπάρξουν ή να μην υπάρξουν και που η αρχή τους βρίσκεται στον κατασκευαστή και όχι στο παραγόμενο προϊόν· γιατί η τέχνη δεν έχει για αντικείμενό της πράγματα που υπάρχουν ή έρχονται στην ύπαρξη εξανάγκης, ούτε πράγματα που υπάρχουν ή έρχονται στην ύπαρξη με τον ορισμένο από τη φύση τρόπο (γιατί αυτά έχουν την αρχή της ύπαρξής τους μέσα τους). Αφού λοιπόν η κατασκευή και η πράξη είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αναγκαστικά η τέχνη πρέπει να έχει σχέση με την κατασκευή, όχι με την πράξη. Και κατά κάποιον τρόπο τύχη και τέχνη έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, όπως το λέει και ο Αγάθωνας:
Η τέχνη την τύχη αγαπά, μα και την τέχνη η τύχη.
Η τέχνη λοιπόν είναι, όπως είπαμε, μια έλλογη κατασκευαστική έξη· αντίθετα, η α-τεχνία είναι κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια λανθασμένη λογική. Αντικείμενο και των δύο είναι αυτό που επιδέχεται μεταβολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου