Δοκεῖ δὲ καὶ τὰ εὐτυχήματα συμβάλλεσθαι πρὸς μεγαλοψυχίαν. οἱ γὰρ εὐγενεῖς ἀξιοῦνται τιμῆς καὶ οἱ δυναστεύοντες ἢ πλουτοῦντες· ἐν ὑπεροχῇ γάρ, τὸ δ᾽ ἀγαθῷ ὑπερέχον πᾶν ἐντιμότερον. διὸ καὶ τὰ τοιαῦτα μεγαλοψυχοτέρους ποιεῖ· τιμῶνται γὰρ ὑπὸ τινῶν· κατ᾽ ἀλήθειαν δ᾽ ὁ ἀγαθὸς μόνος τιμητός· ᾧ δ᾽ ἄμφω ὑπάρχει, μᾶλλον ἀξιοῦται τιμῆς. οἱ δ᾽ ἄνευ ἀρετῆς τὰ τοιαῦτα ἀγαθὰ ἔχοντες οὔτε δικαίως ἑαυτοὺς μεγάλων ἀξιοῦσιν οὔτε ὀρθῶς μεγαλόψυχοι λέγονται· ἄνευ γὰρ ἀρετῆς παντελοῦς οὐκ ἔστι ταῦτα. ὑπερόπται δὲ καὶ ὑβρισταὶ καὶ οἱ τὰ τοιαῦτα ἔχοντες ἀγαθὰ γίνονται. ἄνευ γὰρ ἀρετῆς οὐ ῥᾴδιον φέρειν ἐμμελῶς τὰ εὐτυχήματα· οὐ δυνάμενοι δὲ
[1124b] φέρειν καὶ οἰόμενοι τῶν ἄλλων ὑπερέχειν ἐκείνων μὲν καταφρονοῦσιν, αὐτοὶ δ᾽ ὅ τι ἂν τύχωσι πράττουσιν. μιμοῦνται γὰρ τὸν μεγαλόψυχον οὐχ ὅμοιοι ὄντες, τοῦτο δὲ δρῶσιν ἐν οἷς δύνανται· τὰ μὲν οὖν κατ᾽ ἀρετὴν οὐ πράττουσι, καταφρονοῦσι δὲ τῶν ἄλλων. ὁ μὲν γὰρ μεγαλόψυχος δικαίως καταφρονεῖ (δοξάζει γὰρ ἀληθῶς), οἱ δὲ πολλοὶ τυχόντως. οὐκ ἔστι δὲ μικροκίνδυνος οὐδὲ φιλοκίνδυνος διὰ τὸ ὀλίγα τιμᾶν, μεγαλοκίνδυνος δέ, καὶ ὅταν κινδυνεύῃ, ἀφειδὴς τοῦ βίου ὡς οὐκ ἄξιον ὂν πάντως ζῆν. καὶ οἷος εὖ ποιεῖν, εὐεργετούμενος δ᾽ αἰσχύνεται· τὸ μὲν γὰρ ὑπερέχοντος, τὸ δ᾽ ὑπερεχομένου. καὶ ἀντευεργετικὸς πλειόνων· οὕτω γάρ οἱ προσοφλήσει ὁ ὑπάρξας καὶ ἔσται εὖ πεπονθώς. δοκοῦσι δὲ καὶ μνημονεύειν οὗ ἂν ποιήσωσιν εὖ, ὧν δ᾽ ἂν πάθωσιν οὔ (ἐλάττων γὰρ ὁ παθὼν εὖ τοῦ ποιήσαντος, βούλεται δ᾽ ὑπερέχειν), καὶ τὰ μὲν ἡδέως ἀκούειν, τὰ δ᾽ ἀηδῶς· διὸ καὶ τὴν Θέτιν οὐ λέγειν τὰς εὐεργεσίας τῷ Διί, οὐδ᾽ οἱ Λάκωνες πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, ἀλλ᾽ ἃ πεπόνθεσαν εὖ. μεγαλοψύχου δὲ καὶ τὸ μηδενὸς δεῖσθαι ἢ μόλις, ὑπηρετεῖν δὲ προθύμως, καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἐν ἀξιώματι καὶ εὐτυχίαις μέγαν εἶναι, πρὸς δὲ τοὺς μέσους μέτριον· τῶν μὲν γὰρ ὑπερέχειν χαλεπὸν καὶ σεμνόν, τῶν δὲ ῥᾴδιον, καὶ ἐπ᾽ ἐκείνοις μὲν σεμνύνεσθαι οὐκ ἀγεννές, ἐν δὲ τοῖς ταπεινοῖς φορτικόν, ὥσπερ εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἰσχυρίζεσθαι· καὶ εἰς τὰ ἔντιμα μὴ ἰέναι, ἢ οὗ πρωτεύουσιν ἄλλοι· καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητὴν ἀλλ᾽ ἢ ὅπου τιμὴ μεγάλη ἢ ἔργον, καὶ ὀλίγων μὲν πρακτικόν, μεγάλων δὲ καὶ ὀνομαστῶν. ἀναγκαῖον δὲ καὶ φανερομισῆ εἶναι καὶ φανερόφιλον (τὸ γὰρ λανθάνειν φοβουμένου, καὶ ἀμελεῖν τῆς ἀληθείας μᾶλλον ἢ τῆς δόξης), καὶ λέγειν καὶ πράττειν φανερῶς· παρρησιαστὴς γὰρ διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι, καὶ ἀληθευτικός, πλὴν ὅσα μὴ δι᾽ εἰρωνείαν [εἰρωνεία δὲ] πρὸς τοὺς πολλούς, καὶ πρὸς ἄλλον μὴ δύνασθαι ζῆν
[1125a] ἀλλ᾽ ἢ φίλον· δουλικὸν γάρ· διὸ καὶ πάντες οἱ κόλακες θητικοὶ καὶ οἱ ταπεινοὶ κόλακες. οὐδὲ θαυμαστικός· οὐδὲν γὰρ μέγα αὐτῷ ἐστίν. οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν, ἄλλως τε καὶ κακά, ἀλλὰ μᾶλλον παρορᾶν. οὐδ᾽ ἀνθρωπολόγος· οὔτε γὰρ περὶ αὑτοῦ ἐρεῖ οὔτε περὶ ἑτέρου· οὔτε γὰρ ἵνα ἐπαινῆται μέλει αὐτῷ οὔθ᾽ ὅπως οἱ ἄλλοι ψέγωνται· οὐδ᾽ αὖ ἐπαινετικός ἐστιν· διόπερ οὐδὲ κακολόγος, οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν, εἰ μὴ δι᾽ ὕβριν. καὶ περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ὀλοφυρτικὸς καὶ δεητικός· σπουδάζοντος γὰρ οὕτως ἔχειν περὶ ταῦτα. καὶ οἷος κεκτῆσθαι μᾶλλον τὰ καλὰ καὶ ἄκαρπα τῶν καρπίμων καὶ ὠφελίμων· αὐτάρκους γὰρ μᾶλλον. καὶ κίνησις δὲ βραδεῖα τοῦ μεγαλοψύχου δοκεῖ εἶναι, καὶ φωνὴ βαρεῖα, καὶ λέξις στάσιμος· οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, οὐδὲ σύντονος ὁ μηδὲν μέγα οἰόμενος· ἡ δ᾽ ὀξυφωνία καὶ ἡ ταχυτὴς διὰ τούτων.
***
Υπάρχει η γνώμη ότι τα αγαθά που χαρίζει η τύχη συμβάλλουν και αυτά στη μεγαλοψυχία. Οι άνθρωποι, πράγματι, που έχουν αριστοκρατική καταγωγή θεωρούνται άξιοι τιμής, το ίδιο και οι άνθρωποι που έχουν δύναμη ή πλούτο. Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση υπεροχής, και καθετί που υπερέχει σε κάτι καλό, τιμάται πιο πολύ. Γι᾽ αυτό και αυτού του είδους τα αγαθά κάνουν τους ανθρώπους αυτούς πιο μεγαλόψυχους· γιατί τιμώνται από κάποιους. Στην πραγματικότητα όμως τιμή πρέπει να αποδίδεται μόνο στον άνθρωπο που έχει αρετή. Όποιος, πάντως, τα έχει και τα δύο, θεωρείται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό άξιος τιμής. Αυτοί όμως που έχουν αυτού του είδους τα αγαθά δίχως να έχουν αρετή, ούτε το δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους άξιο τιμής έχουν ούτε είναι σωστό να λέγονται «μεγαλόψυχοι»· γιατί αυτά τα πράγματα προϋποθέτουν την τέλεια αρετή.
Υπερόπτες όμως και προσβλητικοί γίνονται και αυτοί που έχουν τα αγαθά που είπαμε. Γιατί δίχως αρετή δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσει κανείς με χάρη και μέτρο τα αγαθά που χαρίζει η τύχη. Μη μπορώντας λοιπόν
[1124b] να τα αντιμετωπίσουν, και πιστεύοντας ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους, περιφρονούν τους άλλους, και οι ίδιοι κάνουν ό,τι τους αρέσει. Μιμούνται, πράγματι, τον μεγαλόψυχο δίχως να του μοιάζουν, και αυτό το κάνουν εκεί που μπορούν: τις πράξεις της αρετής δεν τις κάνουν, περιφρονούν όμως τους άλλους. Ο μεγαλόψυχος δίκαια περιφρονεί τους άλλους (γιατί η κρίση του είναι σωστή), ενώ οι πολλοί κρίνουν τυχαία και λανθασμένα.
Ο μεγαλόψυχος δεν είναι άνθρωπος των μικρών κινδύνων, ούτε και αγαπάει τους κινδύνους· ο λόγος είναι ότι για λίγα μόνο πράγματα τρέφει τιμή· είναι όμως άνθρωπος των μεγάλων κινδύνων, και όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιον κίνδυνο, δεν τη λογαριάζει καθόλου τη ζωή του, γιατί πιστεύει ότι δεν αξίζει να τη ζει κανείς κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Ο μεγαλόψυχος είναι άνθρωπος που θέλει να κάνει ευεργεσίες, ντρέπεται όμως όταν τις δέχεται· γιατί το πρώτο δείχνει άνθρωπο που υπερέχει, ενώ το δεύτερο άνθρωπο που υπερέχεται. Τις ευεργεσίες που δέχτηκε θέλει να τις ανταποδίδει με μεγαλύτερες ευεργεσίες· γιατί έτσι αυτός που έκανε την αρχή θα του είναι πάλι οφειλέτης και θα είναι άνθρωπος που ευεργετήθηκε. Φαίνεται επίσης ότι οι μεγαλόψυχοι θυμούνται τα καλά που έχουν κάνει, όχι όμως και τα καλά που έχουν δεχτεί (γιατί αυτός που ευεργετήθηκε είναι κατώτερος ενσχέσει με αυτόν ο οποίος ευεργέτησε, και ο μεγαλόψυχος θέλει να είναι ανώτερος)· να ακούει να μιλούν για τα πρώτα, του είναι ευχάριστο, ενώ να ακούει να μιλούν για τα δεύτερα, του είναι δυσάρεστο. Αυτός φαίνεται πως είναι και ο λόγος που η Θέτιδα δεν διηγείται στον Δία τις ευεργεσίες που του έκανε, ούτε οι Λάκωνες τις ευεργεσίες που έκαναν στους Αθηναίους, παρά μόνο τις ευεργεσίες που δέχτηκαν. Γνώρισμα του μεγαλόψυχου είναι, επίσης, να μη ζητάει από κανέναν τίποτε, ή έστω να το ζητάει με μεγάλη δυσκολία, να προσφέρει όμως πρόθυμα τη βοήθειά του στους άλλους· απέναντι, επίσης, στους ανθρώπους που έχουν υψηλή κοινωνική θέση και είναι ευνοημένοι από την τύχη να κρατάει στάση αξιοπρεπή και επιβλητική, ενώ με τους ανθρώπους μέσης κατάστασης να είναι απλός και μετριοπαθής: να είναι ανώτερος από τους πρώτους είναι δύσκολο πράγμα και κάτι που δείχνει υψηλόφρονα αυτοπεποίθηση, να είναι όμως ανώτερος από τους δεύτερους είναι εύκολο· να δείχνει υψηλόφρονα αυτοπεποίθηση απέναντι στους πρώτους δεν δηλώνει έλλειψη των χαρακτηριστικών που προσιδιάζουν στους ανθρώπους με αριστοκρατική καταγωγή, να το κάνει όμως αυτό απέναντι σε ταπεινότερου επιπέδου ανθρώπους είναι άκομψο — κάτι σαν επίδειξη της δύναμής του σε αδύναμους ανθρώπους. Γνώρισμα του μεγαλόψυχου ανθρώπου είναι, επίσης, να μη κυνηγάει τα πράγματα που οι άνθρωποι τα έχουν σε τιμή, ή αυτά στα οποία κάποιοι άλλοι έχουν τα πρωτεία. Τον χαρακτηρίζει, επίσης, μια βραδύτητα και μια τάση για καθυστερήσεις, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μπορεί να χάσει μια μεγάλη τιμή ή ένα μεγάλο έργο. Άλλο γνώρισμά του είναι οι λίγες πράξεις, αυτές όμως είναι τότε μεγάλες και διάσημες. Δεν μπορεί, επίσης, παρά να δείχνει φανερά το μίσος του και την αγάπη του (γιατί μόνο ο άνθρωπος που φοβάται κρύβει τα αισθήματά του και αδιαφορεί για την αλήθεια, προτιμώντας αυτά που πιστεύει ο πολύς κόσμος). Μιλάει, επίσης, και ενεργεί ανοιχτά· τον διακρίνει, πράγματι, η παρρησία, επειδή δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να περιφρονεί. Λέει, επίσης, πάντοτε την αλήθεια — εκτός από τις περιπτώσεις που θέλει να «κρυφτεί» μπροστά στους πολλούς. Υποχρεωτικά δεν μπορεί επίσης να προσαρμόζει τη ζωή του στις προτιμήσεις κάποιου άλλου,
[1125a] εκτός και αν πρόκειται για φίλο. Αλλιώς θα ήταν άνθρωπος με ψυχή δούλου: αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι κόλακες είναι δουλοπρεπείς και οι χαμηλού επιπέδου άνθρωποι είναι κόλακες. Ούτε συνηθίζει να θαυμάζει, αφού τίποτε δεν είναι γι᾽ αυτόν μεγάλο. Δεν είναι, επίσης, μνησίκακος, γιατί δεν ταιριάζει στον μεγαλόψυχο να κρατάει στη μνήμη του πράγματα, και μάλιστα κακά· πιο πολύ του ταιριάζει να τα παραβλέπει. Ούτε του αρέσει να μιλάει για άλλους ανθρώπους: ούτε για τον εαυτό του μιλάει ούτε για τους άλλους· γιατί ούτε να ακούσει επαίνους για τον εαυτό του τον ενδιαφέρει ούτε να ακούσει κατηγόριες για τους άλλους. Ούτε, πάλι, είναι εύκολος στους επαίνους του· γι᾽ αυτόν τον λόγο δεν είναι, επίσης, και κακολόγος, ακόμη και των εχθρών του, εκτός και αν είναι να εκφράσει με υπεροψία την περιφρόνησή του. Για πράγματα που είναι απαραίτητα για τη ζωή ή για πράγματα μικρά και ασήμαντα σχεδόν ποτέ δεν ολοφύρεται ούτε παρακαλάει: μια τέτοια συμπεριφορά θα έδειχνε άνθρωπο που παίρνει τα πράγματα αυτά στα σοβαρά. Είναι, επίσης, άνθρωπος που προτιμάει να έχει πράγματα ωραία, και ας μη του αποφέρουν κέρδος, παρά πράγματα που αποφέρουν κέρδος και είναι χρήσιμα: μια τέτοια συμπεριφορά ταιριάζει πιο πολύ στον αυτάρκη άνθρωπο. Τέλος, στον μεγαλόψυχο άνθρωπο θεωρείται ότι ταιριάζουν η αργή κίνηση, η βαριά φωνή και ο σταθερός λόγος· δεν μπορεί, πράγματι, να είναι βιαστικός ο άνθρωπος που λίγα μόνο πράγματα παίρνει στα σοβαρά, ούτε μπορεί η ένταση να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που δεν θεωρεί τίποτε μεγάλο: η τσιριχτή φωνή και το γρήγορο βάδισμα έχουν την αρχή τους σ᾽ αυτά τα πράγματα.
[1124b] φέρειν καὶ οἰόμενοι τῶν ἄλλων ὑπερέχειν ἐκείνων μὲν καταφρονοῦσιν, αὐτοὶ δ᾽ ὅ τι ἂν τύχωσι πράττουσιν. μιμοῦνται γὰρ τὸν μεγαλόψυχον οὐχ ὅμοιοι ὄντες, τοῦτο δὲ δρῶσιν ἐν οἷς δύνανται· τὰ μὲν οὖν κατ᾽ ἀρετὴν οὐ πράττουσι, καταφρονοῦσι δὲ τῶν ἄλλων. ὁ μὲν γὰρ μεγαλόψυχος δικαίως καταφρονεῖ (δοξάζει γὰρ ἀληθῶς), οἱ δὲ πολλοὶ τυχόντως. οὐκ ἔστι δὲ μικροκίνδυνος οὐδὲ φιλοκίνδυνος διὰ τὸ ὀλίγα τιμᾶν, μεγαλοκίνδυνος δέ, καὶ ὅταν κινδυνεύῃ, ἀφειδὴς τοῦ βίου ὡς οὐκ ἄξιον ὂν πάντως ζῆν. καὶ οἷος εὖ ποιεῖν, εὐεργετούμενος δ᾽ αἰσχύνεται· τὸ μὲν γὰρ ὑπερέχοντος, τὸ δ᾽ ὑπερεχομένου. καὶ ἀντευεργετικὸς πλειόνων· οὕτω γάρ οἱ προσοφλήσει ὁ ὑπάρξας καὶ ἔσται εὖ πεπονθώς. δοκοῦσι δὲ καὶ μνημονεύειν οὗ ἂν ποιήσωσιν εὖ, ὧν δ᾽ ἂν πάθωσιν οὔ (ἐλάττων γὰρ ὁ παθὼν εὖ τοῦ ποιήσαντος, βούλεται δ᾽ ὑπερέχειν), καὶ τὰ μὲν ἡδέως ἀκούειν, τὰ δ᾽ ἀηδῶς· διὸ καὶ τὴν Θέτιν οὐ λέγειν τὰς εὐεργεσίας τῷ Διί, οὐδ᾽ οἱ Λάκωνες πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, ἀλλ᾽ ἃ πεπόνθεσαν εὖ. μεγαλοψύχου δὲ καὶ τὸ μηδενὸς δεῖσθαι ἢ μόλις, ὑπηρετεῖν δὲ προθύμως, καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἐν ἀξιώματι καὶ εὐτυχίαις μέγαν εἶναι, πρὸς δὲ τοὺς μέσους μέτριον· τῶν μὲν γὰρ ὑπερέχειν χαλεπὸν καὶ σεμνόν, τῶν δὲ ῥᾴδιον, καὶ ἐπ᾽ ἐκείνοις μὲν σεμνύνεσθαι οὐκ ἀγεννές, ἐν δὲ τοῖς ταπεινοῖς φορτικόν, ὥσπερ εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἰσχυρίζεσθαι· καὶ εἰς τὰ ἔντιμα μὴ ἰέναι, ἢ οὗ πρωτεύουσιν ἄλλοι· καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητὴν ἀλλ᾽ ἢ ὅπου τιμὴ μεγάλη ἢ ἔργον, καὶ ὀλίγων μὲν πρακτικόν, μεγάλων δὲ καὶ ὀνομαστῶν. ἀναγκαῖον δὲ καὶ φανερομισῆ εἶναι καὶ φανερόφιλον (τὸ γὰρ λανθάνειν φοβουμένου, καὶ ἀμελεῖν τῆς ἀληθείας μᾶλλον ἢ τῆς δόξης), καὶ λέγειν καὶ πράττειν φανερῶς· παρρησιαστὴς γὰρ διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι, καὶ ἀληθευτικός, πλὴν ὅσα μὴ δι᾽ εἰρωνείαν [εἰρωνεία δὲ] πρὸς τοὺς πολλούς, καὶ πρὸς ἄλλον μὴ δύνασθαι ζῆν
[1125a] ἀλλ᾽ ἢ φίλον· δουλικὸν γάρ· διὸ καὶ πάντες οἱ κόλακες θητικοὶ καὶ οἱ ταπεινοὶ κόλακες. οὐδὲ θαυμαστικός· οὐδὲν γὰρ μέγα αὐτῷ ἐστίν. οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν, ἄλλως τε καὶ κακά, ἀλλὰ μᾶλλον παρορᾶν. οὐδ᾽ ἀνθρωπολόγος· οὔτε γὰρ περὶ αὑτοῦ ἐρεῖ οὔτε περὶ ἑτέρου· οὔτε γὰρ ἵνα ἐπαινῆται μέλει αὐτῷ οὔθ᾽ ὅπως οἱ ἄλλοι ψέγωνται· οὐδ᾽ αὖ ἐπαινετικός ἐστιν· διόπερ οὐδὲ κακολόγος, οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν, εἰ μὴ δι᾽ ὕβριν. καὶ περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ὀλοφυρτικὸς καὶ δεητικός· σπουδάζοντος γὰρ οὕτως ἔχειν περὶ ταῦτα. καὶ οἷος κεκτῆσθαι μᾶλλον τὰ καλὰ καὶ ἄκαρπα τῶν καρπίμων καὶ ὠφελίμων· αὐτάρκους γὰρ μᾶλλον. καὶ κίνησις δὲ βραδεῖα τοῦ μεγαλοψύχου δοκεῖ εἶναι, καὶ φωνὴ βαρεῖα, καὶ λέξις στάσιμος· οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, οὐδὲ σύντονος ὁ μηδὲν μέγα οἰόμενος· ἡ δ᾽ ὀξυφωνία καὶ ἡ ταχυτὴς διὰ τούτων.
***
Υπάρχει η γνώμη ότι τα αγαθά που χαρίζει η τύχη συμβάλλουν και αυτά στη μεγαλοψυχία. Οι άνθρωποι, πράγματι, που έχουν αριστοκρατική καταγωγή θεωρούνται άξιοι τιμής, το ίδιο και οι άνθρωποι που έχουν δύναμη ή πλούτο. Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση υπεροχής, και καθετί που υπερέχει σε κάτι καλό, τιμάται πιο πολύ. Γι᾽ αυτό και αυτού του είδους τα αγαθά κάνουν τους ανθρώπους αυτούς πιο μεγαλόψυχους· γιατί τιμώνται από κάποιους. Στην πραγματικότητα όμως τιμή πρέπει να αποδίδεται μόνο στον άνθρωπο που έχει αρετή. Όποιος, πάντως, τα έχει και τα δύο, θεωρείται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό άξιος τιμής. Αυτοί όμως που έχουν αυτού του είδους τα αγαθά δίχως να έχουν αρετή, ούτε το δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους άξιο τιμής έχουν ούτε είναι σωστό να λέγονται «μεγαλόψυχοι»· γιατί αυτά τα πράγματα προϋποθέτουν την τέλεια αρετή.
Υπερόπτες όμως και προσβλητικοί γίνονται και αυτοί που έχουν τα αγαθά που είπαμε. Γιατί δίχως αρετή δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσει κανείς με χάρη και μέτρο τα αγαθά που χαρίζει η τύχη. Μη μπορώντας λοιπόν
[1124b] να τα αντιμετωπίσουν, και πιστεύοντας ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους, περιφρονούν τους άλλους, και οι ίδιοι κάνουν ό,τι τους αρέσει. Μιμούνται, πράγματι, τον μεγαλόψυχο δίχως να του μοιάζουν, και αυτό το κάνουν εκεί που μπορούν: τις πράξεις της αρετής δεν τις κάνουν, περιφρονούν όμως τους άλλους. Ο μεγαλόψυχος δίκαια περιφρονεί τους άλλους (γιατί η κρίση του είναι σωστή), ενώ οι πολλοί κρίνουν τυχαία και λανθασμένα.
Ο μεγαλόψυχος δεν είναι άνθρωπος των μικρών κινδύνων, ούτε και αγαπάει τους κινδύνους· ο λόγος είναι ότι για λίγα μόνο πράγματα τρέφει τιμή· είναι όμως άνθρωπος των μεγάλων κινδύνων, και όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιον κίνδυνο, δεν τη λογαριάζει καθόλου τη ζωή του, γιατί πιστεύει ότι δεν αξίζει να τη ζει κανείς κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Ο μεγαλόψυχος είναι άνθρωπος που θέλει να κάνει ευεργεσίες, ντρέπεται όμως όταν τις δέχεται· γιατί το πρώτο δείχνει άνθρωπο που υπερέχει, ενώ το δεύτερο άνθρωπο που υπερέχεται. Τις ευεργεσίες που δέχτηκε θέλει να τις ανταποδίδει με μεγαλύτερες ευεργεσίες· γιατί έτσι αυτός που έκανε την αρχή θα του είναι πάλι οφειλέτης και θα είναι άνθρωπος που ευεργετήθηκε. Φαίνεται επίσης ότι οι μεγαλόψυχοι θυμούνται τα καλά που έχουν κάνει, όχι όμως και τα καλά που έχουν δεχτεί (γιατί αυτός που ευεργετήθηκε είναι κατώτερος ενσχέσει με αυτόν ο οποίος ευεργέτησε, και ο μεγαλόψυχος θέλει να είναι ανώτερος)· να ακούει να μιλούν για τα πρώτα, του είναι ευχάριστο, ενώ να ακούει να μιλούν για τα δεύτερα, του είναι δυσάρεστο. Αυτός φαίνεται πως είναι και ο λόγος που η Θέτιδα δεν διηγείται στον Δία τις ευεργεσίες που του έκανε, ούτε οι Λάκωνες τις ευεργεσίες που έκαναν στους Αθηναίους, παρά μόνο τις ευεργεσίες που δέχτηκαν. Γνώρισμα του μεγαλόψυχου είναι, επίσης, να μη ζητάει από κανέναν τίποτε, ή έστω να το ζητάει με μεγάλη δυσκολία, να προσφέρει όμως πρόθυμα τη βοήθειά του στους άλλους· απέναντι, επίσης, στους ανθρώπους που έχουν υψηλή κοινωνική θέση και είναι ευνοημένοι από την τύχη να κρατάει στάση αξιοπρεπή και επιβλητική, ενώ με τους ανθρώπους μέσης κατάστασης να είναι απλός και μετριοπαθής: να είναι ανώτερος από τους πρώτους είναι δύσκολο πράγμα και κάτι που δείχνει υψηλόφρονα αυτοπεποίθηση, να είναι όμως ανώτερος από τους δεύτερους είναι εύκολο· να δείχνει υψηλόφρονα αυτοπεποίθηση απέναντι στους πρώτους δεν δηλώνει έλλειψη των χαρακτηριστικών που προσιδιάζουν στους ανθρώπους με αριστοκρατική καταγωγή, να το κάνει όμως αυτό απέναντι σε ταπεινότερου επιπέδου ανθρώπους είναι άκομψο — κάτι σαν επίδειξη της δύναμής του σε αδύναμους ανθρώπους. Γνώρισμα του μεγαλόψυχου ανθρώπου είναι, επίσης, να μη κυνηγάει τα πράγματα που οι άνθρωποι τα έχουν σε τιμή, ή αυτά στα οποία κάποιοι άλλοι έχουν τα πρωτεία. Τον χαρακτηρίζει, επίσης, μια βραδύτητα και μια τάση για καθυστερήσεις, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μπορεί να χάσει μια μεγάλη τιμή ή ένα μεγάλο έργο. Άλλο γνώρισμά του είναι οι λίγες πράξεις, αυτές όμως είναι τότε μεγάλες και διάσημες. Δεν μπορεί, επίσης, παρά να δείχνει φανερά το μίσος του και την αγάπη του (γιατί μόνο ο άνθρωπος που φοβάται κρύβει τα αισθήματά του και αδιαφορεί για την αλήθεια, προτιμώντας αυτά που πιστεύει ο πολύς κόσμος). Μιλάει, επίσης, και ενεργεί ανοιχτά· τον διακρίνει, πράγματι, η παρρησία, επειδή δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να περιφρονεί. Λέει, επίσης, πάντοτε την αλήθεια — εκτός από τις περιπτώσεις που θέλει να «κρυφτεί» μπροστά στους πολλούς. Υποχρεωτικά δεν μπορεί επίσης να προσαρμόζει τη ζωή του στις προτιμήσεις κάποιου άλλου,
[1125a] εκτός και αν πρόκειται για φίλο. Αλλιώς θα ήταν άνθρωπος με ψυχή δούλου: αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι κόλακες είναι δουλοπρεπείς και οι χαμηλού επιπέδου άνθρωποι είναι κόλακες. Ούτε συνηθίζει να θαυμάζει, αφού τίποτε δεν είναι γι᾽ αυτόν μεγάλο. Δεν είναι, επίσης, μνησίκακος, γιατί δεν ταιριάζει στον μεγαλόψυχο να κρατάει στη μνήμη του πράγματα, και μάλιστα κακά· πιο πολύ του ταιριάζει να τα παραβλέπει. Ούτε του αρέσει να μιλάει για άλλους ανθρώπους: ούτε για τον εαυτό του μιλάει ούτε για τους άλλους· γιατί ούτε να ακούσει επαίνους για τον εαυτό του τον ενδιαφέρει ούτε να ακούσει κατηγόριες για τους άλλους. Ούτε, πάλι, είναι εύκολος στους επαίνους του· γι᾽ αυτόν τον λόγο δεν είναι, επίσης, και κακολόγος, ακόμη και των εχθρών του, εκτός και αν είναι να εκφράσει με υπεροψία την περιφρόνησή του. Για πράγματα που είναι απαραίτητα για τη ζωή ή για πράγματα μικρά και ασήμαντα σχεδόν ποτέ δεν ολοφύρεται ούτε παρακαλάει: μια τέτοια συμπεριφορά θα έδειχνε άνθρωπο που παίρνει τα πράγματα αυτά στα σοβαρά. Είναι, επίσης, άνθρωπος που προτιμάει να έχει πράγματα ωραία, και ας μη του αποφέρουν κέρδος, παρά πράγματα που αποφέρουν κέρδος και είναι χρήσιμα: μια τέτοια συμπεριφορά ταιριάζει πιο πολύ στον αυτάρκη άνθρωπο. Τέλος, στον μεγαλόψυχο άνθρωπο θεωρείται ότι ταιριάζουν η αργή κίνηση, η βαριά φωνή και ο σταθερός λόγος· δεν μπορεί, πράγματι, να είναι βιαστικός ο άνθρωπος που λίγα μόνο πράγματα παίρνει στα σοβαρά, ούτε μπορεί η ένταση να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που δεν θεωρεί τίποτε μεγάλο: η τσιριχτή φωνή και το γρήγορο βάδισμα έχουν την αρχή τους σ᾽ αυτά τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου