Ο κεντρικός πυλώνας της Ιατρικής του 21ου αιώνα συνίσταται στην αναζήτηση της παθογένειας κάθε διαταραχής, δηλαδή της βιολογικής αιτίας της. Ενώ στο επίπεδο των καθαρά σωματικών νόσων αυτό επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό (π.χ. AIDS, στομαχικά έλκη κλπ), δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο με τις ψυχικές διαταραχές.
Στο νέο σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Mind Fixers» («Οι επισκευαστές του Νου») και υπότιτλο «Η προβληματική αναζήτηση της Ψυχιατρικής για τη βιολογία της ψυχικής νόσου» (εκδόσεις W.W. Norton, 2019), η Αν Χάρινγκτον, καθηγήτρια Ιστορίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και κορυφαία ιστορικός της νευροεπιστήμης παγκοσμίως, επισημαίνει ότι παρότι έχουν ξοδευθεί υπέρογκα ποσά για τη διερεύνηση των αιτιών των ψυχικών διαταραχών, η επιστήμη δεν έχει προχωρήσει καθόλου τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και στην ψυχοφαρμακολογία οι εξελίξεις δεν είναι τόσο καίριες, ενώ οι προτεινόμενες για τις ψυχικές νόσους θεραπείες διαφέρουν σε αποτελεσματικότητα μεταξύ των ασθενών.
Το βιβλίο κάνει μια ανασκόπηση τής μέχρι τώρα ιστορίας της ψυχιατρικής και εντοπίζει την εξέλιξη των πολυποίκιλων παραδειγμάτων (μοντέλων) που υιοθέτησαν κατά καιρούς οι νευρολόγοι, οι ψυχίατροι, οι ψυχολόγοι, όσοι βιώνουν ψυχικές νόσους και οι υπερασπιστές τους.
Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος του 19ου αιώνα, όταν ορισμένοι επιστήμονες, διερευνώντας την ανατομία του εγκεφάλου, επιχείρησαν να προσδιορίσουν την αιτιοπαθογένεια των ψυχικών νόσων. Οι προσπάθειες τους ωστόσο αποδείχτηκαν άκαρπες. Έκτοτε ένα μέρος των ψυχιάτρων, συμπεριλαμβανομένων των ψυχαναλυτών, στράφηκαν σε μη βιολογικές εξηγήσεις. Ένα άλλο τμήμα -με πρωτεργάτη τον Γερμανό ψυχίατρο Έμιλ Κρέπελιν- πρότεινε νέες βιολογικές αιτίες, που ωστόσο φαίνονται πια σε μεγάλο βαθμό μη εμπεριστατωμένες, σύμφωνα με τη συγγραφέα. Το σχίσμα στην Ψυχιατρική είναι εμφανές μέχρι σήμερα.
Ολόκληρος ο 20ος αιώνας χαρακτηριζόταν από μια διαδικασία παραγωγής θεωριών και αντιθεωριών, καθώς και από θεραπείες που κατευθύνονταν από τα οικονομικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας. Η επιρροή των πολιτισμικών και ιστορικών εξελίξεων είναι αξιοσημείωτη για τις θεωρίες της εκάστοτε εποχής, το ζήτημα όμως της παθογένειας των ψυχικών νόσων παραμένει τελικά αναπάντητο ακόμα και σήμερα.
Ορισμένες ανακαλύψεις, όπως τα ευρήματα το 1897 και 1913 που επιβεβαίωναν ότι η σύφιλη προκαλεί ψύχωση με καθυστερημένη έναρξη, ενίσχυσε τις απόψεις ότι η αιτιολογία των ψυχικών διαταραχών εδράζεται στον εγκέφαλο. Έτσι, σταδιακά αναπτύχθηκαν διάφορες απάνθρωπες θεραπείες όπως τα ηλεκτροσόκ στον εγκέφαλο των «ασθενών».
Η κατάσταση έγινε χειρότερη στις δεκαετίες 1920-1930, όταν στις ΗΠΑ 28.000 άνθρωποι που θεωρήθηκαν διανοητικά ανεπαρκείς, στειρώθηκαν. Το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία βρήκε ‘πάτημα’ για να εφαρμόσει το δικό του πρόγραμμα ευγονικής για τα άτομα που θεωρούνταν «με ειδικές ανάγκες», το οποίο ξεκινούσε με στείρωση και τελείωνε με δολοφονία.
Ο Φρόιντ και οι επικριτές του
Ο φροϊδισμός προέκυψε ως ρητή κριτική στις βιολογικές θεωρίες του νου του 19ου αιώνα, στην ευγονική των αρχών του 20ού αιώνα, στις ηθικά προβληματικές θεραπείες στη νευρολογία και στη βεβαιότητα ότι το κοινωνικό περιβάλλον έχει μεγάλη σημασία για την πυροδότηση της ψυχικής ασθένειας
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ ξεκίνησε με μια διαταραχή που δεν άφηνε κανένα σημάδι στον εγκέφαλο, ωστόσο επηρέαζε το νου και το σώμα: την υστερία. Τα συμπτώματά της περιελάμβαναν έντονες αλλαγές διάθεσης, κατατονία, τρόμο και σπασμούς.
Ο Φρόιντ υποστήριξε πως τραυματικές μνήμες έχουν αποκλειστεί στο ασυνείδητο και μέσω ενός είδους συνέντευξης και της ερμηνείας των ονείρων των ασθενών μπορούσε να τις επαναφέρει στη συνείδηση. Σύμφωνα με τον ίδιον, όλες οι νευρικές διαταραχές ανάγονταν σε καταπιεσμένες σεξουαλικές ενορμήσεις και φαντασιώσεις, που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την πρώιμη παιδική ηλικία.
Ο Φρόιντ αναγνώριζε πως η θεώρησή του βασιζόταν στην παρατήρηση περιπτώσεων και δεν είχε επιστημονικό υπόβαθρο, ωστόσο τη στήριξε, καταγγέλλοντας την αναποτελεσματικότητα των μέχρι τότε μεθόδων. Οι περιορισμοί ωστόσο της θεωρίας του δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Για παράδειγμα, τα σχετικά με την υστερία συμπτώματα που εμφάνισαν οι στρατιώτες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αδύνατο να οφείλονται σε καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες.
Ο Άγγλος γιατρός Τσαρλς Μάγιερς επιχείρησε να δώσει μια εξήγηση στο φαινόμενο αυτό που ονόμασε «σοκ από οβίδες», λέγοντας ότι λόγω των βομβαρδισμών προκαλούνταν βλάβες στο νευρικό σύστημα. Αυτό όμως και πάλι δεν εξηγούσε τις ανάλογες διαταραχές όσων δεν είχαν βρεθεί στα χαρακώματα και δεν είχαν ζήσει βομβιστικές επιθέσεις. Πρόκειται γι’ αυτό που σήμερα ονομάζεται «διαταραχή μετατραυματικού στρες».
Το 1910 ο Ελβετός γιατρός Άντολφ Μέγιερ, πρώτος διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής του αμερικανικού Νοσοκομείου Τζονς Χόπκινς, υποστήριξε μια νέα προσέγγιση που ονόμασε «ψυχοβιολογία», ενώ παράλληλα στην Ευρώπη το 1911 ο Έουγκεν Μπλόϊλερ, στον οποίον αποδίδεται η εφεύρεση του όρου «σχιζοφρένεια», αποχώρησε από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία, καταγγέλλοντας ότι στον ψυχαναλυτικό χώρο υπάρχει μία μοναδική αλήθεια, σαν τη θρησκεία ή την πολιτική ιδεολογία, στην οποία δεν γίνεται να χωρέσουν διαφωνίες.
Σταδιακά το σχίσμα μεταξύ βιολογικής και ψυχαναλυτικής προσέγγισης διευρυνόταν όλο και περισσότερο. Από τη μία πλευρά, προτεινόταν π.χ. ότι μικρόβια σε διάφορες περιοχές του σώματος (στομάχι, στόμα, ιγμόρεια κ.α.) ήταν υπεύθυνα για την εξασθένηση των εγκεφαλικών λειτουργιών και έπρεπε να καταπολεμηθούν. Παράλληλα, ο αργότερα νομπελίστας Έγκας Μονίζ χρησιμοποιούσε την περιβόητη μέθοδο της λοβοτομής, την οποία διέδωσε ευρύτερα ο αμερικανός Ουόλτερ Φρίμαν.
Από την άλλη, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι νεο-φροϊδικοί διεύρυναν τις διδαχές περί σεξουαλικότητας του Φρόιντ, δίνοντας έμφαση στη στάση της μητέρας κατά την πρώιμη παιδική ηλικία.
Η μητέρα κατηγορήθηκε εκείνη την εποχή για οποιαδήποτε προβληματική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή.
Το φεμινιστικό κίνημα αντιτάχθηκε σε αυτήν τη λογική και άσκησε σφοδρή κριτική στην ψυχιατρική εκείνης της περιόδου. Παράλληλα, από το 1961 εμφανίστηκαν νέες κριτικές που άσκησαν επιρροή. Ο κοινωνιολόγος Έρβιν Γκόφμαν στο βιβλίο του «Άσυλα» παραλλήλισε τα ψυχιατρικά νοσοκομεία με φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ο Μισέλ Φουκώ, στην ιστορία της ψυχιατρικής με τίτλο «Τρέλα και Πολιτισμός», ανέδειξε τους ψυχικά ασθενείς ως καταπιεσμένη ομάδα και τα ψυχιατρικά ιδρύματα ως τρόπο καταστολής της αντίστασής τους.
Ενώ ο Τόμας Σαζ στο βιβλίο του «Μύθος της ψυχικής νόσου» ισχυρίστηκε ότι οι ψυχιατρικές διαγνώσεις ήταν υπερβολικά ασαφείς για να ανταποκριθούν στα επιστημονικά ιατρικά πρότυπα και ότι ήταν λάθος να χαρακτηρίζουμε τους ανθρώπους ως ψυχικά αρρώστους, όταν επρόκειτο απλώς για ένα διαφορετικό τρόπο διαβίωσης, ένα μέρος της «κανονικής ζωής». Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ιδέες αυτές είχαν πια διαδοθεί ευρύτερα και δημιουργήθηκε ένα κίνημα αποασυλοποίησης και απελευθέρωσης των ψυχικά ασθενών, επικρίνοντας την Ψυχιατρική ότι στερούσε την ελευθερία των ανθρώπων.
Εξάλλου, με αφορμή μια έρευνα του 1962, στην οποία δύο ψυχίατροι έδιναν στο 70% των περιπτώσεων διαφορετική διάγνωση, τέθηκε το ζήτημα τού τι συνιστά και τι όχι ψυχική ασθένεια και οι ψυχίατροι αναγκάστηκαν να πάρουν θέση σε «προκλητικά» ζητήματα, με πιο φλέγον αυτό της ομοφυλοφιλίας. Έως τότε η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ψυχική διαταραχή και περιλαμβανόταν στο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχιατρικών Διαταραχών (DSM). Τελικά, το 1973 η ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε ως πάθηση από το Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης.
Η βιολογία αντεπιτίθεται
Σήμερα, μετά την ολική επαναφορά της νευροεπιστήμης και της βιολογικής ψυχιατρικής, μια τάση που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980 με παράλληλη κάμψη της ψυχανάλυσης, ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων παίρνουν ένα ή περισσότερα ψυχοφάρμακα, καθώς οι ψυχικές νόσοι αποδίδονται κυρίως σε χημικές ανισορροπίες ουσιών (νευροδιαβιβαστών) στον εγκέφαλο. Η εποχή του ψυχοφαρμάκου, που διαρκεί περισσότερα από 60 χρόνια, αποτελεί τη σημαντικότερη κληρονομιά της βιολογικής προσέγγισης στην ψυχιατρική.
Το πρώτο φάρμακο για ψυχιατρικές διαταραχές ήταν η αντιψυχωτική χλωροπρομαζίνη, που ενεκρίθη το 1954, ενώ ακολούθησαν τα ηρεμιστικά. Το 1955 εγκρίθηκε η μεπροβαμάτη (meprobamat), που χαιρετίστηκε ως «χάπι ειρήνης» και «ασπιρίνη για το συναίσθημα», και ακολούθησε το «Βάλιουμ» το 1963 (υπήρξε το δημοφιλέστερο ηρεμιστικό έως το 1982).
Ένα από τα πρώτα φάρμακα για την κατάθλιψη ήταν το Elavil, το 1961, ενώ το 1988 εμφανίστηκε το Prozac, ακολουθούμενο σύντομα από άλλους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs).
Όμως, οι κλινικές πολλών ψυχοφαρμάκων έχουν εγείρει πολλές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις και αρκετοί γιατροί επισημαίνουν πως δεν έχει αποδειχθεί πειραματικά ότι όντως οι νευροχημικές ανισορροπίες του εγκεφάλου εξηγούν τις περισσότερες ψυχικές διαταραχές. Βέβαια, τα οικονομικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας από την προώθηση αυτών των φαρμάκων ήταν και είναι προφανή.
Η μελέτη της βιολογικής βάσης της παθογένεσης των ψυχικών νόσων συνεχίζεται, με την αναζήτηση πλέον και «ενόχων» γονιδίων, αν και θα περάσουν αρκετά χρόνια έως ότου υπάρξουν γενετικές ψυχοθεραπείες.
Παράλληλα, μελετάται ο ρόλος του μικροβιώματος, του ανοσοποιητικού συστήματος και της χρόνιας φλεγμονής πάνω στην κατάσταση του νου. Από την άλλη, μελέτες με ψευδοφάρμακα (πλασίμπο) έχουν δείξει τη σημαντική επίδραση της αυθυποβολής και της ελπίδα σε αρκετούς (αλλά όχι σε όλους) ψυχικά ασθενείς.
Τελικά, τόσο εκείνοι που ασχολούνται με την εύρεση βιολογικών παραγόντων όσο και αυτοί που εστιάζουν σε περιβαλλοντικές-κοινωνικές παρεμβάσεις οφείλουν να αντιμετωπίσουν με σεβασμό τα όρια της γνώσης στον τομέα της ψυχιατρικής και να συνεργαστούν, συμπληρώνοντας οι μεν τους δε, για να προσφέρουν τη μέγιστη δυνατή βοήθεια σε όσους το έχουν ανάγκη.
Στο νέο σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Mind Fixers» («Οι επισκευαστές του Νου») και υπότιτλο «Η προβληματική αναζήτηση της Ψυχιατρικής για τη βιολογία της ψυχικής νόσου» (εκδόσεις W.W. Norton, 2019), η Αν Χάρινγκτον, καθηγήτρια Ιστορίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και κορυφαία ιστορικός της νευροεπιστήμης παγκοσμίως, επισημαίνει ότι παρότι έχουν ξοδευθεί υπέρογκα ποσά για τη διερεύνηση των αιτιών των ψυχικών διαταραχών, η επιστήμη δεν έχει προχωρήσει καθόλου τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και στην ψυχοφαρμακολογία οι εξελίξεις δεν είναι τόσο καίριες, ενώ οι προτεινόμενες για τις ψυχικές νόσους θεραπείες διαφέρουν σε αποτελεσματικότητα μεταξύ των ασθενών.
Το βιβλίο κάνει μια ανασκόπηση τής μέχρι τώρα ιστορίας της ψυχιατρικής και εντοπίζει την εξέλιξη των πολυποίκιλων παραδειγμάτων (μοντέλων) που υιοθέτησαν κατά καιρούς οι νευρολόγοι, οι ψυχίατροι, οι ψυχολόγοι, όσοι βιώνουν ψυχικές νόσους και οι υπερασπιστές τους.
Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος του 19ου αιώνα, όταν ορισμένοι επιστήμονες, διερευνώντας την ανατομία του εγκεφάλου, επιχείρησαν να προσδιορίσουν την αιτιοπαθογένεια των ψυχικών νόσων. Οι προσπάθειες τους ωστόσο αποδείχτηκαν άκαρπες. Έκτοτε ένα μέρος των ψυχιάτρων, συμπεριλαμβανομένων των ψυχαναλυτών, στράφηκαν σε μη βιολογικές εξηγήσεις. Ένα άλλο τμήμα -με πρωτεργάτη τον Γερμανό ψυχίατρο Έμιλ Κρέπελιν- πρότεινε νέες βιολογικές αιτίες, που ωστόσο φαίνονται πια σε μεγάλο βαθμό μη εμπεριστατωμένες, σύμφωνα με τη συγγραφέα. Το σχίσμα στην Ψυχιατρική είναι εμφανές μέχρι σήμερα.
Ολόκληρος ο 20ος αιώνας χαρακτηριζόταν από μια διαδικασία παραγωγής θεωριών και αντιθεωριών, καθώς και από θεραπείες που κατευθύνονταν από τα οικονομικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας. Η επιρροή των πολιτισμικών και ιστορικών εξελίξεων είναι αξιοσημείωτη για τις θεωρίες της εκάστοτε εποχής, το ζήτημα όμως της παθογένειας των ψυχικών νόσων παραμένει τελικά αναπάντητο ακόμα και σήμερα.
Ορισμένες ανακαλύψεις, όπως τα ευρήματα το 1897 και 1913 που επιβεβαίωναν ότι η σύφιλη προκαλεί ψύχωση με καθυστερημένη έναρξη, ενίσχυσε τις απόψεις ότι η αιτιολογία των ψυχικών διαταραχών εδράζεται στον εγκέφαλο. Έτσι, σταδιακά αναπτύχθηκαν διάφορες απάνθρωπες θεραπείες όπως τα ηλεκτροσόκ στον εγκέφαλο των «ασθενών».
Η κατάσταση έγινε χειρότερη στις δεκαετίες 1920-1930, όταν στις ΗΠΑ 28.000 άνθρωποι που θεωρήθηκαν διανοητικά ανεπαρκείς, στειρώθηκαν. Το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία βρήκε ‘πάτημα’ για να εφαρμόσει το δικό του πρόγραμμα ευγονικής για τα άτομα που θεωρούνταν «με ειδικές ανάγκες», το οποίο ξεκινούσε με στείρωση και τελείωνε με δολοφονία.
Ο Φρόιντ και οι επικριτές του
Ο φροϊδισμός προέκυψε ως ρητή κριτική στις βιολογικές θεωρίες του νου του 19ου αιώνα, στην ευγονική των αρχών του 20ού αιώνα, στις ηθικά προβληματικές θεραπείες στη νευρολογία και στη βεβαιότητα ότι το κοινωνικό περιβάλλον έχει μεγάλη σημασία για την πυροδότηση της ψυχικής ασθένειας
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ ξεκίνησε με μια διαταραχή που δεν άφηνε κανένα σημάδι στον εγκέφαλο, ωστόσο επηρέαζε το νου και το σώμα: την υστερία. Τα συμπτώματά της περιελάμβαναν έντονες αλλαγές διάθεσης, κατατονία, τρόμο και σπασμούς.
Ο Φρόιντ υποστήριξε πως τραυματικές μνήμες έχουν αποκλειστεί στο ασυνείδητο και μέσω ενός είδους συνέντευξης και της ερμηνείας των ονείρων των ασθενών μπορούσε να τις επαναφέρει στη συνείδηση. Σύμφωνα με τον ίδιον, όλες οι νευρικές διαταραχές ανάγονταν σε καταπιεσμένες σεξουαλικές ενορμήσεις και φαντασιώσεις, που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την πρώιμη παιδική ηλικία.
Ο Φρόιντ αναγνώριζε πως η θεώρησή του βασιζόταν στην παρατήρηση περιπτώσεων και δεν είχε επιστημονικό υπόβαθρο, ωστόσο τη στήριξε, καταγγέλλοντας την αναποτελεσματικότητα των μέχρι τότε μεθόδων. Οι περιορισμοί ωστόσο της θεωρίας του δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Για παράδειγμα, τα σχετικά με την υστερία συμπτώματα που εμφάνισαν οι στρατιώτες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αδύνατο να οφείλονται σε καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες.
Ο Άγγλος γιατρός Τσαρλς Μάγιερς επιχείρησε να δώσει μια εξήγηση στο φαινόμενο αυτό που ονόμασε «σοκ από οβίδες», λέγοντας ότι λόγω των βομβαρδισμών προκαλούνταν βλάβες στο νευρικό σύστημα. Αυτό όμως και πάλι δεν εξηγούσε τις ανάλογες διαταραχές όσων δεν είχαν βρεθεί στα χαρακώματα και δεν είχαν ζήσει βομβιστικές επιθέσεις. Πρόκειται γι’ αυτό που σήμερα ονομάζεται «διαταραχή μετατραυματικού στρες».
Το 1910 ο Ελβετός γιατρός Άντολφ Μέγιερ, πρώτος διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής του αμερικανικού Νοσοκομείου Τζονς Χόπκινς, υποστήριξε μια νέα προσέγγιση που ονόμασε «ψυχοβιολογία», ενώ παράλληλα στην Ευρώπη το 1911 ο Έουγκεν Μπλόϊλερ, στον οποίον αποδίδεται η εφεύρεση του όρου «σχιζοφρένεια», αποχώρησε από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία, καταγγέλλοντας ότι στον ψυχαναλυτικό χώρο υπάρχει μία μοναδική αλήθεια, σαν τη θρησκεία ή την πολιτική ιδεολογία, στην οποία δεν γίνεται να χωρέσουν διαφωνίες.
Σταδιακά το σχίσμα μεταξύ βιολογικής και ψυχαναλυτικής προσέγγισης διευρυνόταν όλο και περισσότερο. Από τη μία πλευρά, προτεινόταν π.χ. ότι μικρόβια σε διάφορες περιοχές του σώματος (στομάχι, στόμα, ιγμόρεια κ.α.) ήταν υπεύθυνα για την εξασθένηση των εγκεφαλικών λειτουργιών και έπρεπε να καταπολεμηθούν. Παράλληλα, ο αργότερα νομπελίστας Έγκας Μονίζ χρησιμοποιούσε την περιβόητη μέθοδο της λοβοτομής, την οποία διέδωσε ευρύτερα ο αμερικανός Ουόλτερ Φρίμαν.
Από την άλλη, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι νεο-φροϊδικοί διεύρυναν τις διδαχές περί σεξουαλικότητας του Φρόιντ, δίνοντας έμφαση στη στάση της μητέρας κατά την πρώιμη παιδική ηλικία.
Η μητέρα κατηγορήθηκε εκείνη την εποχή για οποιαδήποτε προβληματική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή.
Το φεμινιστικό κίνημα αντιτάχθηκε σε αυτήν τη λογική και άσκησε σφοδρή κριτική στην ψυχιατρική εκείνης της περιόδου. Παράλληλα, από το 1961 εμφανίστηκαν νέες κριτικές που άσκησαν επιρροή. Ο κοινωνιολόγος Έρβιν Γκόφμαν στο βιβλίο του «Άσυλα» παραλλήλισε τα ψυχιατρικά νοσοκομεία με φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ο Μισέλ Φουκώ, στην ιστορία της ψυχιατρικής με τίτλο «Τρέλα και Πολιτισμός», ανέδειξε τους ψυχικά ασθενείς ως καταπιεσμένη ομάδα και τα ψυχιατρικά ιδρύματα ως τρόπο καταστολής της αντίστασής τους.
Ενώ ο Τόμας Σαζ στο βιβλίο του «Μύθος της ψυχικής νόσου» ισχυρίστηκε ότι οι ψυχιατρικές διαγνώσεις ήταν υπερβολικά ασαφείς για να ανταποκριθούν στα επιστημονικά ιατρικά πρότυπα και ότι ήταν λάθος να χαρακτηρίζουμε τους ανθρώπους ως ψυχικά αρρώστους, όταν επρόκειτο απλώς για ένα διαφορετικό τρόπο διαβίωσης, ένα μέρος της «κανονικής ζωής». Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ιδέες αυτές είχαν πια διαδοθεί ευρύτερα και δημιουργήθηκε ένα κίνημα αποασυλοποίησης και απελευθέρωσης των ψυχικά ασθενών, επικρίνοντας την Ψυχιατρική ότι στερούσε την ελευθερία των ανθρώπων.
Εξάλλου, με αφορμή μια έρευνα του 1962, στην οποία δύο ψυχίατροι έδιναν στο 70% των περιπτώσεων διαφορετική διάγνωση, τέθηκε το ζήτημα τού τι συνιστά και τι όχι ψυχική ασθένεια και οι ψυχίατροι αναγκάστηκαν να πάρουν θέση σε «προκλητικά» ζητήματα, με πιο φλέγον αυτό της ομοφυλοφιλίας. Έως τότε η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ψυχική διαταραχή και περιλαμβανόταν στο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχιατρικών Διαταραχών (DSM). Τελικά, το 1973 η ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε ως πάθηση από το Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης.
Η βιολογία αντεπιτίθεται
Σήμερα, μετά την ολική επαναφορά της νευροεπιστήμης και της βιολογικής ψυχιατρικής, μια τάση που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980 με παράλληλη κάμψη της ψυχανάλυσης, ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων παίρνουν ένα ή περισσότερα ψυχοφάρμακα, καθώς οι ψυχικές νόσοι αποδίδονται κυρίως σε χημικές ανισορροπίες ουσιών (νευροδιαβιβαστών) στον εγκέφαλο. Η εποχή του ψυχοφαρμάκου, που διαρκεί περισσότερα από 60 χρόνια, αποτελεί τη σημαντικότερη κληρονομιά της βιολογικής προσέγγισης στην ψυχιατρική.
Το πρώτο φάρμακο για ψυχιατρικές διαταραχές ήταν η αντιψυχωτική χλωροπρομαζίνη, που ενεκρίθη το 1954, ενώ ακολούθησαν τα ηρεμιστικά. Το 1955 εγκρίθηκε η μεπροβαμάτη (meprobamat), που χαιρετίστηκε ως «χάπι ειρήνης» και «ασπιρίνη για το συναίσθημα», και ακολούθησε το «Βάλιουμ» το 1963 (υπήρξε το δημοφιλέστερο ηρεμιστικό έως το 1982).
Ένα από τα πρώτα φάρμακα για την κατάθλιψη ήταν το Elavil, το 1961, ενώ το 1988 εμφανίστηκε το Prozac, ακολουθούμενο σύντομα από άλλους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs).
Όμως, οι κλινικές πολλών ψυχοφαρμάκων έχουν εγείρει πολλές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις και αρκετοί γιατροί επισημαίνουν πως δεν έχει αποδειχθεί πειραματικά ότι όντως οι νευροχημικές ανισορροπίες του εγκεφάλου εξηγούν τις περισσότερες ψυχικές διαταραχές. Βέβαια, τα οικονομικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας από την προώθηση αυτών των φαρμάκων ήταν και είναι προφανή.
Η μελέτη της βιολογικής βάσης της παθογένεσης των ψυχικών νόσων συνεχίζεται, με την αναζήτηση πλέον και «ενόχων» γονιδίων, αν και θα περάσουν αρκετά χρόνια έως ότου υπάρξουν γενετικές ψυχοθεραπείες.
Παράλληλα, μελετάται ο ρόλος του μικροβιώματος, του ανοσοποιητικού συστήματος και της χρόνιας φλεγμονής πάνω στην κατάσταση του νου. Από την άλλη, μελέτες με ψευδοφάρμακα (πλασίμπο) έχουν δείξει τη σημαντική επίδραση της αυθυποβολής και της ελπίδα σε αρκετούς (αλλά όχι σε όλους) ψυχικά ασθενείς.
Τελικά, τόσο εκείνοι που ασχολούνται με την εύρεση βιολογικών παραγόντων όσο και αυτοί που εστιάζουν σε περιβαλλοντικές-κοινωνικές παρεμβάσεις οφείλουν να αντιμετωπίσουν με σεβασμό τα όρια της γνώσης στον τομέα της ψυχιατρικής και να συνεργαστούν, συμπληρώνοντας οι μεν τους δε, για να προσφέρουν τη μέγιστη δυνατή βοήθεια σε όσους το έχουν ανάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου