Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1100a-1101a)

[X] Πότερον οὖν οὐδ᾽ ἄλλον οὐδένα ἀνθρώπων εὐδαιμονιστέον ἕως ἂν ζῇ, κατὰ Σόλωνα δὲ χρεὼν τέλος ὁρᾶν; εἰ δὲ δὴ καὶ θετέον οὕτως, ἆρά γε καὶ ἔστιν εὐδαίμων τότε ἐπειδὰν ἀποθάνῃ; ἢ τοῦτό γε παντελῶς ἄτοπον, ἄλλως τε καὶ τοῖς λέγουσιν ἡμῖν ἐνέργειάν τινα τὴν εὐδαιμονίαν; εἰ δὲ μὴ λέγομεν τὸν τεθνεῶτα εὐδαίμονα, μηδὲ Σόλων τοῦτο βούλεται, ἀλλ᾽ ὅτι τηνικαῦτα ἄν τις ἀσφαλῶς μακαρίσειεν ἄνθρωπον ὡς ἐκτὸς ἤδη τῶν κακῶν ὄντα καὶ τῶν δυστυχημάτων, ἔχει μὲν καὶ τοῦτ᾽ ἀμφισβήτησίν τινα· δοκεῖ γὰρ εἶναί τι τῷ τεθνεῶτι καὶ κακὸν καὶ ἀγαθόν, εἴπερ καὶ τῷ ζῶντι μὴ αἰσθανομένῳ δέ, οἷον τιμαὶ καὶ ἀτιμίαι καὶ τέκνων καὶ ὅλως ἀπογόνων εὐπραξίαι τε καὶ δυστυχίαι. ἀπορίαν δὲ καὶ ταῦτα παρέχει· τῷ γὰρ μακαρίως βεβιωκότι μέχρι γήρως καὶ τελευτήσαντι κατὰ λόγον ἐνδέχεται πολλὰς μεταβολὰς συμβαίνειν περὶ τοὺς ἐκγόνους, καὶ τοὺς μὲν αὐτῶν ἀγαθοὺς εἶναι καὶ τυχεῖν βίου τοῦ κατ᾽ ἀξίαν, τοὺς δ᾽ ἐξ ἐναντίας· δῆλον δ᾽ ὅτι καὶ τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν αὐτοὺς ἐνδέχεται. ἄτοπον δὴ γίνοιτ᾽ ἄν, εἰ συμμεταβάλλοι καὶ ὁ τεθνεὼς καὶ γίνοιτο ὁτὲ μὲν εὐδαίμων πάλιν δ᾽ ἄθλιος· ἄτοπον δὲ καὶ τὸ μηδὲν μηδ᾽ ἐπί τινα χρόνον συνικνεῖσθαι τὰ τῶν ἐκγόνων τοῖς γονεῦσιν. ἀλλ᾽ ἐπανιτέον ἐπὶ τὸ πρότερον ἀπορηθέν· τάχα γὰρ ἂν θεωρηθείη καὶ τὸ νῦν ἐπιζητούμενον ἐξ ἐκείνου. εἰ δὴ τὸ τέλος ὁρᾶν δεῖ καὶ τότε μακαρίζειν ἕκαστον οὐχ ὡς ὄντα μακάριον ἀλλ᾽ ὅτι πρότερον ἦν, πῶς οὐκ ἄτοπον, εἰ ὅτ᾽ ἔστιν εὐδαίμων, μὴ ἀληθεύσεται κατ᾽ αὐτοῦ τὸ ὑπάρχον διὰ τὸ μὴ

[1100b] βούλεσθαι τοὺς ζῶντας εὐδαιμονίζειν διὰ τὰς μεταβολάς, καὶ διὰ τὸ μόνιμόν τι τὴν εὐδαιμονίαν ὑπειληφέναι καὶ μηδαμῶς εὐμετάβολον, τὰς δὲ τύχας πολλάκις ἀνακυκλεῖσθαι περὶ τοὺς αὐτούς; δῆλον γὰρ ὡς εἰ συνακολουθοίημεν ταῖς τύχαις, τὸν αὐτὸν εὐδαίμονα καὶ πάλιν ἄθλιον ἐροῦμεν πολλάκις, χαμαιλέοντά τινα τὸν εὐδαίμονα ἀποφαίνοντες καὶ σαθρῶς ἱδρυμένον. ἢ τὸ μὲν ταῖς τύχαις ἐπακολουθεῖν οὐδαμῶς ὀρθόν; οὐ γὰρ ἐν ταύταις τὸ εὖ ἢ κακῶς, ἀλλὰ προσδεῖται τούτων ὁ ἀνθρώπινος βίος, καθάπερ εἴπομεν, κύριαι δ᾽ εἰσὶν αἱ κατ᾽ ἀρετὴν ἐνέργειαι τῆς εὐδαιμονίας, αἱ δ᾽ ἐναντίαι τοῦ ἐναντίου. μαρτυρεῖ δὲ τῷ λόγῳ καὶ τὸ νῦν διαπορηθέν. περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ᾽ ἀρετήν· μονιμώτεραι γὰρ καὶ τῶν ἐπιστημῶν αὗται δοκοῦσιν εἶναι· τούτων δ᾽ αὐτῶν αἱ τιμιώταται μονιμώτεραι διὰ τὸ μάλιστα καὶ συνεχέστατα καταζῆν ἐν αὐταῖς τοὺς μακαρίους· τοῦτο γὰρ ἔοικεν αἰτίῳ τοῦ μὴ γίνεσθαι περὶ αὐτὰς λήθην. ὑπάρξει δὴ τὸ ζητούμενον τῷ εὐδαίμονι, καὶ ἔσται διὰ βίου τοιοῦτος· ἀεὶ γὰρ ἢ μάλιστα πάντων πράξει καὶ θεωρήσει τὰ κατ᾽ ἀρετήν, καὶ τὰς τύχας οἴσει κάλλιστα καὶ πάντῃ πάντως ἐμμελῶς ὅ γ᾽ ὡς ἀληθῶς ἀγαθὸς καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου. πολλῶν δὲ γινομένων κατὰ τύχην καὶ διαφερόντων μεγέθει καὶ μικρότητι, τὰ μὲν μικρὰ τῶν εὐτυχημάτων, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἀντικειμένων, δῆλον ὡς οὐ ποιεῖ ῥοπὴν τῆς ζωῆς, τὰ δὲ μεγάλα καὶ πολλὰ γινόμενα μὲν εὖ μακαριώτερον τὸν βίον ποιήσει (καὶ γὰρ αὐτὰ συνεπικοσμεῖν πέφυκεν, καὶ ἡ χρῆσις αὐτῶν καλὴ καὶ σπουδαία γίνεται), ἀνάπαλιν δὲ συμβαίνοντα θλίβει καὶ λυμαίνεται τὸ μακάριον· λύπας τε γὰρ ἐπιφέρει καὶ ἐμποδίζει πολλαῖς ἐνεργείαις. ὅμως δὲ καὶ ἐν τούτοις διαλάμπει τὸ καλόν, ἐπειδὰν φέρῃ τις εὐκόλως πολλὰς καὶ μεγάλας ἀτυχίας, μὴ δι᾽ ἀναλγησίαν, ἀλλὰ γεννάδας ὢν καὶ μεγαλόψυχος. εἰ δ᾽ εἰσὶν αἱ ἐνέργειαι κύριαι τῆς ζωῆς, καθάπερ εἴπομεν, οὐδεὶς ἂν γένοιτο τῶν μακαρίων ἄθλιος· οὐδέποτε γὰρ πράξει τὰ μισητὰ καὶ τὰ φαῦλα. τὸν γὰρ ὡς ἀληθῶς

[1101a] ἀγαθὸν καὶ ἔμφρονα πάσας οἰόμεθα τὰς τύχας εὐσχημόνως φέρειν καὶ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἀεὶ τὰ κάλλιστα πράττειν, καθάπερ καὶ στρατηγὸν ἀγαθὸν τῷ παρόντι στρατοπέδῳ χρῆσθαι πολεμικώτατα καὶ σκυτοτόμον ἐκ τῶν δοθέντων σκυτῶν κάλλιστον ὑπόδημα ποιεῖν· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας ἅπαντας. εἰ δ᾽ οὕτως, ἄθλιος μὲν οὐδέποτε γένοιτ᾽ ἂν ὁ εὐδαίμων, οὐ μὴν μακάριός γε, ἂν Πριαμικαῖς τύχαις περιπέσῃ. οὐδὲ δὴ ποικίλος γε καὶ εὐμετάβολος· οὔτε γὰρ ἐκ τῆς εὐδαιμονίας κινηθήσεται ῥᾳδίως, οὐδ᾽ ὑπὸ τῶν τυχόντων ἀτυχημάτων ἀλλ᾽ ὑπὸ μεγάλων καὶ πολλῶν, ἔκ τε τῶν τοιούτων οὐκ ἂν γένοιτο πάλιν εὐδαίμων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ, ἀλλ᾽ εἴπερ, ἐν πολλῷ τινὶ καὶ τελείῳ, μεγάλων καὶ καλῶν ἐν αὐτῷ γενόμενος ἐπήβολος. τί οὖν κωλύει λέγειν εὐδαίμονα τὸν κατ᾽ ἀρετὴν τελείαν ἐνεργοῦντα καὶ τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς ἱκανῶς κεχορηγημένον μὴ τὸν τυχόντα χρόνον ἀλλὰ τέλειον βίον; ἢ προσθετέον καὶ βιωσόμενον οὕτω καὶ τελευτήσοντα κατὰ λόγον; ἐπειδὴ τὸ μέλλον ἀφανὲς ἡμῖν ἐστίν, τὴν εὐδαιμονίαν δὲ τέλος καὶ τέλειον τίθεμεν πάντῃ πάντως. εἰ δ᾽ οὕτω, μακαρίους ἐροῦμεν τῶν ζώντων οἷς ὑπάρχει καὶ ὑπάρξει τὰ λεχθέντα, μακαρίους δ᾽ ἀνθρώπους. καὶ περὶ μὲν τούτων ἐπὶ τοσοῦτον διωρίσθω.

***
[10] Μήπως, επομένως, δεν πρέπει να ονομάζουμε κανέναν άνθρωπο ευδαίμονα όσο ζει; Μήπως, μάλλον, πρέπει —ακολουθώντας τη σύσταση του Σόλωνα— να «βλέπουμε» το τέλος; Και αν δεχτούμε τη θέση αυτή, πως έτσι δηλαδή έχει το πράγμα, είναι άραγε ευδαίμων ο άνθρωπος και τότε, όταν πια έχει πεθάνει; Δεν θα ήταν αυτό τελείως παράλογο, ιδίως για μας που λέμε ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος ενέργειας; Αν όμως δεν λέμε ευδαίμονα τον άνθρωπο που έχει πεθάνει, και αν ούτε ο Σόλωνας θέλει να πει αυτό, αλλά ότι τότε μόνο θα μπορούσε κανείς με σιγουριά να ονομάσει ευδαίμονα έναν άνθρωπο, με την ιδέα ότι τώρα πια ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται έξω από κάθε κακό και από κάθε συμφορά, αφήνει και αυτό περιθώρια για συζήτηση· γιατί κατά την κοινή αντίληψη το καλό και το κακό υπάρχουν και για τον πεθαμένο άνθρωπο, όπως υπάρχουν και για έναν ζωντανό άνθρωπο που όμως δεν τα αντιλαμβάνεται· π.χ. τιμές και ατιμώσεις, ευτυχίες και δυστυχίες των παιδιών και γενικά των απογόνων. Πρόβλημα μας δημιουργεί και τούτο: ο άνθρωπος που έζησε ευδαίμων ως τα γηρατειά του και πέθανε με ανάλογο τρόπο μπορεί να δοκιμάσει πολλών ειδών μεταβολές ενσχέσει με τους απογόνους του: κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι καλοί και να ζήσουν μια ζωή που τους αξίζει, ενώ άλλοι το αντίθετο· είναι επίσης φανερό ότι με την απόσταση των γενεών μπορεί να υπάρξουν πολλών ειδών μεταβολές ανάμεσα σ᾽ αυτούς και στους προγόνους τους. Θα ήταν λοιπόν πολύ περίεργο, αν συμμετείχε και ο νεκρός σ᾽ αυτές τις μεταβολές, με αποτέλεσμα τη μια φορά να γίνεται ευδαίμων και την άλλη πάλι δυστυχισμένος. Περίεργο θα ήταν επίσης και το να μην έχουν οι τύχες των απογόνων κάποια επίδραση, ή για κάποιο διάστημα, πάνω στην ευτυχία των προγόνων τους.

Καλύτερα όμως να ξαναγυρίσουμε στο πρώτο μας ερώτημα: μπορεί να βοηθήσει στο να αντιμετωπισθεί και το τωρινό μας πρόβλημα. Αν λοιπόν πρέπει να «βλέπουμε» το τέλος και μόνο τότε να ονομάζουμε ευδαίμονα έναν άνθρωπο (όχι με το νόημα ότι είναι ευδαίμων αλλ᾽ ότι υπήρξε ευδαίμων), πώς να μην είναι περίεργο, αν, τότε που είναι κανείς ευδαίμων, δεν μπορούμε να του αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό που του ανήκει, μόνο και μόνο γιατί δεν

[1100b] θέλουμε να ονομάσουμε ευδαίμονες τους ζωντανούς ανθρώπους, επειδή ενδέχεται να τους συμβούν διάφορες μεταβολές και επειδή έχουμε θεωρήσει ότι η ευδαιμονία είναι κάτι το διαρκές, κάτι που καθόλου δεν μεταβάλλεται εύκολα, ενώ είναι πολλά του κύκλου τα γυρίσματα στις τύχες των ίδιων ανθρώπων; Γιατί είναι φανερό πως αν θέλουμε να παρακολουθούμε αυτές τις εναλλαγές της τύχης, θα καταντήσουμε να ονομάζουμε πολλές φορές τον ίδιο άνθρωπο ευδαίμονα και ύστερα πάλι δυστυχισμένο, παρουσιάζοντας τελικά τον ευδαίμονα άνθρωπο «σαν ένα είδος χαμαιλέοντα, σαν έναν άνθρωπο που πατάει σε σαθρή βάση». Μήπως καλύτερα θα έπρεπε να δεχτούμε πως δεν είναι με κανέναν τρόπο σωστό να παρακολουθούμε αυτές τις εναλλαγές της τύχης; Οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες στη ζωή δεν στηρίζονται σ᾽ αυτές· η ζωή του ανθρώπου τις χρειάζεται, όπως είπαμε, και αυτές, το αποφασιστικό όμως στοιχείο για την ευδαιμονία του ανθρώπου είναι οι σύμφωνες με την αρετή ενέργειες — οι αντίθετες φέρνουν το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα.

Η απάντηση που μόλις τώρα δώσαμε στο ερώτημα που θέσαμε αποτελεί —και αυτή— μαρτυρία υπέρ της ορθότητας του ορισμού μας. Κανένα, πράγματι, από τα έργα των ανθρώπων δεν παρουσιάζει τέτοια σταθερότητα και μονιμότητα όση οι σύμφωνες με την αρετή ενέργειες. Αυτές θεωρούνται, πράγματι, πιο μόνιμες και από τις επιστήμες. Από τις ενέργειες, πάλι, αυτές οι πολυτιμότερες και οι πιο σημαντικές είναι μονιμότερες, γιατί οι ευδαίμονες περνούν τη ζωή τους ασκώντας τες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι όλες τις άλλες και με τρόπο πιο συνεχή από ό,τι όλες τις άλλες· αυτό μοιάζει να είναι και η αιτία που δεν υπάρχει στην περίπτωσή τους λήθη. Θα υπάρξει λοιπόν στον ευδαίμονα άνθρωπο η σταθερότητα και η μονιμότητα που λέμε, και θα μείνει σε όλη του τη ζωή έτσι όπως είναι· γιατί θα εκτελεί ή θα θεάται τις πράξεις της αρετής πάντοτε, ή κατά κύριο λόγο αυτές παρά οτιδήποτε άλλο. Όσο για τις εναλλαγές της τύχης, αυτές θα τις αντιμετωπίσει με τον ωραιότερο τρόπο και σίγουρα με απόλυτη ευπρέπεια, αυτός που είναι «από κάθε άποψη καλός, τετράγωνος και δίχως κανένα απολύτως ψεγάδι». Πολλά είναι αυτά που φέρνει η τύχη, διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το μέγεθος. Οι μικρές ευτυχίες, το ίδιο και οι μικρές δυστυχίες, είναι φανερό ότι δεν μεταβάλλουν με το βάρος τους το ισοζύγιο της ζωής. Με τις μεγάλες όμως, αν εμφανίζονται και συχνά, το πράγμα έχει έτσι: αν τελικά είναι καλές, δεν μπορεί παρά να κάνουν πιο ευδαίμονα τη ζωή (δεν είναι μόνο ότι από τη φύση τους βοηθούν να γίνει η ζωή πιο όμορφη· επιπλέον μπορεί κανείς να τις χρησιμοποιήσει με όμορφο και ενάρετο τρόπο)· αν όμως συμβεί το αντίθετο, συνθλίβουν και καταστρέφουν την ευδαιμονία, γιατί φέρνουν στενοχώριες και αποτελούν εμπόδιο για πολλές ενέργειες. Και όμως, ακόμη και μέσα σ᾽ αυτές, η όμορφη συμπεριφορά σκορπάει τη λάμψη της, όταν κανείς υπομένει καρτερικά πολλές και μεγάλες δυστυχίες — όχι από αναισθησία, αλλά γιατί είναι ένας άνθρωπος αληθινά άρχοντας και μεγαλόψυχος. Και αν οι ενέργειες είναι, όπως είπαμε, το αποφασιστικό στοιχείο για την ευδαιμονία του ανθρώπου, κανένας ευδαίμων άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να γίνει δυστυχισμένος· γιατί ποτέ δεν θα κάνει πράγματα σιχαμερά και τιποτένια. Γιατί ο αληθινά

[1101a] καλός και μυαλωμένος άνθρωπος ξέρει —όπως δεχόμαστε— να υπομένει με ευπρέπεια όλες τις εναλλαγές της τύχης και να κάνει πάντοτε —μέσα στα εκάστοτε δεδομένα— το καλύτερο, ακριβώς όπως ο καλός στρατηγός ξέρει να κάνει την καλύτερη από πολεμικής απόψεως χρήση του στρατού που έχει στη διάθεση του, και όπως ο παπουτσής ξέρει, από τα δέρματα που του έχουν δοθεί, να κάνει ένα ωραιότατο παπούτσι — με τον ίδιο τρόπο και όλοι οι άλλοι τεχνίτες. Αν έτσι έχει το πράγμα, ο ευδαίμων άνθρωπος δεν θα γίνει ποτέ δυστυχισμένος, σίγουρα όμως δεν θα είναι μακάριος, αν περιπέσει σε συμφορές σαν τις συμφορές του Πρίαμου.

Ούτε, πάλι, ο ευδαίμων είναι ένας άνθρωπος «που παρουσιάζει ποικιλία χρωμάτων» και υπόκειται σε μεταβολές· γιατί ούτε μπορεί εύκολα να μετακινηθεί από την ευδαιμονία του και, πάντως, όχι από συνηθισμένες αναποδιές της τύχης, αλλά από μεγάλες και αλλεπάλληλες δυστυχίες· και αν τον βρουν τέτοιες δυστυχίες, δεν θα γίνει πάλι ευδαίμων μέσα σε λίγο χρόνο, αλλά, και αν ξαναγίνει, αυτό θα συμβεί αφού συμπληρωθεί πολύς χρόνος, όταν στο μεταξύ θα έχει πετύχει μεγάλα και ωραία πράγματα. Τί μας εμποδίζει λοιπόν να λέμε ότι ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με την τέλεια αρετή, έχοντας στη διάθεσή του σε ικανοποιητικό βαθμό και τα εξωτερικά αγαθά, όχι για ένα κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στη διάρκεια μιας τέλειας ζωής; Ή μήπως πρέπει να προσθέσουμε «και που θα ζήσει με αυτόν τον τρόπο και θα τελειώσει τη ζωή του με ανάλογο τρόπο», γιατί το μέλλον μάς είναι άγνωστο, η ευδαιμονία όμως δεχόμαστε ότι είναι τέλος και κάτι το τέλειο από κάθε άποψη; Αν είναι έτσι, ευδαίμονες θα ονομάσουμε εκείνους τους ζωντανούς ανθρώπους οι οποίοι έχουν, και θα έχουν, όλα αυτά που είπαμε — πάντως, είπαμε: «ανθρώπους».
Ας θεωρηθούν αρκετά όσα είπαμε για τα θέματα αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου