Ακούτε το ξυπνητήρι, το κλείνετε, σέρνεστε για να σηκωθείτε από το κρεβάτι, ντύνεστε, τρώτε πρωινό, ετοιμάζεστε για την ημέρα. Αλλά συμβαίνει κάτι αναπάντεχο: ξυπνάτε και συνειδητοποιείτε ότι ήταν απλώς ένα όνειρο. Στο όνειρό σας ήσασταν ξύπνιοι και συνεχίζατε τη ζωή σας, ενώ στην πραγματικότητα ήσασταν ακόμα κουλουριασμένοι κάτω από το πάπλωμα και ροχαλίζατε. Αν είχατε μια παρόμοια εμπειρία, ξέρετε τι εννοώ. Συνήθως ονομάζεται «ψεύτικο ξύπνημα» και είναι πολύ πειστικό. Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650) είχε ένα παρόμοιο ξύπνημα που τον έβαλε σε σκέψεις. Πώς μπορούσε να είναι βέβαιος ότι δεν ονειρευόταν;
Για τον Ντεκάρτ η φιλοσοφία ήταν ένα από τα πολλά πνευματικά του ενδιαφέροντα. Ήταν εξέχων μαθηματικός, γνωστός σήμερα περισσότερο για τις «καρτεσιανές συντεταγμένες» – λέγεται ότι τις επινόησε καθώς παρακολουθούσε μια μύγα να περπατά στο ταβάνι και αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να περιγράψει τη θέση της σε διάφορα σημεία. Η επιστήμη τον συνάρπαζε, ήταν επίσης αστρονόμος και βιολόγος. Η φιλοσοφική του φήμη έγκειται περισσότερο στα έργα του Στοχασμοί και Λόγος περί της μεθόδου: βιβλία στα οποία διερεύνησε τα όρια του πόσα μπορεί να γνωρίζει.
Όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι, ο Ντεκάρτ δεν ήθελε να πιστεύει σε κάτι δίχως να διερευνά γιατί το πίστευε – του άρεσε επίσης να θέτει παράξενα ερωτήματα, τα οποία οι άλλοι δεν ξόδευαν χρόνο για να τα θέτουν. Φυσικά, ο Ντεκάρτ καταλάβαινε πως δε θα ήταν δυνατόν να περνάμε τη ζωή μας επερωτώντας διαρκώς τα πάντα. Θα ήταν τρομερά δύσκολο να ζει κανείς αν τον περισσότερο καιρό δεν εμπιστευόταν κάποια πράγματα, όπως αναμφίβολα ανακάλυψε ο Πύρρων (βλ. Κεφάλαιο 3). Ωστόσο ο Ντεκάρτ σκέφτηκε πως θα άξιζε να προσπαθήσει μια φορά στη ζωή του να επεξεργαστεί τι θα μπορούσε να γνωρίζει -αν όντως υπάρχει κάτι- στα σίγουρα. Για να το κάνει αυτό, ανέπτυξε μια μέθοδο. Είναι γνωστή ως Μέθοδος της Καρτεσιανής Αμφιβολίας!
Η μέθοδος είναι σαφής: μην αποδέχεστε τίποτα ως αληθές αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην είναι αληθές.
Παίρνετε μια πεποίθηση, όπως «Τώρα είμαι ξύπνιος και διαβάζω αυτό», την εξετάζετε, και την αποδέχεστε μόνο αν είστε βέβαιοι πως δεν μπορεί να είναι εσφαλμένη ή παραπλανητική. Αν υπάρχει έστω και η παραμικρότερη αμφιβολία, απορρίψτε την. Ο Ντεκάρτ εξέτασε πολλά από αυτά που πίστευε, αμφισβητώντας το κατά πόσο είναι ακριβώς έτσι όπως μοιάζουν να είναι. Ήταν πράγματι ο κόσμος έτσι όπως του φαινόταν; Ήταν σίγουρος πως δεν ονειρεύεται;
Ο Ντεκάρτ ξεκινά την αναζήτηση της βεβαιότητας σκεπτόμενος πρώτα τα τεκμήρια που μας δίνουν οι αισθήσεις: η όραση, η αφή, η οσμή, η γεύση και η ακοή. Μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις; Όχι, συμπέρανε. Οι αισθήσεις ενίοτε μας ξεγελούν. Κάνουμε λάθη. Σκεφτείτε αυτό που βλέπετε. Είναι αξιόπιστη η όρασή σας σε σχέση με τα πάντα; Πρέπει πάντα να πιστεύετε στα μάτια σας;
Ένα ίσιο ραβδί μες στο νερό μοιάζει λυγισμένο αν το κοιτάξετε από πλάγια. Ένας τετράγωνος πύργος από μακρινή απόσταση μπορεί να μοιάζει στρογγυλός. Συχνά όλοι κάνουμε λάθη σε όσα βλέπουμε. Και, όπως επισημαίνει ο Ντεκάρτ, δεν είναι σοφό να εμπιστευόμαστε κάτι που μας έχει ξεγελάσει στο παρελθόν. Έτσι, απορρίπτει τις αισθήσεις ως πιθανή πηγή βεβαιότητας. Δε γίνεται ποτέ να είναι βέβαιος πως oι αισθήσεις του δεν τον ξεγελούν. Τις περισσότερες φορές μάλλον δεν τον ξεγελούν, αλλά η παραμικρή πιθανότητα ότι μπορεί να τον ξεγελούν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν μπορεί να βασιστεί απόλυτα σε αυτές. Πού καταλήγει λοιπόν;
Η πεποίθηση «Τώρα είμαι ξύπνιος και διαβάζω αυτό» μοιάζει μάλλον σίγουρη σ’ εσάς.
Είστε σίγουροι ότι δε βλέπετε τώρα ένα όνειρο; Πώς το ξέρετε; Ίσως τσιμπήσατε τον εαυτό σας για να δείτε αν κοιμάστε. Αν δεν το κάνατε, κάντε το. Τι αποδεικνύει; Τίποτα. Θα μπορούσατε να ονειρεύεστε πως τσιμπάτε τον εαυτό σας. Συνεπώς, μπορεί να ονειρεύεστε.
Αυτό δείχνει ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε πλήρως τις αισθήσεις μας. Δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι πως δεν ονειρευόμαστε. Αλλά σίγουρα, λέει ο Ντεκάρτ, ακόμα και στα όνειρα, 2+3= 5. Εδώ ο Ντεκάρτ χρησιμοποιεί ένα νοητικό πείραμα, μια φανταστική ιστορία για να δείξει αυτό που θέλει. Φτάνει την αμφιβολία στα όρια της και καταλήγει σε μια δοκιμασία για κάθε πεποίθηση ακόμα δυσκολότερη από τη δοκιμασία«Μήπως ονειρεύομαι;». Λέει: Φανταστείτε έναν πανίσχυρο και πανέξυπνο δαίμονα αλλά και εχθρικό. Αυτός ο δαίμονας, αν υπήρχε, θα σας έκανε να νομίζετε άτι 2+ 3 =5 κάθε φορά που κάνατε την πρόσθεση, ακόμα κι αν ισούται με 6. Δε θα ξέρατε ότι αυτό σας το κάνει ο δαίμονας. Εσείς απλώς θα προσθέτατε αφελώς τους αριθμούς. Όλα θα έμοιαζαν φυσιολογικά.
Το νοητικό πείραμα με τον κακό δαίμονα είναι ο τρόπος του Ντεκάρτ να φτάσει την αμφιβολία στα όριά της. Αν υπήρχε ένα πράγμα για το οποίο θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο δαίμονας δε μας ξεγελά αυτό θα ήταν θαυμάσιο. Θα έδινε επίσης μιαν απάντηση στους ανθρώπους που ισχυρίζονται πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα με βεβαιότητα.
Η επόμενη κίνηση του Ντεκάρτ κατέληξε σε μία από τις διασημότερες φράσεις στη φιλοσοφία, αν και πολλοί ξέρουν το παράθεμα δίχως να καταλαβαίνουν τι σημαίνει. Ο Ντεκάρτ κατάλαβε ότι, ακόμα κι αν υπάρχει ο δαίμονας και τον ξεγελά, πρέπει να υπάρχει κάτι σε σχέση με το οποίο ο δαίμονας ξεγελά. Εφόσον έχει έστω και μία σκέψη, αυτός, ο Ντεκάρτ, πρέπει να υπάρχει. Ο δαίμονας δε θα μπορούσε να τον κάνει να πιστεύει ότι υπάρχει, αν δεν υπήρχε. Κι αυτό επειδή κάτι που δεν υπάρχει δεν μπορεί να κάνει σκέψεις. «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» (στα λατινικά, cogito ergo sum): αυτό ήταν το συμπέρασμα του Ντεκάρτ. Σκέφτομαι, επομένως πρέπει να υπάρχω. Δοκιμάστε το. Όσο έχετε μία σκέψη ή μία αίσθηση, αποκλείεται να αμφιβάλλετε ότι υπάρχετε. Το τι είστε είναι άλλο θέμα – μπορεί να αμφιβάλλετε ότι έχετε σώμα, ή το σώμα που βλέπετε και αγγίζετε. Αλλά δε γίνεται να αμφιβάλλετε ότι υπάρχετε ως ένα είδος σκεπτόμενου όντος. Αυτή η σκέψη θα αυτοαναιρούταν. Μόλις αρχίσετε να αμφιβάλλετε για την ύπαρξή σας, η πράξη της αμφιβολίας αποδεικνύει ότι υπάρχετε ως ένα σκεπτόμενο ον.
Ο Ντεκάρτ ήταν πιο βέβαιος για την ύπαρξη του νου του παρά του σώματός του. Μπορούσε να φανταστεί πως δεν έχει σώμα, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πως δεν έχει νου. Αν φανταζόταν πως δεν έχει νου, θα εξακολουθούσε να σκέφτεται, και έτσι αυτό θα αποδείκνυε πως είχε έναν νου αφού δε θα μπορούσε να κάνει σκέψεις χωρίς νου.
Για τον Ντεκάρτ η φιλοσοφία ήταν ένα από τα πολλά πνευματικά του ενδιαφέροντα. Ήταν εξέχων μαθηματικός, γνωστός σήμερα περισσότερο για τις «καρτεσιανές συντεταγμένες» – λέγεται ότι τις επινόησε καθώς παρακολουθούσε μια μύγα να περπατά στο ταβάνι και αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να περιγράψει τη θέση της σε διάφορα σημεία. Η επιστήμη τον συνάρπαζε, ήταν επίσης αστρονόμος και βιολόγος. Η φιλοσοφική του φήμη έγκειται περισσότερο στα έργα του Στοχασμοί και Λόγος περί της μεθόδου: βιβλία στα οποία διερεύνησε τα όρια του πόσα μπορεί να γνωρίζει.
Όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι, ο Ντεκάρτ δεν ήθελε να πιστεύει σε κάτι δίχως να διερευνά γιατί το πίστευε – του άρεσε επίσης να θέτει παράξενα ερωτήματα, τα οποία οι άλλοι δεν ξόδευαν χρόνο για να τα θέτουν. Φυσικά, ο Ντεκάρτ καταλάβαινε πως δε θα ήταν δυνατόν να περνάμε τη ζωή μας επερωτώντας διαρκώς τα πάντα. Θα ήταν τρομερά δύσκολο να ζει κανείς αν τον περισσότερο καιρό δεν εμπιστευόταν κάποια πράγματα, όπως αναμφίβολα ανακάλυψε ο Πύρρων (βλ. Κεφάλαιο 3). Ωστόσο ο Ντεκάρτ σκέφτηκε πως θα άξιζε να προσπαθήσει μια φορά στη ζωή του να επεξεργαστεί τι θα μπορούσε να γνωρίζει -αν όντως υπάρχει κάτι- στα σίγουρα. Για να το κάνει αυτό, ανέπτυξε μια μέθοδο. Είναι γνωστή ως Μέθοδος της Καρτεσιανής Αμφιβολίας!
Η μέθοδος είναι σαφής: μην αποδέχεστε τίποτα ως αληθές αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην είναι αληθές.
Παίρνετε μια πεποίθηση, όπως «Τώρα είμαι ξύπνιος και διαβάζω αυτό», την εξετάζετε, και την αποδέχεστε μόνο αν είστε βέβαιοι πως δεν μπορεί να είναι εσφαλμένη ή παραπλανητική. Αν υπάρχει έστω και η παραμικρότερη αμφιβολία, απορρίψτε την. Ο Ντεκάρτ εξέτασε πολλά από αυτά που πίστευε, αμφισβητώντας το κατά πόσο είναι ακριβώς έτσι όπως μοιάζουν να είναι. Ήταν πράγματι ο κόσμος έτσι όπως του φαινόταν; Ήταν σίγουρος πως δεν ονειρεύεται;
Ο Ντεκάρτ ξεκινά την αναζήτηση της βεβαιότητας σκεπτόμενος πρώτα τα τεκμήρια που μας δίνουν οι αισθήσεις: η όραση, η αφή, η οσμή, η γεύση και η ακοή. Μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις; Όχι, συμπέρανε. Οι αισθήσεις ενίοτε μας ξεγελούν. Κάνουμε λάθη. Σκεφτείτε αυτό που βλέπετε. Είναι αξιόπιστη η όρασή σας σε σχέση με τα πάντα; Πρέπει πάντα να πιστεύετε στα μάτια σας;
Ένα ίσιο ραβδί μες στο νερό μοιάζει λυγισμένο αν το κοιτάξετε από πλάγια. Ένας τετράγωνος πύργος από μακρινή απόσταση μπορεί να μοιάζει στρογγυλός. Συχνά όλοι κάνουμε λάθη σε όσα βλέπουμε. Και, όπως επισημαίνει ο Ντεκάρτ, δεν είναι σοφό να εμπιστευόμαστε κάτι που μας έχει ξεγελάσει στο παρελθόν. Έτσι, απορρίπτει τις αισθήσεις ως πιθανή πηγή βεβαιότητας. Δε γίνεται ποτέ να είναι βέβαιος πως oι αισθήσεις του δεν τον ξεγελούν. Τις περισσότερες φορές μάλλον δεν τον ξεγελούν, αλλά η παραμικρή πιθανότητα ότι μπορεί να τον ξεγελούν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν μπορεί να βασιστεί απόλυτα σε αυτές. Πού καταλήγει λοιπόν;
Η πεποίθηση «Τώρα είμαι ξύπνιος και διαβάζω αυτό» μοιάζει μάλλον σίγουρη σ’ εσάς.
Είστε σίγουροι ότι δε βλέπετε τώρα ένα όνειρο; Πώς το ξέρετε; Ίσως τσιμπήσατε τον εαυτό σας για να δείτε αν κοιμάστε. Αν δεν το κάνατε, κάντε το. Τι αποδεικνύει; Τίποτα. Θα μπορούσατε να ονειρεύεστε πως τσιμπάτε τον εαυτό σας. Συνεπώς, μπορεί να ονειρεύεστε.
Αυτό δείχνει ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε πλήρως τις αισθήσεις μας. Δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι πως δεν ονειρευόμαστε. Αλλά σίγουρα, λέει ο Ντεκάρτ, ακόμα και στα όνειρα, 2+3= 5. Εδώ ο Ντεκάρτ χρησιμοποιεί ένα νοητικό πείραμα, μια φανταστική ιστορία για να δείξει αυτό που θέλει. Φτάνει την αμφιβολία στα όρια της και καταλήγει σε μια δοκιμασία για κάθε πεποίθηση ακόμα δυσκολότερη από τη δοκιμασία«Μήπως ονειρεύομαι;». Λέει: Φανταστείτε έναν πανίσχυρο και πανέξυπνο δαίμονα αλλά και εχθρικό. Αυτός ο δαίμονας, αν υπήρχε, θα σας έκανε να νομίζετε άτι 2+ 3 =5 κάθε φορά που κάνατε την πρόσθεση, ακόμα κι αν ισούται με 6. Δε θα ξέρατε ότι αυτό σας το κάνει ο δαίμονας. Εσείς απλώς θα προσθέτατε αφελώς τους αριθμούς. Όλα θα έμοιαζαν φυσιολογικά.
Το νοητικό πείραμα με τον κακό δαίμονα είναι ο τρόπος του Ντεκάρτ να φτάσει την αμφιβολία στα όριά της. Αν υπήρχε ένα πράγμα για το οποίο θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο δαίμονας δε μας ξεγελά αυτό θα ήταν θαυμάσιο. Θα έδινε επίσης μιαν απάντηση στους ανθρώπους που ισχυρίζονται πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα με βεβαιότητα.
Η επόμενη κίνηση του Ντεκάρτ κατέληξε σε μία από τις διασημότερες φράσεις στη φιλοσοφία, αν και πολλοί ξέρουν το παράθεμα δίχως να καταλαβαίνουν τι σημαίνει. Ο Ντεκάρτ κατάλαβε ότι, ακόμα κι αν υπάρχει ο δαίμονας και τον ξεγελά, πρέπει να υπάρχει κάτι σε σχέση με το οποίο ο δαίμονας ξεγελά. Εφόσον έχει έστω και μία σκέψη, αυτός, ο Ντεκάρτ, πρέπει να υπάρχει. Ο δαίμονας δε θα μπορούσε να τον κάνει να πιστεύει ότι υπάρχει, αν δεν υπήρχε. Κι αυτό επειδή κάτι που δεν υπάρχει δεν μπορεί να κάνει σκέψεις. «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» (στα λατινικά, cogito ergo sum): αυτό ήταν το συμπέρασμα του Ντεκάρτ. Σκέφτομαι, επομένως πρέπει να υπάρχω. Δοκιμάστε το. Όσο έχετε μία σκέψη ή μία αίσθηση, αποκλείεται να αμφιβάλλετε ότι υπάρχετε. Το τι είστε είναι άλλο θέμα – μπορεί να αμφιβάλλετε ότι έχετε σώμα, ή το σώμα που βλέπετε και αγγίζετε. Αλλά δε γίνεται να αμφιβάλλετε ότι υπάρχετε ως ένα είδος σκεπτόμενου όντος. Αυτή η σκέψη θα αυτοαναιρούταν. Μόλις αρχίσετε να αμφιβάλλετε για την ύπαρξή σας, η πράξη της αμφιβολίας αποδεικνύει ότι υπάρχετε ως ένα σκεπτόμενο ον.
Ο Ντεκάρτ ήταν πιο βέβαιος για την ύπαρξη του νου του παρά του σώματός του. Μπορούσε να φανταστεί πως δεν έχει σώμα, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πως δεν έχει νου. Αν φανταζόταν πως δεν έχει νου, θα εξακολουθούσε να σκέφτεται, και έτσι αυτό θα αποδείκνυε πως είχε έναν νου αφού δε θα μπορούσε να κάνει σκέψεις χωρίς νου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου