Η θλίψη έχει την μορφή που της δίνουμε εμείς! Άλλοτε σπαρακτική και βίαιη και άλλοτε ήρεμη και βουβή. Δεν έχει μία μορφή. Δεν μπορείς να την καταλάβεις αμέσως.
Κάποιες φορές κρύβεται πίσω από όμορφα χαμόγελα. Κάποιες φορές αγγίζει απαλά το κορμί που θέλει να υποτάξει και το κάνει δικό της με αργό ρυθμό. Δίχως ενοχές, δίχως φόβο, δίχως τύψεις.
Τι τρελή φίλη η θλίψη και τι τεράστια δύναμη της δίνουμε! Όχι καλή μου δεν σε θέλω, κουράστηκα μαζί σου. Κουράστηκα να βηματίζω, να χορεύω με βάση τον δικό σου ρυθμό. Κουράστηκα να σε βλέπω κάθε πρωί στον καθρέφτη. Κουράστηκα να σε φοράω. Κουράστηκα με την πάρτη σου.
Και το χέρι πέφτει αυτόματα πάνω στον καθρέφτη και γίνεται θρύψαλα. Και η μπουνιά που έριξα στο είδωλό μου έχει γεμίσει με αίμα. Και εκείνη κλαίει. Κλαίει πολύ. Ουρλιάζει! Και ύστερα σιωπή.
Πονάει ο αποχωρισμός. Πονάει να σκοτώνεις έναν σου εαυτό. Μα για δες πόσο καλύτερα είναι τώρα! Εκείνη έφυγε κλαίγοντας. Μια θλίψη που φεύγει. Πόσο γνώριμη αυτή η μορφή της. Ύστερα από κάθε παράστασή της, ύστερα από κάθε χαμόγελό της εκείνη έκλαιγε. Έλεγε είμαι καλά και γέλαγε η άτιμη γιατί ήξερε. Και τώρα, τώρα που ματώνει κλαίει. Όπως εγώ όταν ταυτίστηκα μαζί της. Τώρα κλαίει εκείνη και γελάω εγώ!
Τι φίλη και αυτή η θλίψη. Δεν θα πω χάρηκα μα ούτε και λυπάμαι που σε γνώρισα μονάχα χαίρομαι που σε αποχωρίστηκα.
Στη θλίψη που λείπει. Στη λύπη που πήρε μαζί της. Στο χαμόγελο που υποδέχτηκα. Στο ματωμένο μου εαυτό, ένα ευχαριστώ που αντέξαμε και ένα θα συνεχίσουμε παρέα με το χαμόγελο από εδώ και πέρα σαν υπόσχεση.
Η θλίψη αντλεί δύναμη από εσένα. Αν εσύ της προσφέρεις τη δύναμή σου τότε και εκείνη με τη σειρά της απλόχερα θα σε καταστρέφει! Γι’ αυτό πάψε να την τροφοδοτείς!
Κάποιες φορές κρύβεται πίσω από όμορφα χαμόγελα. Κάποιες φορές αγγίζει απαλά το κορμί που θέλει να υποτάξει και το κάνει δικό της με αργό ρυθμό. Δίχως ενοχές, δίχως φόβο, δίχως τύψεις.
Τι τρελή φίλη η θλίψη και τι τεράστια δύναμη της δίνουμε! Όχι καλή μου δεν σε θέλω, κουράστηκα μαζί σου. Κουράστηκα να βηματίζω, να χορεύω με βάση τον δικό σου ρυθμό. Κουράστηκα να σε βλέπω κάθε πρωί στον καθρέφτη. Κουράστηκα να σε φοράω. Κουράστηκα με την πάρτη σου.
Και το χέρι πέφτει αυτόματα πάνω στον καθρέφτη και γίνεται θρύψαλα. Και η μπουνιά που έριξα στο είδωλό μου έχει γεμίσει με αίμα. Και εκείνη κλαίει. Κλαίει πολύ. Ουρλιάζει! Και ύστερα σιωπή.
Πονάει ο αποχωρισμός. Πονάει να σκοτώνεις έναν σου εαυτό. Μα για δες πόσο καλύτερα είναι τώρα! Εκείνη έφυγε κλαίγοντας. Μια θλίψη που φεύγει. Πόσο γνώριμη αυτή η μορφή της. Ύστερα από κάθε παράστασή της, ύστερα από κάθε χαμόγελό της εκείνη έκλαιγε. Έλεγε είμαι καλά και γέλαγε η άτιμη γιατί ήξερε. Και τώρα, τώρα που ματώνει κλαίει. Όπως εγώ όταν ταυτίστηκα μαζί της. Τώρα κλαίει εκείνη και γελάω εγώ!
Τι φίλη και αυτή η θλίψη. Δεν θα πω χάρηκα μα ούτε και λυπάμαι που σε γνώρισα μονάχα χαίρομαι που σε αποχωρίστηκα.
Στη θλίψη που λείπει. Στη λύπη που πήρε μαζί της. Στο χαμόγελο που υποδέχτηκα. Στο ματωμένο μου εαυτό, ένα ευχαριστώ που αντέξαμε και ένα θα συνεχίσουμε παρέα με το χαμόγελο από εδώ και πέρα σαν υπόσχεση.
Η θλίψη αντλεί δύναμη από εσένα. Αν εσύ της προσφέρεις τη δύναμή σου τότε και εκείνη με τη σειρά της απλόχερα θα σε καταστρέφει! Γι’ αυτό πάψε να την τροφοδοτείς!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου