Τα δύο είδη έριδας
Οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλ᾽ ἐπὶ γαῖαν
εἰσὶ δύω· τὴν μέν κεν ἐπαινήσειε νοήσας,
ἡ δ᾽ ἐπιμωμητή· διὰ δ᾽ ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν.
ἡ μὲν γὰρ πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει,
15 σχετλίη· οὔ τις τήν γε φιλεῖ βροτός, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης
ἀθανάτων βουλῇσιν Ἔριν τιμῶσι βαρεῖαν.
τὴν δ᾽ ἑτέρην προτέρην μὲν ἐγείνατο Νὺξ ἐρεβεννή,
θῆκε δέ μιν Κρονίδης ὑψίζυγος αἰθέρι ναίων
γαίης τ᾽ ἐν ῥίζῃσι καὶ ἀνδράσι πολλὸν ἀμείνω·
20 ἥ τε καὶ ἀπάλαμόν περ ὁμῶς ἐπὶ ἔργον ἔγειρεν·
εἰς ἕτερον γάρ τίς τε ἴδεν ἔργοιο χατίζων
πλούσιον, ὃς σπεύδει μὲν ἀρόμεναι ἠδὲ φυτεύειν
οἶκόν τ᾽ εὖ θέσθαι, ζηλοῖ δέ τε γείτονα γείτων
εἰς ἄφενος σπεύδοντ᾽· ἀγαθὴ δ᾽ Ἔρις ἥδε βροτοῖσιν.
25 καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων,
καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ.
Ὦ Πέρση, σὺ δὲ ταῦτα τεῷ ἐνικάτθεο θυμῷ,
μηδέ σ᾽ Ἔρις κακόχαρτος ἀπ᾽ ἔργου θυμὸν ἐρύκοι
νείκε᾽ ὀπιπεύοντ᾽ ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα.
30 ὤρη γάρ τ᾽ ὀλίγη πέλεται νεικέων τ᾽ ἀγορέων τε,
ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον ἐπηετανὸς κατάκειται
ὡραῖος, τὸν γαῖα φέρει, Δημήτερος ἀκτήν.
τοῦ κε κορεσσάμενος νείκεα καὶ δῆριν ὀφέλλοις
κτήμασ᾽ ἐπ᾽ ἀλλοτρίοις. σοὶ δ᾽ οὐκέτι δεύτερον ἔσται
35 ὧδ᾽ ἔρδειν· ἀλλ᾽ αὖθι διακρινώμεθα νεῖκος
ἰθείῃσι δίκῃς, αἵ τ᾽ ἐκ Διός εἰσιν ἄρισται.
ἤδη μὲν γὰρ κλῆρον ἐδασσάμεθ᾽, ἄλλα τε πολλὰ
ἁρπάζων ἐφόρεις μέγα κυδαίνων βασιλῆας
δωροφάγους, οἳ τήνδε δίκην ἐθέλουσι δικάσσαι,
40 νήπιοι, οὐδὲ ἴσασιν ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντὸς
οὐδ᾽ ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν.
ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο
ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα·
45 αἶψά κε πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ καταθεῖο,
ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν.
***
Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη
είναι δυο. Τη μια όποιος την ένιωσε θα την επαινούσε,
μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές.
Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο και τη φιλονικία,
η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης,
με των αθάνατων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι τιμούν.
Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα νωρίτερα τη γέννησε,
κι ο γιος του Κρόνου, που ᾽χει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί,
στης γης τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους.
20 Αυτή και τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά:
ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον άλλο που ᾽ναι πλούσιος,
που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα, το φύτεμα
και την καλή διακυβέρνηση του οίκου του. Ο γείτονας το γείτονα ζηλεύει
που σπεύδει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους θνητούς.
Ο κεραμοποιός θυμώνει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με μαραγκό,
ζηλεύει ο επαίτης τον επαίτη κι ο ένας ο τραγουδιστής τον άλλο.
Πέρση, τούτα τα λόγια βάλ᾽ τα στην καρδιά σου μέσα,
και η χαιρέκακη η Έριδα να μην σ᾽ απασχολεί απ᾽ τη δουλειά
για να κοιτάς με περιέργεια για καβγάδες σαν είσαι ακροατής στην αγορά.
30 Γιατί έχει λίγη έγνοια για φιλονικίες κι αγορές,
αυτός που μες στο σπίτι του δεν έχει αρκετό το βιος στην ώρα μαζεμένο,
αυτό που δίνει η γη, της Δήμητρας το στάρι.
Χορτάτος πρώτα απ᾽ αυτό μετά να ξεσηκώνεις φιλονικία και αγώνα
για ξένα κτήματα. Όμως εσύ δεύτερη ευκαιρία να ενεργήσεις έτσι
δε θα έχεις. Μα έλα αμέσως την αντιδικία μας να λύσουμε
με δίκαιη κρίση, που από το Δία κρατά κι άριστη είναι.
Γιατί τον κλήρο μας ήδη τον μοιράσαμε κι άλλα πολλά
αρπάζοντας τα πήρες, αφού κολάκεψες πολύ τους δωροφάγους άρχοντες,
που τούτη την απόφαση με προθυμία βγάλανε.
40 Οι ανόητοι, που δε γνωρίζουν πόσο ανώτερο είναι το μισό απ᾽ το σύνολο,
ούτε και πόση ωφέλεια έχει μέσα της η μολόχα κι ο ασφόδελος.
Γιατί οι θεοί τα αναγκαία της ζωής τα ᾽χουν κρυμμένα απ᾽ τους ανθρώπους.
Αλλιώς με ευκολία θα δούλευες για μιαν ημέρα
και θα ᾽χες για μια ολόκληρη χρονιά τα απαραίτητα, ακόμη κι αν άεργος καθόσουν.
Κι αμέσως επάνω απ᾽ την εστία σου το πηδάλιο θα κρέμαγες
κι η εργασία των βοδιών και των καρτερικών των μουλαριών θ᾽ αφανιζόταν.
Οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλ᾽ ἐπὶ γαῖαν
εἰσὶ δύω· τὴν μέν κεν ἐπαινήσειε νοήσας,
ἡ δ᾽ ἐπιμωμητή· διὰ δ᾽ ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν.
ἡ μὲν γὰρ πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει,
15 σχετλίη· οὔ τις τήν γε φιλεῖ βροτός, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης
ἀθανάτων βουλῇσιν Ἔριν τιμῶσι βαρεῖαν.
τὴν δ᾽ ἑτέρην προτέρην μὲν ἐγείνατο Νὺξ ἐρεβεννή,
θῆκε δέ μιν Κρονίδης ὑψίζυγος αἰθέρι ναίων
γαίης τ᾽ ἐν ῥίζῃσι καὶ ἀνδράσι πολλὸν ἀμείνω·
20 ἥ τε καὶ ἀπάλαμόν περ ὁμῶς ἐπὶ ἔργον ἔγειρεν·
εἰς ἕτερον γάρ τίς τε ἴδεν ἔργοιο χατίζων
πλούσιον, ὃς σπεύδει μὲν ἀρόμεναι ἠδὲ φυτεύειν
οἶκόν τ᾽ εὖ θέσθαι, ζηλοῖ δέ τε γείτονα γείτων
εἰς ἄφενος σπεύδοντ᾽· ἀγαθὴ δ᾽ Ἔρις ἥδε βροτοῖσιν.
25 καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων,
καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ.
Ὦ Πέρση, σὺ δὲ ταῦτα τεῷ ἐνικάτθεο θυμῷ,
μηδέ σ᾽ Ἔρις κακόχαρτος ἀπ᾽ ἔργου θυμὸν ἐρύκοι
νείκε᾽ ὀπιπεύοντ᾽ ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα.
30 ὤρη γάρ τ᾽ ὀλίγη πέλεται νεικέων τ᾽ ἀγορέων τε,
ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον ἐπηετανὸς κατάκειται
ὡραῖος, τὸν γαῖα φέρει, Δημήτερος ἀκτήν.
τοῦ κε κορεσσάμενος νείκεα καὶ δῆριν ὀφέλλοις
κτήμασ᾽ ἐπ᾽ ἀλλοτρίοις. σοὶ δ᾽ οὐκέτι δεύτερον ἔσται
35 ὧδ᾽ ἔρδειν· ἀλλ᾽ αὖθι διακρινώμεθα νεῖκος
ἰθείῃσι δίκῃς, αἵ τ᾽ ἐκ Διός εἰσιν ἄρισται.
ἤδη μὲν γὰρ κλῆρον ἐδασσάμεθ᾽, ἄλλα τε πολλὰ
ἁρπάζων ἐφόρεις μέγα κυδαίνων βασιλῆας
δωροφάγους, οἳ τήνδε δίκην ἐθέλουσι δικάσσαι,
40 νήπιοι, οὐδὲ ἴσασιν ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντὸς
οὐδ᾽ ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν.
ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο
ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα·
45 αἶψά κε πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ καταθεῖο,
ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν.
***
Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη
είναι δυο. Τη μια όποιος την ένιωσε θα την επαινούσε,
μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές.
Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο και τη φιλονικία,
η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης,
με των αθάνατων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι τιμούν.
Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα νωρίτερα τη γέννησε,
κι ο γιος του Κρόνου, που ᾽χει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί,
στης γης τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους.
20 Αυτή και τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά:
ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον άλλο που ᾽ναι πλούσιος,
που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα, το φύτεμα
και την καλή διακυβέρνηση του οίκου του. Ο γείτονας το γείτονα ζηλεύει
που σπεύδει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους θνητούς.
Ο κεραμοποιός θυμώνει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με μαραγκό,
ζηλεύει ο επαίτης τον επαίτη κι ο ένας ο τραγουδιστής τον άλλο.
Πέρση, τούτα τα λόγια βάλ᾽ τα στην καρδιά σου μέσα,
και η χαιρέκακη η Έριδα να μην σ᾽ απασχολεί απ᾽ τη δουλειά
για να κοιτάς με περιέργεια για καβγάδες σαν είσαι ακροατής στην αγορά.
30 Γιατί έχει λίγη έγνοια για φιλονικίες κι αγορές,
αυτός που μες στο σπίτι του δεν έχει αρκετό το βιος στην ώρα μαζεμένο,
αυτό που δίνει η γη, της Δήμητρας το στάρι.
Χορτάτος πρώτα απ᾽ αυτό μετά να ξεσηκώνεις φιλονικία και αγώνα
για ξένα κτήματα. Όμως εσύ δεύτερη ευκαιρία να ενεργήσεις έτσι
δε θα έχεις. Μα έλα αμέσως την αντιδικία μας να λύσουμε
με δίκαιη κρίση, που από το Δία κρατά κι άριστη είναι.
Γιατί τον κλήρο μας ήδη τον μοιράσαμε κι άλλα πολλά
αρπάζοντας τα πήρες, αφού κολάκεψες πολύ τους δωροφάγους άρχοντες,
που τούτη την απόφαση με προθυμία βγάλανε.
40 Οι ανόητοι, που δε γνωρίζουν πόσο ανώτερο είναι το μισό απ᾽ το σύνολο,
ούτε και πόση ωφέλεια έχει μέσα της η μολόχα κι ο ασφόδελος.
Γιατί οι θεοί τα αναγκαία της ζωής τα ᾽χουν κρυμμένα απ᾽ τους ανθρώπους.
Αλλιώς με ευκολία θα δούλευες για μιαν ημέρα
και θα ᾽χες για μια ολόκληρη χρονιά τα απαραίτητα, ακόμη κι αν άεργος καθόσουν.
Κι αμέσως επάνω απ᾽ την εστία σου το πηδάλιο θα κρέμαγες
κι η εργασία των βοδιών και των καρτερικών των μουλαριών θ᾽ αφανιζόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου