Ολοκληρώνοντας το πέμπτο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης θεωρεί αναγκαίο να διερευνήσει την έννοια της επιείκειας: «Η συνέχεια της έρευνάς μας απαιτεί να μιλήσουμε για την επιείκεια και το επιεικές: σε ποια σχέση βρίσκεται η επιείκεια προς τη δικαιοσύνη και σε ποια το επιεικές προς το δίκαιο· γιατί η εξέταση κάνει φανερό ότι ούτε είναι απολύτως το ίδιο πράγμα ούτε ότι είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο» (1137a 10, 36-40).
Η δεδομένη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την έννοια της επιείκειας αλλά και τον τρόπο που σχετίζεται με τη δικαιοσύνη είναι ο λόγος που θα παρακινήσει τον Αριστοτέλη να προχωρήσει στην αποσαφήνισή της: «άλλοτε επαινούμε το επιεικές και τον άνθρωπο που έχει αυτή την ιδιότητα, με αποτέλεσμα, όταν θέλουμε να επαινέσουμε κι άλλες ιδιότητες, να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη στη θέση της λέξης καλός, θέλοντας με τη λέξη επιεικέστερο να πούμε ότι ένα πράγμα είναι καλύτερο, και άλλοτε, όταν παρακολουθούμε το πράγμα λογικά, μας φαίνεται παράξενο να μπορεί το επιεικές να είναι άξιο επαίνου, αν είναι διαφορετικό από το δίκαιο» (1137b 10, 1-5).
Για τον Αριστοτέλη οι προβληματισμοί αυτού του είδους είναι απολύτως λογικοί και δεν έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Το επιεικές, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν ταυτίζεται επακριβώς με το γράμμα του νόμου, δε σημαίνει ότι έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο: «Αυτές περίπου είναι οι σκέψεις από τις οποίες γεννιέται όλος ο προβληματισμός για τη φύση του επιεικούς· όλες τους, πάντως, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σωστές, και δε βρίσκονται σε κανενός είδους αντίφαση μεταξύ τους· γιατί το επιεικές, καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου, είναι και αυτό δίκαιο» (1137b 10, 7-11).
Κι αν αυτό δεν είναι πλήρως κατανοητό, ο Αριστοτέλης προτίθεται να το επαναλάβει: «Είναι το ίδιο πράγμα, λοιπόν, το δίκαιο και το επιεικές, και ενώ είναι και τα δύο καλά, το επιεικές είναι ανώτερο» (1137b 10, 12-13).
Η ανωτερότητα της επιείκειας συνίσταται στο ότι αποτελεί διόρθωση του δικαίου σε κάποιες περιπτώσεις που ενδέχεται να μην ξεκαθαρίζονται με απόλυτη ευκρίνεια από το γράμμα του νόμου: «Αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα είναι ότι το επιεικές είναι, βέβαια, δίκαιο, όχι όμως το κατά το νόμο δίκαιο, αλλά μια διόρθωσή του. Ο λόγος είναι ότι ο νόμος έχει πάντοτε γενικό/καθολικό χαρακτήρα, υπάρχουν όμως κάποια πράγματα για τα οποία είναι αδύνατο, με τα γενικά/καθολικά σχήματα να διατυπωθεί λόγος που να είναι σωστός. Όπου λοιπόν υπάρχει ανάγκη η διατύπωση να είναι γενική/καθολική, η διατύπωση όμως αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζει σωστά σε όλες τις περιπτώσεις, ο νόμος λαμβάνει υπόψη του την πλειονότητα των περιπτώσεων, χωρίς βέβαια να αγνοεί το σφάλμα που γίνεται με αυτόν τον τρόπο» (1137b 10, 14-20).
Με άλλα λόγια, ο νόμος στην προσπάθειά του να προβλέψει όλα τα πιθανά παραπτώματα και να ορίσει ποινές δεν μπορεί παρά να είναι γενικός, αφού είναι αδύνατο να αποσαφηνιστούν εκ των προτέρων όλες οι λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης παραβατικότητας. Θα έλεγε κανείς ότι ο νόμος είναι καταδικασμένος στο ελλιπές, καθώς η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κινήτρων που την κατευθύνουν καθιστούν αδύνατη την πλήρη ομαδοποίηση των παραβάσεων.
Γι’ αυτό και δεν μπορούν να επιρριφθούν ευθύνες στο νομοθέτη: «το σφάλμα δε βρίσκεται στο νόμο ούτε στο νομοθέτη, αλλά στη φύση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης· γιατί η ουσία των ανθρώπινων πράξεων είναι, στο βάθος βάθος της, αυτού του είδους». (1137b 10, 21-23).
Από αυτή την άποψη, ο νόμος δεν έχει άλλη επιλογή από το να λειτουργεί χοντροκομμένα (έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού), ορίζοντας κάποιες γενικές κατευθύνσεις, που θα πρέπει να προσαρμόζονται από υπόθεση σε υπόθεση. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο ρόλος του δικαστή ο οποίος πρέπει να ερμηνεύει το νόμο σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τα δεδομένα που προκύπτουν. Η εναλλαγή των υποθέσεων και η συνακόλουθη διαφοροποίηση των ποινών δεν αφορά την πολλαπλή ερμηνεία του νόμου (χωρίς, βέβαια και να την ακυρώνει), αλλά την προσαρμογή του νομικού πλαισίου μέσα στην ακριβή απόχρωση κάθε παράβασης.
Κι ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος της επιείκειας, που καλύπτει τα αναπόφευκτα νομοθετικά κενά, όπως προκύπτουν μέσα στο άπειρο των δικαστικών υποθέσεων: «Όταν λοιπόν ο νόμος μιλάει γενικά/καθολικά και υπάρξει μια περίπτωση/υπόθεση σχετική με αυτόν, που όμως δεν καλύπτεται από τη γενική/καθολική διατύπωσή του, τότε το σωστό είναι, εκεί που ο νομοθέτης έκανε παράλειψη και έσφαλε εξαιτίας της γενικότητας της διατύπωσής του, να διορθώνεται η παράλειψη με το να ορίζεται αυτό που και ο ίδιος ο νομοθέτης θα όριζε, αν ήταν εκεί παρών, και που θα το είχε ασφαλώς περιλάβει στο νόμο του, αν είχε λάβει γνώση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης» (1137b 10, 24-28).
Θα έλεγε κανείς ότι η επιείκεια είναι η συμπληρωματική παρουσία του νομοθέτη σε κάθε υπόθεση που ο νόμος αδυνατεί να εκφράσει επακριβώς. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για την ύψιστη μορφή δικαίου, καθώς λειτουργεί ως προϋπόθεση της ακριβέστερης νομοθετικής ερμηνείας. Θα έλεγε κανείς ότι η επιείκεια είναι η εγγύηση της πληρότητας στην απονομή της δικαιοσύνης: «Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο το επιεικές είναι δίκαιο, και είναι καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου – όχι, φυσικά, από το δίκαιο στην απόλυτη μορφή του, αλλά από εκείνο που, λόγω της γενικής/καθολικής διατύπωσης, υπόκειται σε σφάλματα. Και αυτή ακριβώς είναι η φύση του επιεικούς: το επιεικές είναι διόρθωση του νόμου εκεί που αυτός παρουσιάζει κενά λόγω του γενικού/καθολικού χαρακτήρα του» (1137b 10, 28-32).
Η αδυναμία της απόλυτης προσαρμογής του νόμου σε όλες τις διενέξεις που μπορεί να προκύψουν μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις δεν αφορά μόνο το αδύνατο της πρόβλεψης όλων των περιστάσεων, αλλά και τη συνακόλουθη ανάγκη της ελαστικότητάς του, ώστε να προσαρμοστεί όσο το δυνατό στα δεδομένα κάθε υπόθεσης. Ο άκαμπτος νόμος δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ισοπεδωτικά εξομοιώνοντας όλες τις καταστάσεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα επιμέρους ξεχωριστά χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε περίπτωσης, που την καθιστά διαφορετική.
Μια τέτοια νομοθετική προσέγγιση τείνει στην καταπίεση, αφού εν τέλει θα λειτουργήσει εκφοβιστικά. Η γνώση ότι το δικαστήριο δε θα λάβει υπόψη τίποτε άλλο πέρα από την ίδια την εκτός νόμου πράξη, με άλλα λόγια η εκ των προτέρων δεδομένη συνθήκη της μηδενικής επιείκειας, είναι η εξασφάλιση της μέγιστης ποινής. Κι αυτό είναι η πραγμάτωση της αδικίας.
Η νομοθετική εκδοχή αυτού του είδους αρμόζει περισσότερο στα απολυταρχικά καθεστώτα. Από αυτή την άποψη, η επιείκεια παίρνει διαστάσεις πολιτικές, καθώς η έλλειψή της εμπεριέχει την ακαμψία του ολοκληρωτισμού. Η άκρατη αυστηρότητα, που εσκεμμένα παραβλέπει όλες τις ιδιαιτερότητες ενός παραπτώματος, που μπορεί να λειτουργήσουν ελαφρυντικά, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί την εκδίκηση. Στην ουσία είναι άρνηση δικαιοσύνης. Κι όσο πιο αυστηρά καθορίζεται το νομοθετικό πλαίσιο, τόσο πιο έκδηλο γίνεται το ανελεύθερο. Οι εξοντωτικές ποινές που θα προκύψουν είναι η επισφράγιση της καταπίεσης, που παριστάνει τη διατήρηση της τάξης. Τελικά, αυτό που γεννιέται είναι η αντίδραση. Η εξάντληση της νομοθετικής αυστηρότητας, κατά κανόνα, κάθε άλλο παρά εξασφαλίζει την κοινωνική γαλήνη.
Οι δημοκρατίες δεν έχουν ανάγκη από τέτοιες μεθοδεύσεις. Ενδιαφέρονται να αποδώσουν τη δικαιοσύνη με την πληρότητα που της αρμόζει γνωρίζοντας καλά ότι δικαιοσύνη χωρίς επιείκεια είναι από θέση αρχής ακρωτηριασμένη. Η εκδίκηση δεν αρμόζει στις δημοκρατίες. Εξάλλου, το ενδιαφέρον εστιάζεται πρωτίστως στην επανένταξη του παραβάτη κι όχι στην εξόντωσή του. Γιατί σε μια δημοκρατία κανένας πολίτης δεν είναι περιττός.
Οι υγιείς δημοκρατίες ξέρουν ότι η εγκληματικότητα είναι πρόβλημα κοινωνικό. Γι’ αυτό και τη θεωρούν προσωπική τους αποτυχία. Αν εμφανιστούν κρούσματα που καταδεικνύουν την έξαρσή της γεννιέται προβληματισμός. Διερευνούνται τα αίτια. Η εύκολη λύση της μετάθεσης της ευθύνης στον ίδιο τον παραβάτη που είναι (μάλλον εκ φύσεως) κακοποιός δεν αρμόζει στις υγιείς δημοκρατίες. Αρμόζει σ’ εκείνες που τις παριστάνουν.
Και βέβαια, η επιείκεια δεν είναι μόνο αντίληψη που σχετίζεται με τον τρόπο της εφαρμογής του νόμου, αλλά συνολική στάση ζωής. Η εκπαίδευση, οι οικογενειακές σχέσεις, οι φιλίες, οι ευρύτερες συναναστροφές είναι πάντοτε πληρέστερες, όταν κοσμούνται από επιείκεια. Η άκρατη αυστηρότητα δεν μπορεί παρά να εκφράζει την αδυναμία της κατανόησης του άλλου. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για αδυναμία συνύπαρξης, αφού καταδεικνύει τη διαρκή επιμονή στο τέλειο που απαιτεί κανείς από τους γύρω του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος σταδιακά θα απομονωθεί. Από αυτή την άποψη, η επιείκεια παίρνει διαστάσεις προσωπικής ολοκλήρωσης. Γίνεται προϋπόθεση της ευτυχίας. Η έλλειψή της οδηγεί στη μεμψιμοιρία, την εριστικότητα, το ανευχαρίστητο, τη μικροπρέπεια. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να συνδυαστεί με την υποψία, την αθεράπευτη πίστη ότι όλοι συμπεριφέρονται άσχημα, τη μόνιμη αίσθηση της αδικίας.
Η επιείκεια ταιριάζει με τη μεγαλοψυχία. Είναι γενναιότητα της ψυχής κι αυτό γιατί τρέφει τη συγχώρεση μέσα της. Το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη για την επιείκεια είναι απολύτως σαφές: «Είναι λοιπόν φανερό τι είναι το επιεικές· είναι επίσης φανερό ότι είναι δίκαιο, και ακόμη από ποια μορφή του δικαίου είναι καλύτερο» (1137b 10, 38-40).
Από κει και πέρα, αυτό που μένει είναι να καθοριστεί και το ποιος είναι ο επιεικής άνθρωπος: «Έτσι, γίνεται επίσης φανερό τι είναι και ο επιεικής άνθρωπος: είναι ο άνθρωπος που έχει την τάση να επιλέγει αυτού του είδους τις πράξεις, και που τις κάνει, που δεν είναι ο αυστηρός τηρητής του γράμματος του νόμου πάντοτε προς το χειρότερο, αλλά μένει ευχαριστημένος με το μικρότερο πάντοτε μερτικό, μολονότι έχει την υποστήριξη του νόμου. Αυτή η έξη είναι η επιείκεια, ένα είδος δικαιοσύνης και, πάντως, όχι μια διαφορετική από αυτήν έξη» (1137b 10, 40-41 και 1138a 10, 1-4).
Κι επειδή η επιείκεια είναι η ολοκλήρωση της δικαιοσύνης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέεται με την ατιμωρησία και την ακύρωση του νόμου. Γιατί αυτό είναι η επισφράγιση της αδικίας. Επιεικής δεν είναι αυτός που ανέχεται να τον αδικούν, αλλά εκείνος που θα αποδώσει τη δικαιοσύνη, ακόμη κι αν πάρει το «μικρότερο μερτικό». Η κακώς εννοούμενη επιείκεια που δικαιολογεί το ασύδοτο είναι το άλλο άκρο της ανελαστικής αυστηρότητας. Θα έλεγε κανείς ότι έχει χτιστεί για μια ακόμη φορά το πλαίσιο των άκρων (υπερβολή – έλλειψη), όπου η μεσότητα προτείνεται ως μοναδική λύση.
Αυτού του είδους η στρεβλή εκδοχή της επιείκειας είναι μια ακόμη πρόκληση για κάθε υγιή δημοκρατία. Η διατήρηση του δικαίου, η αξιοκρατία, η ορθή διαπαιδαγώγηση των πολιτών, η αίσθηση του καθήκοντος είναι αδύνατο να καλλιεργηθούν μέσα στο πλαίσιο του ασύδοτου που παριστάνει το επιεικές. Γιατί αυτό είναι το πεδίο του θράσους που θα καταφέρει να υποσκελίσει την αξία.
Οι δημοκρατίες που στο όνομα της επιείκειας ισοπεδώνουν τα πάντα δεν μπορούν να είναι υγιείς. Κι αυτό γιατί υπονομεύουν, αντί να αναδείξουν, τα καλύτερα στοιχεία τους. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να μιλάμε για την ορθή εκδοχή της επιείκειας, αλλά για το λαϊκισμό που καπηλεύεται το όνομά της. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική οπτική.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Η δεδομένη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την έννοια της επιείκειας αλλά και τον τρόπο που σχετίζεται με τη δικαιοσύνη είναι ο λόγος που θα παρακινήσει τον Αριστοτέλη να προχωρήσει στην αποσαφήνισή της: «άλλοτε επαινούμε το επιεικές και τον άνθρωπο που έχει αυτή την ιδιότητα, με αποτέλεσμα, όταν θέλουμε να επαινέσουμε κι άλλες ιδιότητες, να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη στη θέση της λέξης καλός, θέλοντας με τη λέξη επιεικέστερο να πούμε ότι ένα πράγμα είναι καλύτερο, και άλλοτε, όταν παρακολουθούμε το πράγμα λογικά, μας φαίνεται παράξενο να μπορεί το επιεικές να είναι άξιο επαίνου, αν είναι διαφορετικό από το δίκαιο» (1137b 10, 1-5).
Για τον Αριστοτέλη οι προβληματισμοί αυτού του είδους είναι απολύτως λογικοί και δεν έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Το επιεικές, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν ταυτίζεται επακριβώς με το γράμμα του νόμου, δε σημαίνει ότι έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο: «Αυτές περίπου είναι οι σκέψεις από τις οποίες γεννιέται όλος ο προβληματισμός για τη φύση του επιεικούς· όλες τους, πάντως, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σωστές, και δε βρίσκονται σε κανενός είδους αντίφαση μεταξύ τους· γιατί το επιεικές, καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου, είναι και αυτό δίκαιο» (1137b 10, 7-11).
Κι αν αυτό δεν είναι πλήρως κατανοητό, ο Αριστοτέλης προτίθεται να το επαναλάβει: «Είναι το ίδιο πράγμα, λοιπόν, το δίκαιο και το επιεικές, και ενώ είναι και τα δύο καλά, το επιεικές είναι ανώτερο» (1137b 10, 12-13).
Η ανωτερότητα της επιείκειας συνίσταται στο ότι αποτελεί διόρθωση του δικαίου σε κάποιες περιπτώσεις που ενδέχεται να μην ξεκαθαρίζονται με απόλυτη ευκρίνεια από το γράμμα του νόμου: «Αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα είναι ότι το επιεικές είναι, βέβαια, δίκαιο, όχι όμως το κατά το νόμο δίκαιο, αλλά μια διόρθωσή του. Ο λόγος είναι ότι ο νόμος έχει πάντοτε γενικό/καθολικό χαρακτήρα, υπάρχουν όμως κάποια πράγματα για τα οποία είναι αδύνατο, με τα γενικά/καθολικά σχήματα να διατυπωθεί λόγος που να είναι σωστός. Όπου λοιπόν υπάρχει ανάγκη η διατύπωση να είναι γενική/καθολική, η διατύπωση όμως αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζει σωστά σε όλες τις περιπτώσεις, ο νόμος λαμβάνει υπόψη του την πλειονότητα των περιπτώσεων, χωρίς βέβαια να αγνοεί το σφάλμα που γίνεται με αυτόν τον τρόπο» (1137b 10, 14-20).
Με άλλα λόγια, ο νόμος στην προσπάθειά του να προβλέψει όλα τα πιθανά παραπτώματα και να ορίσει ποινές δεν μπορεί παρά να είναι γενικός, αφού είναι αδύνατο να αποσαφηνιστούν εκ των προτέρων όλες οι λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης παραβατικότητας. Θα έλεγε κανείς ότι ο νόμος είναι καταδικασμένος στο ελλιπές, καθώς η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κινήτρων που την κατευθύνουν καθιστούν αδύνατη την πλήρη ομαδοποίηση των παραβάσεων.
Γι’ αυτό και δεν μπορούν να επιρριφθούν ευθύνες στο νομοθέτη: «το σφάλμα δε βρίσκεται στο νόμο ούτε στο νομοθέτη, αλλά στη φύση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης· γιατί η ουσία των ανθρώπινων πράξεων είναι, στο βάθος βάθος της, αυτού του είδους». (1137b 10, 21-23).
Από αυτή την άποψη, ο νόμος δεν έχει άλλη επιλογή από το να λειτουργεί χοντροκομμένα (έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού), ορίζοντας κάποιες γενικές κατευθύνσεις, που θα πρέπει να προσαρμόζονται από υπόθεση σε υπόθεση. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο ρόλος του δικαστή ο οποίος πρέπει να ερμηνεύει το νόμο σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τα δεδομένα που προκύπτουν. Η εναλλαγή των υποθέσεων και η συνακόλουθη διαφοροποίηση των ποινών δεν αφορά την πολλαπλή ερμηνεία του νόμου (χωρίς, βέβαια και να την ακυρώνει), αλλά την προσαρμογή του νομικού πλαισίου μέσα στην ακριβή απόχρωση κάθε παράβασης.
Κι ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος της επιείκειας, που καλύπτει τα αναπόφευκτα νομοθετικά κενά, όπως προκύπτουν μέσα στο άπειρο των δικαστικών υποθέσεων: «Όταν λοιπόν ο νόμος μιλάει γενικά/καθολικά και υπάρξει μια περίπτωση/υπόθεση σχετική με αυτόν, που όμως δεν καλύπτεται από τη γενική/καθολική διατύπωσή του, τότε το σωστό είναι, εκεί που ο νομοθέτης έκανε παράλειψη και έσφαλε εξαιτίας της γενικότητας της διατύπωσής του, να διορθώνεται η παράλειψη με το να ορίζεται αυτό που και ο ίδιος ο νομοθέτης θα όριζε, αν ήταν εκεί παρών, και που θα το είχε ασφαλώς περιλάβει στο νόμο του, αν είχε λάβει γνώση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης» (1137b 10, 24-28).
Θα έλεγε κανείς ότι η επιείκεια είναι η συμπληρωματική παρουσία του νομοθέτη σε κάθε υπόθεση που ο νόμος αδυνατεί να εκφράσει επακριβώς. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για την ύψιστη μορφή δικαίου, καθώς λειτουργεί ως προϋπόθεση της ακριβέστερης νομοθετικής ερμηνείας. Θα έλεγε κανείς ότι η επιείκεια είναι η εγγύηση της πληρότητας στην απονομή της δικαιοσύνης: «Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο το επιεικές είναι δίκαιο, και είναι καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου – όχι, φυσικά, από το δίκαιο στην απόλυτη μορφή του, αλλά από εκείνο που, λόγω της γενικής/καθολικής διατύπωσης, υπόκειται σε σφάλματα. Και αυτή ακριβώς είναι η φύση του επιεικούς: το επιεικές είναι διόρθωση του νόμου εκεί που αυτός παρουσιάζει κενά λόγω του γενικού/καθολικού χαρακτήρα του» (1137b 10, 28-32).
Η αδυναμία της απόλυτης προσαρμογής του νόμου σε όλες τις διενέξεις που μπορεί να προκύψουν μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις δεν αφορά μόνο το αδύνατο της πρόβλεψης όλων των περιστάσεων, αλλά και τη συνακόλουθη ανάγκη της ελαστικότητάς του, ώστε να προσαρμοστεί όσο το δυνατό στα δεδομένα κάθε υπόθεσης. Ο άκαμπτος νόμος δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ισοπεδωτικά εξομοιώνοντας όλες τις καταστάσεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα επιμέρους ξεχωριστά χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε περίπτωσης, που την καθιστά διαφορετική.
Μια τέτοια νομοθετική προσέγγιση τείνει στην καταπίεση, αφού εν τέλει θα λειτουργήσει εκφοβιστικά. Η γνώση ότι το δικαστήριο δε θα λάβει υπόψη τίποτε άλλο πέρα από την ίδια την εκτός νόμου πράξη, με άλλα λόγια η εκ των προτέρων δεδομένη συνθήκη της μηδενικής επιείκειας, είναι η εξασφάλιση της μέγιστης ποινής. Κι αυτό είναι η πραγμάτωση της αδικίας.
Η νομοθετική εκδοχή αυτού του είδους αρμόζει περισσότερο στα απολυταρχικά καθεστώτα. Από αυτή την άποψη, η επιείκεια παίρνει διαστάσεις πολιτικές, καθώς η έλλειψή της εμπεριέχει την ακαμψία του ολοκληρωτισμού. Η άκρατη αυστηρότητα, που εσκεμμένα παραβλέπει όλες τις ιδιαιτερότητες ενός παραπτώματος, που μπορεί να λειτουργήσουν ελαφρυντικά, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί την εκδίκηση. Στην ουσία είναι άρνηση δικαιοσύνης. Κι όσο πιο αυστηρά καθορίζεται το νομοθετικό πλαίσιο, τόσο πιο έκδηλο γίνεται το ανελεύθερο. Οι εξοντωτικές ποινές που θα προκύψουν είναι η επισφράγιση της καταπίεσης, που παριστάνει τη διατήρηση της τάξης. Τελικά, αυτό που γεννιέται είναι η αντίδραση. Η εξάντληση της νομοθετικής αυστηρότητας, κατά κανόνα, κάθε άλλο παρά εξασφαλίζει την κοινωνική γαλήνη.
Οι δημοκρατίες δεν έχουν ανάγκη από τέτοιες μεθοδεύσεις. Ενδιαφέρονται να αποδώσουν τη δικαιοσύνη με την πληρότητα που της αρμόζει γνωρίζοντας καλά ότι δικαιοσύνη χωρίς επιείκεια είναι από θέση αρχής ακρωτηριασμένη. Η εκδίκηση δεν αρμόζει στις δημοκρατίες. Εξάλλου, το ενδιαφέρον εστιάζεται πρωτίστως στην επανένταξη του παραβάτη κι όχι στην εξόντωσή του. Γιατί σε μια δημοκρατία κανένας πολίτης δεν είναι περιττός.
Οι υγιείς δημοκρατίες ξέρουν ότι η εγκληματικότητα είναι πρόβλημα κοινωνικό. Γι’ αυτό και τη θεωρούν προσωπική τους αποτυχία. Αν εμφανιστούν κρούσματα που καταδεικνύουν την έξαρσή της γεννιέται προβληματισμός. Διερευνούνται τα αίτια. Η εύκολη λύση της μετάθεσης της ευθύνης στον ίδιο τον παραβάτη που είναι (μάλλον εκ φύσεως) κακοποιός δεν αρμόζει στις υγιείς δημοκρατίες. Αρμόζει σ’ εκείνες που τις παριστάνουν.
Και βέβαια, η επιείκεια δεν είναι μόνο αντίληψη που σχετίζεται με τον τρόπο της εφαρμογής του νόμου, αλλά συνολική στάση ζωής. Η εκπαίδευση, οι οικογενειακές σχέσεις, οι φιλίες, οι ευρύτερες συναναστροφές είναι πάντοτε πληρέστερες, όταν κοσμούνται από επιείκεια. Η άκρατη αυστηρότητα δεν μπορεί παρά να εκφράζει την αδυναμία της κατανόησης του άλλου. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για αδυναμία συνύπαρξης, αφού καταδεικνύει τη διαρκή επιμονή στο τέλειο που απαιτεί κανείς από τους γύρω του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος σταδιακά θα απομονωθεί. Από αυτή την άποψη, η επιείκεια παίρνει διαστάσεις προσωπικής ολοκλήρωσης. Γίνεται προϋπόθεση της ευτυχίας. Η έλλειψή της οδηγεί στη μεμψιμοιρία, την εριστικότητα, το ανευχαρίστητο, τη μικροπρέπεια. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να συνδυαστεί με την υποψία, την αθεράπευτη πίστη ότι όλοι συμπεριφέρονται άσχημα, τη μόνιμη αίσθηση της αδικίας.
Η επιείκεια ταιριάζει με τη μεγαλοψυχία. Είναι γενναιότητα της ψυχής κι αυτό γιατί τρέφει τη συγχώρεση μέσα της. Το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη για την επιείκεια είναι απολύτως σαφές: «Είναι λοιπόν φανερό τι είναι το επιεικές· είναι επίσης φανερό ότι είναι δίκαιο, και ακόμη από ποια μορφή του δικαίου είναι καλύτερο» (1137b 10, 38-40).
Από κει και πέρα, αυτό που μένει είναι να καθοριστεί και το ποιος είναι ο επιεικής άνθρωπος: «Έτσι, γίνεται επίσης φανερό τι είναι και ο επιεικής άνθρωπος: είναι ο άνθρωπος που έχει την τάση να επιλέγει αυτού του είδους τις πράξεις, και που τις κάνει, που δεν είναι ο αυστηρός τηρητής του γράμματος του νόμου πάντοτε προς το χειρότερο, αλλά μένει ευχαριστημένος με το μικρότερο πάντοτε μερτικό, μολονότι έχει την υποστήριξη του νόμου. Αυτή η έξη είναι η επιείκεια, ένα είδος δικαιοσύνης και, πάντως, όχι μια διαφορετική από αυτήν έξη» (1137b 10, 40-41 και 1138a 10, 1-4).
Κι επειδή η επιείκεια είναι η ολοκλήρωση της δικαιοσύνης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέεται με την ατιμωρησία και την ακύρωση του νόμου. Γιατί αυτό είναι η επισφράγιση της αδικίας. Επιεικής δεν είναι αυτός που ανέχεται να τον αδικούν, αλλά εκείνος που θα αποδώσει τη δικαιοσύνη, ακόμη κι αν πάρει το «μικρότερο μερτικό». Η κακώς εννοούμενη επιείκεια που δικαιολογεί το ασύδοτο είναι το άλλο άκρο της ανελαστικής αυστηρότητας. Θα έλεγε κανείς ότι έχει χτιστεί για μια ακόμη φορά το πλαίσιο των άκρων (υπερβολή – έλλειψη), όπου η μεσότητα προτείνεται ως μοναδική λύση.
Αυτού του είδους η στρεβλή εκδοχή της επιείκειας είναι μια ακόμη πρόκληση για κάθε υγιή δημοκρατία. Η διατήρηση του δικαίου, η αξιοκρατία, η ορθή διαπαιδαγώγηση των πολιτών, η αίσθηση του καθήκοντος είναι αδύνατο να καλλιεργηθούν μέσα στο πλαίσιο του ασύδοτου που παριστάνει το επιεικές. Γιατί αυτό είναι το πεδίο του θράσους που θα καταφέρει να υποσκελίσει την αξία.
Οι δημοκρατίες που στο όνομα της επιείκειας ισοπεδώνουν τα πάντα δεν μπορούν να είναι υγιείς. Κι αυτό γιατί υπονομεύουν, αντί να αναδείξουν, τα καλύτερα στοιχεία τους. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να μιλάμε για την ορθή εκδοχή της επιείκειας, αλλά για το λαϊκισμό που καπηλεύεται το όνομά της. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική οπτική.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου