Ο Μιλλ στο κείμενο Utilitarianism (1861) [Ωφελιμισμός], ένα εκτενές δοκίμιο το οποίο έγραψε λίγο μετά το Περί ελευθερίας, προσπαθεί να δείξει ότι οι ωφελιμιστές μπορούν να διακρίνουν τις ανώτερες ηδονές από τις κατώτερες.
Για τον Μπένθαμ, η ηδονή είναι ηδονή και ο πόνος πόνος. Η μόνη βάση για να κρίνουμε αν μια εμπειρία είναι καλύτερη ή χειρότερη από μια άλλη είναι η ένταση και η διάρκεια της ηδονής ή του πόνου που προκαλεί. Οι λεγόμενες ανώτερες ηδονές ή ευγενέστερες αρετές είναι απλώς εκείνες που παράγουν μια δυνατότερη και διαρκέστερη ηδονή. Ο Μπένθαμ δεν κάνει καμία ποιοτική διάκριση ανάμεσα στις ηδονές. «Αν η ποσότητα της ηδονής είναι ίση», όπως γράφει, «το παιχνίδι με τις καρφίτσες είναι εξίσου καλό με την ποίηση» (το «παιχνίδι με τις καρφίτσες», στα αγγλικά «push-pin» ήταν ένα παιχνίδι για παιδιά).
Η απήχηση του ωφελιμισμού του Μπένθαμ οφείλεται εν μέρει σε αυτό το ουδέτερο πνεύμα του που αποφεύγει τις κρίσεις. Δέχεται τις προτιμήσεις των ανθρώπων όπως είναι, χωρίς να κρίνει την ηθική τους αξία. Όλες οι προτιμήσεις έχουν ίση αξία. Ο Μπένθαμ θεωρεί ότι είναι αλαζονικό να υποστηρίζουμε ότι ορισμένες ηδονές είναι εγγενώς καλύτερες από άλλες. Σε μερικούς αρέσει ο Μότσαρτ, σε άλλους η Μαντόνα. Σε μερικούς αρέσει το μπαλέτο, σε άλλους το μπόουλινγκ. Ορισμένοι διαβάζουν τον Πλάτωνα, άλλοι το Penthouse. Ποιος μπορεί να πει, θα ρωτούσε ο Μπένθαμ. ότι ορισμένες ηδονές είναι ανώτερες ή πιο αξιόλογες ή ευγενέστερες από άλλες;
Η άρνησή του να κάνει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων ηδονών συνδέεται με την πεποίθηση του Μπένθαμ ότι όλες οι αξίες μπορούν να μετρηθούν και να συγκριθούν σε μια ενιαία κλίμακα. Αν οι εμπειρίες διαφέρουν μόνο κατά την ποσότητα της ηδονής ή του πόνου που προκαλούν, όχι ποιοτικά, τότε έχει νόημα να τις σταθμίσουμε με βάση μια ενιαία κλίμακα. Αλλά ορισμένοι απορρίπτουν τον ωφελιμισμό σε αυτό ακριβώς το σημείο: πιστεύουν ότι ορισμένες ηδονές είναι πραγματικά «ανώτερες» από άλλες. Αν μερικές ηδονές είναι αξιόλογες ενώ άλλες είναι ευτελείς, λένε, γιατί θα έπρεπε η κοινωνία να αποδίδει το ίδιο βάρος σε όλες, πόσω μάλλον να θεωρεί ότι το σύνολο όλων των προτιμήσεων συνιστά το ύψιστο αγαθό;
Σκεφτείτε ξανά τους Ρωμαίους που έριχναν Χριστιανούς στα λιοντάρια του Κολοσσαίου. Μια κριτική παρατήρηση ενάντια στο αιμοδιψές θέαμα είναι ότι παραβιάζει τα δικαιώματα των θυμάτων. Αλλά μια επιπλέον ένσταση είναι ότι ικανοποιεί διαστροφικές ηδονές και όχι ευγενείς. Δεν θα ήταν καλύτερο να αλλάξουμε αυτές τις προτιμήσεις παρά να τις ικανοποιούμε;
Για να καθορίσει τη νομοθεσία, ο Μπένθαμ θα συνυπολόγιζε όλες τις κρίσεις, ανεξάρτητα από την αξία τους. Αλλά, αν περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να βλέπουν κυνομαχίες απ’ ό,τι πίνακες του Ρέμπραντ, θα πρέπει η κοινωνία να επιχορηγεί τις αρένες των κυνομαχιών αντί για τα μουσεία τέχνης; Αν ορισμένες ηδονές είναι ταπεινές και έκφυλες, γιατί θα πρέπει να συνυπολογίζονται, σε οποιονδήποτε βαθμό, στον καθορισμό των νόμων;
Ο Μιλλ δεν θέλει να εγκαταλείψει την ιδέα ότι ορισμένοι τρόποι ζωής είναι ευγενέστεροι από άλλους, ακόμη κι αν οι άνθρωποι που τους ζουν ικανοποιούνται πιο δύσκολα. «Ένα ον προικισμένο με ανώτερες λειτουργίες χρειάζεται πολλά για να γίνει ευτυχισμένο, δύναται κατά τα φαινόμενα να αισθανθεί εντονότερο πόνο… από ένα ον κατώτερου τύπου. Αλλά, παρ όλα αυτά τα μειονεκτήματα, δεν θα επιθυμήσει ποτέ να βυθιστεί σε κάτι που αισθάνεται ότι αποτελεί κατώτερη βαθμίδα ύπαρξης». Γιατί δεν θέλουμε να ανταλλάξουμε μια ζωή που ενεργοποιεί τις ανώτερες ικανότητές μας με μια ζωή ευτελούς ευχαρίστησης;
Ο Μιλλ παραδέχεται ότι «περιστασιακά… υπό την επήρεια του πειρασμού», ακόμη και οι καλύτεροι από εμάς αναβάλλουν τις ανώτερες ηδονές για να απολαύσουν κατώτερες. Όλοι μας ενδίδουμε μια στις τόσες στον πειρασμό της καθιστικής ζωής. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Ρέμπραντ και τις τηλεοπτικές σειρές. Ο Μιλλ προβάλλει αυτό το επιχείρημα σε ένα αξιομνημόνευτο χωρίο: «Είναι προτιμότερο να είναι κάνεις ένας ανικανοποίητος άνθρωπος παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι- ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένας ικανοποιημένος ηλίθιος. Και εάν ο ηλίθιος ή το γουρούνι έχουν διαφορετική γνώμη, είναι επειδή βλέπουν μόνο τη μία όψη του ζητήματος, τη δική τους».
Αυτή η έκφραση της πίστης του στην αξία των ανώτερων ανθρώπινων δυνάμεων είναι εύγλωττη και πειστική. Αλλά στον βαθμό που στηρίζεται πάνω της, ο Μιλλ απομακρύνεται από την ωφελιμιστική αρχή. Οι πραγματικές εμπειρικές επιθυμίες δεν αποτελούν πλέον τη μόνη βάση για να κρίνουμε το ευγενές και το ποταπό. Τώρα το κριτήριο πηγάζει από ένα ιδεώδες ανθρώπινης αξιοπρέπειας που είναι ανεξάρτητο από τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες μας. Οι ανώτερες ηδονές δεν είναι ανώτερες επειδή τις προτιμάμε· τις προτιμάμε επειδή τις αναγνωρίζουμε ως ανώτερες. Θεωρούμε τον Άμλετ υψηλή τέχνη όχι επειδή μας αρέσει περισσότερο από λιγότερο καλές μορφές διασκέδασης, αλλά επειδή απευθύνεται στις ανώτερες ιδιότητές μας και μας κάνει πληρέστερα ανθρώπινους.
Ό,τι ισχύει για τα ατομικά δικαιώματα, το ίδιο ισχύει και για τις ανώτερες ηδονές: ο Μιλλ υπερασπίζεται τον ωφελιμισμό από την κατηγορία ότι ανάγει τα πάντα σε έναν χονδροειδή υπολογισμό ηδονής και πόνου, αλλά επικαλείται προς τούτο ένα ηθικό ιδεώδες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσωπικότητας που είναι ανεξάρτητο από την ίδια την ωφελιμότητα.
Από τους δύο μεγάλους κήρυκες του ωφελιμισμού, ο Μιλλ ήταν ο πιο ανθρώπινος φιλόσοφος και ο Μπένθαμ ο πιο συνεπής. Ο Μπένθαμ πέθανε το 1832, στην ηλικία των ογδόντα τεσσάρων ετών. Αλλά, αν πάτε στο Λονδίνο, μπορείτε και σήμερα να τον επισκεφθείτε. Ζήτησε στη διαθήκη του να διατηρήσουν το σώμα του, να το βαλσαμώσουν και να το εκθέσουν δημόσια. Και έτσι μπορεί κανείς να τον δει στο University College του Λονδίνου, όπου κάθεται σκεπτικός σε μια γυάλινη προθήκη, ντυμένος με τα πραγματικά του ρούχα.
Λίγο πριν πεθάνει, ο Μπένθαμ έθεσε στον εαυτό του ένα ερώτημα συνεπές προς τη φιλοσοφία του: σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ένας νεκρός για τους ζωντανούς; Μια δυνατότητα, κατέληξε, θα ήταν να προσφέρει το σώμα του για τη μελέτη της ανατομίας. Στην περίπτωση των μεγάλων φιλοσόφων, ωστόσο, είναι καλύτερο να διασώζει κανείς τη φυσική του παρουσία για να εμπνέει μελλοντικές γενιές στοχαστών. Ο Μπένθαμ τοποθέτησε τον εαυτό του στη δεύτερη αυτή κατηγορία.
Είναι γεγονός ότι η μετριοπάθεια δεν ήταν ένα από τα εμφανή χαρακτηριστικά του Μπένθαμ. Δεν έδωσε απλώς αυστηρές οδηγίες για τη διατήρηση και την έκθεση του σώματός του, αλλά πρότεινε οι φίλοι και οι μαθητές του να συναντιούνται κάθε χρόνο «για να τιμούν τη μνήμη τού θεμελιωτή του ηθικού και νομοθετικού συστήματος της μεγαλύτερης ευτυχίας» και, όταν θα το έκαναν, θα έπρεπε να βγάζουν έξω και τον Μπένθαμ για την περίσταση.
Οι θαυμαστές του τού έκαναν τη χάρη. Η «αυτοεικόνα» του Μπένθαμ, όπως την ονόμασε, ήταν παρούσα στην ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας του Μπένθαμ τη δεκαετία του ’80. Και ο βαλσαμωμένος Μπένθαμ μεταφέρεται, λένε, με καροτσάκι στις συναντήσεις του διοικητικού συμβουλίου του κολεγίου, τα πρακτικά του οποίου αναφέρουν ότι «είναι παρών αλλά δεν ψηφίζει».
Παρά τον προσεκτικό σχεδιασμό του Μπένθαμ, η ταρίχευση του κεφαλιού του δεν πέτυχε, και έτσι σήμερα κρατάει το πόστο του με ένα κέρινο κεφάλι στη θέση του πραγματικού. Το πραγματικό του κεφάλι, που φυλάσσεται τώρα σε ένα κελλάρι, το εξέθεταν για μια περίοδο σε ένα πιάτο ανάμεσα στα πόδια του. Αλλά κάποιοι φοιτητές έκλεψαν το κεφάλι και ζήτησαν λύτρα για να το επιστρέψουν στο κολέγιο με σκοπό να κάνουν μια φιλανθρωπική δωρεά.
Ακόμη και νεκρός, ο Τζέρεμι Μπένθαμ κάνει το μεγαλύτερο καλό για τον μεγαλύτερο αριθμό.
Για τον Μπένθαμ, η ηδονή είναι ηδονή και ο πόνος πόνος. Η μόνη βάση για να κρίνουμε αν μια εμπειρία είναι καλύτερη ή χειρότερη από μια άλλη είναι η ένταση και η διάρκεια της ηδονής ή του πόνου που προκαλεί. Οι λεγόμενες ανώτερες ηδονές ή ευγενέστερες αρετές είναι απλώς εκείνες που παράγουν μια δυνατότερη και διαρκέστερη ηδονή. Ο Μπένθαμ δεν κάνει καμία ποιοτική διάκριση ανάμεσα στις ηδονές. «Αν η ποσότητα της ηδονής είναι ίση», όπως γράφει, «το παιχνίδι με τις καρφίτσες είναι εξίσου καλό με την ποίηση» (το «παιχνίδι με τις καρφίτσες», στα αγγλικά «push-pin» ήταν ένα παιχνίδι για παιδιά).
Η απήχηση του ωφελιμισμού του Μπένθαμ οφείλεται εν μέρει σε αυτό το ουδέτερο πνεύμα του που αποφεύγει τις κρίσεις. Δέχεται τις προτιμήσεις των ανθρώπων όπως είναι, χωρίς να κρίνει την ηθική τους αξία. Όλες οι προτιμήσεις έχουν ίση αξία. Ο Μπένθαμ θεωρεί ότι είναι αλαζονικό να υποστηρίζουμε ότι ορισμένες ηδονές είναι εγγενώς καλύτερες από άλλες. Σε μερικούς αρέσει ο Μότσαρτ, σε άλλους η Μαντόνα. Σε μερικούς αρέσει το μπαλέτο, σε άλλους το μπόουλινγκ. Ορισμένοι διαβάζουν τον Πλάτωνα, άλλοι το Penthouse. Ποιος μπορεί να πει, θα ρωτούσε ο Μπένθαμ. ότι ορισμένες ηδονές είναι ανώτερες ή πιο αξιόλογες ή ευγενέστερες από άλλες;
Η άρνησή του να κάνει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων ηδονών συνδέεται με την πεποίθηση του Μπένθαμ ότι όλες οι αξίες μπορούν να μετρηθούν και να συγκριθούν σε μια ενιαία κλίμακα. Αν οι εμπειρίες διαφέρουν μόνο κατά την ποσότητα της ηδονής ή του πόνου που προκαλούν, όχι ποιοτικά, τότε έχει νόημα να τις σταθμίσουμε με βάση μια ενιαία κλίμακα. Αλλά ορισμένοι απορρίπτουν τον ωφελιμισμό σε αυτό ακριβώς το σημείο: πιστεύουν ότι ορισμένες ηδονές είναι πραγματικά «ανώτερες» από άλλες. Αν μερικές ηδονές είναι αξιόλογες ενώ άλλες είναι ευτελείς, λένε, γιατί θα έπρεπε η κοινωνία να αποδίδει το ίδιο βάρος σε όλες, πόσω μάλλον να θεωρεί ότι το σύνολο όλων των προτιμήσεων συνιστά το ύψιστο αγαθό;
Σκεφτείτε ξανά τους Ρωμαίους που έριχναν Χριστιανούς στα λιοντάρια του Κολοσσαίου. Μια κριτική παρατήρηση ενάντια στο αιμοδιψές θέαμα είναι ότι παραβιάζει τα δικαιώματα των θυμάτων. Αλλά μια επιπλέον ένσταση είναι ότι ικανοποιεί διαστροφικές ηδονές και όχι ευγενείς. Δεν θα ήταν καλύτερο να αλλάξουμε αυτές τις προτιμήσεις παρά να τις ικανοποιούμε;
Για να καθορίσει τη νομοθεσία, ο Μπένθαμ θα συνυπολόγιζε όλες τις κρίσεις, ανεξάρτητα από την αξία τους. Αλλά, αν περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να βλέπουν κυνομαχίες απ’ ό,τι πίνακες του Ρέμπραντ, θα πρέπει η κοινωνία να επιχορηγεί τις αρένες των κυνομαχιών αντί για τα μουσεία τέχνης; Αν ορισμένες ηδονές είναι ταπεινές και έκφυλες, γιατί θα πρέπει να συνυπολογίζονται, σε οποιονδήποτε βαθμό, στον καθορισμό των νόμων;
Ο Μιλλ δεν θέλει να εγκαταλείψει την ιδέα ότι ορισμένοι τρόποι ζωής είναι ευγενέστεροι από άλλους, ακόμη κι αν οι άνθρωποι που τους ζουν ικανοποιούνται πιο δύσκολα. «Ένα ον προικισμένο με ανώτερες λειτουργίες χρειάζεται πολλά για να γίνει ευτυχισμένο, δύναται κατά τα φαινόμενα να αισθανθεί εντονότερο πόνο… από ένα ον κατώτερου τύπου. Αλλά, παρ όλα αυτά τα μειονεκτήματα, δεν θα επιθυμήσει ποτέ να βυθιστεί σε κάτι που αισθάνεται ότι αποτελεί κατώτερη βαθμίδα ύπαρξης». Γιατί δεν θέλουμε να ανταλλάξουμε μια ζωή που ενεργοποιεί τις ανώτερες ικανότητές μας με μια ζωή ευτελούς ευχαρίστησης;
Ο Μιλλ παραδέχεται ότι «περιστασιακά… υπό την επήρεια του πειρασμού», ακόμη και οι καλύτεροι από εμάς αναβάλλουν τις ανώτερες ηδονές για να απολαύσουν κατώτερες. Όλοι μας ενδίδουμε μια στις τόσες στον πειρασμό της καθιστικής ζωής. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Ρέμπραντ και τις τηλεοπτικές σειρές. Ο Μιλλ προβάλλει αυτό το επιχείρημα σε ένα αξιομνημόνευτο χωρίο: «Είναι προτιμότερο να είναι κάνεις ένας ανικανοποίητος άνθρωπος παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι- ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένας ικανοποιημένος ηλίθιος. Και εάν ο ηλίθιος ή το γουρούνι έχουν διαφορετική γνώμη, είναι επειδή βλέπουν μόνο τη μία όψη του ζητήματος, τη δική τους».
Αυτή η έκφραση της πίστης του στην αξία των ανώτερων ανθρώπινων δυνάμεων είναι εύγλωττη και πειστική. Αλλά στον βαθμό που στηρίζεται πάνω της, ο Μιλλ απομακρύνεται από την ωφελιμιστική αρχή. Οι πραγματικές εμπειρικές επιθυμίες δεν αποτελούν πλέον τη μόνη βάση για να κρίνουμε το ευγενές και το ποταπό. Τώρα το κριτήριο πηγάζει από ένα ιδεώδες ανθρώπινης αξιοπρέπειας που είναι ανεξάρτητο από τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες μας. Οι ανώτερες ηδονές δεν είναι ανώτερες επειδή τις προτιμάμε· τις προτιμάμε επειδή τις αναγνωρίζουμε ως ανώτερες. Θεωρούμε τον Άμλετ υψηλή τέχνη όχι επειδή μας αρέσει περισσότερο από λιγότερο καλές μορφές διασκέδασης, αλλά επειδή απευθύνεται στις ανώτερες ιδιότητές μας και μας κάνει πληρέστερα ανθρώπινους.
Ό,τι ισχύει για τα ατομικά δικαιώματα, το ίδιο ισχύει και για τις ανώτερες ηδονές: ο Μιλλ υπερασπίζεται τον ωφελιμισμό από την κατηγορία ότι ανάγει τα πάντα σε έναν χονδροειδή υπολογισμό ηδονής και πόνου, αλλά επικαλείται προς τούτο ένα ηθικό ιδεώδες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσωπικότητας που είναι ανεξάρτητο από την ίδια την ωφελιμότητα.
Από τους δύο μεγάλους κήρυκες του ωφελιμισμού, ο Μιλλ ήταν ο πιο ανθρώπινος φιλόσοφος και ο Μπένθαμ ο πιο συνεπής. Ο Μπένθαμ πέθανε το 1832, στην ηλικία των ογδόντα τεσσάρων ετών. Αλλά, αν πάτε στο Λονδίνο, μπορείτε και σήμερα να τον επισκεφθείτε. Ζήτησε στη διαθήκη του να διατηρήσουν το σώμα του, να το βαλσαμώσουν και να το εκθέσουν δημόσια. Και έτσι μπορεί κανείς να τον δει στο University College του Λονδίνου, όπου κάθεται σκεπτικός σε μια γυάλινη προθήκη, ντυμένος με τα πραγματικά του ρούχα.
Λίγο πριν πεθάνει, ο Μπένθαμ έθεσε στον εαυτό του ένα ερώτημα συνεπές προς τη φιλοσοφία του: σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ένας νεκρός για τους ζωντανούς; Μια δυνατότητα, κατέληξε, θα ήταν να προσφέρει το σώμα του για τη μελέτη της ανατομίας. Στην περίπτωση των μεγάλων φιλοσόφων, ωστόσο, είναι καλύτερο να διασώζει κανείς τη φυσική του παρουσία για να εμπνέει μελλοντικές γενιές στοχαστών. Ο Μπένθαμ τοποθέτησε τον εαυτό του στη δεύτερη αυτή κατηγορία.
Είναι γεγονός ότι η μετριοπάθεια δεν ήταν ένα από τα εμφανή χαρακτηριστικά του Μπένθαμ. Δεν έδωσε απλώς αυστηρές οδηγίες για τη διατήρηση και την έκθεση του σώματός του, αλλά πρότεινε οι φίλοι και οι μαθητές του να συναντιούνται κάθε χρόνο «για να τιμούν τη μνήμη τού θεμελιωτή του ηθικού και νομοθετικού συστήματος της μεγαλύτερης ευτυχίας» και, όταν θα το έκαναν, θα έπρεπε να βγάζουν έξω και τον Μπένθαμ για την περίσταση.
Οι θαυμαστές του τού έκαναν τη χάρη. Η «αυτοεικόνα» του Μπένθαμ, όπως την ονόμασε, ήταν παρούσα στην ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας του Μπένθαμ τη δεκαετία του ’80. Και ο βαλσαμωμένος Μπένθαμ μεταφέρεται, λένε, με καροτσάκι στις συναντήσεις του διοικητικού συμβουλίου του κολεγίου, τα πρακτικά του οποίου αναφέρουν ότι «είναι παρών αλλά δεν ψηφίζει».
Παρά τον προσεκτικό σχεδιασμό του Μπένθαμ, η ταρίχευση του κεφαλιού του δεν πέτυχε, και έτσι σήμερα κρατάει το πόστο του με ένα κέρινο κεφάλι στη θέση του πραγματικού. Το πραγματικό του κεφάλι, που φυλάσσεται τώρα σε ένα κελλάρι, το εξέθεταν για μια περίοδο σε ένα πιάτο ανάμεσα στα πόδια του. Αλλά κάποιοι φοιτητές έκλεψαν το κεφάλι και ζήτησαν λύτρα για να το επιστρέψουν στο κολέγιο με σκοπό να κάνουν μια φιλανθρωπική δωρεά.
Ακόμη και νεκρός, ο Τζέρεμι Μπένθαμ κάνει το μεγαλύτερο καλό για τον μεγαλύτερο αριθμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου