Εθελοντισμός. Μία κίνηση με αδιαμφισβήτητη αξία, που στόχο έχει να βοηθήσει –πρακτικά–, χωρίς αντάλλαγμα, έναν άνθρωπο, ένα ζώο ή ακόμη κι έναν οργανισμό. Μια πράξη κοινωνικής προσφοράς από άτομα που καταθέτουν τις γνώσεις τους, το μεράκι, τη διάθεση, ακόμη και τα χρήματά τους, με στόχο να βοηθήσουν σε μια κρίσιμη κατάσταση.
Συχνά, παρέχουν προσωπικό εξοπλισμό αλλά και προσωπικό κόπο, ώστε να καταφέρουν να βοηθήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επενδύουν πολύτιμο χρόνο, μιας κι είναι άνθρωποι που μέσα απ’ την προσφορά, καταθέτουν και την ίδια την ψυχή τους για όποιον έχει την ανάγκη τους. Συνήθως, δεν είναι χασομέρηδες. Δεν είναι, δηλαδή, ότι δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν κι αφοσιώνονται στον εθελοντισμό. Ως επί το πλείστον είναι μορφωμένοι άνθρωποι, που κι αυτοί δουλεύουν καθημερινά για τα προς το ζην –ή ακόμη και για το ευ ζην– και πολλοί από αυτούς έχουν πίσω τους οικογένειες και δικά τους πρόσωπα στα οποία θέλουν επίσης να αφιερώνουν στιγμές.
Θυσιάζοντας, λοιπόν, τις ώρες που θα μπορούσαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους, ακόμη κι όταν δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, τον δημιουργούν, ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν. Μια καλή πράξη τους ανταμείβει ψυχικά, καθώς μέσα απ’ την προσφορά νιώθουν πλήρεις και χαρούμενοι, αφού δημιούργησαν μια ευκαιρία για να δώσουν, με λίγα λόγια, αγάπη. Κι όταν προσφέρεις αγάπη, λαμβάνεις κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσα τα λόγια μπορούν να εκφράσουν.
Τα τελευταία χρόνια ακούμε όλο και συχνότερα τη λέξη «εθελοντισμός». Σε κάθε κοινωνική δράση, σε κάθε εκδήλωση, ακόμη και μέσα στους περισσότερους οργανισμούς –κοινωφελείς και μη– βλέπουμε αρωγούς των προσπαθειών απλούς καθημερινούς ανθρώπους, να συμβάλλουν εθελοντικά στις δράσεις αυτές. Πόσο, άραγε, να ήταν απαραίτητη αυτή η εθελοντική εργασία; Μήπως θα μπορούσε, στη θέση της, να είχε δημιουργηθεί μία κανονική θέση εργασίας; Μήπως κάποιες φορές αγγίζονται τα όρια της εκμετάλλευσης;
Σίγουρα θα εθελοτυφλούσαμε αν πιστεύαμε πως δεν υπάρχουν άνθρωποι που εκμεταλλεύονται την καλοπροαίρετη διάθεση των εθελοντών, για να στήσουν το επικερδές τσαρδάκι τους στις πλάτες αυτών που φτάνουν να ρισκάρουν ακόμη και τη ζωή τους σε κάποιες περιπτώσεις για να προσφέρουν αφιλοκερδώς τον χρόνο, τη βοήθειά τους, συχνά και το υστέρημά τους.
Οι καιροί που διανύουμε έχουν γίνει αναμφισβήτητα πιο σκληροί. Η εκμετάλλευση στον εργασιακό τομέα –κι όχι μόνο– έχει περάσει τα όρια. Ο εθελοντισμός άνοιξε την όρεξη σε κάποια πρόσωπα να επιθυμούν να κερδίσουν μέσα απ’ αυτόν. Γλυτώνοντας χρήματα, χρησιμοποιούν τον εθελοντή ως μέσο να τους βγάλει τη δουλειά. Μέσα από αυτό διαφημίζονται και δημιουργούν μια social esteem στον κλάδο των επιχειρήσεων, κερδίζοντας έδαφος -και πελατεία.
Οι επιχειρήσεις δηλώνουν με αυτόν τον τρόπο την παρουσία τους παντού. Τυπώνουν ακόμη και μπλουζάκια στους εθελοντές με το λογότυπό τους, τους εκθειάζουν για να τους κάνουν να θέλουν να συνεχίσουν να προσφέρουν, θυματοποιώντας τους, χωρίς καν εκείνοι να το παίρνουν χαμπάρι. Στις πλάτες τους στήνουν την εικόνα της επιχείρησης, με κέρδος πολλές χιλιάδες ευρώ, απ’ τα οποία δε χαραμίζουν ούτε ψίχουλο για να προσλάβουν προσωπικό. Και τι να το κάνουν, εξάλλου, όσο ακόμη υπάρχουν (αφελώς) πρόθυμοι να κάνουν τη δουλειά χωρίς ούτε ένα σεντ, και μάλιστα με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο; Άλλωστε, στα μάτια όσων το δουν, η επιχείρηση θα μοιάζει ως ένα σύνολο υπέροχων πλασμάτων που προσφέρουν στον συνάνθρωπο και στα ζώα, άρα αυτομάτως θα την στηρίξουν με τις αγορές τους.
Δε θα υποστηρίξω ποτέ ότι πρέπει να σταματήσουμε να προσφέρουμε εθελοντικά τη βοήθειά μας σε όποιον την έχει ανάγκη, εφόσον φυσικά έχουμε τη γνώση, ώστε να ‘μαστε αποτελεσματικοί. Θα υποστηρίζω, όμως, πεισματικά πως θα πρέπει να ‘μαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στο για ποιους θα το κάνουμε και πού θα προσφέρουμε. Τα όρια είναι λεπτά, και θα πρέπει να τα ανακαλύψουμε για να μη γινόμαστε άλλο πια θύματα των επιτήδειων.
Συχνά, παρέχουν προσωπικό εξοπλισμό αλλά και προσωπικό κόπο, ώστε να καταφέρουν να βοηθήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επενδύουν πολύτιμο χρόνο, μιας κι είναι άνθρωποι που μέσα απ’ την προσφορά, καταθέτουν και την ίδια την ψυχή τους για όποιον έχει την ανάγκη τους. Συνήθως, δεν είναι χασομέρηδες. Δεν είναι, δηλαδή, ότι δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν κι αφοσιώνονται στον εθελοντισμό. Ως επί το πλείστον είναι μορφωμένοι άνθρωποι, που κι αυτοί δουλεύουν καθημερινά για τα προς το ζην –ή ακόμη και για το ευ ζην– και πολλοί από αυτούς έχουν πίσω τους οικογένειες και δικά τους πρόσωπα στα οποία θέλουν επίσης να αφιερώνουν στιγμές.
Θυσιάζοντας, λοιπόν, τις ώρες που θα μπορούσαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους, ακόμη κι όταν δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, τον δημιουργούν, ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν. Μια καλή πράξη τους ανταμείβει ψυχικά, καθώς μέσα απ’ την προσφορά νιώθουν πλήρεις και χαρούμενοι, αφού δημιούργησαν μια ευκαιρία για να δώσουν, με λίγα λόγια, αγάπη. Κι όταν προσφέρεις αγάπη, λαμβάνεις κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσα τα λόγια μπορούν να εκφράσουν.
Τα τελευταία χρόνια ακούμε όλο και συχνότερα τη λέξη «εθελοντισμός». Σε κάθε κοινωνική δράση, σε κάθε εκδήλωση, ακόμη και μέσα στους περισσότερους οργανισμούς –κοινωφελείς και μη– βλέπουμε αρωγούς των προσπαθειών απλούς καθημερινούς ανθρώπους, να συμβάλλουν εθελοντικά στις δράσεις αυτές. Πόσο, άραγε, να ήταν απαραίτητη αυτή η εθελοντική εργασία; Μήπως θα μπορούσε, στη θέση της, να είχε δημιουργηθεί μία κανονική θέση εργασίας; Μήπως κάποιες φορές αγγίζονται τα όρια της εκμετάλλευσης;
Σίγουρα θα εθελοτυφλούσαμε αν πιστεύαμε πως δεν υπάρχουν άνθρωποι που εκμεταλλεύονται την καλοπροαίρετη διάθεση των εθελοντών, για να στήσουν το επικερδές τσαρδάκι τους στις πλάτες αυτών που φτάνουν να ρισκάρουν ακόμη και τη ζωή τους σε κάποιες περιπτώσεις για να προσφέρουν αφιλοκερδώς τον χρόνο, τη βοήθειά τους, συχνά και το υστέρημά τους.
Οι καιροί που διανύουμε έχουν γίνει αναμφισβήτητα πιο σκληροί. Η εκμετάλλευση στον εργασιακό τομέα –κι όχι μόνο– έχει περάσει τα όρια. Ο εθελοντισμός άνοιξε την όρεξη σε κάποια πρόσωπα να επιθυμούν να κερδίσουν μέσα απ’ αυτόν. Γλυτώνοντας χρήματα, χρησιμοποιούν τον εθελοντή ως μέσο να τους βγάλει τη δουλειά. Μέσα από αυτό διαφημίζονται και δημιουργούν μια social esteem στον κλάδο των επιχειρήσεων, κερδίζοντας έδαφος -και πελατεία.
Οι επιχειρήσεις δηλώνουν με αυτόν τον τρόπο την παρουσία τους παντού. Τυπώνουν ακόμη και μπλουζάκια στους εθελοντές με το λογότυπό τους, τους εκθειάζουν για να τους κάνουν να θέλουν να συνεχίσουν να προσφέρουν, θυματοποιώντας τους, χωρίς καν εκείνοι να το παίρνουν χαμπάρι. Στις πλάτες τους στήνουν την εικόνα της επιχείρησης, με κέρδος πολλές χιλιάδες ευρώ, απ’ τα οποία δε χαραμίζουν ούτε ψίχουλο για να προσλάβουν προσωπικό. Και τι να το κάνουν, εξάλλου, όσο ακόμη υπάρχουν (αφελώς) πρόθυμοι να κάνουν τη δουλειά χωρίς ούτε ένα σεντ, και μάλιστα με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο; Άλλωστε, στα μάτια όσων το δουν, η επιχείρηση θα μοιάζει ως ένα σύνολο υπέροχων πλασμάτων που προσφέρουν στον συνάνθρωπο και στα ζώα, άρα αυτομάτως θα την στηρίξουν με τις αγορές τους.
Δε θα υποστηρίξω ποτέ ότι πρέπει να σταματήσουμε να προσφέρουμε εθελοντικά τη βοήθειά μας σε όποιον την έχει ανάγκη, εφόσον φυσικά έχουμε τη γνώση, ώστε να ‘μαστε αποτελεσματικοί. Θα υποστηρίζω, όμως, πεισματικά πως θα πρέπει να ‘μαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στο για ποιους θα το κάνουμε και πού θα προσφέρουμε. Τα όρια είναι λεπτά, και θα πρέπει να τα ανακαλύψουμε για να μη γινόμαστε άλλο πια θύματα των επιτήδειων.
Παιζουν και τα δυο σχετικα με τοερωτημα της αναρτησης ..Αυριο κλεινει το google plus κι ευτυχως υπάρχεις εδω και θα διαβάζω τις αναρτησεις σου μετα απο μεγαλη αποχη απο το διαδικτυο .
ΑπάντησηΔιαγραφή