«Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας»: αυτός ο ισχυρισμός του Σαρτρ φαίνεται περίπλοκος, αλλά δεν είναι. Σημαίνει απλώς ότι είμαστε ελεύθεροι να υπάρχουμε, να εφεύρουμε τον εαυτό μας και να τον διορθώσουμε μέσα στη ζωή μας, όπως και την ιστορία μας. Οποιαδήποτε και αν είναι πρώτη, δεν είναι η «ουσία» αυτό που ο θεός επιθυμεί να γίνουμε ή αυτό που το γονιδίωμά μας ή η κοινωνική μας τάξη θα καθορίσει να είμαστε. Με τον ισχυρισμό αυτό, που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπαρξιστικής φιλοσοφίας του, ο Ζαν Πολ Σαρτρ ανήκει στην κατηγορία των φιλοσόφων του «γίγνεσθαι». Το ίδιο και ο Νίτσε όταν, στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, επαναλαμβάνει την εντολή του Πίνδαρου: «Γίνε αυτό που είσαι». Για να επιτευχθεί αυτό, για να διεκδικήσουμε με επιτυχία τη μοναδικότητά μας, χρειάζεται όντως μια ζωή. Χρειάζεται η περιπέτεια και οι κακουχίες, να τολμάμε να εγκαταλείψουμε την άνεση της συνήθειας.
Αυτοί οι φιλόσοφοι του «γίγνεσθαι» αντιτίθενται στους φιλοσόφους της ουσίας, οι οποίοι δεν επικεντρώνονται τόσο στην ιστορία του ατόμου όσο στην αμετάβλητη αλήθεια του, σε αυτό που αποκαλούν οι χριστιανοί «ψυχή» ο Λάιμπνιτς «ουσία» κι ο Καρτέσιος «εγώ». Αυτή η αντίθεση χρονολογείται από τις πρώτες μέρες της φιλοσοφίας, σε εκείνους τους σοφούς πριν από τον Σωκράτη, οι οποίοι ονομάζονται «προσωκρατικοί»: στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη. Από τη μια, ο Ηράκλειτος, στοχαστής του «γίγνεσθαι», ο οποίος χρησιμοποιεί τη μεταφορά του ποταμού για να συμβολίσει την αέναη κίνηση των πάντων: «Δεν κολυμπάμε ποτέ δύο φορές στο ίδιο ποτάμι». Από την άλλη, ο Παρμενίδης, στοχαστής του «είναι», ο οποίος ορίζει τον θεό ως «το ακίνητο και αιώνιο Ον». Στην παράδοσή μας, ο Παρμενίδης ξεπέρασε τον Ηράκλειτο. Οι ηρακλείτειοι, όπως ο Νίτσε ή ο Σαρτρ, είναι μειοψηφία. Σημαντικοί φιλόσοφοι -ο Πλάτωνας, ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς…- είναι σχεδόν όλοι τους παρμενικοί: πιστεύουν περισσότερο στο «είναι» απ’ ό,τι στο «γίγνεσθαι». Αυτό είναι ένα πρόβλημα στη συλλογιστική μας για την αρετή της αποτυχίας. Αν οι αποτυχίες μας μπορούν να μας βοηθήσουν να «γίνουμε», μπορεί πράγματι να αποβεί επικίνδυνο να ανακαλύψουμε το «είναι» μας. Κι αυτό επειδή τότε θα θεωρούσαμε ότι η αποτυχία μας δίνει μια απάντηση για το π είμαστε και γι’ αυτό τη βιώνουμε άσχημα. Βιώνοντας, όμως, διαφορετικά την αποτυχία, θέτουμε το ερώτημα για το π θα μπορούσαμε να γίνουμε. Πιστεύοντας ότι η αποτυχία μπορεί να μας βοηθήσει να αναδυθούμε πάλι, να ξαναβρούμε τον προσανατολισμό μας συγκλίνουμε σε μια φιλοσοφίας του «γίγνεσθαι»· είναι η επιλογή ανάμεσα στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη.
Άλλωστε, οι αποτυχίες μας έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να μας κάνουν διατεθειμένους στην προώθηση αλλαγής κατεύθυνσης, μιας υπαρξιακής αλλαγής πορείας που θα αποδειχθεί επιτυχής. Η σημασία τους μερικές φορές εμποτίζει τη ζωή μας και καθορίζει την επανακατεύθυνσή μας. Κι αυτή είναι άλλη μια αρετή της αποτυχίας το ότι μας κάνει διαθέσιμους και ανοιχτούς σε νέα πράγματα.
Αν ο Κάρολος Δαρβίνος δεν είχε αποτύχει διαδοχικά στις σπουδές του στην ιατρική και στη θεολογία, ποτέ δεν θα είχε μπαρκάρει για αυτό το μακρύ ταξίδι το τόσο αποφασιστικό στην κατάρτιση και τη σκέψη του, ώστε να οδηγηθεί στην κατανόηση των μηχανισμοί της εξέλιξης.
Ο νεαρός Κάρολος Δαρβίνος ξεκίνησε σπουδάζοντας ιατρικά στη Σκοτία, μιας και ο πατέρας του, όντας γιατρός και ο ίδιος, επιθυμούσε να ακολουθήσει τα βήματά του. Σοκαρισμένος από τις βίαιες μεθόδους της χειρουργικής, βρίσκοντας βαρετά τα θεωρητικά μαθήματα, πέρασε κάποιο χρόνο παρατηρώντας πουλιά από το παράθυρο ώσπου αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιατρική σχολή, στη συνέχεια γράφτηκε στο Χριστιανικό Κολέγιο του Κέιμπριτζ για να λάβει θεολογική εκπαίδευση ώστε να γίνει αγγλικανός ιερέας. Ωστόσο ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να αφοσιωθεί στις σπουδές του, προτιμώντας να ιππεύει και να συλλέγει σκαθάρια από το να ακούει κηρύγματα για τον Θεό, κι έτσι διέκοψε και πάλι τις σπουδές του. Δύο διαδοχικές αποτυχίες που δεν του δίδαξαν τίποτα ουσιαστικό για τo ανθρώπινο σώμα ή την αλήθεια του Θεού, ωστόσο τον έκαναν διαθέσιμο για μια περιπέτεια που διάφορες ποτέ δεν θα είχε δοκιμάσει. Ο Δαρβίνος αποφάσισε να μπαρκάρει με ένα πλοίο για δύο χρόνια. Οι σειρήvες του Beagle ακούγονταν στο λιμάνι Γούλγουιτς, στον Τάμεση. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Η κλίση του ήρθε στο φως σε αυτό το ταξίδι, παρατηρώντας τα είδη που συναντούσαν στην πορεία τους. Ιδού τι πρέπει να γνωρίζουν οι μαθητές που ταλανίζονται προσπαθώντας να βρουν τον δρόμο τους. Όλοι θα πρέπει να διαβάσουν το Ταξιδεύοντας με το Beagle του Κάρολου Δαρβίνου.
Αν και στην αρχή αντιμετωπίζονται ως δρόμοι που μοιάζουν δίχως διέξοδο, μερικές αποτυχίες είναι μάλλον σταυροδρόμια παρά αδιέξοδα. Ανακαλύπτοντας αυτές τις διαδρομές ζωής, σκεφτόμαστε τη μεταφορά με τον βράχο που αναπτύσσει ο Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν: «0 βράχος θα μου προβάλει μεγάλη αντίσταση αν θελήσω να τον μετακινήσω. Αν θέλω, όμως, να ανέβω και να θαυμάσω το τοπίο θα με βοηθήσει πολύ». Επειδή υπάρχουμε στον χρόνο και μπορούμε να θέτουμε νέους στόχους στη δράση μας, έχουμε τη δύναμη, γράφει ο Σαρτρ μερικές γραμμές πιο κάτω, να κάνουμε το «εμπόδιο» του βράχου ένα “βοήθημα” για ένα νέο έργο. Αυτό σημαίνει να υπογραμμίζουμε τη δύναμη του πνεύματός μας, την παρουσία μας. Η κεντρική ιδέα του σαρτρικού υπαρξισμού είναι το «έργο». Το να υπάρχουμε δεν σημαίνει να απολαμβάνουμε μια σταθερή και αιώνια αλήθεια. Η ύπαρξη απαιτεί να προβάλλουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο μέλλον. Γνωρίζοντας το φράγμα της αποτυχίας, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που οι ίδιοι προβαλλόμαστε και να το κάνουμε αρχή μας.
Αυτοί οι φιλόσοφοι του «γίγνεσθαι» αντιτίθενται στους φιλοσόφους της ουσίας, οι οποίοι δεν επικεντρώνονται τόσο στην ιστορία του ατόμου όσο στην αμετάβλητη αλήθεια του, σε αυτό που αποκαλούν οι χριστιανοί «ψυχή» ο Λάιμπνιτς «ουσία» κι ο Καρτέσιος «εγώ». Αυτή η αντίθεση χρονολογείται από τις πρώτες μέρες της φιλοσοφίας, σε εκείνους τους σοφούς πριν από τον Σωκράτη, οι οποίοι ονομάζονται «προσωκρατικοί»: στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη. Από τη μια, ο Ηράκλειτος, στοχαστής του «γίγνεσθαι», ο οποίος χρησιμοποιεί τη μεταφορά του ποταμού για να συμβολίσει την αέναη κίνηση των πάντων: «Δεν κολυμπάμε ποτέ δύο φορές στο ίδιο ποτάμι». Από την άλλη, ο Παρμενίδης, στοχαστής του «είναι», ο οποίος ορίζει τον θεό ως «το ακίνητο και αιώνιο Ον». Στην παράδοσή μας, ο Παρμενίδης ξεπέρασε τον Ηράκλειτο. Οι ηρακλείτειοι, όπως ο Νίτσε ή ο Σαρτρ, είναι μειοψηφία. Σημαντικοί φιλόσοφοι -ο Πλάτωνας, ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς…- είναι σχεδόν όλοι τους παρμενικοί: πιστεύουν περισσότερο στο «είναι» απ’ ό,τι στο «γίγνεσθαι». Αυτό είναι ένα πρόβλημα στη συλλογιστική μας για την αρετή της αποτυχίας. Αν οι αποτυχίες μας μπορούν να μας βοηθήσουν να «γίνουμε», μπορεί πράγματι να αποβεί επικίνδυνο να ανακαλύψουμε το «είναι» μας. Κι αυτό επειδή τότε θα θεωρούσαμε ότι η αποτυχία μας δίνει μια απάντηση για το π είμαστε και γι’ αυτό τη βιώνουμε άσχημα. Βιώνοντας, όμως, διαφορετικά την αποτυχία, θέτουμε το ερώτημα για το π θα μπορούσαμε να γίνουμε. Πιστεύοντας ότι η αποτυχία μπορεί να μας βοηθήσει να αναδυθούμε πάλι, να ξαναβρούμε τον προσανατολισμό μας συγκλίνουμε σε μια φιλοσοφίας του «γίγνεσθαι»· είναι η επιλογή ανάμεσα στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη.
Άλλωστε, οι αποτυχίες μας έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να μας κάνουν διατεθειμένους στην προώθηση αλλαγής κατεύθυνσης, μιας υπαρξιακής αλλαγής πορείας που θα αποδειχθεί επιτυχής. Η σημασία τους μερικές φορές εμποτίζει τη ζωή μας και καθορίζει την επανακατεύθυνσή μας. Κι αυτή είναι άλλη μια αρετή της αποτυχίας το ότι μας κάνει διαθέσιμους και ανοιχτούς σε νέα πράγματα.
Αν ο Κάρολος Δαρβίνος δεν είχε αποτύχει διαδοχικά στις σπουδές του στην ιατρική και στη θεολογία, ποτέ δεν θα είχε μπαρκάρει για αυτό το μακρύ ταξίδι το τόσο αποφασιστικό στην κατάρτιση και τη σκέψη του, ώστε να οδηγηθεί στην κατανόηση των μηχανισμοί της εξέλιξης.
Ο νεαρός Κάρολος Δαρβίνος ξεκίνησε σπουδάζοντας ιατρικά στη Σκοτία, μιας και ο πατέρας του, όντας γιατρός και ο ίδιος, επιθυμούσε να ακολουθήσει τα βήματά του. Σοκαρισμένος από τις βίαιες μεθόδους της χειρουργικής, βρίσκοντας βαρετά τα θεωρητικά μαθήματα, πέρασε κάποιο χρόνο παρατηρώντας πουλιά από το παράθυρο ώσπου αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιατρική σχολή, στη συνέχεια γράφτηκε στο Χριστιανικό Κολέγιο του Κέιμπριτζ για να λάβει θεολογική εκπαίδευση ώστε να γίνει αγγλικανός ιερέας. Ωστόσο ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να αφοσιωθεί στις σπουδές του, προτιμώντας να ιππεύει και να συλλέγει σκαθάρια από το να ακούει κηρύγματα για τον Θεό, κι έτσι διέκοψε και πάλι τις σπουδές του. Δύο διαδοχικές αποτυχίες που δεν του δίδαξαν τίποτα ουσιαστικό για τo ανθρώπινο σώμα ή την αλήθεια του Θεού, ωστόσο τον έκαναν διαθέσιμο για μια περιπέτεια που διάφορες ποτέ δεν θα είχε δοκιμάσει. Ο Δαρβίνος αποφάσισε να μπαρκάρει με ένα πλοίο για δύο χρόνια. Οι σειρήvες του Beagle ακούγονταν στο λιμάνι Γούλγουιτς, στον Τάμεση. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Η κλίση του ήρθε στο φως σε αυτό το ταξίδι, παρατηρώντας τα είδη που συναντούσαν στην πορεία τους. Ιδού τι πρέπει να γνωρίζουν οι μαθητές που ταλανίζονται προσπαθώντας να βρουν τον δρόμο τους. Όλοι θα πρέπει να διαβάσουν το Ταξιδεύοντας με το Beagle του Κάρολου Δαρβίνου.
Αν και στην αρχή αντιμετωπίζονται ως δρόμοι που μοιάζουν δίχως διέξοδο, μερικές αποτυχίες είναι μάλλον σταυροδρόμια παρά αδιέξοδα. Ανακαλύπτοντας αυτές τις διαδρομές ζωής, σκεφτόμαστε τη μεταφορά με τον βράχο που αναπτύσσει ο Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν: «0 βράχος θα μου προβάλει μεγάλη αντίσταση αν θελήσω να τον μετακινήσω. Αν θέλω, όμως, να ανέβω και να θαυμάσω το τοπίο θα με βοηθήσει πολύ». Επειδή υπάρχουμε στον χρόνο και μπορούμε να θέτουμε νέους στόχους στη δράση μας, έχουμε τη δύναμη, γράφει ο Σαρτρ μερικές γραμμές πιο κάτω, να κάνουμε το «εμπόδιο» του βράχου ένα “βοήθημα” για ένα νέο έργο. Αυτό σημαίνει να υπογραμμίζουμε τη δύναμη του πνεύματός μας, την παρουσία μας. Η κεντρική ιδέα του σαρτρικού υπαρξισμού είναι το «έργο». Το να υπάρχουμε δεν σημαίνει να απολαμβάνουμε μια σταθερή και αιώνια αλήθεια. Η ύπαρξη απαιτεί να προβάλλουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο μέλλον. Γνωρίζοντας το φράγμα της αποτυχίας, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που οι ίδιοι προβαλλόμαστε και να το κάνουμε αρχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου