Ένας αξιωματούχος επισκέφτηκε τον Επίκτητο. Αρχικά μιλήσανε για διάφορα θέματα. Κατόπιν o Επίκτητος τον ρώτησε αν είχε γυναίκα και παιδιά. O άλλος απάντησε πως ναι. Τότε ο Επίκτητος τον ρώτησε:
— Πώς σου φαίνεται η οικογενειακή ζωή;
— Δυστυχία…
— Γιατί; Γι’ αυτό παντρεύονται και κάνουν παιδιά οι άνθρωποι; Για να δυστυχήσουν κι όχι για να ευτυχήσουν;
— Όχι. Αλλά η έγνοια για τα παιδάκια μου μ’ έχει διαλύσει. Πρόσφατα η κορούλα μου αρρώστησε και λέγανε πως κινδύνευε να πεθάνει. Μα εγώ δεν άντεχα να σταθώ κοντά της όσο ήταν άρρωστη, αλλά έφυγα απ’ το σπίτι κι έμενα αλλού μέχρι να ‘ρθει κάποιος να μου μηνύσει πως έγινε καλά.
— Και τι πιστεύεις; Σου φαίνεται ότι φέρθηκες σωστά;
— Μου φαίνεται ότι φέρθηκα φυσιολογικά.
— Αν εσύ με πείσεις ότι φέρθηκες φυσιολογικά, τότε κι εγώ θα σε πείσω πως καθετί που γίνεται σύμφωνα με τη φύση γίνεται σωστά.
— Έτσι αισθανόμαστε όλοι οι πατεράδες ή έστω οι περισσότεροι.
— Εγώ δεν αμφισβητώ το αν αυτό συμβαίνει. Η διαφωνία μας είναι για το αν αυτό είναι σωστό. Και γενικότερα ότι το λάθος είναι σύμφωνο με τη φύση, μιας και όλοι σχεδόν ή τέλος πάντων οι περισσότεροι, κάνουμε λάθη. Δείξε μου λοιπόν πως η συμπεριφορά σου είναι φυσιολογική.
— Δεν μπορώ να το δείξω. Καλύτερα εσύ να μου το δείξεις, γιατί δεν είναι φυσιολογική και γιατί δεν είναι σωστή.
— Ωραία. Αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, ποιο κριτήριο θα επικαλούμασταν για να ξεχωρίσουμε;
— Την όραση.
— Κι αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι κρύο ή ζεστό, σκληρό ή μαλακό;
—Την αφή.
— Ωραία, τώρα που η διαφωνία μας έχει να κάνει με το τι είναι φυσιολογικό και με το τι γίνεται σωστά ή όχι σωστά, ποιο κριτήριο θες να επικαλεστούμε;
— Δεν ξέρω.
— Συμφωνείς όμως ότι αν τύχει και δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο των χρωμάτων, των οσμών ή των γεύσεων δεν χάνουμε και πάρα πολλά, ενώ αν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο του καλού και του κακού, φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού, τότε η ζημιά είναι πολύ μεγάλη;
— Μεγαλύτερη δεν υπάρχει.
— Ωραία. Αυτά που κάποιοι τα θεωρούν πρέποντα και αρμόζοντα είναι όντως τέτοια; Οι Εβραίοι, οι Σύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Ρωμαίοι έχουν αντιλήψεις για το τι είναι πρέπον να τρώμε, σωστά; Είναι όλες τους σωστές;
— Πώς είναι δυνατόν να είναι όλες σωστές;
— Πράγματι, μου φαίνεται ότι αναγκαστικά, εάν οι αντιλήψεις των Αιγυπτίων είναι σωστές, τότε οι αντιλήψεις των υπολοίπων δεν θα είναι σωστές. Κι αν είναι σωστές οι αντιλήψεις των Εβραίων, τότε των άλλων δεν είναι, σωστά;
— Προφανώς.
— Εκεί που υπάρχει άγνοια, εκεί υπάρχει ασχετοσύνη και απαιδευσιά για τα πράγματα τα αναγκαία, σωστά;
— Συμφωνώ.
— Εσύ τώρα, αφού το αντιλήφθηκες αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο ούτε θα μελετήσεις τίποτε άλλο παρά μονάχα πώς θα βρεις το κριτήριο του τι είναι σύμφωνο με τη φύση. Κι αφού το βρεις, θα χρησιμοποιήσεις το κριτήριο αυτό για να ξεχωρίσεις τι είναι φυσιολογικό στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για την ώρα όμως μπορώ να σου προσφέρω μια βοήθεια σ’ αυτό που ζητάς. Θεωρείς ότι η αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο;
— Προφανώς.
— Εντάξει . H αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο. H λογική δεν είναι;
— Προφανώς και είναι.
— H αγάπη συγκρούεται με τη λογική;
— Δε νομίζω.
— Αν συγκρουόταν, όμως, τότε από τη στιγμή που δυο πράγματα συγκρούονται μεταξύ τους και το ένα είναι φυσικό, και το άλλο αφύσικο. Σωστά;
— Σωστά.
— Επομένως, αν βρούμε κάτι που αποτελεί δήλωση αγάπης και την ίδια στιγμή είναι κάτι το λογικό, τότε θα πούμε με αποφασιστικότητα γι’ αυτό ότι και σωστό είναι και ωραίο. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Ωραία. Δεν νομίζω ότι θα αμφισβητήσεις πως το να εγκαταλείψεις το παιδί σου άρρωστο και να πας να μείνεις αλλού είναι λογικό. Μένει να εξετάσουμε αν αποτελεί εκδήλωση της αγάπης σου.
— Ας το εξετάσουμε.
— Λες ότι επειδή αγαπάς το παιδί σου, σωστά έκανες κι έφυγες και το παράτησες, ναι; H μάνα, όμως, δεν το αγαπά το παιδί;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε να το εγκαταλείψει κι αυτή ή όχι;
— Δεν έπρεπε.
— Η παραμάνα; Το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Μήπως έπρεπε κι αυτή να το εγκαταλείψει;
— Όχι, όχι.
— Ο δάσκαλος του παιδιού: Δεν το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε μήπως να εγκαταλειφθεί το παιδί έρημο κι αβοήθητο απ’ την πολλή αγάπη των γονιών του και των ανθρώπων των δικών του; Έπρεπε μήπως v’ αφεθεί να πεθάνει στα χέρια εκείνων που ούτε το αγαπούν ούτε το νοιάζονται;
— Όχι, προφανώς όχι…
— Ναι, αλλά δεν είναι άδικο και εγωιστικό αυτά που θεωρείς ότι είναι θεμιτό να τα κάνεις εσύ εξαιτίας της πολλής αγάπης σου, να μην τα επιτρέπεις και σ’ όποιον άλλο αισθάνεται την ίδια αγάπη με σένα;
— Δεκτό.
— Εντάξει, για πες τώρα. Αν εσύ ήσουν άρρωστος, θα ήθελες μήπως όλοι οι κοντινοί σου άνθρωποι, μα και τα παιδιά σου κι η γυναίκα σου, να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ που να σ’ αφήσουν μόνο κι αβοήθητο;
— Όχι, καθόλου…
— Θα προσευχόσουν να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ οι δικοί σου, ώστε εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης τους εσύ να μένεις πάντα μόνος στις αρρώστιες; ‘H μήπως θα προσευχόσουν έτσι να σ’ αγαπούν οι εχθροί σου, αν γινόταν, ώστε αυτοί τουλάχιστον να σ’ αφήνουν στην ησυχία σου; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει ότι η συμπεριφορά σου διόλου δεν ήταν από αγάπη.
— Ναι, αλλά τι σημαίνει αυτό;
— Τι ήταν εκείνο σ’ έσπρωξε να εγκαταλείψεις το παιδί; Διότι κάτι ήταν. Ήταν το ίδιο πράγμα που έσπρωξε κι έναν άνθρωπο στη Ρώμη, ο οποίος όταν έτρεχε τo άλογο που υποστήριζε στις ιπποδρομίες είχε καλυμμένο με τα χέρια του το πρόσωπό του. Κι όταν αργότερα το άλογο κέρδισε ανέλπιστα τον αγώνα, αυτός λιποθύμησε κι έπρεπε να του βάλουν βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο για να τον συνεφέρουν. Τι πράγμα λοιπόν ήταν αυτό;
Δεν είναι της ώρας μια εξήγηση επιστημονική. Αρκεί εδώ να πειστούμε γι’ αυτό που λένε οι φιλόσοφοι, ότι δηλαδή το πράγμα αυτό δεν πρέπει να το αναζητήσουμε έξω από εμάς, αλλά πάντοτε ένα είναι αυτό που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να μην το κάνουμε, να πούμε κάτι ή να μην το πούμε, να περηφανευτούμε για κάτι ή να ντραπούμε γι’ αυτό, να επιδιώξουμε κάτι ή να το αποφύγουμε. Αυτό το ένα πράγμα είναι που και τώρα κάνει εσένα να έρθεις εδώ να κάτσεις να μ’ ακούσεις, κι εμένα να σου μιλάω. Ποιο είναι αυτό; Οι αντιλήψεις μας για το τι είναι σωστό τι όχι. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Κι αν μας είχε φανεί καλύτερο να κάνουμε κάτι άλλο, θα κάναμε το άλλο, σωστά; Επομένως, η αιτία του πένθους του Αχιλλέα δεν είναι ο θάνατος του Πάτροκλου (γιατί άλλοι άνθρωποι δεν ένιωσαν το ίδιο αίσθημα όταν πέθανε o σύντροφός τους), αλλά η αντίληψή που σχημάτισες για το τι είναι σωστό. Κι αν πάλι έμενες, αιτία θα ήταν η αντίληψή σου. Και τώρα πηγαίνεις στη Ρώμη, γιατί αυτό νομίζεις καλύτερο. Κι αν αλλάξεις γνώμη, δεν θα πας στη Ρώμη. Και ούτε η εξορία ούτε η ταλαιπωρία ούτε τίποτα τέτοιο δεν είναι η αιτία που κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι, αλλά οι αντιλήψεις και οι ιδέες μας για τον θάνατο, την εξορία κ.λπ. Σε πείθω ή όχι;
— Με πείθεις.
— Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα θα προκύψει ανάλογα με την αιτία του. Επομένως, από σήμερα και στο εξής, όταν συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν είναι σωστός, δε θα κατηγορούμε τίποτα άλλο παρά τη δική μας αντίληψη, την αντίληψη εκείνη που μας έκανε να φερθούμε με τον τρόπο που φερθήκαμε. Και θα προσπαθούμε να ξεριζώσουμε και να αφαιρέσουμε την αντίληψη αυτή περισσότερο κι απ’ τα σπυριά και τ’ αποστήματα του κορμιού μας. Την ίδια αιτία θα θεωρήσουμε ότι έχουν και οι συμπεριφορές που είναι πράγματι σωστές.
Και στο εξής δεν θα κατηγορούμε ούτε τον υπηρέτη μας ούτε τον γείτονα ούτε τη γυναίκα μας ούτε τα παιδιά μας ως τον υπεύθυνο για τα όποια δεινά μας. Γιατί θα γνωρίζουμε ότι τις δικές μας πράξεις τις προκαλούν οι δικές μας αντιλήψεις. Και τις αντιλήψεις μας, το τι θα πιστέψουμε ή όχι, το εξουσιάζουμε εμείς και τίποτε έξω από εμάς.
— Σωστά.
— Από σήμερα και στο εξής, τίποτε άλλο δεν θα εξετάσουμε, για το αν είναι καλό ή όχι, για το αν είναι αυτό που πρέπει ή όχι, ούτε το χωράφι μας ούτε το προσωπικό μας ούτε τα άλογα ή τα σκυλιά μας, αλλά μονάχα τις αντιλήψεις μας.
— Μακάρι.
— Το αντιλαμβάνεσαι λοιπόν κι ο ίδιος ότι, αν θέλεις να μελετήσεις πραγματικά τις αντιλήψεις σου, θα πρέπει να γίνεις το ζώο εκείνο που οι πάντες κοροϊδεύουν: άνθρωπος που σπουδάζει. Και το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι αυτό δεν είναι υπόθεση της μιας ώρας ή της μιας μέρας.
ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Η Ελευθερία
— Πώς σου φαίνεται η οικογενειακή ζωή;
— Δυστυχία…
— Γιατί; Γι’ αυτό παντρεύονται και κάνουν παιδιά οι άνθρωποι; Για να δυστυχήσουν κι όχι για να ευτυχήσουν;
— Όχι. Αλλά η έγνοια για τα παιδάκια μου μ’ έχει διαλύσει. Πρόσφατα η κορούλα μου αρρώστησε και λέγανε πως κινδύνευε να πεθάνει. Μα εγώ δεν άντεχα να σταθώ κοντά της όσο ήταν άρρωστη, αλλά έφυγα απ’ το σπίτι κι έμενα αλλού μέχρι να ‘ρθει κάποιος να μου μηνύσει πως έγινε καλά.
— Και τι πιστεύεις; Σου φαίνεται ότι φέρθηκες σωστά;
— Μου φαίνεται ότι φέρθηκα φυσιολογικά.
— Αν εσύ με πείσεις ότι φέρθηκες φυσιολογικά, τότε κι εγώ θα σε πείσω πως καθετί που γίνεται σύμφωνα με τη φύση γίνεται σωστά.
— Έτσι αισθανόμαστε όλοι οι πατεράδες ή έστω οι περισσότεροι.
— Εγώ δεν αμφισβητώ το αν αυτό συμβαίνει. Η διαφωνία μας είναι για το αν αυτό είναι σωστό. Και γενικότερα ότι το λάθος είναι σύμφωνο με τη φύση, μιας και όλοι σχεδόν ή τέλος πάντων οι περισσότεροι, κάνουμε λάθη. Δείξε μου λοιπόν πως η συμπεριφορά σου είναι φυσιολογική.
— Δεν μπορώ να το δείξω. Καλύτερα εσύ να μου το δείξεις, γιατί δεν είναι φυσιολογική και γιατί δεν είναι σωστή.
— Ωραία. Αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, ποιο κριτήριο θα επικαλούμασταν για να ξεχωρίσουμε;
— Την όραση.
— Κι αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι κρύο ή ζεστό, σκληρό ή μαλακό;
—Την αφή.
— Ωραία, τώρα που η διαφωνία μας έχει να κάνει με το τι είναι φυσιολογικό και με το τι γίνεται σωστά ή όχι σωστά, ποιο κριτήριο θες να επικαλεστούμε;
— Δεν ξέρω.
— Συμφωνείς όμως ότι αν τύχει και δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο των χρωμάτων, των οσμών ή των γεύσεων δεν χάνουμε και πάρα πολλά, ενώ αν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο του καλού και του κακού, φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού, τότε η ζημιά είναι πολύ μεγάλη;
— Μεγαλύτερη δεν υπάρχει.
— Ωραία. Αυτά που κάποιοι τα θεωρούν πρέποντα και αρμόζοντα είναι όντως τέτοια; Οι Εβραίοι, οι Σύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Ρωμαίοι έχουν αντιλήψεις για το τι είναι πρέπον να τρώμε, σωστά; Είναι όλες τους σωστές;
— Πώς είναι δυνατόν να είναι όλες σωστές;
— Πράγματι, μου φαίνεται ότι αναγκαστικά, εάν οι αντιλήψεις των Αιγυπτίων είναι σωστές, τότε οι αντιλήψεις των υπολοίπων δεν θα είναι σωστές. Κι αν είναι σωστές οι αντιλήψεις των Εβραίων, τότε των άλλων δεν είναι, σωστά;
— Προφανώς.
— Εκεί που υπάρχει άγνοια, εκεί υπάρχει ασχετοσύνη και απαιδευσιά για τα πράγματα τα αναγκαία, σωστά;
— Συμφωνώ.
— Εσύ τώρα, αφού το αντιλήφθηκες αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο ούτε θα μελετήσεις τίποτε άλλο παρά μονάχα πώς θα βρεις το κριτήριο του τι είναι σύμφωνο με τη φύση. Κι αφού το βρεις, θα χρησιμοποιήσεις το κριτήριο αυτό για να ξεχωρίσεις τι είναι φυσιολογικό στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για την ώρα όμως μπορώ να σου προσφέρω μια βοήθεια σ’ αυτό που ζητάς. Θεωρείς ότι η αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο;
— Προφανώς.
— Εντάξει . H αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο. H λογική δεν είναι;
— Προφανώς και είναι.
— H αγάπη συγκρούεται με τη λογική;
— Δε νομίζω.
— Αν συγκρουόταν, όμως, τότε από τη στιγμή που δυο πράγματα συγκρούονται μεταξύ τους και το ένα είναι φυσικό, και το άλλο αφύσικο. Σωστά;
— Σωστά.
— Επομένως, αν βρούμε κάτι που αποτελεί δήλωση αγάπης και την ίδια στιγμή είναι κάτι το λογικό, τότε θα πούμε με αποφασιστικότητα γι’ αυτό ότι και σωστό είναι και ωραίο. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Ωραία. Δεν νομίζω ότι θα αμφισβητήσεις πως το να εγκαταλείψεις το παιδί σου άρρωστο και να πας να μείνεις αλλού είναι λογικό. Μένει να εξετάσουμε αν αποτελεί εκδήλωση της αγάπης σου.
— Ας το εξετάσουμε.
— Λες ότι επειδή αγαπάς το παιδί σου, σωστά έκανες κι έφυγες και το παράτησες, ναι; H μάνα, όμως, δεν το αγαπά το παιδί;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε να το εγκαταλείψει κι αυτή ή όχι;
— Δεν έπρεπε.
— Η παραμάνα; Το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Μήπως έπρεπε κι αυτή να το εγκαταλείψει;
— Όχι, όχι.
— Ο δάσκαλος του παιδιού: Δεν το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε μήπως να εγκαταλειφθεί το παιδί έρημο κι αβοήθητο απ’ την πολλή αγάπη των γονιών του και των ανθρώπων των δικών του; Έπρεπε μήπως v’ αφεθεί να πεθάνει στα χέρια εκείνων που ούτε το αγαπούν ούτε το νοιάζονται;
— Όχι, προφανώς όχι…
— Ναι, αλλά δεν είναι άδικο και εγωιστικό αυτά που θεωρείς ότι είναι θεμιτό να τα κάνεις εσύ εξαιτίας της πολλής αγάπης σου, να μην τα επιτρέπεις και σ’ όποιον άλλο αισθάνεται την ίδια αγάπη με σένα;
— Δεκτό.
— Εντάξει, για πες τώρα. Αν εσύ ήσουν άρρωστος, θα ήθελες μήπως όλοι οι κοντινοί σου άνθρωποι, μα και τα παιδιά σου κι η γυναίκα σου, να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ που να σ’ αφήσουν μόνο κι αβοήθητο;
— Όχι, καθόλου…
— Θα προσευχόσουν να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ οι δικοί σου, ώστε εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης τους εσύ να μένεις πάντα μόνος στις αρρώστιες; ‘H μήπως θα προσευχόσουν έτσι να σ’ αγαπούν οι εχθροί σου, αν γινόταν, ώστε αυτοί τουλάχιστον να σ’ αφήνουν στην ησυχία σου; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει ότι η συμπεριφορά σου διόλου δεν ήταν από αγάπη.
— Ναι, αλλά τι σημαίνει αυτό;
— Τι ήταν εκείνο σ’ έσπρωξε να εγκαταλείψεις το παιδί; Διότι κάτι ήταν. Ήταν το ίδιο πράγμα που έσπρωξε κι έναν άνθρωπο στη Ρώμη, ο οποίος όταν έτρεχε τo άλογο που υποστήριζε στις ιπποδρομίες είχε καλυμμένο με τα χέρια του το πρόσωπό του. Κι όταν αργότερα το άλογο κέρδισε ανέλπιστα τον αγώνα, αυτός λιποθύμησε κι έπρεπε να του βάλουν βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο για να τον συνεφέρουν. Τι πράγμα λοιπόν ήταν αυτό;
Δεν είναι της ώρας μια εξήγηση επιστημονική. Αρκεί εδώ να πειστούμε γι’ αυτό που λένε οι φιλόσοφοι, ότι δηλαδή το πράγμα αυτό δεν πρέπει να το αναζητήσουμε έξω από εμάς, αλλά πάντοτε ένα είναι αυτό που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να μην το κάνουμε, να πούμε κάτι ή να μην το πούμε, να περηφανευτούμε για κάτι ή να ντραπούμε γι’ αυτό, να επιδιώξουμε κάτι ή να το αποφύγουμε. Αυτό το ένα πράγμα είναι που και τώρα κάνει εσένα να έρθεις εδώ να κάτσεις να μ’ ακούσεις, κι εμένα να σου μιλάω. Ποιο είναι αυτό; Οι αντιλήψεις μας για το τι είναι σωστό τι όχι. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Κι αν μας είχε φανεί καλύτερο να κάνουμε κάτι άλλο, θα κάναμε το άλλο, σωστά; Επομένως, η αιτία του πένθους του Αχιλλέα δεν είναι ο θάνατος του Πάτροκλου (γιατί άλλοι άνθρωποι δεν ένιωσαν το ίδιο αίσθημα όταν πέθανε o σύντροφός τους), αλλά η αντίληψή που σχημάτισες για το τι είναι σωστό. Κι αν πάλι έμενες, αιτία θα ήταν η αντίληψή σου. Και τώρα πηγαίνεις στη Ρώμη, γιατί αυτό νομίζεις καλύτερο. Κι αν αλλάξεις γνώμη, δεν θα πας στη Ρώμη. Και ούτε η εξορία ούτε η ταλαιπωρία ούτε τίποτα τέτοιο δεν είναι η αιτία που κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι, αλλά οι αντιλήψεις και οι ιδέες μας για τον θάνατο, την εξορία κ.λπ. Σε πείθω ή όχι;
— Με πείθεις.
— Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα θα προκύψει ανάλογα με την αιτία του. Επομένως, από σήμερα και στο εξής, όταν συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν είναι σωστός, δε θα κατηγορούμε τίποτα άλλο παρά τη δική μας αντίληψη, την αντίληψη εκείνη που μας έκανε να φερθούμε με τον τρόπο που φερθήκαμε. Και θα προσπαθούμε να ξεριζώσουμε και να αφαιρέσουμε την αντίληψη αυτή περισσότερο κι απ’ τα σπυριά και τ’ αποστήματα του κορμιού μας. Την ίδια αιτία θα θεωρήσουμε ότι έχουν και οι συμπεριφορές που είναι πράγματι σωστές.
Και στο εξής δεν θα κατηγορούμε ούτε τον υπηρέτη μας ούτε τον γείτονα ούτε τη γυναίκα μας ούτε τα παιδιά μας ως τον υπεύθυνο για τα όποια δεινά μας. Γιατί θα γνωρίζουμε ότι τις δικές μας πράξεις τις προκαλούν οι δικές μας αντιλήψεις. Και τις αντιλήψεις μας, το τι θα πιστέψουμε ή όχι, το εξουσιάζουμε εμείς και τίποτε έξω από εμάς.
— Σωστά.
— Από σήμερα και στο εξής, τίποτε άλλο δεν θα εξετάσουμε, για το αν είναι καλό ή όχι, για το αν είναι αυτό που πρέπει ή όχι, ούτε το χωράφι μας ούτε το προσωπικό μας ούτε τα άλογα ή τα σκυλιά μας, αλλά μονάχα τις αντιλήψεις μας.
— Μακάρι.
— Το αντιλαμβάνεσαι λοιπόν κι ο ίδιος ότι, αν θέλεις να μελετήσεις πραγματικά τις αντιλήψεις σου, θα πρέπει να γίνεις το ζώο εκείνο που οι πάντες κοροϊδεύουν: άνθρωπος που σπουδάζει. Και το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι αυτό δεν είναι υπόθεση της μιας ώρας ή της μιας μέρας.
ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Η Ελευθερία
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου