ΤΡ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀπόφηνον ὅλην σαυτὴν
γενναιοπρεπῶς τοῖσιν ἐρασταῖς
ἡμῖν, οἵ σου τρυχόμεθ᾽ ἤδη
990 τρία καὶ δέκ᾽ ἔτη·
λῦσον δὲ μάχας καὶ κορκορυγάς,
ἵνα Λυσιμάχην σε καλῶμεν·
παῦσον δ᾽ ἡμῶν τὰς ὑπονοίας
τὰς περικόμψους,
995 αἷς στωμυλλόμεθ᾽ εἰς ἀλλήλους·
μεῖξον δ᾽ ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας
πάλιν ἐξ ἀρχῆς
φιλίας χυλῷ καὶ συγγνώμῃ
τινὶ πρᾳοτέρᾳ κέρασον τὸν νοῦν·
καὶ τὴν ἀγορὰν ἡμῖν ἀγαθῶν
1000 ἐμπλησθῆναι, ᾽κ Μεγάρων σκορόδων,
σικύων πρῴων, μήλων, ῥοιῶν,
δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν·
κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν
χῆνας, νήττας, φάττας, τροχίλους·
1005 καὶ Κωπᾴδων ἐλθεῖν σπυρίδας,
καὶ περὶ ταύτας ἡμᾶς ἁθρόους
ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι
Μορύχῳ, Τελέᾳ, Γλαυκέτῃ, ἄλλοις
τένθαις πολλοῖς· κᾆτα Μελάνθιον
1010 ἥκειν ὕστερον εἰς τὴν ἀγοράν,
τὰς δὲ πεπρᾶσθαι, τὸν δ᾽ ὀτοτύζειν,
εἶτα μονῳδεῖν ἐκ Μηδείας·
«ὀλόμαν, ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς
τᾶς ἐν τεύτλοισι λοχευομένας·»
1015 τοὺς δ᾽ ἀνθρώπους ἐπιχαίρειν.
ταῦτ᾽, ὦ πολυτίμητ᾽, εὐχομένοις ἡμῖν δίδου.
λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς
σφάξεις τὸν οἶν. ΟΙ. ἀλλ᾽ οὐ θέμις. ΤΡ. τιὴ τί δή;
ΟΙ. οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς,
1020 οὐδ᾽ αἱματοῦται βωμός. ΤΡ. ἀλλ᾽ εἴσω φέρων
θύσας τὰ μηρί᾽ ἐξελὼν δεῦρ᾽ ἔκφερε,
χοὔτω τὸ πρόβατον τῷ χορηγῷ σῴζεται.
ΧΟ. σὲ δὴ θύρασιν ‹ἐνθαδὶ› χρὴ μένοντα τοίνυν [ἀντ.]
σχίζας δευρὶ τιθέναι ταχέως
1025 τά τε πρόσφορα πάντ᾽ ἐπὶ τούτοις.
ΤΡ. οὔκουν δοκῶ σοι μαντικῶς τὸ φρύγανον τίθεσθαι;
ΧΟ. πῶς δ᾽ οὐχί; τί γάρ σε πέφευγ᾽ ὅσα χρὴ
σοφὸν ἄνδρα; τί δ᾽ οὐ σὺ φρονεῖς ὁπόσα χρε-
ών ἐστιν τόν ‹γε› σοφῇ δόκιμον
1030 φρενὶ πορίμῳ τε τόλμῃ;
ΤΡ. ἡ σχίζα γοῦν ἐνημμένη τὸν Στιλβίδην πιέζει.
καὶ τὴν τράπεζαν οἴσομαι, καὶ παιδὸς οὐ δεήσει.
ΧΟ. τίς οὖν ἂν οὐκ ἐπαινέσει-
εν ἄνδρα τοιοῦτον, ὅσ-
1035 τις πόλλ᾽ ἀνατλὰς ἔσω-
σε τὴν ἱερὰν πόλιν;
ὥστ᾽ οὐχὶ μὴ παύσει ποτ᾽ ὢν
ζηλωτὸς ἅπασιν.
***
ΤΡΥ. Ναι, θεά,
γενναιόδωρα, ολάκερη πρέπει σ᾽ εμάς να δοθείς,
τους πιστούς σου εραστές,
που για σε δοκιμάσαμε πίκρες πολλές
990 δεκατρία τώρα χρόνια·
λύσε μάχες κι αντάρες πολέμου, που εμείς
να σε κράζουμε πια Λυσιμάχη·
υποψίες λεπτεπίλεπτες, που είν᾽ αφορμή
να φλυαρούμε αμοιβαία και χωρίς τελειωμό,
έλα, Ειρήνη, και κόψ᾽ τες·
κι εμάς όλους τους Έλληνες πάλι εξαρχής
με φιλίας να μας σμίξεις χυλό
και συμπάθειας να στάξεις σταλιές απαλές
στη στρυφνάδα του νου·
1000 μεγαρίτικα σκόρδα και χίλια καλά
να γεμίσει ξανά η αγορά·
πρώιμ᾽ αγγούρια, κυδώνια και ρόδια πολλά,
μα και κάπες, οι δούλοι μ᾽ αυτές να ντυθούν·
απ᾽ τη γη των Βοιωτών να μας έρθουν ξανά
χήνες, πάπιες, πουλιά
ποταμίσια και φάσσες, αλλά
και κοφίνια με χέλια της λίμνης· γι᾽ αυτά,
για τα χέλια, πατείς με πατώ σε να τρέχουμ᾽ εμείς,
στριμωχτοί, και λιχούδηδες πλήθος:
ο Τελέας, ο Γλαυκέτης, ο Μόρυχος κι άλλοι·
με πολλή καθυστέρηση να ᾽ρχεται πια
κι ο Μελάνθιος, αλλά
1010 χέλια πια να μην έχει·
μεγαλόφωνους θρήνους ν᾽ αρχίζει λοιπόν,
και με μια μονωδία να τελειώνει απ᾽ τη Μήδεια:
«Χάθηκα αχ, χάθηκα αχ, στερημένος εγώ
απ᾽ αυτή που σε σέσκουλα κείτεται μέσα.»
Κι όλοι οι γύρω να πίνουνε μέλι.
Αυτά ζητούμε, θεά, και δώσε μάς τα.
Στον υπηρέτη.
Πιάσ᾽ το μαχαίρι εσύ και σα χασάπης
σφάξε τ᾽ αρνί. ΥΠΗ. Δεν κάνει να το σφάξω.
ΤΡΥ. Γιατί; ΥΠΗ. Δεν αγαπά σφαγές η Ειρήνη
κι ούτε να χύνεται αίμα στο βωμό της.
1020 ΤΡΥ. Τότε, πάρ᾽ το στο σπίτι, κάνε μέσα
τη θυσία, και τα μπούτια μόνο φέρε·
έτσι τ᾽ αρνί στο θέατρο θ᾽ απομείνει.
ΧΟΡ. Εσύ κοντά στην πόρτα εκεί πρέπει, Τρυγαίε, να μένεις·
βάζε σκίζες γοργά,
κι όλα τ᾽ άλλα όπως πρέπει να κάνεις με τάξη.
ΤΡΥ. Τί λες; πολύ ιερατικά τα φρύγανα δε βάζω;
ΧΟΡ. Δε σου λείπει το ελάχιστο απ᾽ όσα ταιριάζουν
σ᾽ ένα φρόνιμον άντρα· είν᾽ ο νους σου
1030 με σοφία προικισμένος γερή,
κι η ψυχή σου με γόνιμη τόλμη.
ΤΡΥ. Άναψε η σκίζα, κι ο Στιλβίδης σκάει απ᾽ το κακό του.
Θα φέρω κρεατοσάνιδο· δε χρειάζομαι υπηρέτη.
Τρέχει στο σπίτι.
ΧΟΡ. Ποιός δε θα πει τον έπαινο
ενός ανθρώπου σαν αυτόν;
έργο μεγάλο τόλμησε,
κοπίασε, κι έτσι γλίτωσε
αυτή την πόλη την ιερή·
γι᾽ αυτό, Τρυγαίε, παντοτινά
θα σε ζηλεύουν όλοι.
γενναιοπρεπῶς τοῖσιν ἐρασταῖς
ἡμῖν, οἵ σου τρυχόμεθ᾽ ἤδη
990 τρία καὶ δέκ᾽ ἔτη·
λῦσον δὲ μάχας καὶ κορκορυγάς,
ἵνα Λυσιμάχην σε καλῶμεν·
παῦσον δ᾽ ἡμῶν τὰς ὑπονοίας
τὰς περικόμψους,
995 αἷς στωμυλλόμεθ᾽ εἰς ἀλλήλους·
μεῖξον δ᾽ ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας
πάλιν ἐξ ἀρχῆς
φιλίας χυλῷ καὶ συγγνώμῃ
τινὶ πρᾳοτέρᾳ κέρασον τὸν νοῦν·
καὶ τὴν ἀγορὰν ἡμῖν ἀγαθῶν
1000 ἐμπλησθῆναι, ᾽κ Μεγάρων σκορόδων,
σικύων πρῴων, μήλων, ῥοιῶν,
δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν·
κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν
χῆνας, νήττας, φάττας, τροχίλους·
1005 καὶ Κωπᾴδων ἐλθεῖν σπυρίδας,
καὶ περὶ ταύτας ἡμᾶς ἁθρόους
ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι
Μορύχῳ, Τελέᾳ, Γλαυκέτῃ, ἄλλοις
τένθαις πολλοῖς· κᾆτα Μελάνθιον
1010 ἥκειν ὕστερον εἰς τὴν ἀγοράν,
τὰς δὲ πεπρᾶσθαι, τὸν δ᾽ ὀτοτύζειν,
εἶτα μονῳδεῖν ἐκ Μηδείας·
«ὀλόμαν, ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς
τᾶς ἐν τεύτλοισι λοχευομένας·»
1015 τοὺς δ᾽ ἀνθρώπους ἐπιχαίρειν.
ταῦτ᾽, ὦ πολυτίμητ᾽, εὐχομένοις ἡμῖν δίδου.
λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς
σφάξεις τὸν οἶν. ΟΙ. ἀλλ᾽ οὐ θέμις. ΤΡ. τιὴ τί δή;
ΟΙ. οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς,
1020 οὐδ᾽ αἱματοῦται βωμός. ΤΡ. ἀλλ᾽ εἴσω φέρων
θύσας τὰ μηρί᾽ ἐξελὼν δεῦρ᾽ ἔκφερε,
χοὔτω τὸ πρόβατον τῷ χορηγῷ σῴζεται.
ΧΟ. σὲ δὴ θύρασιν ‹ἐνθαδὶ› χρὴ μένοντα τοίνυν [ἀντ.]
σχίζας δευρὶ τιθέναι ταχέως
1025 τά τε πρόσφορα πάντ᾽ ἐπὶ τούτοις.
ΤΡ. οὔκουν δοκῶ σοι μαντικῶς τὸ φρύγανον τίθεσθαι;
ΧΟ. πῶς δ᾽ οὐχί; τί γάρ σε πέφευγ᾽ ὅσα χρὴ
σοφὸν ἄνδρα; τί δ᾽ οὐ σὺ φρονεῖς ὁπόσα χρε-
ών ἐστιν τόν ‹γε› σοφῇ δόκιμον
1030 φρενὶ πορίμῳ τε τόλμῃ;
ΤΡ. ἡ σχίζα γοῦν ἐνημμένη τὸν Στιλβίδην πιέζει.
καὶ τὴν τράπεζαν οἴσομαι, καὶ παιδὸς οὐ δεήσει.
ΧΟ. τίς οὖν ἂν οὐκ ἐπαινέσει-
εν ἄνδρα τοιοῦτον, ὅσ-
1035 τις πόλλ᾽ ἀνατλὰς ἔσω-
σε τὴν ἱερὰν πόλιν;
ὥστ᾽ οὐχὶ μὴ παύσει ποτ᾽ ὢν
ζηλωτὸς ἅπασιν.
***
ΤΡΥ. Ναι, θεά,
γενναιόδωρα, ολάκερη πρέπει σ᾽ εμάς να δοθείς,
τους πιστούς σου εραστές,
που για σε δοκιμάσαμε πίκρες πολλές
990 δεκατρία τώρα χρόνια·
λύσε μάχες κι αντάρες πολέμου, που εμείς
να σε κράζουμε πια Λυσιμάχη·
υποψίες λεπτεπίλεπτες, που είν᾽ αφορμή
να φλυαρούμε αμοιβαία και χωρίς τελειωμό,
έλα, Ειρήνη, και κόψ᾽ τες·
κι εμάς όλους τους Έλληνες πάλι εξαρχής
με φιλίας να μας σμίξεις χυλό
και συμπάθειας να στάξεις σταλιές απαλές
στη στρυφνάδα του νου·
1000 μεγαρίτικα σκόρδα και χίλια καλά
να γεμίσει ξανά η αγορά·
πρώιμ᾽ αγγούρια, κυδώνια και ρόδια πολλά,
μα και κάπες, οι δούλοι μ᾽ αυτές να ντυθούν·
απ᾽ τη γη των Βοιωτών να μας έρθουν ξανά
χήνες, πάπιες, πουλιά
ποταμίσια και φάσσες, αλλά
και κοφίνια με χέλια της λίμνης· γι᾽ αυτά,
για τα χέλια, πατείς με πατώ σε να τρέχουμ᾽ εμείς,
στριμωχτοί, και λιχούδηδες πλήθος:
ο Τελέας, ο Γλαυκέτης, ο Μόρυχος κι άλλοι·
με πολλή καθυστέρηση να ᾽ρχεται πια
κι ο Μελάνθιος, αλλά
1010 χέλια πια να μην έχει·
μεγαλόφωνους θρήνους ν᾽ αρχίζει λοιπόν,
και με μια μονωδία να τελειώνει απ᾽ τη Μήδεια:
«Χάθηκα αχ, χάθηκα αχ, στερημένος εγώ
απ᾽ αυτή που σε σέσκουλα κείτεται μέσα.»
Κι όλοι οι γύρω να πίνουνε μέλι.
Αυτά ζητούμε, θεά, και δώσε μάς τα.
Στον υπηρέτη.
Πιάσ᾽ το μαχαίρι εσύ και σα χασάπης
σφάξε τ᾽ αρνί. ΥΠΗ. Δεν κάνει να το σφάξω.
ΤΡΥ. Γιατί; ΥΠΗ. Δεν αγαπά σφαγές η Ειρήνη
κι ούτε να χύνεται αίμα στο βωμό της.
1020 ΤΡΥ. Τότε, πάρ᾽ το στο σπίτι, κάνε μέσα
τη θυσία, και τα μπούτια μόνο φέρε·
έτσι τ᾽ αρνί στο θέατρο θ᾽ απομείνει.
ΧΟΡ. Εσύ κοντά στην πόρτα εκεί πρέπει, Τρυγαίε, να μένεις·
βάζε σκίζες γοργά,
κι όλα τ᾽ άλλα όπως πρέπει να κάνεις με τάξη.
ΤΡΥ. Τί λες; πολύ ιερατικά τα φρύγανα δε βάζω;
ΧΟΡ. Δε σου λείπει το ελάχιστο απ᾽ όσα ταιριάζουν
σ᾽ ένα φρόνιμον άντρα· είν᾽ ο νους σου
1030 με σοφία προικισμένος γερή,
κι η ψυχή σου με γόνιμη τόλμη.
ΤΡΥ. Άναψε η σκίζα, κι ο Στιλβίδης σκάει απ᾽ το κακό του.
Θα φέρω κρεατοσάνιδο· δε χρειάζομαι υπηρέτη.
Τρέχει στο σπίτι.
ΧΟΡ. Ποιός δε θα πει τον έπαινο
ενός ανθρώπου σαν αυτόν;
έργο μεγάλο τόλμησε,
κοπίασε, κι έτσι γλίτωσε
αυτή την πόλη την ιερή·
γι᾽ αυτό, Τρυγαίε, παντοτινά
θα σε ζηλεύουν όλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου