Στις αρχές του 1907 ο Φρόιντ δημοσιεύει μία ανάλυση που έγραψε ο ίδιος πάνω στο μυθιστόρημα του Βίλχελμ Γιένσεν «Γκραντίβα – Μία Πομπηιανή Φαντασία» και, την οποία ονόμασε «Το Παραλήρημα και τα Όνειρα στην Γκραντίβα του Β. Γιένσεν».
Το μυθιστόρημα πραγματέυεται την ιστορία ενός νεαρού αρχαιολόγου, ο οποίος ερωτεύεται ένα αρχαίο αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία νεαρή κοπέλα, μάλλον ελληνικής προέλευσης. Η φαντασία του φτάνει σε τέτοιο σημείο, όπου αρχίζει να πιστεύει πως η κοπέλα ήταν αληθινό πρόσωπο, ελληνικής καταγωγής, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με πατέρα Πατρίκιο, η οποία έζησε στην Πομπηία και πέθανε μέσα στην πήρινη λέλαπα του ηφαιστείου Βεζούβιου, το οποίο εκρήγνηκε το 79 μχ. Συνεπαρμένος από την ιστορία αυτή, την οποία ο ίδιος δημιούργησε μέσα στο μυαλό του, χάνει κάθε ενδιαφέρον για την παρούσα ζωή του και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πομπηία, με σκοπό να ανακαλύψει κάποια σημάδια, τα οποία άφησε η Γκραντίβα στο πέρασμά της.
Έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση, πως οι πράξεις, σκέψεις και συναισθήματά μας είναι προϊόντα της ελεύθερής μας βούλησης. Παρ’ όλαυτα, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ μας διδάσκει – «είναι καθημερινό φαινόμενο, ακόμη και υγιή άτομα να απατώνται για τα κίνητρα των πράξεών τους και να το συνειδητοποιούν πολύ αργότερα, όταν η αντίφαση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων μέσα τους, τούς δείξει την αιτιολογική σχέση του σφάλματός τους. Η απωθημένη παρόρμηση είναι αρκετά δυνατή για να μπορέσει να εκδικηθεί της κατασταλτικής της δυναμης, μέσω ενός συναισθήματος μη ικανοποίησης και ανημπορίας».
Ο Ρόμπιν Σκίννερ, στο βιβλίο του «Η οικογένεια και πώς να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτήν», παραθέτει ένα πείραμα (μελέτη των οικογενειακών συστημάτων), όπου μία ομάδα ατόμων, άγνωστων μεταξύ τους, επιλέγουν από ένα σύντροφο, ο οποίος είτε τους θυμίζει κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, είτε τους εμπνέει τη σιγουριά πως θα μπορούσε να γεμίσει το «κενό» που βρίσκεται μέσα τους. Όταν μαζευτούν σε ζευγάρια, αρχίζουν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί λόγοι και κίνητρα για αυτή την επιλογή και όχι για κάποια άλλη, συγκρίνοντας τις οικογένειές τους. Μετά το κάθε ζευγάρι επιλέγει κάποιο άλλο ζευγάρι και το κάθε μέλος της τετραμελούς ομάδας ταυτίζεται με ένα οικογενειακό ρόλο. Στο τέλος συζητάνε μεταξύ τους για τα κίνητρα του καθενός να επιλέξει τον οικογενειακό ρόλο που επέλεξε μέσα στην ομάδα, σε σχέση πάντοτε με τις δικές τους οικογένειες. Αυτό που ανακάλυψαν, ήταν πως υπήρχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των οικογενειών – είτε στον τρόπο έκφρασης κάποιων συναισθημάτων, είτε στη γενικότερη φύση των σχέσεων μεταξύ κάποιων μελών της οικογενείας, είτε στις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους προς αυτούς, είτε στη θέση που είχε το κάθε μέλος μέσα στην οικογένεια, είτε σε κάποια σημαντική απώλεια ή αλλαγή κτλ. Στο μεταξύ, ύπηρχαν μερικά άτομα, τα οποία δεν είχαν επιλεγεί ή επιλέξει κανένα. Όταν τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τις δικές τους οικογένειες, ανακάλυψαν πως όλοι τους, είτε μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία, είτε σε ξένες οικογένειες, είτε ήταν υιοθετημένοι, είτε βίωσαν με έντονο τρόπο στην πρώιμη παιδική τους ηλικία την απόρριψη.
Η ψυχολογία και σε μεγαλύτερο βαθμό η ψυχανάλυση, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην υποκειμενική πραγματικότητα, παρά στην αντικειμενική. Οι ερωτικές σχέσεις υπάρχουν ως κοινωνικό φαινομένο, το οποίο λίγο ή πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει. Εντούτοις, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάθε συγκεκριμένο άτομο βιώνει το αίσθημα του έρωτα. Αντικείμενο της έρευνάς μας είναι οι προσδοκίες, πόθοι, επιθυμίες, φαντασιώσεις, όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν την ατομικότητα του καθενός μέσα στις σχέσεις του με τους άλλους και οι οποίοι είναι προϊόντα της πρoσωπικής του ιστορίας.
Η προσωπική αλήθεια του καθενός, διαμορφώνεται μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Η α-λήθεια, δηλαδή η αλησμόνητη λήθη, απαιτεί την αναγνώρισή της. Επιζητεί κάποιο δυνατό τρόπο έκφρασής της, μέσω της ανάδυσής της στο συνειδητό πεδίο του μυαλού μας. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι η αλήθεια είναι πάντοτε φορτισμένη με έντονα συναισθήματα, τα οποία το άτομο πολλές φορές δεν μπορεί να χειριστεί, η συνείδηση τα απωθεί στο ασυνείδητο πεδίο του ψυχισμού του. Ο ψυχισμός, όμως, στην ολότητά του, έχει τη δική του δυναμική, ό,τι προυπάρχει ή εισχωρεί μέσα του, συνεχίζει να λειτουργεί, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο συνειδητό ή ασυνείδητο πεδίο του. Το γεγονός αυτό, παρουσιάζεται ως πρόβλημα για το συνειδητό, το οποίο στην προσπάθειά του να κρατήσει την αλήθεια στο χώρο του ασυνειδήτου, καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ψυχικής ενέργειας. Γι΄αυτόν τον λόγο, τα δύο πεδία «βρίσκουν» μία συμβιβαστική λύση, χρησιμοποιόντας δύο βασικούς μηχανισμούς: την μετάθεση και την συμπύκνωση.
Μετάθεση, είναι η διοχέτευση του ασυνείδητου υλικού σε διαφορετική, από την πρωταρχική του κατεύθυνση, ή σε διαφορετικό από το πρωταρχικό του αντικείμενο. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσω αντικατάστασης ενός στοιχείου με κάποιο άλλο, ή μέσω ανταλλαγής των λεκτικών μορφών των δύο στοιχείων. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, οι άνθρωποι τείνουν να κοινωνικοποιούνται με άτομα, τα οποία φέρουν κάποια κοινά ή αντίθετα χαρακτηριστικά με οικία τους πρόσωπα. Ο λόγος έγκειται στο εξής γεγονός – αφού δεν μπορώ να έχω το άτομο που τόσο πολύ αγάπησα, τότε θα βρώ κάποιο που να του μοιάζει. Από την άλλη όμως, αν ο ψυχικός πόνος ήταν τόσο δυνατός που η αγάπη μετατράπεικε σε μίσος, τότε μπορεί να ψάχνω κάποιο άτομο με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο, λές και με αυτό τον τρόπο θα αποτρέψω κάποια παρόμοια, μελλοντική κατάληξη της σχέσης μου.
Συμπύκνωση, είναι η χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου, με διττή η πολλαπλή σημασία. Μία παράσταση ή ένα αντικείμενο, μπορούν να συμπυκνωθούν με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσω παράληψης κάποιου στοιχείου τους, μέσω συγχώνευσής τους με άλλες παραστάσεις ή αντικείμενα ή μέσω κάποιου νεολογισμού.
Στην ψυχανάλυση υπάρχει επίσης ο όρος μετουσίωση. Η μετουσίωση είναι η μετατροπή της ουσίας ενός πράγματος σε κάτι άλλο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ασυνείδητο υλικό, το οποίο πολλές φορές λόγω του περιεχομένου και της φύσης του, αναγκαζόμαστε να το διοχετέυσουμε σε κοινωνικά αποδεκτές ενασχολήσεις, ακριβώς λόγω των περιορισμών που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλλει.
Στόχος και των τριών μηχανισμών είναι η ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, έστω και με κάποιο υποκατάστατο αντικείμενο ή έμμεσο τρόπο.
Η τέχνη είναι η προσωποποίηση της μετουσίωσης. Είναι ο χώρος όπου μεταθέτουμε όλες μας τις επιθυμίες, δίνοντας τους καλλιτεχνική μορφή. Τα όνειρα είναι ένας άλλος τρόπος ικανοποίησης των ασυνείδητων επιθυμιών μας. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται όπως στην τέχνη, έτσι και στα όνειρα, με σκοπό την ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, είναι η μετάθεση και η συμπύκνωση. Απ΄ αυτή την άποψη, ένα έργο τέχνης, δεν είναι λιγότερο αληθινό, από μία πραγματική ιστορία πάθους, ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο. Ο καλλιτέχνης, προβάλλει πάνω στο έργο του τον εσωτερικό του κόσμο και μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδος αντιλαμβάνεται και βιώνει το ερωτικό πάθος.
Η ερωτική συνάντηση, είτε αυτή είναι μυθιστορηματική, είτε είναι πραγματική, πραγματοποιείται στη σφαίρα του φαντασιακού. Ο ένας ταυτίζεται με τις προσδοκίες του άλλου. Αυτό που τους ενώνει είναι οι προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο. Δηλαδή, υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση φαντασιακής προβολής, ή αν θέλετε αμφίδρομης προβολικής ταύτισης, όπου και τα δύο άτομα φέρουν μέσα τους από τη μιά μεριά τις προσδοκίες τους και, από την άλλη κάποια προδιάθεση να ταυτιστούν με τις προσδοκίες του άλλου. Όταν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου και, το οποίο τροφοδοτεί τη φαντασία και τις προσδοκίες, διαλευκανθεί, τότε ξαφνικά βρισκόμαστε ενώπιον κάποιου άγνωστου, ακόμη και ανεπιθύμητου προσώπου.
Όπως γράφει ο Έριχ Φρόμ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης», «ο έρωτας είναι εκείνη η έλξη που βιώνουμε μέσα μας προς πλήρη συγχώνευση με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό το εκρηκτικό βίωμα ερωτικού πάθους με κάποιο άτομο οδηγεί προς μια ξαφνική κατεδάφιση των υφιστάμενων φραγμών που υπάρχουν μεταξύ των δύο συντρόφων, ξένων μέχρι τώρα ο ένας για τον άλλο. Όταν όλοι οι φραγμοί μεταξύ των δύο συντρόφων κατεδαφιστούν, τότε χάνεται η κάθε πιθανή δυνατότητα για την επίτευξη κάποιας άλλης ξαφνικής εγγύτητας με τον ερωτικό σύντροφο.»
Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, στο βιβλίο του «Μελέτες για τον έρωτα», γράφει «ο έρωτας είναι μία παθιασμένη συγκέντρωση της προσοχής μας πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος και πράγματα σταδιακά αντικαθιστούνται μέσα στη συνείδηση του ερωτευμένου μόνο από ένα άτομο. Όπου κι αν βρίσκεται ο ερωτευμένος, ό,τι κι αν βρίσκεται μπρόστα στο πεδίο όρασής του, η προσοχή του θα έλκεται συνεχώς από το ερωτικό του αντικείμενο. Η κάθε του προσπάθεια να μετατοπήσει την προσοχή του σε κάθε τι άλλο, θα αποβαίνει μοιραία. Τα όρια της συνείδησης στενεύουν σε τέτοιο βαθμό, που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα από ένα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας ονομάζει αυτή την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, «Θεία Μανία».
Ο νεαρός αρχαιολόγος αγοράζει από μία αγορά με αρχαίες συλλογές στη Ρώμη, το αγαλματίδιο, το οποίο αρχικά δεν του κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Στην πορεία, ξεκινά να το μελετά και η προσοχή του εστιάζεται πάνω σ΄ ένα συγκεκριμένο σημείο – το αριστερό της πόδι. Η κοπέλα που αναπαριστάται στο αγαλματίδιο, βρίσκεται σε κίνηση, με το αριστερό της χέρι να σηκώνει ελαφρά το μακρύ της φόρεμα, όπου φαίνεται το κάτω μέρος του αριστερού της ποδιού να βρίσκεται σχεδόν σε κάθετη θέση. Μέσα του ξυπνά η επιστημονική περιέργεια να διαπιστώσει κατά πόσον το βάδισμα της κοπέλας είναι καρπός της φαντασίας του καλλιτέχνη ή αναπαρίστα κάποια πραγματική κοπέλα. Ο νεαρός αρχαιολόγος αποφασίζει να βγεί στους δρόμους κι αρχίζει να παρακολουθεί τις γυναίκες που περνούν από μπροστά του, με σκοπό να διαπιστώσει αν πράγματι μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα τόσο υπέροχος αλλά και ασυνήθιστος τρόπος βαδίσματος. Με απογοήτευση όμως διαπιστώνει πως καμία κοπέλα δεν περπατά με τον ίδιο μαζί της τρόπο.
Το βράδυ όταν ξαπλώνει να κοιμηθεί, ονειρεύεται πως βρίσκεται στην Πομπηία, έτος 79 μχ., όπου σε κάποια στιγμή βλέπει κάπου στο βάθος του δρόμου την Γκραντίβα, να περπατά με τον ίδιο ανάλαφρο και ασυνήθιστο τρόπο. Την ίδια ώρα το ηφαίστειο εκρήγνειται, κι αυτός τρομοκρατημένος της φωνάζει για να προστατευθεί. Αυτή γυρνάει, τον κοιτάζει και συνεχίζει την πορεία της, ώσπου φτάνει μπροστά στην πύλη ενός ναού, όπου κάθεται πάνω σ΄ένα σκαλοπάτι και απαλά απλώνει το κεφάλι της πάνω σ΄ αυτό. Η λάβα αρχίζει να απλώνεται πάνω της, κι αυτή μεταμορφώνεται σε μαρμάρινο άγαλμα. Ο Νόρμπερτ τρέχει κοντά της και βλέπει την έκφραση του προσώπου της, ήρεμο λες και κοιμάται, ώσπου μία βροχή στάχτης κάλυπτει όλο της το πρόσωπο.
Το άλλο πρωί, η πεποίθησή του πως η Γκραντίβα ήταν αληθινό πρόσωπο γίνεται ακόμη πιο έντονη, προφανώς επιρεασμένος από το βραδυνό όνειρο. Στέκεται μπροστά στο παράθυρο και βλέπει στο απέναντι μπαλκόνι μέσα σ΄ ένα κλουβί ένα καναρίνι να τραγουδά/κελαηδά. Σε κάποια στιγμή βλέπει στο δρόμο κάποια κοπέλα, ίδια η Γκραντίβα, με το ίδιο βάδισμα να διασταυρώνει το δρόμο. Τρέχει έξω, όπως ήταν με τις μπιτζάμες, να φτάσει την κοπελά, αλλά τα βλέμματα και τα σχολία του κόσμου τον αναγκάζουν να επιστρέψει πίσω στο σπίτι. Συνεπαρμένος από όλα αυτά, αποφασίζει να φύγει για την Πομπηία.
Όταν φτάνει στην Πομπηία, ο Νόρμπερτ αρχίζει να γυρνά στους δρόμους, ώσπου σε κάποια στιγμή, κατά το μεσημέρι, βλέπει στην απέναντι μεριά του δρόμου την ίδια κοπέλα, όπως στο όνειρο, να διασταυρώνει το δρόμο και να κατευθύνεται προς κάποιο σπίτι. Ο Νόρμπερτ, πιστεύωντας πως αυτό είναι το πνεύμα της Γκραντίβας, το οποίο επέστρεψε από τους πεθαμένους, τρέχει προς το μέρος της, μπαίνει μέσα στο σπίτι και βλέπει την Γκραντίβα να κάθεται πάνω σ΄ ένα σκαλοπάτι. Εκείνος, πεποισμένος για την ελληνική καταγωγή της κοπέλας, της απευθύνεται στα ελληνικά, με σκοπό να διαπιστώσει αν μιλά, όντας πνέυμα χωρίς σάρκα και οστά. Η Γκραντίβα δεν του απαντά, κι αυτός αποφασίζει να της μιλήσει στα λατινικά, ενώ αυτή χαμογελόντας του λέει – «αν θές να μιλήσουμε, τότε μίλα μου στα γερμανικά». Ο Νόρμπερτ, ενθουσιασμένος, με το γεγονός πως η Γκραντίβα μιλά, της λέει – «είμουν σίγουρος πως η φωνή σου θα ακουγόταν ακριβώς έτσι». Το ότι μιλά γερμανικά, μία γλώσσα η οποία δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, γεγόνος το οποίο αναιρεί όλες του τις υποθέσεις, γύρο από τη ζωή της Γκραντίβας, δεν του κάνει καμία απολύτως εντύπωση. Αυτός της ζητά να απλώσει το κεφάλι της στο σκαλοπάτι (η ίδια σκηνή όπως στο όνειρο) αλλά αυτή αρνείται και αποχωρεί από το σπίτι.
Την επόμενη μέρα, την ίδια ώρα, στον ίδιο τόπο, ο Νόρμπερτ συναντά πάλι την Γκραντίβα και, βλέποντάς την τής λέει – «Μακάρι να είσουν ζωντανή». Η περιέργεια της Γκραντίβας, να καταλάβει περι τίνως πρόκεινται όλ΄ αυτά, γίνεται όλο και πιο έντονη, κι αρχίζει να του κάνει την μία ερώτηση μετά την άλλη. Τότε η ίδια μαθαίνει, για το αγαλματίδιο, για το όνειρο, για το όνομα που έδωσε στο αγαλματίδιο και για το σκοπό του ταξιδιού του νεαρού αρχαιολόγου στην Πομπηία. Τότε αυτή δέχεται την πρόταση του Νόρμπερτ να απλώσει το κεφάλι της στο σκαλοπάτι και μετά να βαδίσει μπροστά του. Στη συνέχεια του λέει πως το όνομά της δεν είναι Γκραντίβα, αλλά Ζώη, κι αυτός με τη σειρά του της λέει – «τι ειρωνεία, το όνομά σας σημαίνει ζωή». Η Ζώη του λέει «ο άνθρωπος πρέπει να συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο, έτσι κι εγώ από καιρό έχω συνηθίσει με την ιδέα πως είμαι νεκρή».
Η απάντησή της αυτή, μας ξαφνιάζει, και μας κάνει να διαιρωτόμαστε για ποιό λόγο η Ζώη αποφασίζει να μπεί στο ρόλο της αρχαίας πομπηιανής κοπέλας, αντί να του πεί όλη την αλήθεια. Δεν έχουμε καταλάβει ακόμη τα κίνητρά της. Παρ’ όλαυτα, από θεραπευτικής άποψης, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ επισημαίνει, όντας παραλήρημα αυτό που ο Νόρμπερτ βιώνει, άλλος τρόπος προσέγγισης δεν θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός από αυτόν.
Η περιέργεια του Νόρμπερτ να καταλάβει ποια είναι η φύση της Ζώης, γεννά στο μυαλό του την ιδέα να αγγίξει το χέρι της. Σκέψη, η οποία του προκαλεί αμφίσημα συναισθήματα ενθουσιασμού και φόβου. Ενθουσιασμού, διότι θα ήθελε να είναι ζωντανή, αλλά και φόβου, διότι αν είναι ζωντανή, τότε αυτό θα σήμαινε πως θα μπορούσε να μην είναι αποκλειστικά δική του «ιδιοκτησία».
Οι σκέψεις αυτές του δημιουργούν κάποιο συναίσθημα ζήλιας, και όταν την επόμενη μέρα μπαίνει στο σπίτι και βλέπει τη Ζώη μπροστά του, εκείνος αυθόρμητα την ρωτάει «είσαι μόνη;». Εκείνη, κατανοώντας την συναισθηματική κατάσταση, που βρίσκεται ο νεαρός αρχαιολόγος, του δίνει μισό κομμάτι από το ψωμί της και του λέει «είναι λες και με τον ίδιο τρόπο μοιραζόμασταν αυτό το ψωμί πριν δύο χιλιάδες χρόνια». Ο Νόρμπερτ, αδυνατόντας να κατανοήσει τα λόγια της Ζώης αποφασίζει να εφαρμόσει το πείραμα, δηλαδή να την αγγίξει, και εκμεταλλευόμενος τη στιγμή, όπου μία μύγα κάθεται στο χέρι της, εκείνος με δύναμη τη χτυπά. Εκείνη ξαφνιασμένη από την ακατανόητη πράξη του Νόρμπερτ, γυρνάει και του λέει «είσαι τρελός, Νόρμπερτ Χάνολντ!». Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένα ζευγάρι, γνωστοί της Ζώης, κι αρχίζουν να μιλάνε. Ο Νόρμπερτ σηκώνεται και φεύγει.
Ο νεαρός αρχαιολόγος, πλέον αντιλαμβάνεται πως η Ζώη δεν είναι το πνεύμα της Γκραντίβας, αλλά μία κανονική κοπέλα, όπως όλες τις άλλες. Εκείνο όμως που τον είχε μπερδέψει, ήταν το γεγονός πως εκείνη ήξερε το όνομά του.
Η επόμενη συνάντηση είναι καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας. Η Ζώη είναι παιδική φίλη του Νόρμπερτ, η οποία ζεί στο απέναντι διαμέρισμα, όπου βρίσκεται το κλουβί με το καναρίνι. Πατέρας της είναι ο Ρίχαρντ Μπέρταγκ, καθηγητής ζωολογίας. Όταν ήταν μικροί έπαιζαν μαζί, και σαν παιδιά που ήταν μερικές φορές χτυπιόντουσαν. Στην αποκάλυψή της αυτή, ο Νόρμπερτ της λέει «τότε εσύ είσαι η δεσποινής Μπέρταγκ; Μα δεν μοιάζεις καθόλου με εκείνην».
Αυτή η αποκάλυψη έρχεται να ξεκαθαρίσει αρκετά πράγματα. Την παρὀρμηση του Νόρμπερτ να χτυπήσει τη Ζώη για να διαπιστώσει εάν είναι πνεύμα ή όχι. Τα λόγια της Ζωής, πως πριν δυο χιλιάδες χρόνια μοιραζόντουσαν το ίδιο ψωμί.
Σ΄ αυτό το σημείο ο Φρόιντ σημειώνει – «οι φαντασίες του νεαρού αρχαιολόγου είναι η ηχώ των λησμονημένων, παιδικών του αναμνήσεων. Από αυτή την άποψη, αυτές, δεν είναι αυθαίρετο προϊόν του μυαλού του, αλλά αποτέλεσμα κάποιου υπάρχοντος ψυχικού υλικού από τις παιδικές του εντυπώσεις, οι οποίες αν και λησμονημένες, συνεχίζουν να λειτουργούν σ΄ ένα ασυνείδητο επίπεδο».
Οι υποθέσεις, για την ελληνική και αριστοκρατική καταγωγή της Ζώης δεν είναι τίποτα άλλο παρά μεταμορφωμένες αναμνήσεις. Το ελληνικό της όνομα έχει μετατραπεί σε ελληνική καταγωγή. Ο καθηγητής πατέρας της, σε Πατρίκιο. Το επίθετό της, Μπέρταγκ (δηλαδή εκείνος, ο οποίος βαδίζει υπέροχα) , σε Γκραντίβα.
Η Ζώη συνεχίζει «όταν είμασταν παιδιά, είχα πραγματικα προσκολληθεί σε σένα και πίστευα πως ποτέ μου δεν θα έχω πιο κοντινό φίλο σ΄ αυτή τη ζωή. Δεν έχω μητέρα ούτε αδέλφια. Για τον πατέρα μου ακόμη και ένα σκουλίκι ήταν πιο ενδιαφέρον από μένα. Αν είμουν κι εγώ κομμάτι της συλλογής του, μάλλον δεν θα αφιέρωνα την καρδιά μου σε σένα. Γι΄ αυτό είχα ανάγκη να γεμίσω όλο αυτό το κενό στη ζωή μου με κάτι, κι εσύ είσουν αυτό το κάτι. Όταν όμως σε κέρδισε η αρχαιολογία, είχες γίνει πια ανυπόφορος για μένα, αφού δεν είχες ούτε μάτια, ούτε στόμα, ούτε αναμνήσεις για την φιλία μας. Εγώ για σένα είχα μετατραπεί σε κενό χώρο, ενώ εσύ, με τα ξανθά και αχτένιστα μαλιά σου, είχες μετατραπεί σ’ ένα βαρετό, ξινό και μη επικοινωνιακό άτομο, σαν βαλσαμωμένος κόκορας, μάλιστα θα έλεγα υπερόπτης σαν αρχαιοπτέριξ».
Όπως λέει ο Φρόιντ, «αν σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, το κάθε κορίτσι κατευθύνει την αγάπη του προς τον πατέρα της, η Ζώη δεν κάνει εξαίρεση από αυτόν, ακόμη περισσότερο αφού δεν έχει άλλους συγγενείς στον κόσμο εκτός από τον πατέρα της. Παρόλαυτα, ο πατέρας της δεν αφιερώνει καθόλου χρόνο για την κόρη του, έτσι κι αυτή κατευθύνει την αγάπη της σε κάποιον άλλο, στην προκειμένη περίπτωση στον Νόρμπερτ. Όταν όμως κι αυτός πάυει να της δίνει σημασία, ο έρωτάς της γι΄ αυτόν δεν σβήνει, αντιθέτως, γίνεται ακόμη πιο έντονος, αφού ο Νόρμπερτ μετατρέπεται σε πανομοιότυπο αντίγραφο του πατέρα της, ένας επιστήμονας, τόσο αφωσιομένος στην επιστήμη του, που σταδιακά χάνει κάθε επαφή όπως με την ζωή, έτσι και με την Ζώη. Έτσι, η Ζώη βρίσκοντας ξανά τον πατέρα της στο πρόσωπο κάποιου άλλου, συνταυτίζοντάς τους συναισθηματικά, καταφέρνει να δείξει την αφωσίοσή της προς τον πατέρα της, μέσω κάποιου άλλου».
Πάνω στο ίδιο θέμα, η Μέλανι Κλάιν λεέι: «τα αισθήματα που τρέφει κάποιος άντρας για μία γυναίκα έχουν πάντοτε τις ρίζες τους στην πρωταρχική του σχέση με τη μητέρα του ή με το πρώτο άτομο το οποίο τον φρόντιζε. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η πρωταρχική σχέση είναι λησμονημένη, γι΄αυτό και εκδηλώνεται καμουφλαρισμένη με διάφορους τρόπους. Τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ του πρωτεύοντος αντικειμένου και της μελλοντικής ερωτικής συντρόφου, μπορούν να είναι οτιδήποτε, δηλαδή από κάποιο εξωτερικό χαρακτηριστικό, μέχρι την φωνή ή κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους. Δεν εξαιρούνται οι περιπτώσεις όπου ο άνδρας μπορεί να διαλέξει για σύντροφό του κάποια γυναίκα, τα χαρακτηριστικά της οποίας να είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με εκείνα της μητέρας του. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν η σχέση μεταξύ γιού και μητέρας είναι αποπνυχτικά στενή και η οποία βιώνεται σαν τέτοια από το αγόρι. Στην πορεία της ανάπτυξης του αγοριού κάποια αδελφή, ξαδέλφη ή παιδική φίλη, μπορεί να πάρει τη θέση του πρωτέυοντος αντικειμένου στην ερωτική φαντασία του αγοριού. Σε γενικές γραμμές ο άνδρας ψάχνει στις μετέπειτα ερωτικές του σχέσεις να ξαναβρεί τις εντυπώσεις και φαντασίες που είχε για το πρωτεύον αντικείμενο. Στις γυναίκες ισχύει ο ίδιος κανόνας, με μόνη διαφορά ότι, ενώ το πρωτεύον αντικείμενο είναι πάντοτε το ίδιο, δηλαδή η μητέρα, στην πορεία το κορίτσι στρέφει την αγάπη της προς τον πατέρα της.
Για την επαλήθευση του συμπεράσματος αυτού, ο Φρόιντ συνεχίζει – «όταν η Ζώη περιγράφει στον Νόρμπερτ την μεταμόρφωσή του και το τέλος της φιλίας τους, η ίδια τον χαρακτηρίζει αρχαιοπτέριξ, πουλί από την αρχαιολογία της ζωολογίας. Μ΄ αυτόν τον τρόπο η Ζώη πετυχαίνει να εκφράσει την απογοήτευση της και για τους δύο άντρες, με μία μόνο λέξη. Ο αρχαιοπτέριξ, είναι ένας συμβιβαστικός όρος, ένα κοινό σημείο για τους δύο άντρες, η ζωολογία για τον ένα, η αρχαιολογία για τον άλλο».
Από πλευράς του νεαρού αρχαιολόγου, τα πράγματα εξελίσσονται με διαφορετικό τρόπο. Η αρχαιολογία τον κατακτά εξ’ ολοκλήρου και οι μόνες γυναίκες οι οποίες ελκείουν το ενδιαφέρον του είναι φτιαγμένες από χαλκό και πέτρα. Η παιδική τους φιλία πεθαίνει, αντί να μετατραπεί σε ερωτική σχέση, ενώ όλες του οι αναμνήσεις για εκείνην λησμονιούνται σε τέτοιο βαθμό, που ο ίδιος αδυνατεί ακόμη και να την αναγνωρίσει. Η λησμόνηση αυτή, δεν έχει να κάνει με την απάληψη, την διαγραφή αυτών των αναμνήσεων, αλλά με μία εσωτερική αντίσταση, η οποία εμποδίζει αυτή την ανάμνηση να αναδηθεί στην συνείδηση. Λόγω αυτής της εσωτερικής αντίστασης, η απωθημένη ανάμνηση διεισδείει στη συνείδηση μεταλλαγμένη, κάτω από την επίδραση κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος, το οποίο φέρει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το παλιό βίωμα. Στην προκειμένη περίπτωση, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι απλά κοινά, αλλά τα ίδια.
Το πάθος του για την αρχαιολογία έρχεται να αντικαταστήσει το ερωτικό πάθος που τρέφει για την φίλη του, ενώ το ίδιο το αντικείμενο της έρευνάς του, δηλαδή το αντίγραφο του αρχαίου αγαλματιδίου, ξυπνά μέσα του ξανά το ίδιο πάθος που κάποτε έτρεφε για τη λησμονημένη του φίλη από την παιδική του ηλικία. Όπως μας λέει ο Φρόιντ, «ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ του να αποκοπεί πραγματικά από κάτι ή κάποιον. Αυτό που κάνει είναι να αντικαθιστά ένα πράγμα με κάτι άλλο».
Στο τέλος αποφασίζουν να παντρευτούν. Ο Νόρμπερτ ζητά από τη Ζώη για τελευταία φορά να βαδίσει μπροστά του, κι αυτή με προθήμεια σηκώνει ελαφρά το φόρεμά της, αναδυκνείοντας το κάτο μέρος του ποδιού της, το οποίο βρισκόταν σχεδόν σε κάθετη θέση.
Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, λέει «η απόλαυση που αντλούμε από τον έρωτα έγκειται σε κάποιο αίσθημα μεταφυσικής διαπερατότητας, όπου οι δύο συντρόφοι βρίσκονται σε απόλυτη συγχώνευση. Αυτή η τάση για συγχώνευση φτάνει στο ζενίθ της επιθυμίας της να παραμείνει ως έχει, με την απόφαση για απόκτηση παιδιών, τα οποία την συμβολοποιούν. Αυτό το τρίτο στοιχείο, προϊόν του έρωτα, συγκεντρώνει μέσα του ολόκληρο το νόημά του. Το παιδί είναι ο υπέρτατος τρόπος προσωποποίησης της επιθυμίας των δύο συντρόφων για συγχώνευση.
Σ΄ αυτό το σημείο ο Φρόιντ κάνει ένα διαχωρισμό μεταξύ των όρων ασυνείδητο και απωθημένο, για να εξηγήσει το λόγο που ο Νόρμπερτ δυσκολεύεται να θυμηθεί τη φίλη του. Το απωθημένο είναι πάντοτε ασυνείδητο, ένα ασυνείδητο υλικό όμως δεν είναι πάντοτε απωθημένο. Η διαφορά έγκειται στο βαθμό δυσκολίας ή ευκολίας να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας κάποια πληροφορία. Όταν κάτι είναι απωθημένο, δύσκολα μπορεί να αναδυθεί στη συνείδηση με την πρωταρχική του μορφή, ακριβώς για το λόγο πως η ανάμνησά μας γι΄ αυτό μας προκαλεί έντονα συναισθήματα, συναισθήματα, τα οποία προκάλεσαν και την πρωταρχική απώθηση του βιώματος. Αντιθέτως, πολλές πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι συναισθηματικά φορτισμένες και, επομένως δεν έχουν απωθηθεί, μπορούν πιο εύκολα να ανακληθούν στην μνήμη όταν αυτό χρειαστεί. Το απωθημένο είναι δυναμικός όρος, ο οποίος περιγράφει την διάδραση μεταξυ δύο δυνάμεων, της επιθυμίας να εκδηλωθεί το ασυνείδητο υλικό και, της αντίστασης, η οποία εμποδίζει αυτή ακριβως την ανάδυση του ασυνείδητου υλικού στη συνείδηση. Η λύση έγκειται στο συμβιβασμό που γίνεται μεταξύ των δύο δυναμεων, δηλαδή, την ανάδυση της ανάμνησης σε μεταλλαγμένη μορφή, η οποία πολλές φορές μπορεί να πάρει την μορφή κάποιου συμπτώματος, όπως στην περίπτωση του παραληρήματος του Νόρμπερτ.
Εκείνο που παίζει πρωταρχικό ρόλο για τον ψυχικό κόσμο, είναι ο συναισθηματικός φόρτος που φέρει μέσα του. Βιώματα, τα οποία απωθούνται, είναι βιώματα με έντονο συναισθηματικό φόρτο, τον οποίο το άτομο δεν μπορεί να χειριστεί. Αυτός ο συναισθηματικός φόρτος, συνήθως είναι σεξουαλικής/ενορμητικής φύσεως, όπως στην περίπτωση του Νόρμπερτ, ο οποίος ανίκανος να χειριστεί τον παιδικό έρωτα που τρέφει για την Ζώη, τον απωθεί και τον μετουσιώνει σε πάθος για την επιστήμη της αρχαιολογίας. Η ίδια όμως η επιστήμη, είναι εκείνη που ξυπνά ξανά μέσα του το ερωτικό πάθος, μετατοπισμένο όμως σε ένα εκ πρώτης όψεως άσχετο αντικείμενο, δηλαδή το αγαλματίδιο. Το αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία γυναίκα, είναι αυτό που βγάζει τον νεαρό αρχαιολόγο από την άρνηση των ερωτικών/σεξουαλικών του ενορμήσεων, οι οποίες λόγω των έμφυτων τους καταβολών, απαιτούν την ικανοποίησή τους.
Ο Νόρμπερτ φτάνει στην συνειδητοποίηση της κατάστασής του, όταν η Ζώη εμμέσως πλην σαφώς του λέει: «κοίταξε, όλ΄ αυτά σημαίνουν μόνο ένα πράγμα, πως μ΄αγαπάς». Ο γάλλος φιλόσοφος Ρόλαν Μπάρτ, στο βιβλίο του «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», λέει «το να γνωρίζεις κάποιον δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από το να ξέρεις ποια είναι η επιθυμία του».
Ο Φρόιντ μας εξηγεί την διάταξη και σχέση της φαντασίας με την επιθυμία μέσα στο χρόνο. Κάποιο ερέθισμα από το περιβάλλον στο παρόν στάδιο, το οποίο φέρει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με κάποιο παλαιότερο βίωμα, ξυπνά μέσα μας μια έντονη επιθυμία, η οποία έχει κοινό συναισθηματικό υπόβαθρο με κάποια παλαιότερη επιθυμία. Ανάλογα με την μοίρα της παλαιοτέρης εμπειρίας, δηλαδή αν ικανοποιήθηκε ή όχι και σε ποιο βαθμό, όπως επίσης και ποιο ήταν το περιεχόμενο των εκάστοτε φαντασιώσεων, το άτομο αρχίζει να φαντάζεται την ικανοποίηση της παρούσας επιθυμίας.
Το μυθιστόρημα πραγματέυεται την ιστορία ενός νεαρού αρχαιολόγου, ο οποίος ερωτεύεται ένα αρχαίο αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία νεαρή κοπέλα, μάλλον ελληνικής προέλευσης. Η φαντασία του φτάνει σε τέτοιο σημείο, όπου αρχίζει να πιστεύει πως η κοπέλα ήταν αληθινό πρόσωπο, ελληνικής καταγωγής, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με πατέρα Πατρίκιο, η οποία έζησε στην Πομπηία και πέθανε μέσα στην πήρινη λέλαπα του ηφαιστείου Βεζούβιου, το οποίο εκρήγνηκε το 79 μχ. Συνεπαρμένος από την ιστορία αυτή, την οποία ο ίδιος δημιούργησε μέσα στο μυαλό του, χάνει κάθε ενδιαφέρον για την παρούσα ζωή του και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πομπηία, με σκοπό να ανακαλύψει κάποια σημάδια, τα οποία άφησε η Γκραντίβα στο πέρασμά της.
Έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση, πως οι πράξεις, σκέψεις και συναισθήματά μας είναι προϊόντα της ελεύθερής μας βούλησης. Παρ’ όλαυτα, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ μας διδάσκει – «είναι καθημερινό φαινόμενο, ακόμη και υγιή άτομα να απατώνται για τα κίνητρα των πράξεών τους και να το συνειδητοποιούν πολύ αργότερα, όταν η αντίφαση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων μέσα τους, τούς δείξει την αιτιολογική σχέση του σφάλματός τους. Η απωθημένη παρόρμηση είναι αρκετά δυνατή για να μπορέσει να εκδικηθεί της κατασταλτικής της δυναμης, μέσω ενός συναισθήματος μη ικανοποίησης και ανημπορίας».
Ο Ρόμπιν Σκίννερ, στο βιβλίο του «Η οικογένεια και πώς να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτήν», παραθέτει ένα πείραμα (μελέτη των οικογενειακών συστημάτων), όπου μία ομάδα ατόμων, άγνωστων μεταξύ τους, επιλέγουν από ένα σύντροφο, ο οποίος είτε τους θυμίζει κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, είτε τους εμπνέει τη σιγουριά πως θα μπορούσε να γεμίσει το «κενό» που βρίσκεται μέσα τους. Όταν μαζευτούν σε ζευγάρια, αρχίζουν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί λόγοι και κίνητρα για αυτή την επιλογή και όχι για κάποια άλλη, συγκρίνοντας τις οικογένειές τους. Μετά το κάθε ζευγάρι επιλέγει κάποιο άλλο ζευγάρι και το κάθε μέλος της τετραμελούς ομάδας ταυτίζεται με ένα οικογενειακό ρόλο. Στο τέλος συζητάνε μεταξύ τους για τα κίνητρα του καθενός να επιλέξει τον οικογενειακό ρόλο που επέλεξε μέσα στην ομάδα, σε σχέση πάντοτε με τις δικές τους οικογένειες. Αυτό που ανακάλυψαν, ήταν πως υπήρχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των οικογενειών – είτε στον τρόπο έκφρασης κάποιων συναισθημάτων, είτε στη γενικότερη φύση των σχέσεων μεταξύ κάποιων μελών της οικογενείας, είτε στις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους προς αυτούς, είτε στη θέση που είχε το κάθε μέλος μέσα στην οικογένεια, είτε σε κάποια σημαντική απώλεια ή αλλαγή κτλ. Στο μεταξύ, ύπηρχαν μερικά άτομα, τα οποία δεν είχαν επιλεγεί ή επιλέξει κανένα. Όταν τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τις δικές τους οικογένειες, ανακάλυψαν πως όλοι τους, είτε μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία, είτε σε ξένες οικογένειες, είτε ήταν υιοθετημένοι, είτε βίωσαν με έντονο τρόπο στην πρώιμη παιδική τους ηλικία την απόρριψη.
Η ψυχολογία και σε μεγαλύτερο βαθμό η ψυχανάλυση, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην υποκειμενική πραγματικότητα, παρά στην αντικειμενική. Οι ερωτικές σχέσεις υπάρχουν ως κοινωνικό φαινομένο, το οποίο λίγο ή πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει. Εντούτοις, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάθε συγκεκριμένο άτομο βιώνει το αίσθημα του έρωτα. Αντικείμενο της έρευνάς μας είναι οι προσδοκίες, πόθοι, επιθυμίες, φαντασιώσεις, όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν την ατομικότητα του καθενός μέσα στις σχέσεις του με τους άλλους και οι οποίοι είναι προϊόντα της πρoσωπικής του ιστορίας.
Η προσωπική αλήθεια του καθενός, διαμορφώνεται μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Η α-λήθεια, δηλαδή η αλησμόνητη λήθη, απαιτεί την αναγνώρισή της. Επιζητεί κάποιο δυνατό τρόπο έκφρασής της, μέσω της ανάδυσής της στο συνειδητό πεδίο του μυαλού μας. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι η αλήθεια είναι πάντοτε φορτισμένη με έντονα συναισθήματα, τα οποία το άτομο πολλές φορές δεν μπορεί να χειριστεί, η συνείδηση τα απωθεί στο ασυνείδητο πεδίο του ψυχισμού του. Ο ψυχισμός, όμως, στην ολότητά του, έχει τη δική του δυναμική, ό,τι προυπάρχει ή εισχωρεί μέσα του, συνεχίζει να λειτουργεί, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο συνειδητό ή ασυνείδητο πεδίο του. Το γεγονός αυτό, παρουσιάζεται ως πρόβλημα για το συνειδητό, το οποίο στην προσπάθειά του να κρατήσει την αλήθεια στο χώρο του ασυνειδήτου, καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ψυχικής ενέργειας. Γι΄αυτόν τον λόγο, τα δύο πεδία «βρίσκουν» μία συμβιβαστική λύση, χρησιμοποιόντας δύο βασικούς μηχανισμούς: την μετάθεση και την συμπύκνωση.
Μετάθεση, είναι η διοχέτευση του ασυνείδητου υλικού σε διαφορετική, από την πρωταρχική του κατεύθυνση, ή σε διαφορετικό από το πρωταρχικό του αντικείμενο. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσω αντικατάστασης ενός στοιχείου με κάποιο άλλο, ή μέσω ανταλλαγής των λεκτικών μορφών των δύο στοιχείων. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, οι άνθρωποι τείνουν να κοινωνικοποιούνται με άτομα, τα οποία φέρουν κάποια κοινά ή αντίθετα χαρακτηριστικά με οικία τους πρόσωπα. Ο λόγος έγκειται στο εξής γεγονός – αφού δεν μπορώ να έχω το άτομο που τόσο πολύ αγάπησα, τότε θα βρώ κάποιο που να του μοιάζει. Από την άλλη όμως, αν ο ψυχικός πόνος ήταν τόσο δυνατός που η αγάπη μετατράπεικε σε μίσος, τότε μπορεί να ψάχνω κάποιο άτομο με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο, λές και με αυτό τον τρόπο θα αποτρέψω κάποια παρόμοια, μελλοντική κατάληξη της σχέσης μου.
Συμπύκνωση, είναι η χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου, με διττή η πολλαπλή σημασία. Μία παράσταση ή ένα αντικείμενο, μπορούν να συμπυκνωθούν με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσω παράληψης κάποιου στοιχείου τους, μέσω συγχώνευσής τους με άλλες παραστάσεις ή αντικείμενα ή μέσω κάποιου νεολογισμού.
Στην ψυχανάλυση υπάρχει επίσης ο όρος μετουσίωση. Η μετουσίωση είναι η μετατροπή της ουσίας ενός πράγματος σε κάτι άλλο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ασυνείδητο υλικό, το οποίο πολλές φορές λόγω του περιεχομένου και της φύσης του, αναγκαζόμαστε να το διοχετέυσουμε σε κοινωνικά αποδεκτές ενασχολήσεις, ακριβώς λόγω των περιορισμών που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλλει.
Στόχος και των τριών μηχανισμών είναι η ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, έστω και με κάποιο υποκατάστατο αντικείμενο ή έμμεσο τρόπο.
Η τέχνη είναι η προσωποποίηση της μετουσίωσης. Είναι ο χώρος όπου μεταθέτουμε όλες μας τις επιθυμίες, δίνοντας τους καλλιτεχνική μορφή. Τα όνειρα είναι ένας άλλος τρόπος ικανοποίησης των ασυνείδητων επιθυμιών μας. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται όπως στην τέχνη, έτσι και στα όνειρα, με σκοπό την ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, είναι η μετάθεση και η συμπύκνωση. Απ΄ αυτή την άποψη, ένα έργο τέχνης, δεν είναι λιγότερο αληθινό, από μία πραγματική ιστορία πάθους, ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο. Ο καλλιτέχνης, προβάλλει πάνω στο έργο του τον εσωτερικό του κόσμο και μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδος αντιλαμβάνεται και βιώνει το ερωτικό πάθος.
Η ερωτική συνάντηση, είτε αυτή είναι μυθιστορηματική, είτε είναι πραγματική, πραγματοποιείται στη σφαίρα του φαντασιακού. Ο ένας ταυτίζεται με τις προσδοκίες του άλλου. Αυτό που τους ενώνει είναι οι προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο. Δηλαδή, υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση φαντασιακής προβολής, ή αν θέλετε αμφίδρομης προβολικής ταύτισης, όπου και τα δύο άτομα φέρουν μέσα τους από τη μιά μεριά τις προσδοκίες τους και, από την άλλη κάποια προδιάθεση να ταυτιστούν με τις προσδοκίες του άλλου. Όταν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου και, το οποίο τροφοδοτεί τη φαντασία και τις προσδοκίες, διαλευκανθεί, τότε ξαφνικά βρισκόμαστε ενώπιον κάποιου άγνωστου, ακόμη και ανεπιθύμητου προσώπου.
Αυτό που ερωτευόμαστε δεν είναι το άτομο, αλλά την εικόνα που προβάλλουμε πάνω σ’ αυτό, βάσει των δικών μας προσωπικών βιωμάτων και εν συνεχεία προσδοκιών.«Μία επιτυχημένη και ευτυχής σχέση, λέει η Μέλανι Κλάιν, έγκειται στο βαθμό σύγκλισης μεταξύ του ασυνειδήτου των δύο συντρόφων».
Όπως γράφει ο Έριχ Φρόμ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης», «ο έρωτας είναι εκείνη η έλξη που βιώνουμε μέσα μας προς πλήρη συγχώνευση με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό το εκρηκτικό βίωμα ερωτικού πάθους με κάποιο άτομο οδηγεί προς μια ξαφνική κατεδάφιση των υφιστάμενων φραγμών που υπάρχουν μεταξύ των δύο συντρόφων, ξένων μέχρι τώρα ο ένας για τον άλλο. Όταν όλοι οι φραγμοί μεταξύ των δύο συντρόφων κατεδαφιστούν, τότε χάνεται η κάθε πιθανή δυνατότητα για την επίτευξη κάποιας άλλης ξαφνικής εγγύτητας με τον ερωτικό σύντροφο.»
Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, στο βιβλίο του «Μελέτες για τον έρωτα», γράφει «ο έρωτας είναι μία παθιασμένη συγκέντρωση της προσοχής μας πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος και πράγματα σταδιακά αντικαθιστούνται μέσα στη συνείδηση του ερωτευμένου μόνο από ένα άτομο. Όπου κι αν βρίσκεται ο ερωτευμένος, ό,τι κι αν βρίσκεται μπρόστα στο πεδίο όρασής του, η προσοχή του θα έλκεται συνεχώς από το ερωτικό του αντικείμενο. Η κάθε του προσπάθεια να μετατοπήσει την προσοχή του σε κάθε τι άλλο, θα αποβαίνει μοιραία. Τα όρια της συνείδησης στενεύουν σε τέτοιο βαθμό, που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα από ένα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας ονομάζει αυτή την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, «Θεία Μανία».
Ο νεαρός αρχαιολόγος αγοράζει από μία αγορά με αρχαίες συλλογές στη Ρώμη, το αγαλματίδιο, το οποίο αρχικά δεν του κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Στην πορεία, ξεκινά να το μελετά και η προσοχή του εστιάζεται πάνω σ΄ ένα συγκεκριμένο σημείο – το αριστερό της πόδι. Η κοπέλα που αναπαριστάται στο αγαλματίδιο, βρίσκεται σε κίνηση, με το αριστερό της χέρι να σηκώνει ελαφρά το μακρύ της φόρεμα, όπου φαίνεται το κάτω μέρος του αριστερού της ποδιού να βρίσκεται σχεδόν σε κάθετη θέση. Μέσα του ξυπνά η επιστημονική περιέργεια να διαπιστώσει κατά πόσον το βάδισμα της κοπέλας είναι καρπός της φαντασίας του καλλιτέχνη ή αναπαρίστα κάποια πραγματική κοπέλα. Ο νεαρός αρχαιολόγος αποφασίζει να βγεί στους δρόμους κι αρχίζει να παρακολουθεί τις γυναίκες που περνούν από μπροστά του, με σκοπό να διαπιστώσει αν πράγματι μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα τόσο υπέροχος αλλά και ασυνήθιστος τρόπος βαδίσματος. Με απογοήτευση όμως διαπιστώνει πως καμία κοπέλα δεν περπατά με τον ίδιο μαζί της τρόπο.
Το βράδυ όταν ξαπλώνει να κοιμηθεί, ονειρεύεται πως βρίσκεται στην Πομπηία, έτος 79 μχ., όπου σε κάποια στιγμή βλέπει κάπου στο βάθος του δρόμου την Γκραντίβα, να περπατά με τον ίδιο ανάλαφρο και ασυνήθιστο τρόπο. Την ίδια ώρα το ηφαίστειο εκρήγνειται, κι αυτός τρομοκρατημένος της φωνάζει για να προστατευθεί. Αυτή γυρνάει, τον κοιτάζει και συνεχίζει την πορεία της, ώσπου φτάνει μπροστά στην πύλη ενός ναού, όπου κάθεται πάνω σ΄ένα σκαλοπάτι και απαλά απλώνει το κεφάλι της πάνω σ΄ αυτό. Η λάβα αρχίζει να απλώνεται πάνω της, κι αυτή μεταμορφώνεται σε μαρμάρινο άγαλμα. Ο Νόρμπερτ τρέχει κοντά της και βλέπει την έκφραση του προσώπου της, ήρεμο λες και κοιμάται, ώσπου μία βροχή στάχτης κάλυπτει όλο της το πρόσωπο.
Το άλλο πρωί, η πεποίθησή του πως η Γκραντίβα ήταν αληθινό πρόσωπο γίνεται ακόμη πιο έντονη, προφανώς επιρεασμένος από το βραδυνό όνειρο. Στέκεται μπροστά στο παράθυρο και βλέπει στο απέναντι μπαλκόνι μέσα σ΄ ένα κλουβί ένα καναρίνι να τραγουδά/κελαηδά. Σε κάποια στιγμή βλέπει στο δρόμο κάποια κοπέλα, ίδια η Γκραντίβα, με το ίδιο βάδισμα να διασταυρώνει το δρόμο. Τρέχει έξω, όπως ήταν με τις μπιτζάμες, να φτάσει την κοπελά, αλλά τα βλέμματα και τα σχολία του κόσμου τον αναγκάζουν να επιστρέψει πίσω στο σπίτι. Συνεπαρμένος από όλα αυτά, αποφασίζει να φύγει για την Πομπηία.
Όταν φτάνει στην Πομπηία, ο Νόρμπερτ αρχίζει να γυρνά στους δρόμους, ώσπου σε κάποια στιγμή, κατά το μεσημέρι, βλέπει στην απέναντι μεριά του δρόμου την ίδια κοπέλα, όπως στο όνειρο, να διασταυρώνει το δρόμο και να κατευθύνεται προς κάποιο σπίτι. Ο Νόρμπερτ, πιστεύωντας πως αυτό είναι το πνεύμα της Γκραντίβας, το οποίο επέστρεψε από τους πεθαμένους, τρέχει προς το μέρος της, μπαίνει μέσα στο σπίτι και βλέπει την Γκραντίβα να κάθεται πάνω σ΄ ένα σκαλοπάτι. Εκείνος, πεποισμένος για την ελληνική καταγωγή της κοπέλας, της απευθύνεται στα ελληνικά, με σκοπό να διαπιστώσει αν μιλά, όντας πνέυμα χωρίς σάρκα και οστά. Η Γκραντίβα δεν του απαντά, κι αυτός αποφασίζει να της μιλήσει στα λατινικά, ενώ αυτή χαμογελόντας του λέει – «αν θές να μιλήσουμε, τότε μίλα μου στα γερμανικά». Ο Νόρμπερτ, ενθουσιασμένος, με το γεγονός πως η Γκραντίβα μιλά, της λέει – «είμουν σίγουρος πως η φωνή σου θα ακουγόταν ακριβώς έτσι». Το ότι μιλά γερμανικά, μία γλώσσα η οποία δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, γεγόνος το οποίο αναιρεί όλες του τις υποθέσεις, γύρο από τη ζωή της Γκραντίβας, δεν του κάνει καμία απολύτως εντύπωση. Αυτός της ζητά να απλώσει το κεφάλι της στο σκαλοπάτι (η ίδια σκηνή όπως στο όνειρο) αλλά αυτή αρνείται και αποχωρεί από το σπίτι.
Την επόμενη μέρα, την ίδια ώρα, στον ίδιο τόπο, ο Νόρμπερτ συναντά πάλι την Γκραντίβα και, βλέποντάς την τής λέει – «Μακάρι να είσουν ζωντανή». Η περιέργεια της Γκραντίβας, να καταλάβει περι τίνως πρόκεινται όλ΄ αυτά, γίνεται όλο και πιο έντονη, κι αρχίζει να του κάνει την μία ερώτηση μετά την άλλη. Τότε η ίδια μαθαίνει, για το αγαλματίδιο, για το όνειρο, για το όνομα που έδωσε στο αγαλματίδιο και για το σκοπό του ταξιδιού του νεαρού αρχαιολόγου στην Πομπηία. Τότε αυτή δέχεται την πρόταση του Νόρμπερτ να απλώσει το κεφάλι της στο σκαλοπάτι και μετά να βαδίσει μπροστά του. Στη συνέχεια του λέει πως το όνομά της δεν είναι Γκραντίβα, αλλά Ζώη, κι αυτός με τη σειρά του της λέει – «τι ειρωνεία, το όνομά σας σημαίνει ζωή». Η Ζώη του λέει «ο άνθρωπος πρέπει να συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο, έτσι κι εγώ από καιρό έχω συνηθίσει με την ιδέα πως είμαι νεκρή».
Η απάντησή της αυτή, μας ξαφνιάζει, και μας κάνει να διαιρωτόμαστε για ποιό λόγο η Ζώη αποφασίζει να μπεί στο ρόλο της αρχαίας πομπηιανής κοπέλας, αντί να του πεί όλη την αλήθεια. Δεν έχουμε καταλάβει ακόμη τα κίνητρά της. Παρ’ όλαυτα, από θεραπευτικής άποψης, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ επισημαίνει, όντας παραλήρημα αυτό που ο Νόρμπερτ βιώνει, άλλος τρόπος προσέγγισης δεν θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός από αυτόν.
Η περιέργεια του Νόρμπερτ να καταλάβει ποια είναι η φύση της Ζώης, γεννά στο μυαλό του την ιδέα να αγγίξει το χέρι της. Σκέψη, η οποία του προκαλεί αμφίσημα συναισθήματα ενθουσιασμού και φόβου. Ενθουσιασμού, διότι θα ήθελε να είναι ζωντανή, αλλά και φόβου, διότι αν είναι ζωντανή, τότε αυτό θα σήμαινε πως θα μπορούσε να μην είναι αποκλειστικά δική του «ιδιοκτησία».
Οι σκέψεις αυτές του δημιουργούν κάποιο συναίσθημα ζήλιας, και όταν την επόμενη μέρα μπαίνει στο σπίτι και βλέπει τη Ζώη μπροστά του, εκείνος αυθόρμητα την ρωτάει «είσαι μόνη;». Εκείνη, κατανοώντας την συναισθηματική κατάσταση, που βρίσκεται ο νεαρός αρχαιολόγος, του δίνει μισό κομμάτι από το ψωμί της και του λέει «είναι λες και με τον ίδιο τρόπο μοιραζόμασταν αυτό το ψωμί πριν δύο χιλιάδες χρόνια». Ο Νόρμπερτ, αδυνατόντας να κατανοήσει τα λόγια της Ζώης αποφασίζει να εφαρμόσει το πείραμα, δηλαδή να την αγγίξει, και εκμεταλλευόμενος τη στιγμή, όπου μία μύγα κάθεται στο χέρι της, εκείνος με δύναμη τη χτυπά. Εκείνη ξαφνιασμένη από την ακατανόητη πράξη του Νόρμπερτ, γυρνάει και του λέει «είσαι τρελός, Νόρμπερτ Χάνολντ!». Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένα ζευγάρι, γνωστοί της Ζώης, κι αρχίζουν να μιλάνε. Ο Νόρμπερτ σηκώνεται και φεύγει.
Ο νεαρός αρχαιολόγος, πλέον αντιλαμβάνεται πως η Ζώη δεν είναι το πνεύμα της Γκραντίβας, αλλά μία κανονική κοπέλα, όπως όλες τις άλλες. Εκείνο όμως που τον είχε μπερδέψει, ήταν το γεγονός πως εκείνη ήξερε το όνομά του.
Η επόμενη συνάντηση είναι καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας. Η Ζώη είναι παιδική φίλη του Νόρμπερτ, η οποία ζεί στο απέναντι διαμέρισμα, όπου βρίσκεται το κλουβί με το καναρίνι. Πατέρας της είναι ο Ρίχαρντ Μπέρταγκ, καθηγητής ζωολογίας. Όταν ήταν μικροί έπαιζαν μαζί, και σαν παιδιά που ήταν μερικές φορές χτυπιόντουσαν. Στην αποκάλυψή της αυτή, ο Νόρμπερτ της λέει «τότε εσύ είσαι η δεσποινής Μπέρταγκ; Μα δεν μοιάζεις καθόλου με εκείνην».
Αυτή η αποκάλυψη έρχεται να ξεκαθαρίσει αρκετά πράγματα. Την παρὀρμηση του Νόρμπερτ να χτυπήσει τη Ζώη για να διαπιστώσει εάν είναι πνεύμα ή όχι. Τα λόγια της Ζωής, πως πριν δυο χιλιάδες χρόνια μοιραζόντουσαν το ίδιο ψωμί.
Σ΄ αυτό το σημείο ο Φρόιντ σημειώνει – «οι φαντασίες του νεαρού αρχαιολόγου είναι η ηχώ των λησμονημένων, παιδικών του αναμνήσεων. Από αυτή την άποψη, αυτές, δεν είναι αυθαίρετο προϊόν του μυαλού του, αλλά αποτέλεσμα κάποιου υπάρχοντος ψυχικού υλικού από τις παιδικές του εντυπώσεις, οι οποίες αν και λησμονημένες, συνεχίζουν να λειτουργούν σ΄ ένα ασυνείδητο επίπεδο».
Οι υποθέσεις, για την ελληνική και αριστοκρατική καταγωγή της Ζώης δεν είναι τίποτα άλλο παρά μεταμορφωμένες αναμνήσεις. Το ελληνικό της όνομα έχει μετατραπεί σε ελληνική καταγωγή. Ο καθηγητής πατέρας της, σε Πατρίκιο. Το επίθετό της, Μπέρταγκ (δηλαδή εκείνος, ο οποίος βαδίζει υπέροχα) , σε Γκραντίβα.
Η Ζώη συνεχίζει «όταν είμασταν παιδιά, είχα πραγματικα προσκολληθεί σε σένα και πίστευα πως ποτέ μου δεν θα έχω πιο κοντινό φίλο σ΄ αυτή τη ζωή. Δεν έχω μητέρα ούτε αδέλφια. Για τον πατέρα μου ακόμη και ένα σκουλίκι ήταν πιο ενδιαφέρον από μένα. Αν είμουν κι εγώ κομμάτι της συλλογής του, μάλλον δεν θα αφιέρωνα την καρδιά μου σε σένα. Γι΄ αυτό είχα ανάγκη να γεμίσω όλο αυτό το κενό στη ζωή μου με κάτι, κι εσύ είσουν αυτό το κάτι. Όταν όμως σε κέρδισε η αρχαιολογία, είχες γίνει πια ανυπόφορος για μένα, αφού δεν είχες ούτε μάτια, ούτε στόμα, ούτε αναμνήσεις για την φιλία μας. Εγώ για σένα είχα μετατραπεί σε κενό χώρο, ενώ εσύ, με τα ξανθά και αχτένιστα μαλιά σου, είχες μετατραπεί σ’ ένα βαρετό, ξινό και μη επικοινωνιακό άτομο, σαν βαλσαμωμένος κόκορας, μάλιστα θα έλεγα υπερόπτης σαν αρχαιοπτέριξ».
Όπως λέει ο Φρόιντ, «αν σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, το κάθε κορίτσι κατευθύνει την αγάπη του προς τον πατέρα της, η Ζώη δεν κάνει εξαίρεση από αυτόν, ακόμη περισσότερο αφού δεν έχει άλλους συγγενείς στον κόσμο εκτός από τον πατέρα της. Παρόλαυτα, ο πατέρας της δεν αφιερώνει καθόλου χρόνο για την κόρη του, έτσι κι αυτή κατευθύνει την αγάπη της σε κάποιον άλλο, στην προκειμένη περίπτωση στον Νόρμπερτ. Όταν όμως κι αυτός πάυει να της δίνει σημασία, ο έρωτάς της γι΄ αυτόν δεν σβήνει, αντιθέτως, γίνεται ακόμη πιο έντονος, αφού ο Νόρμπερτ μετατρέπεται σε πανομοιότυπο αντίγραφο του πατέρα της, ένας επιστήμονας, τόσο αφωσιομένος στην επιστήμη του, που σταδιακά χάνει κάθε επαφή όπως με την ζωή, έτσι και με την Ζώη. Έτσι, η Ζώη βρίσκοντας ξανά τον πατέρα της στο πρόσωπο κάποιου άλλου, συνταυτίζοντάς τους συναισθηματικά, καταφέρνει να δείξει την αφωσίοσή της προς τον πατέρα της, μέσω κάποιου άλλου».
Πάνω στο ίδιο θέμα, η Μέλανι Κλάιν λεέι: «τα αισθήματα που τρέφει κάποιος άντρας για μία γυναίκα έχουν πάντοτε τις ρίζες τους στην πρωταρχική του σχέση με τη μητέρα του ή με το πρώτο άτομο το οποίο τον φρόντιζε. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η πρωταρχική σχέση είναι λησμονημένη, γι΄αυτό και εκδηλώνεται καμουφλαρισμένη με διάφορους τρόπους. Τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ του πρωτεύοντος αντικειμένου και της μελλοντικής ερωτικής συντρόφου, μπορούν να είναι οτιδήποτε, δηλαδή από κάποιο εξωτερικό χαρακτηριστικό, μέχρι την φωνή ή κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους. Δεν εξαιρούνται οι περιπτώσεις όπου ο άνδρας μπορεί να διαλέξει για σύντροφό του κάποια γυναίκα, τα χαρακτηριστικά της οποίας να είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με εκείνα της μητέρας του. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν η σχέση μεταξύ γιού και μητέρας είναι αποπνυχτικά στενή και η οποία βιώνεται σαν τέτοια από το αγόρι. Στην πορεία της ανάπτυξης του αγοριού κάποια αδελφή, ξαδέλφη ή παιδική φίλη, μπορεί να πάρει τη θέση του πρωτέυοντος αντικειμένου στην ερωτική φαντασία του αγοριού. Σε γενικές γραμμές ο άνδρας ψάχνει στις μετέπειτα ερωτικές του σχέσεις να ξαναβρεί τις εντυπώσεις και φαντασίες που είχε για το πρωτεύον αντικείμενο. Στις γυναίκες ισχύει ο ίδιος κανόνας, με μόνη διαφορά ότι, ενώ το πρωτεύον αντικείμενο είναι πάντοτε το ίδιο, δηλαδή η μητέρα, στην πορεία το κορίτσι στρέφει την αγάπη της προς τον πατέρα της.
Για την επαλήθευση του συμπεράσματος αυτού, ο Φρόιντ συνεχίζει – «όταν η Ζώη περιγράφει στον Νόρμπερτ την μεταμόρφωσή του και το τέλος της φιλίας τους, η ίδια τον χαρακτηρίζει αρχαιοπτέριξ, πουλί από την αρχαιολογία της ζωολογίας. Μ΄ αυτόν τον τρόπο η Ζώη πετυχαίνει να εκφράσει την απογοήτευση της και για τους δύο άντρες, με μία μόνο λέξη. Ο αρχαιοπτέριξ, είναι ένας συμβιβαστικός όρος, ένα κοινό σημείο για τους δύο άντρες, η ζωολογία για τον ένα, η αρχαιολογία για τον άλλο».
Από πλευράς του νεαρού αρχαιολόγου, τα πράγματα εξελίσσονται με διαφορετικό τρόπο. Η αρχαιολογία τον κατακτά εξ’ ολοκλήρου και οι μόνες γυναίκες οι οποίες ελκείουν το ενδιαφέρον του είναι φτιαγμένες από χαλκό και πέτρα. Η παιδική τους φιλία πεθαίνει, αντί να μετατραπεί σε ερωτική σχέση, ενώ όλες του οι αναμνήσεις για εκείνην λησμονιούνται σε τέτοιο βαθμό, που ο ίδιος αδυνατεί ακόμη και να την αναγνωρίσει. Η λησμόνηση αυτή, δεν έχει να κάνει με την απάληψη, την διαγραφή αυτών των αναμνήσεων, αλλά με μία εσωτερική αντίσταση, η οποία εμποδίζει αυτή την ανάμνηση να αναδηθεί στην συνείδηση. Λόγω αυτής της εσωτερικής αντίστασης, η απωθημένη ανάμνηση διεισδείει στη συνείδηση μεταλλαγμένη, κάτω από την επίδραση κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος, το οποίο φέρει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το παλιό βίωμα. Στην προκειμένη περίπτωση, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι απλά κοινά, αλλά τα ίδια.
Το πάθος του για την αρχαιολογία έρχεται να αντικαταστήσει το ερωτικό πάθος που τρέφει για την φίλη του, ενώ το ίδιο το αντικείμενο της έρευνάς του, δηλαδή το αντίγραφο του αρχαίου αγαλματιδίου, ξυπνά μέσα του ξανά το ίδιο πάθος που κάποτε έτρεφε για τη λησμονημένη του φίλη από την παιδική του ηλικία. Όπως μας λέει ο Φρόιντ, «ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ του να αποκοπεί πραγματικά από κάτι ή κάποιον. Αυτό που κάνει είναι να αντικαθιστά ένα πράγμα με κάτι άλλο».
Στο τέλος αποφασίζουν να παντρευτούν. Ο Νόρμπερτ ζητά από τη Ζώη για τελευταία φορά να βαδίσει μπροστά του, κι αυτή με προθήμεια σηκώνει ελαφρά το φόρεμά της, αναδυκνείοντας το κάτο μέρος του ποδιού της, το οποίο βρισκόταν σχεδόν σε κάθετη θέση.
Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, λέει «η απόλαυση που αντλούμε από τον έρωτα έγκειται σε κάποιο αίσθημα μεταφυσικής διαπερατότητας, όπου οι δύο συντρόφοι βρίσκονται σε απόλυτη συγχώνευση. Αυτή η τάση για συγχώνευση φτάνει στο ζενίθ της επιθυμίας της να παραμείνει ως έχει, με την απόφαση για απόκτηση παιδιών, τα οποία την συμβολοποιούν. Αυτό το τρίτο στοιχείο, προϊόν του έρωτα, συγκεντρώνει μέσα του ολόκληρο το νόημά του. Το παιδί είναι ο υπέρτατος τρόπος προσωποποίησης της επιθυμίας των δύο συντρόφων για συγχώνευση.
Όπως λέει ο Πλάτωνας – «ο έρωτας είναι η επιθυμία για τη γένεση της τελειότητας».Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο σημεία, τα οποία λίγο πολύ δύσκολα μπορούμε να συναντήσουμε στην πραγματικότητα. Το ένα είναι το αντίγραφο του αρχαίου αγαλματιδίου, το οποίο τόσο πολύ έμοιαζε με την Ζώη. Το άλλο, είναι η τυχαία συνάντηση στην Πομπηία. Αυτή η τυχαιότητα όμως, έρχεται να σηματοδοτήσει, αυτό που όλοι μας γνωρίζουμε, δηλαδή να συναντούμαι πάντα στο δρόμο μας, αυτό που προσπαθούμε να αποφείγουμε. Βασικά, αυτό που συναντούμε είναι η ίδια η επιθυμία μας, την οποία έχουμε απωθήσει, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί και να απαιτεί την ικανοποίησή της. Συμβαίνει αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζουμε προβολή κάποιου ασυνείδητου υλικού πάνω σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, το οποίο μας θυμίζει κάτι, αλλά αυτό το κάτι δεν μπορούμε να κατανομάσουμε. Ένδειξη για τη σχέση μεταξύ του ασυνείδητου υλικού και του εξωτερικού ερεθίσματος είναι τα ακατανόητα αισθήματα τα οποία βιώνουμε και τα οποία μας ωθούν σε φαινομενικά αλόγιστες πράξεις. Σ΄αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε φράσεις όπως «κεραυνοβόλος έρωτας», «έρωτας με την πρώτη ματιά», «ο έρωτας είναι τυφλός, βλέπει με την ψυχή, ὀχι με τα μάτια». Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ παραθέτει στο βιβλίο του μία σκέψη του Άγιου Αυγουστίνου – «ο έρωτάς μου είναι η έλξη μου, όπου κι αν πάω, πάντοτε προς αυτόν βαδίζω». Και σε άλλο σημείο συνεχίζει – «ο έρωτας στην ουσία του είναι φαντασιακός. Όχι πως ο έρωτας σαν τέτοιος κάνει κάποιο λάθος, αλλά είναι λάθος από τη φύση του. Ερωτευόμαστε όταν η φαντασία μας προβάλλει πάνω σε κάποια άλλη ύπαρξη ανύπαρκτη τελειότητα. Αυτό είναι ακόμη χειρότερο, από την σημασία του παλιού ρητού, ο έρωτας είναι τυφλός. Διότι ενώ τα μάτια βλέπουν την πραγματικότητα, ο έρωτας προσπαθεί να την διορθώσει. Πως θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε το τέλος ενός ερωτικού πάθους αλλιώς, από τη στιγμή που το αντικείμενο της αγάπης μας παραμένει το ίδιο;»
Σ΄ αυτό το σημείο ο Φρόιντ κάνει ένα διαχωρισμό μεταξύ των όρων ασυνείδητο και απωθημένο, για να εξηγήσει το λόγο που ο Νόρμπερτ δυσκολεύεται να θυμηθεί τη φίλη του. Το απωθημένο είναι πάντοτε ασυνείδητο, ένα ασυνείδητο υλικό όμως δεν είναι πάντοτε απωθημένο. Η διαφορά έγκειται στο βαθμό δυσκολίας ή ευκολίας να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας κάποια πληροφορία. Όταν κάτι είναι απωθημένο, δύσκολα μπορεί να αναδυθεί στη συνείδηση με την πρωταρχική του μορφή, ακριβώς για το λόγο πως η ανάμνησά μας γι΄ αυτό μας προκαλεί έντονα συναισθήματα, συναισθήματα, τα οποία προκάλεσαν και την πρωταρχική απώθηση του βιώματος. Αντιθέτως, πολλές πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι συναισθηματικά φορτισμένες και, επομένως δεν έχουν απωθηθεί, μπορούν πιο εύκολα να ανακληθούν στην μνήμη όταν αυτό χρειαστεί. Το απωθημένο είναι δυναμικός όρος, ο οποίος περιγράφει την διάδραση μεταξυ δύο δυνάμεων, της επιθυμίας να εκδηλωθεί το ασυνείδητο υλικό και, της αντίστασης, η οποία εμποδίζει αυτή ακριβως την ανάδυση του ασυνείδητου υλικού στη συνείδηση. Η λύση έγκειται στο συμβιβασμό που γίνεται μεταξύ των δύο δυναμεων, δηλαδή, την ανάδυση της ανάμνησης σε μεταλλαγμένη μορφή, η οποία πολλές φορές μπορεί να πάρει την μορφή κάποιου συμπτώματος, όπως στην περίπτωση του παραληρήματος του Νόρμπερτ.
Εκείνο που παίζει πρωταρχικό ρόλο για τον ψυχικό κόσμο, είναι ο συναισθηματικός φόρτος που φέρει μέσα του. Βιώματα, τα οποία απωθούνται, είναι βιώματα με έντονο συναισθηματικό φόρτο, τον οποίο το άτομο δεν μπορεί να χειριστεί. Αυτός ο συναισθηματικός φόρτος, συνήθως είναι σεξουαλικής/ενορμητικής φύσεως, όπως στην περίπτωση του Νόρμπερτ, ο οποίος ανίκανος να χειριστεί τον παιδικό έρωτα που τρέφει για την Ζώη, τον απωθεί και τον μετουσιώνει σε πάθος για την επιστήμη της αρχαιολογίας. Η ίδια όμως η επιστήμη, είναι εκείνη που ξυπνά ξανά μέσα του το ερωτικό πάθος, μετατοπισμένο όμως σε ένα εκ πρώτης όψεως άσχετο αντικείμενο, δηλαδή το αγαλματίδιο. Το αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία γυναίκα, είναι αυτό που βγάζει τον νεαρό αρχαιολόγο από την άρνηση των ερωτικών/σεξουαλικών του ενορμήσεων, οι οποίες λόγω των έμφυτων τους καταβολών, απαιτούν την ικανοποίησή τους.
Ο Νόρμπερτ φτάνει στην συνειδητοποίηση της κατάστασής του, όταν η Ζώη εμμέσως πλην σαφώς του λέει: «κοίταξε, όλ΄ αυτά σημαίνουν μόνο ένα πράγμα, πως μ΄αγαπάς». Ο γάλλος φιλόσοφος Ρόλαν Μπάρτ, στο βιβλίο του «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», λέει «το να γνωρίζεις κάποιον δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από το να ξέρεις ποια είναι η επιθυμία του».
Ο Φρόιντ μας εξηγεί την διάταξη και σχέση της φαντασίας με την επιθυμία μέσα στο χρόνο. Κάποιο ερέθισμα από το περιβάλλον στο παρόν στάδιο, το οποίο φέρει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με κάποιο παλαιότερο βίωμα, ξυπνά μέσα μας μια έντονη επιθυμία, η οποία έχει κοινό συναισθηματικό υπόβαθρο με κάποια παλαιότερη επιθυμία. Ανάλογα με την μοίρα της παλαιοτέρης εμπειρίας, δηλαδή αν ικανοποιήθηκε ή όχι και σε ποιο βαθμό, όπως επίσης και ποιο ήταν το περιεχόμενο των εκάστοτε φαντασιώσεων, το άτομο αρχίζει να φαντάζεται την ικανοποίηση της παρούσας επιθυμίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου