Σε βλέπω κάτω από τη μάσκα που φοράς, χρόνια τώρα. Θυμάμαι πότε την έβαλες. Το έχεις ξεχάσει. Ίσως μέσα στις βαθύτερες σου σκέψεις, κάποιες ιδιαίτερες, φοβικές στιγμές να το θυμάσαι, αλλά αμέσως το διώχνεις. Για να μη σού φύγει το πορτρέτο που θέλεις να διατηρείς. Για να μη μπερδευτείς ανάμεσα σε κόσμους, χρόνους και συναισθήματα.
Όσο χτίζεις τους κόσμους της προσποίησής σου αισθάνεσαι κυρίαρχος, σίγουρος, σταθερός. Έχεις ξοδέψει πολύ χρόνο και ενέργεια για να το κάνεις. Ποτέ δεν είναι απλό ή εύκολο. Δεν μπορείς να τους γκρεμίσεις με μιας ή να απαρνηθείς το δημιούργημά σου.
Κάποιες φευγαλέες στιγμές απέραντης θλίψης, βαθιάς ρωγμής μέσα σου, περνάνε απαρατήρητες από τους εξίσου κοιμισμένους γύρω σου. «Το χειρίζομαι», ψιθυρίζεις στον εαυτό σου, «είναι φυσιολογικό, όλοι κάπως έτσι αισθάνονται».
Αλλά έρχονται κάποιες «τυχαίες» στιγμές, που η αλήθεια καίει τα σωθικά σου, που η ματαιότητα τρυπάει το μυαλό σου, που ο χρόνος γίνεται απειλητικά μικρός. Και ξανά μπλέκεσαι στις διαδρομές του μυαλού σου, κάνοντας απίστευτους υπολογισμούς και επιχειρηματολογώντας για να επαναφέρεις την πολυπόθητη ηρεμία.
Σε βοηθούν σ’ αυτό οι αμέτρητοι σωτήρες, οι προτροπές να «σταματάς τη σκέψη», «να αδειάζεις το μυαλό» και καταφέρνεις – πιστεύεις – να το κλειδώνεις. Είναι απόλυτα πειστικοί οι ρόλοι που φόρεσες, οι εικόνες που θέλεις να βλέπεις, η πραγματικότητα που σε περιτριγυρίζει. Όλα υπάρχουν για να σε βοηθάνε, όσο τα έχεις ανάγκη. Όσο η διατήρησή τους φαντάζει ζήτημα ζωής και θανάτου.
Αλλά δεν είσαι ελεύθερος. Το ξέρεις πως δεν είσαι ελεύθερος. Ακόμα κι αν δεν το έχεις παραδεχθεί με τις ίδιες λέξεις. Το ξέρεις πως παρασύρεσαι σε ένα ποτάμι που τρέχει χωρίς εσένα, κι εσύ πασχίζεις να κρατηθείς, να παραμείνεις στην επιφάνεια και να μη χάσεις τον εαυτό σου. Ποιον εαυτό σου;
Αυτόν που έφτιαξες, αυτόν που κοπίασες για να διατηρήσεις. Αυτόν που η μνήμη σου σε βοηθάει, κάθε φορά, να ενισχύεις και να υπερασπίζεσαι.
Δεν έχεις πουθενά αλλού να πας. Δεν μπορείς κάτι άλλο, διαφορετικό, εξίσου ελκυστικό να φανταστείς. Οι εικόνες τρόμου επανέρχονται. Η απώλεια ξέρει να πείθει, χωρίς να σού δείχνει την πραγματική απώλεια μέσα σου. Ο χρόνος κυλάει.
Όσο απειλείσαι, τόσο περισσότερο προσπαθείς να κρατηθείς. Από τι; Πώς; Δεν θέλεις να μάθεις.
Κάποιες μέρες είναι πιο δύσκολο από άλλες. Κάποιες φωνές μέσα σου, σού μιλάνε σε μια άλλη γλώσσα. Δεν έμαθες να την ακούς, δεν ξέρεις να την εμπιστεύεσαι. Κι έτσι κλείνεις τις πόρτες. Κλειδώνεις τον εαυτό σου χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πως αυτό ακριβώς που κλείνεις απ’ έξω είναι η ίδια η σωτηρία σου.
Θα ανοίξεις κάποια στιγμή τα ξεχασμένα συρτάρια του μυαλού σου; Θα τολμήσεις να καθαρίσεις τα μάτια από τα φίλτρα που έχεις ξεχάσει πως έχεις τοποθετήσει; Ποιος ξέρει…
Εξακολουθώ να παραμένω περαστικός... Να σε αποτρέπω από το να φτιάχνεις κι άλλους πύργους στην άμμο, όσο ελκυστικοί κι αν είναι. Δεν υπάρχουν τρόπαια, βάθρα, κατακτήσεις που να μπορείς να κλείσεις με ασφάλεια στη γνώση σου.
Όσο χτίζεις τους κόσμους της προσποίησής σου αισθάνεσαι κυρίαρχος, σίγουρος, σταθερός. Έχεις ξοδέψει πολύ χρόνο και ενέργεια για να το κάνεις. Ποτέ δεν είναι απλό ή εύκολο. Δεν μπορείς να τους γκρεμίσεις με μιας ή να απαρνηθείς το δημιούργημά σου.
Κάποιες φευγαλέες στιγμές απέραντης θλίψης, βαθιάς ρωγμής μέσα σου, περνάνε απαρατήρητες από τους εξίσου κοιμισμένους γύρω σου. «Το χειρίζομαι», ψιθυρίζεις στον εαυτό σου, «είναι φυσιολογικό, όλοι κάπως έτσι αισθάνονται».
Αλλά έρχονται κάποιες «τυχαίες» στιγμές, που η αλήθεια καίει τα σωθικά σου, που η ματαιότητα τρυπάει το μυαλό σου, που ο χρόνος γίνεται απειλητικά μικρός. Και ξανά μπλέκεσαι στις διαδρομές του μυαλού σου, κάνοντας απίστευτους υπολογισμούς και επιχειρηματολογώντας για να επαναφέρεις την πολυπόθητη ηρεμία.
Σε βοηθούν σ’ αυτό οι αμέτρητοι σωτήρες, οι προτροπές να «σταματάς τη σκέψη», «να αδειάζεις το μυαλό» και καταφέρνεις – πιστεύεις – να το κλειδώνεις. Είναι απόλυτα πειστικοί οι ρόλοι που φόρεσες, οι εικόνες που θέλεις να βλέπεις, η πραγματικότητα που σε περιτριγυρίζει. Όλα υπάρχουν για να σε βοηθάνε, όσο τα έχεις ανάγκη. Όσο η διατήρησή τους φαντάζει ζήτημα ζωής και θανάτου.
Αλλά δεν είσαι ελεύθερος. Το ξέρεις πως δεν είσαι ελεύθερος. Ακόμα κι αν δεν το έχεις παραδεχθεί με τις ίδιες λέξεις. Το ξέρεις πως παρασύρεσαι σε ένα ποτάμι που τρέχει χωρίς εσένα, κι εσύ πασχίζεις να κρατηθείς, να παραμείνεις στην επιφάνεια και να μη χάσεις τον εαυτό σου. Ποιον εαυτό σου;
Αυτόν που έφτιαξες, αυτόν που κοπίασες για να διατηρήσεις. Αυτόν που η μνήμη σου σε βοηθάει, κάθε φορά, να ενισχύεις και να υπερασπίζεσαι.
Δεν έχεις πουθενά αλλού να πας. Δεν μπορείς κάτι άλλο, διαφορετικό, εξίσου ελκυστικό να φανταστείς. Οι εικόνες τρόμου επανέρχονται. Η απώλεια ξέρει να πείθει, χωρίς να σού δείχνει την πραγματική απώλεια μέσα σου. Ο χρόνος κυλάει.
Όσο απειλείσαι, τόσο περισσότερο προσπαθείς να κρατηθείς. Από τι; Πώς; Δεν θέλεις να μάθεις.
Κάποιες μέρες είναι πιο δύσκολο από άλλες. Κάποιες φωνές μέσα σου, σού μιλάνε σε μια άλλη γλώσσα. Δεν έμαθες να την ακούς, δεν ξέρεις να την εμπιστεύεσαι. Κι έτσι κλείνεις τις πόρτες. Κλειδώνεις τον εαυτό σου χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πως αυτό ακριβώς που κλείνεις απ’ έξω είναι η ίδια η σωτηρία σου.
Θα ανοίξεις κάποια στιγμή τα ξεχασμένα συρτάρια του μυαλού σου; Θα τολμήσεις να καθαρίσεις τα μάτια από τα φίλτρα που έχεις ξεχάσει πως έχεις τοποθετήσει; Ποιος ξέρει…
Εξακολουθώ να παραμένω περαστικός... Να σε αποτρέπω από το να φτιάχνεις κι άλλους πύργους στην άμμο, όσο ελκυστικοί κι αν είναι. Δεν υπάρχουν τρόπαια, βάθρα, κατακτήσεις που να μπορείς να κλείσεις με ασφάλεια στη γνώση σου.
Και η μια ερώτηση, με άλλο περιεχόμενο, εξακολουθεί να διεκδικεί την προσοχή σου: Γιατί ζω; Γιατί βρίσκομαι εδώ;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου