ΧΟ. ταῦτα μὲν πρὸς ἀνδρός ἐστι [στρ.]
νοῦν ἔχοντος καὶ φρένας καὶ
535 πολλὰ περιπεπλευκότος,
μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ
πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον
μᾶλλον ἢ γεγραμμένην
εἰκόν᾽ ἑστάναι, λαβόνθ᾽ ἓν
σχῆμα· τὸ δὲ μεταστρέφεσθαι
πρὸς τὸ μαλθακώτερον
δεξιοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι
540 καὶ φύσει Θηραμένους.
ΔΙ. οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν, εἰ
Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν
στρώμασιν Μιλησίοις
ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρ-
χηστρίδ᾽ εἶτ᾽ ᾔτησεν ἁμίδ᾽, ἐ-
γὼ δὲ πρὸς τοῦτον βλέπων
545 τοὐρεβίνθου ᾽δραττόμην, οὗ-
τος δ᾽ ἅτ᾽ ὢν αὐτὸς πανοῦργος
εἶδε, κᾆτ᾽ ἐκ τῆς γνάθου
πὺξ πατάξας μοὐξέκοψε
τοῦ χοροῦ τοὺς προσθίους;
***
ΧΟΡ. Έτσι κάνει ο μυαλωμένος,
ο έξυπνος που ξέρει κόσμο,
ο πολυταξιδεμένος·
στην πλευρά του πλοίου γλιστράει
την πιο βέβαιη κάθε τόσο
κι έτσι ασάλευτος δε στέκει
σα ζωγραφιστή κολόνα·
καλοπέραση όπου βλέπει,
κατά κει γυρνάει και γέρνει
ο καπάτσος, κείνος που είναι
540 γεννημένος Θηραμένης.
ΔΙΟ. Θα ᾽τανε για γέλια, ο δούλος
σε απαλόχνουδα στρωσίδια
να κυλιέται, ν᾽ αγκαλιάζει
τη χορεύτρα, και στο τέλος
να γυρεύει και κανάτι,
κατ᾽ αυτόν εγώ κοιτώντας
χάδια απάνω μου ν᾽ αρχίσω,
κι ο Ξανθίας, το πειραχτήρι,
να με δει, κι αστράφτοντάς μου
μια γροθιά, να μου τσακίσει
των δοντιών την πρώτα αράδα.
νοῦν ἔχοντος καὶ φρένας καὶ
535 πολλὰ περιπεπλευκότος,
μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ
πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον
μᾶλλον ἢ γεγραμμένην
εἰκόν᾽ ἑστάναι, λαβόνθ᾽ ἓν
σχῆμα· τὸ δὲ μεταστρέφεσθαι
πρὸς τὸ μαλθακώτερον
δεξιοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι
540 καὶ φύσει Θηραμένους.
ΔΙ. οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν, εἰ
Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν
στρώμασιν Μιλησίοις
ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρ-
χηστρίδ᾽ εἶτ᾽ ᾔτησεν ἁμίδ᾽, ἐ-
γὼ δὲ πρὸς τοῦτον βλέπων
545 τοὐρεβίνθου ᾽δραττόμην, οὗ-
τος δ᾽ ἅτ᾽ ὢν αὐτὸς πανοῦργος
εἶδε, κᾆτ᾽ ἐκ τῆς γνάθου
πὺξ πατάξας μοὐξέκοψε
τοῦ χοροῦ τοὺς προσθίους;
***
ΧΟΡ. Έτσι κάνει ο μυαλωμένος,
ο έξυπνος που ξέρει κόσμο,
ο πολυταξιδεμένος·
στην πλευρά του πλοίου γλιστράει
την πιο βέβαιη κάθε τόσο
κι έτσι ασάλευτος δε στέκει
σα ζωγραφιστή κολόνα·
καλοπέραση όπου βλέπει,
κατά κει γυρνάει και γέρνει
ο καπάτσος, κείνος που είναι
540 γεννημένος Θηραμένης.
ΔΙΟ. Θα ᾽τανε για γέλια, ο δούλος
σε απαλόχνουδα στρωσίδια
να κυλιέται, ν᾽ αγκαλιάζει
τη χορεύτρα, και στο τέλος
να γυρεύει και κανάτι,
κατ᾽ αυτόν εγώ κοιτώντας
χάδια απάνω μου ν᾽ αρχίσω,
κι ο Ξανθίας, το πειραχτήρι,
να με δει, κι αστράφτοντάς μου
μια γροθιά, να μου τσακίσει
των δοντιών την πρώτα αράδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου