ΧΟ. ἀλλ᾽ ὦ μεγάλαι Μοῖραι, Διόθεν
τῇδε τελευτᾶν,
ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει.
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
310 γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν
πληγὴν τινέτω. δράσαντα παθεῖν,
τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
ΟΡ. ὦ πάτερ αἰνόπατερ, τί σοι [στρ. α] 315
φάμενος ἢ τί ῥέξας
τύχοιμ᾽ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας,
ἔνθα σ᾽ ἔχουσιν εὐναί,
σκότῳ φάος ἀντίμοιρον;
320 χάριτες δ᾽ ὁμοίως
κέκληνται γόος εὐκλεὴς
†προσθοδόμοις Ἀτρείδαις.
ΧΟ. τέκνον, φρόνημα τοῦ θανόντος οὐ δαμά- [στρ. β]
325 ζει πυρὸς μαλερὰ γνάθος,
φαίνει δ᾽ ὕστερον ὀργάς·
ὀτοτύζεται δ᾽ ὁ θνῄσκων,
ἀναφαίνεται δ᾽ ὁ βλάπτων.
πατέρων δὲ καὶ τεκόντων
330 γόος ἔνδικος ματεύει,
τὸ πᾶν ἀμφιλαφὴς ταραχθείς.
ΗΛ. κλῦθί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει [ἀντ. α]
πολυδάκρυτα πένθη.
δίπαις τοί σ᾽ ἐπιτύμβιος
335 θρῆνος ἀναστενάζει.
τάφος δ᾽ ἱκέτας δέδεκται
φυγάδας θ᾽ ὁμοίως.
τί τῶνδ᾽ εὖ, τί δ᾽ ἄτερ κακῶν;
οὐκ ἀτρίακτος ἄτα;
340 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἂν ἐκ τῶνδε θεὸς χρῄζων
θείη κελάδους εὐφθογγοτέρους·
ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων
παιὼν μελάθροις ἐν βασιλείοις
νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν.
***
ΧΟΡΟΣ
Αλλ᾽ ω Μοίρες μεγάλες, ας δώσει ο θεός
ένα τέλος καλό
σ᾽ αυτούς πὄχουν το δίκιο μαζί τους.
«Με γλώσσα εχθρικιά η γλώσσα η εχθρικιά
310 να πλερώνεται πρέπει» φωνάζει τρανά
που ξοφλά τα χρωστούμενα η Δίκη.
«Κι αντί φόνου πληγή πάλι φόνου πληγή
να πλερώνεται· κάμεις, θα βρεις»
ο παμπάλαιος ο μύθος φωνάζει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πατέρα μου, άμοιρε πατέρα,
τί τάχ᾽ αν πω, ή τί αν σου κάμω,
θα σ᾽ έφταν᾽ από δω μακριά
στη γη που σε κρατεί αυτού χάμω;
Όμοια το φως με το σκοτάδι
320 έχουνε μοίρα· και για μας
λογιέται, τους Ατρείδες, χάρη
ο ένδοξος θρήνος μας μπροστά
σ᾽ αυτό το αρχαίο μας παλάτι.
ΧΟΡΟΣ
Καλέ μου, η καταλύτρα της φωτιάς
η δύναμη δεν την δαμάζει
και τη ψυχή του πεθαμένου·
μια μέρα η οργή του και ξεσπά
κι από το θρηνολόγημα του σκοτωμένου
στη μέση ο εκδικητής πηδά.
Και τους πατέρες τους γονιούς
ο θρήνος, από κείνους που ταιριάζει,
330 στη γη των μέσα τους αναζητά
κι ολούθε ολόχυτος ταράζει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άκου λοιπόν στη σειρά μου και μένα
πολύκλαυτα πένθη, πατέρα·
σε κλαίει ο επιτάφιος θρήνος
των δυο των παιδιών σου εδώ πέρα,
που, ικέτες μαζί κι εξορίστους,
τα δέχτηκε αυτό σου το μνήμα·
ποιό ᾽ν᾽ το καλό στη ζωή τους,
και ποιό ᾽ν᾽ το κακό που τους λείπει;
δεν είν᾽ απολέμητ᾽ η μαύρη τους μοίρα;
ΧΟΡΟΣ
340 Μα όταν θέλει ο θεός, μπορεί μ᾽ όλα αυτά
πιο φαιδρόηχες φωνές να σηκώσει ξανά
κι αντίς νεκρικά μοιρολόγια,
νεογέμιστο μες στα παλάτια χαράς
ο Παιάνας κρατήρα να στήσει.
τῇδε τελευτᾶν,
ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει.
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
310 γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν
πληγὴν τινέτω. δράσαντα παθεῖν,
τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
ΟΡ. ὦ πάτερ αἰνόπατερ, τί σοι [στρ. α] 315
φάμενος ἢ τί ῥέξας
τύχοιμ᾽ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας,
ἔνθα σ᾽ ἔχουσιν εὐναί,
σκότῳ φάος ἀντίμοιρον;
320 χάριτες δ᾽ ὁμοίως
κέκληνται γόος εὐκλεὴς
†προσθοδόμοις Ἀτρείδαις.
ΧΟ. τέκνον, φρόνημα τοῦ θανόντος οὐ δαμά- [στρ. β]
325 ζει πυρὸς μαλερὰ γνάθος,
φαίνει δ᾽ ὕστερον ὀργάς·
ὀτοτύζεται δ᾽ ὁ θνῄσκων,
ἀναφαίνεται δ᾽ ὁ βλάπτων.
πατέρων δὲ καὶ τεκόντων
330 γόος ἔνδικος ματεύει,
τὸ πᾶν ἀμφιλαφὴς ταραχθείς.
ΗΛ. κλῦθί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει [ἀντ. α]
πολυδάκρυτα πένθη.
δίπαις τοί σ᾽ ἐπιτύμβιος
335 θρῆνος ἀναστενάζει.
τάφος δ᾽ ἱκέτας δέδεκται
φυγάδας θ᾽ ὁμοίως.
τί τῶνδ᾽ εὖ, τί δ᾽ ἄτερ κακῶν;
οὐκ ἀτρίακτος ἄτα;
340 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἂν ἐκ τῶνδε θεὸς χρῄζων
θείη κελάδους εὐφθογγοτέρους·
ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων
παιὼν μελάθροις ἐν βασιλείοις
νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν.
***
ΧΟΡΟΣ
Αλλ᾽ ω Μοίρες μεγάλες, ας δώσει ο θεός
ένα τέλος καλό
σ᾽ αυτούς πὄχουν το δίκιο μαζί τους.
«Με γλώσσα εχθρικιά η γλώσσα η εχθρικιά
310 να πλερώνεται πρέπει» φωνάζει τρανά
που ξοφλά τα χρωστούμενα η Δίκη.
«Κι αντί φόνου πληγή πάλι φόνου πληγή
να πλερώνεται· κάμεις, θα βρεις»
ο παμπάλαιος ο μύθος φωνάζει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πατέρα μου, άμοιρε πατέρα,
τί τάχ᾽ αν πω, ή τί αν σου κάμω,
θα σ᾽ έφταν᾽ από δω μακριά
στη γη που σε κρατεί αυτού χάμω;
Όμοια το φως με το σκοτάδι
320 έχουνε μοίρα· και για μας
λογιέται, τους Ατρείδες, χάρη
ο ένδοξος θρήνος μας μπροστά
σ᾽ αυτό το αρχαίο μας παλάτι.
ΧΟΡΟΣ
Καλέ μου, η καταλύτρα της φωτιάς
η δύναμη δεν την δαμάζει
και τη ψυχή του πεθαμένου·
μια μέρα η οργή του και ξεσπά
κι από το θρηνολόγημα του σκοτωμένου
στη μέση ο εκδικητής πηδά.
Και τους πατέρες τους γονιούς
ο θρήνος, από κείνους που ταιριάζει,
330 στη γη των μέσα τους αναζητά
κι ολούθε ολόχυτος ταράζει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άκου λοιπόν στη σειρά μου και μένα
πολύκλαυτα πένθη, πατέρα·
σε κλαίει ο επιτάφιος θρήνος
των δυο των παιδιών σου εδώ πέρα,
που, ικέτες μαζί κι εξορίστους,
τα δέχτηκε αυτό σου το μνήμα·
ποιό ᾽ν᾽ το καλό στη ζωή τους,
και ποιό ᾽ν᾽ το κακό που τους λείπει;
δεν είν᾽ απολέμητ᾽ η μαύρη τους μοίρα;
ΧΟΡΟΣ
340 Μα όταν θέλει ο θεός, μπορεί μ᾽ όλα αυτά
πιο φαιδρόηχες φωνές να σηκώσει ξανά
κι αντίς νεκρικά μοιρολόγια,
νεογέμιστο μες στα παλάτια χαράς
ο Παιάνας κρατήρα να στήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου