Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (212-245)

ΟΡ. εὔχου τὰ λοιπά, τοῖς θεοῖς τελεσφόρους
εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, τυγχάνειν καλῶς.
ΗΛ. ἐπεὶ τί νῦν ἕκατι δαιμόνων κυρῶ;
215 ΟΡ. εἰς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου πάλαι.
ΗΛ. καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν;
ΟΡ. σύνοιδ᾽ Ὀρέστην πολλά σ᾽ ἐκπαγλουμένην.
ΗΛ. καὶ πρὸς τί δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;
ΟΡ. ὅδ᾽ εἰμί· μὴ μάτευ᾽ ἐμοῦ μᾶλλον φίλον.
220 ΗΛ. ἀλλ᾽ ἦ δόλον τιν᾽, ὦ ξέν᾽, ἀμφί μοι πλέκεις;
ΟΡ. αὐτὸς κατ᾽ αὐτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ.
ΗΛ. ἀλλ᾽ ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς γελᾶν θέλεις;
ΟΡ. κἀν τοῖς ἐμοῖς ἄρ᾽, εἴπερ ἔν γε τοῖσι σοῖς.
ΗΛ. ὡς ὄντ᾽ Ὀρέστην τἄρ᾽ ἐγώ σε προὐννέπω;
225 ΟΡ. αὐτὸν μὲν οὖν ὁρῶσα δυσμαθεῖς ἐμέ·
κουρὰν δ᾽ ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχὸς
228 ἰχνοσκοποῦσά τ᾽ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς
227 ἀνεπτερώθης κἀδόκεις ὁρᾶν ἐμέ.
230 σκέψαι, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον τριχός,
229 σαυτῆς ἀδελφοῦ σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ.
231 ἰδοῦ δ᾽ ὕφασμα τοῦτο, σῆς ἔργον χερός,
σπάθης τε πληγάς, ἒν δὲ θήρειον γραφήν—
ἔνδον γενοῦ, χαρᾷ δὲ μὴ ᾽κπλαγῇς φρένας·
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.
235 ΗΛ. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός,
δακρυτὸς ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου,
ἀλκῇ πεποιθὼς δῶμ᾽ ἀνακτήσῃ πατρός.
ὦ τερπνὸν ὄμμα τέσσαρας μοίρας ἔχον
ἐμοί, προσαυδᾶν δ᾽ ἔστ᾽ ἀναγκαίως ἔχον
240 πατέρα σε, καὶ τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει
στέργηθρον—ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται—
καὶ τῆς τυθείσης νηλεῶς ὁμοσπόρου·
πιστὸς δ᾽ ἀδελφὸς ἦσθ᾽, ἐμοὶ σέβας φέρων
μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ
245 πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτό μοι.

***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος
κι ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό να ᾽βγουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πως τάχα τί από χάρη τους καλό με βρήκε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έχεις εμπρός σου αυτούς που από καιρόν ευχόσουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πού γνωρίζεις συ, ποιον έκραζαν οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ξέρω πως μια ήταν όλη σου η λαχτάρα — ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και σε τί τάχα να εισακούστηκαν οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εγώ είμαι ᾽κείνος· κι άλλον μη ζητάς πιο φίλο!
ΗΛΕΚΤΡΑ
220 Μήπως μου πλέκεις κάποιο δόλο εμένα, ω ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τότε θα πει πως για τον ίδιο εμέ τον πλέκω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μα μήπως με τις συμφορές μου θες να παίζεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με τις δικές μου τότες, αν με τις δικές σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώστε να λέω πως μου μιλά εμπρός μου ο Ορέστης;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θες, ενώ τον ίδιο βλέπεις, να πιστέψεις.
μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδες
και των ποδιών μου αναμετρούσες τα σημάδια,
σα να ᾽βλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου.
Φέρ᾽ την κοντά και ιδές πὄχει κοπεί η πλεξίδα
230 απ᾽ τα μαλλιά μου αυτά, που είν᾽ όμοια τα δικά σου.
Δες και το φάδι αυτό, διάσιμο του χεριού σου,
με ξόμπλια της σαΐτας σου γραφτά κυνήγια.
Κράτα το νου σου κι η χαρά σου ας μη ξεσπάσει,
γιατί πικροί μάς είναι, ξέρω, οι φίλτατοί μας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω εσύ, του πατρικού σπιτιού γλυκύτατη έγνοια,
της σωτηρίας μας η πολύκλαυτη η ελπίδα,
έχε στη δύναμή σου θάρρος και θα πάρεις
πίσω το θρόνο του πατέρα μας· ω μάτια,
γλυκύτατά μου μάτια, πὄχετε για μένα
τέσσερ᾽ αγάπης μερδικά· γιατ᾽ έχω χρέος
240 πατέρα μου να σ᾽ ονομάζω, και μιας μάνας,
που ολόδικα μισώ, σε σένα πέφτει η αγάπη,
και της θυσιασμένης άσπλαχν᾽ αδερφής μου,
κι αδέρφι ᾽σαι πιστό που ήρθες να με τιμήσεις.
Μόνον η Δύναμη κι η Δίκη με τον τρίτο
τον Δία τον παντοδύναμο ας μου συντρέξουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου