Ένας βασιλιάς είχε εντυπωσιαστεί από την απλή και αθώα ζωή ενός βουδιστή μοναχού. Σιγά – σιγά, τον αποδέχτηκε ως δάσκαλό του.
Τον παρατηρούσε, ο βασιλιάς ήταν πολύ υπολογιστικός άνθρωπος, μάζευε πληροφορίες για τον χαρακτήρα του: “Υπάρχει κανένα παραθυράκι στη ζωή του;”
Όταν είχε πειστεί εντελώς – οι πληροφοριοδότες του του είπαν ότι “αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κηλίδες στη ζωή του, είναι απολύτως καθαρός και απλός, είναι ένας άγιος, ένας βούδας”, τότε πήγε στον άνθρωπο, άγγιξε τα πόδια του και είπε: “Κύριε, σε προσκαλώ να έρθεις να ζήσεις στο παλάτι. Γιατί να ζεις εδώ;”
Κατά βάθος, αν και τον προσκαλούσε, προσδοκούσε από εκείνον να μην αποδεχθεί την πρόσκληση, να πει: “Όχι, εγώ είμαι απλός άνθρωπος, πώς μπορώ να ζήσω στο παλάτι;” Αν και τον προσκαλούσε!
Βλέπεις την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου νου; Τον προσκαλούσε, αν αποδεχόταν την πρόσκληση, θα χαιρόταν και ταυτόχρονα προσδοκούσε από τον άγιο ότι, αν ήταν όντως άγιος, θα έπρεπε να πει: “Όχι, εγώ είμαι απλός άνθρωπος, θα ζω κάτω από το δέντρο, αυτή είναι η απλή ζωή μου. Έχω απαρνηθεί τον κόσμο, δεν μπορώ να επιστρέψω πίσω σ’ αυτόν”.
Ο άγιος όμως ήταν αληθινός άγιος. Πρέπει να ήταν βούδας. Είπε:
“Εντάξει. Πού είναι το όχημα. Φέρε την άμαξα και θα έρθω στο παλάτι. Όταν κανείς έρχεται στο παλάτι, πρέπει να έρχεται με στυλ. Φέρε λοιπόν την άμαξα!”
Ο βασιλιάς σοκαρίστηκε πολύ: “Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι απατεώνας, πρέπει να είναι τσαρλατάνος. Φαίνεται ότι υποκρινόταν όλη αυτή την απλότητα, μόνο και μόνο για να με εξαπατήσει”.
Τώρα όμως ήταν πολύ αργά. Τον είχε προσκαλέσει και δεν μπορούσε να πάρει το λόγο του πίσω.
Όντας άνθρωπος που κρατάει το λόγο του, ένας σαμουράι, ένας πολεμιστής, ένας σπουδαίος βασιλιάς, είπε μέσα του: “Τώρα την πάτησα. Αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει τίποτα. Ούτε μια φορά δεν αρνήθηκε. Έπρεπε να αρνηθεί!”
Έτσι, έπρεπε να φέρει την άμαξα, μα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Ο άγιος όμως ήταν πολύ χαρούμενος! Κάθισε στην άμαξα σαν βασιλιάς, κοιτάζοντας πολύ ήρεμα. Και οι άνθρωποι στους δρόμους έλεγαν: “Τι συμβαίνει; Ο γυμνός φακίρης!…”
Κι εκείνος καθόταν στ’ αλήθεια σαν αυτοκράτορας κι ο βασιλιάς φαινόταν φτωχός, συγκρινόμενος με αυτός τον άνθρωπο. Κι εκείνος ήταν τόσο χαρούμενος, τόσο πλημμυρισμένος από έκσταση! Και όσο πιο εκστατικός γινόταν εκείνος, τόσο πιο λυπημένος γινόταν ο βασιλιάς: “Τώρα, πώς να ξεφορτωθώ αυτόν τον άνθρωπο; Όλοι εκείνοι οι ντετέκτιβ είναι ανόητοι. Δεν μπόρεσαν να δουν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ένα σχέδιο. Καθόταν κάτω από το δέντρο επί χρόνια, ώστε να εντυπωσιαστεί ο βασιλιάς”.
Όλες αυτές οι ιδέες ήρθαν μέσα στο κεφάλι του βασιλιά.
Ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει το καλύτερο δωμάτιο για τον άγιο, αν ερχόταν.
Δεν πίστευε όμως πραγματικά ότι θα ερχόταν.
Βλέπεις το διχασμό του ανθρώπινου νου: Κάνεις ένα πράγμα και προσδοκείς κάτι άλλο. Αν ο άνθρωπος ήταν πονηρός, θα μπορούσε να έχει αρνηθεί. Θα μπορούσε να έχει πει, όχι.
Ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει το καλύτερο δωμάτιο.
Ο άγιος πλησίασε στο δωμάτιο – καθόταν επί χρόνια κάτω από το δέντρο – και είπε: “Φέρε αυτό, φέρε εκείνο. Αν είναι να ζεις στο παλάτι, πρέπει να ζεις σαν βασιλιάς!”
Ο βασιλιάς βρισκόταν σε ολοένα και μεγαλύτερη σύγχυση. Ασφαλώς, εκείνος τον είχε προσκαλέσει, οπότε έφερνε ότι του ζητούσε.
Ήταν όμως βάρος στην καρδιά του βασιλιά και κάθε μέρα το βάρος μεγάλωνε, επειδή ο άγιος άρχισε να ζει σαν βασιλιάς. Για την ακρίβεια, ζούσε καλύτερα από το βασιλιά, επειδή ο βασιλιάς είχε τις δικές του έγνοιες, ενώ ο άγιος δεν είχε καμία. Μπορούσε να κοιμάται μέρα – νύχτα. Μπορούσε να απολαμβάνει τον κήπο και την πισίνα και έπειτα ξεκουραζόταν.
Και ο βασιλιάς σκεφτόταν: “Αυτός ο άνθρωπος είναι παράσιτο!”
Μια μέρα δεν μπορούσε να τον αντέξει άλλο. Είπε στον άγιο… Ο άγιος είχε πάει στον κήπο, για τον πρωινό του περίπατο και ο βασιλιάς ήρθε και είπε:
“Θέλω να σου πω κάτι”.
Ο άγιος είπε: “Ναι, ξέρω. Ήθελες να το πεις πριν ακόμα αφήσω το δέντρο μου. Ήθελες να το πεις όταν αποδέχθηκα την πρόσκλησή σου. Γιατί περίμενες τόσο καιρό; Υπέφερες χωρίς λόγο. Μπορώ να δω ότι στεναχωριέσαι. Δεν έρχεσαι πια σ’ εμένα. Δεν κάνεις τις μεγάλες, τις μεταφυσικές, τις θρησκευτικές ερωτήσεις, που με ρωτούσες όταν ζούσα κάτω από το δέντρο. Γιατί έχασες έξι μήνες; Μπορούσες να το έχεις ρωτήσει αμέσως και τότε τα πράγματα θα είχαν τακτοποιηθεί διαφορετικά.
Ξέρω τι θέλεις να ρωτήσεις, αλλά ρώτησέ το!”
Ο βασιλιάς είπε: “Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα. Τώρα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα; Εσύ ζεις με μεγαλύτερη πολυτέλεια από ό,τι ζω εγώ! Κι εγώ πρέπει να εργάζομαι και να έχω έγνοιες κι ένα σωρό ευθύνες, ενώ εσύ δεν εργάζεσαι, δεν έχεις καμία ευθύνη. Σε ζηλεύω! Κι έχω σταματήσει να έρχομαι σ’ εσένα, επειδή δεν νομίζω ότι υπάρχει πια καμία διαφορά ανάμεσά μας. Εγώ ζω μέσα στα αποκτήματα, μα εσύ ζεις μέσα σε περισσότερα αποκτήματα από ό,τι εγώ. Κάθε μέρα απαιτείς: “Φέρε τη χρυσή άμαξα! Θέλω να πάω βόλτα στη πόλη. Φέρε αυτό και φέρε εκείνο!” Και τρως νοστιμότατο φαγητό, φοράς τα καλύτερα ρούχα. Τότε, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ εσένα κι εμένα;”
Ο άγιος γέλασε και είπε: “Η ερώτηση είναι τέτοια, που μπορώ να την απαντήσω μόνο αν έρθεις μαζί μου. Ας βγούμε έξω από την πρωτεύουσα”.
Ο βασιλιάς ακολούθησε. Πέρασαν το ποτάμι και συνέχισαν.
Ο βασιλιάς ρωτούσε συνεχώς: “Τώρα, για ποιο λόγο πηγαίνουμε ακόμα πιο μακριά; Γιατί δεν απαντάς τώρα;”
Ο άγιος είπε: “Περίμενε λίγο. Ψάχνω το σωστό σημείο, για να σου απαντήσω”.
Έφτασαν στα σύνορα του βασιλείου και ο βασιλιάς είπε: “Τώρα ήρθε η ώρα. Εδώ είναι τα σύνορα”.
Ο άγιος είπε: “Αυτό έψαχνα. Τώρα εγώ δεν γυρίζω πίσω. Εσύ έρχεσαι μαζί μου ή θα επιστρέψεις πίσω;”
Ο βασιλιάς είπε: “Πώς μπορώ να έρθω μαζί σου; Εγώ έχω το βασίλειό μου, τις κτήσεις μου, τις γυναίκες και τα παιδιά μου. Πώς μπορώ να έρθω μαζί σου;”
Και ο άγιος είπε: “Τώρα βλέπεις ποια είναι η διαφορά; Εγώ όμως πηγαίνω και δεν θα κοιτάξω πίσω. Ήμουν στο παλάτι, έζησα με όλων των ειδών τα υπάρχοντα, αλλά δεν ήμουν κτητικός. Εσύ είσαι κτητικός. Αυτή είναι η διαφορά. Εγώ πηγαίνω”.
Ξεντύθηκε, γυμνώθηκε, έδωσε τα ρούχα στο βασιλιά και είπε: “Κράτησε τα ρούχα σου και γίνε πάλι χαρούμενος”.
Τώρα ο βασιλιάς κατάλαβε πως ήταν ανόητος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σπάνιος, ένα σπάνιο πετράδι. Έπεσε στα πόδια και του είπε: “Μη φύγεις. Γύρισε πίσω. Δεν σε έχω καταλάβει ακόμα. Σήμερα είδα τη διαφορά. Ναι, αυτή είναι η αληθινή αγιότητα”.
Ο άγιος είπε: “Εγώ μπορώ να γυρίσω πίσω, μα να θυμάσαι, εσύ θα στενοχωρηθείς και πάλι. Τώρα, άφησέ με να σε κάνω χαρούμενο. Δεν έρχομαι”.
Όσο περισσότερο επέμενε ο άγιος για να φύγει, τόσο περισσότερο επέμενε ο βασιλιάς να επιστρέψει πίσω. Ο άγιος όμως είπε: “Μια φορά είναι αρκετή. Εγώ μπορώ να έρθω, τη στιγμή όμως που α πω ‘έρχομαι’, μπορώ να δω στα μάτια σου να επιστρέφει η παλιά ιδέα: ‘Μπορεί να με κοροϊδεύει και πάλι. Μπορεί αυτό να είναι κόλπο. Μου δίνει τα ρούχα και λέει ότι θα φύγει, για να με εντυπωσιάσει και πάλι’. Λέει, αν έρθω, θα είσαι και πάλι λυπημένος κι εγώ δεν θέλω να σε κάνω δυστυχισμένο”.
Να θυμάσαι την διαφορά: Η διαφορά δεν βρίσκεται στις κτήσεις, η διαφορά βρίσκεται στην κτητικότητα. Απλός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα, απλός άνθρωπος είναι εκείνος που δεν έχει κτητικότητα, που δεν κοιτάζει ποτέ πίσω.
Τον παρατηρούσε, ο βασιλιάς ήταν πολύ υπολογιστικός άνθρωπος, μάζευε πληροφορίες για τον χαρακτήρα του: “Υπάρχει κανένα παραθυράκι στη ζωή του;”
Όταν είχε πειστεί εντελώς – οι πληροφοριοδότες του του είπαν ότι “αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κηλίδες στη ζωή του, είναι απολύτως καθαρός και απλός, είναι ένας άγιος, ένας βούδας”, τότε πήγε στον άνθρωπο, άγγιξε τα πόδια του και είπε: “Κύριε, σε προσκαλώ να έρθεις να ζήσεις στο παλάτι. Γιατί να ζεις εδώ;”
Κατά βάθος, αν και τον προσκαλούσε, προσδοκούσε από εκείνον να μην αποδεχθεί την πρόσκληση, να πει: “Όχι, εγώ είμαι απλός άνθρωπος, πώς μπορώ να ζήσω στο παλάτι;” Αν και τον προσκαλούσε!
Βλέπεις την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου νου; Τον προσκαλούσε, αν αποδεχόταν την πρόσκληση, θα χαιρόταν και ταυτόχρονα προσδοκούσε από τον άγιο ότι, αν ήταν όντως άγιος, θα έπρεπε να πει: “Όχι, εγώ είμαι απλός άνθρωπος, θα ζω κάτω από το δέντρο, αυτή είναι η απλή ζωή μου. Έχω απαρνηθεί τον κόσμο, δεν μπορώ να επιστρέψω πίσω σ’ αυτόν”.
Ο άγιος όμως ήταν αληθινός άγιος. Πρέπει να ήταν βούδας. Είπε:
“Εντάξει. Πού είναι το όχημα. Φέρε την άμαξα και θα έρθω στο παλάτι. Όταν κανείς έρχεται στο παλάτι, πρέπει να έρχεται με στυλ. Φέρε λοιπόν την άμαξα!”
Ο βασιλιάς σοκαρίστηκε πολύ: “Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι απατεώνας, πρέπει να είναι τσαρλατάνος. Φαίνεται ότι υποκρινόταν όλη αυτή την απλότητα, μόνο και μόνο για να με εξαπατήσει”.
Τώρα όμως ήταν πολύ αργά. Τον είχε προσκαλέσει και δεν μπορούσε να πάρει το λόγο του πίσω.
Όντας άνθρωπος που κρατάει το λόγο του, ένας σαμουράι, ένας πολεμιστής, ένας σπουδαίος βασιλιάς, είπε μέσα του: “Τώρα την πάτησα. Αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει τίποτα. Ούτε μια φορά δεν αρνήθηκε. Έπρεπε να αρνηθεί!”
Έτσι, έπρεπε να φέρει την άμαξα, μα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Ο άγιος όμως ήταν πολύ χαρούμενος! Κάθισε στην άμαξα σαν βασιλιάς, κοιτάζοντας πολύ ήρεμα. Και οι άνθρωποι στους δρόμους έλεγαν: “Τι συμβαίνει; Ο γυμνός φακίρης!…”
Κι εκείνος καθόταν στ’ αλήθεια σαν αυτοκράτορας κι ο βασιλιάς φαινόταν φτωχός, συγκρινόμενος με αυτός τον άνθρωπο. Κι εκείνος ήταν τόσο χαρούμενος, τόσο πλημμυρισμένος από έκσταση! Και όσο πιο εκστατικός γινόταν εκείνος, τόσο πιο λυπημένος γινόταν ο βασιλιάς: “Τώρα, πώς να ξεφορτωθώ αυτόν τον άνθρωπο; Όλοι εκείνοι οι ντετέκτιβ είναι ανόητοι. Δεν μπόρεσαν να δουν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ένα σχέδιο. Καθόταν κάτω από το δέντρο επί χρόνια, ώστε να εντυπωσιαστεί ο βασιλιάς”.
Όλες αυτές οι ιδέες ήρθαν μέσα στο κεφάλι του βασιλιά.
Ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει το καλύτερο δωμάτιο για τον άγιο, αν ερχόταν.
Δεν πίστευε όμως πραγματικά ότι θα ερχόταν.
Βλέπεις το διχασμό του ανθρώπινου νου: Κάνεις ένα πράγμα και προσδοκείς κάτι άλλο. Αν ο άνθρωπος ήταν πονηρός, θα μπορούσε να έχει αρνηθεί. Θα μπορούσε να έχει πει, όχι.
Ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει το καλύτερο δωμάτιο.
Ο άγιος πλησίασε στο δωμάτιο – καθόταν επί χρόνια κάτω από το δέντρο – και είπε: “Φέρε αυτό, φέρε εκείνο. Αν είναι να ζεις στο παλάτι, πρέπει να ζεις σαν βασιλιάς!”
Ο βασιλιάς βρισκόταν σε ολοένα και μεγαλύτερη σύγχυση. Ασφαλώς, εκείνος τον είχε προσκαλέσει, οπότε έφερνε ότι του ζητούσε.
Ήταν όμως βάρος στην καρδιά του βασιλιά και κάθε μέρα το βάρος μεγάλωνε, επειδή ο άγιος άρχισε να ζει σαν βασιλιάς. Για την ακρίβεια, ζούσε καλύτερα από το βασιλιά, επειδή ο βασιλιάς είχε τις δικές του έγνοιες, ενώ ο άγιος δεν είχε καμία. Μπορούσε να κοιμάται μέρα – νύχτα. Μπορούσε να απολαμβάνει τον κήπο και την πισίνα και έπειτα ξεκουραζόταν.
Και ο βασιλιάς σκεφτόταν: “Αυτός ο άνθρωπος είναι παράσιτο!”
Μια μέρα δεν μπορούσε να τον αντέξει άλλο. Είπε στον άγιο… Ο άγιος είχε πάει στον κήπο, για τον πρωινό του περίπατο και ο βασιλιάς ήρθε και είπε:
“Θέλω να σου πω κάτι”.
Ο άγιος είπε: “Ναι, ξέρω. Ήθελες να το πεις πριν ακόμα αφήσω το δέντρο μου. Ήθελες να το πεις όταν αποδέχθηκα την πρόσκλησή σου. Γιατί περίμενες τόσο καιρό; Υπέφερες χωρίς λόγο. Μπορώ να δω ότι στεναχωριέσαι. Δεν έρχεσαι πια σ’ εμένα. Δεν κάνεις τις μεγάλες, τις μεταφυσικές, τις θρησκευτικές ερωτήσεις, που με ρωτούσες όταν ζούσα κάτω από το δέντρο. Γιατί έχασες έξι μήνες; Μπορούσες να το έχεις ρωτήσει αμέσως και τότε τα πράγματα θα είχαν τακτοποιηθεί διαφορετικά.
Ξέρω τι θέλεις να ρωτήσεις, αλλά ρώτησέ το!”
Ο βασιλιάς είπε: “Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα. Τώρα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα; Εσύ ζεις με μεγαλύτερη πολυτέλεια από ό,τι ζω εγώ! Κι εγώ πρέπει να εργάζομαι και να έχω έγνοιες κι ένα σωρό ευθύνες, ενώ εσύ δεν εργάζεσαι, δεν έχεις καμία ευθύνη. Σε ζηλεύω! Κι έχω σταματήσει να έρχομαι σ’ εσένα, επειδή δεν νομίζω ότι υπάρχει πια καμία διαφορά ανάμεσά μας. Εγώ ζω μέσα στα αποκτήματα, μα εσύ ζεις μέσα σε περισσότερα αποκτήματα από ό,τι εγώ. Κάθε μέρα απαιτείς: “Φέρε τη χρυσή άμαξα! Θέλω να πάω βόλτα στη πόλη. Φέρε αυτό και φέρε εκείνο!” Και τρως νοστιμότατο φαγητό, φοράς τα καλύτερα ρούχα. Τότε, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ εσένα κι εμένα;”
Ο άγιος γέλασε και είπε: “Η ερώτηση είναι τέτοια, που μπορώ να την απαντήσω μόνο αν έρθεις μαζί μου. Ας βγούμε έξω από την πρωτεύουσα”.
Ο βασιλιάς ακολούθησε. Πέρασαν το ποτάμι και συνέχισαν.
Ο βασιλιάς ρωτούσε συνεχώς: “Τώρα, για ποιο λόγο πηγαίνουμε ακόμα πιο μακριά; Γιατί δεν απαντάς τώρα;”
Ο άγιος είπε: “Περίμενε λίγο. Ψάχνω το σωστό σημείο, για να σου απαντήσω”.
Έφτασαν στα σύνορα του βασιλείου και ο βασιλιάς είπε: “Τώρα ήρθε η ώρα. Εδώ είναι τα σύνορα”.
Ο άγιος είπε: “Αυτό έψαχνα. Τώρα εγώ δεν γυρίζω πίσω. Εσύ έρχεσαι μαζί μου ή θα επιστρέψεις πίσω;”
Ο βασιλιάς είπε: “Πώς μπορώ να έρθω μαζί σου; Εγώ έχω το βασίλειό μου, τις κτήσεις μου, τις γυναίκες και τα παιδιά μου. Πώς μπορώ να έρθω μαζί σου;”
Και ο άγιος είπε: “Τώρα βλέπεις ποια είναι η διαφορά; Εγώ όμως πηγαίνω και δεν θα κοιτάξω πίσω. Ήμουν στο παλάτι, έζησα με όλων των ειδών τα υπάρχοντα, αλλά δεν ήμουν κτητικός. Εσύ είσαι κτητικός. Αυτή είναι η διαφορά. Εγώ πηγαίνω”.
Ξεντύθηκε, γυμνώθηκε, έδωσε τα ρούχα στο βασιλιά και είπε: “Κράτησε τα ρούχα σου και γίνε πάλι χαρούμενος”.
Τώρα ο βασιλιάς κατάλαβε πως ήταν ανόητος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σπάνιος, ένα σπάνιο πετράδι. Έπεσε στα πόδια και του είπε: “Μη φύγεις. Γύρισε πίσω. Δεν σε έχω καταλάβει ακόμα. Σήμερα είδα τη διαφορά. Ναι, αυτή είναι η αληθινή αγιότητα”.
Ο άγιος είπε: “Εγώ μπορώ να γυρίσω πίσω, μα να θυμάσαι, εσύ θα στενοχωρηθείς και πάλι. Τώρα, άφησέ με να σε κάνω χαρούμενο. Δεν έρχομαι”.
Όσο περισσότερο επέμενε ο άγιος για να φύγει, τόσο περισσότερο επέμενε ο βασιλιάς να επιστρέψει πίσω. Ο άγιος όμως είπε: “Μια φορά είναι αρκετή. Εγώ μπορώ να έρθω, τη στιγμή όμως που α πω ‘έρχομαι’, μπορώ να δω στα μάτια σου να επιστρέφει η παλιά ιδέα: ‘Μπορεί να με κοροϊδεύει και πάλι. Μπορεί αυτό να είναι κόλπο. Μου δίνει τα ρούχα και λέει ότι θα φύγει, για να με εντυπωσιάσει και πάλι’. Λέει, αν έρθω, θα είσαι και πάλι λυπημένος κι εγώ δεν θέλω να σε κάνω δυστυχισμένο”.
Να θυμάσαι την διαφορά: Η διαφορά δεν βρίσκεται στις κτήσεις, η διαφορά βρίσκεται στην κτητικότητα. Απλός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα, απλός άνθρωπος είναι εκείνος που δεν έχει κτητικότητα, που δεν κοιτάζει ποτέ πίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου