ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
ΕΤ. ὑμᾶς ἐρωτῶ, θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετά,
ἦ ταῦτ᾽ ἀρωγὰ καὶ πόλει σωτήρια,
στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ,
185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν
αὔειν, λακάζειν, σωφρόνων μισήματα;
μήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ
ξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένει.
κρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος,
190 δείσασα δ᾽ οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν.
καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς
θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκην·
τὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλετε,
αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα.
195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις.
κεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεται,
ἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιον,
ψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται,
λευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον.
200 μέλει γὰρ ἀνδρί—μὴ γυνὴ βουλευέτω—
τἄξωθεν· ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθει.
ἤκουσας, ἢ οὐκ ἤκουσας; ἢ κωφῇ λέγω;
***
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσάς ρωτώ, ανυπόφερτα πλάσματα, — μα είναι
καλά πράματ᾽ αυτά για να σωθεί μια πόλη
και δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο,
να πέφτετε μπρος στων θεών τ᾽ αγάλματα έτσι
με τ᾽ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σας,
που κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκη;
Α! και στις συμφορές και στη γλυκιά ευτυχία
να ᾽διν᾽ ο Θεός και να ᾽λειπε από με η γυναίκα!
γιατί αν της έρθουνε δεξιά, και ποιός την πιάνει
στην έπαρσή της! μ᾽ αν την κυριεύσει ο φόβος,
190 τότε είναι που είναι μια πληγή για τους δικούς της.
Σαν τώρα εσείς μ᾽ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτε
μες στο στρατό μας, κι έτσ᾽ οι εχθροί, πὄχομ᾽ απόξω,
βρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδος,
ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας.
Νά τί κερδίζει όταν κανείς ζει με γυναίκες.
Μα όποιος την προσταγή μου, τώρα, δεν ακούσει,
άντρας, γυναίκα, ή ό,τι κι άλλο πάει να ᾽ναι,
απόφαση θανατική τον περιμένει,
κι από τις πέτρες του λαού δε θα ξεφύγει.
200 Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκα ας μη φροντίζει
για τα όξω· μεσ᾽ ας κάθεται, χωρίς να βλάφτει.
Τ᾽ ακούς, ή δεν τ᾽ ακούς, ή σε κουφή τα λέω;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου