Σύμφωνα με όσα γράφει ο Διογένης Λαέρτιος στους «Βίους» των φιλοσόφων (1), ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος, «τῶν δήμων Γαργήττιος», και η γενιά του κρατούσε από τους Φιλαίδεις (γένους τοῦ τῶν Φιλαϊδῶν)· κατά τον Ηρακλείδη και άλλους ιστορικούς ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο, την περίοδο που οι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί αποίκους (ἐπιτομῇ κληρουχησάντων Ἀθηναίων)· στην κληρουχία (352 μ.Χ.)[1] συμμετείχε και ο πατέρας του. Ο Επίκουρος βρέθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, την εποχή που σχολάρχης στην Ακαδημία ήταν ο Ξενοκράτης· ο Αριστοτέλης βρισκόταν τότε στη Χαλκίδα. Αφού πέθανε ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας και ο Περδίκας έδιωξε τους Αθηναίους κληρούχους από τη Σάμο, ο Επίκουρος έφυγε από την Αθήνα και πήγε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας, κοντά στον πατέρα του. (Παρ. 1)
Αφού έμεινε για λίγον καιρό εκεί, όπου συγκέντρωσε πολλούς μαθητές του, επέστρεψε στην Αθήνα, «επί Αναξικράτους». Στην αρχή μελετούσε μαζί με άλλους φιλοσόφους (κατ’ ἐπιμιξίαν τοῖς ἄλλοις φιλοσοφεῖν), στη συνέχεια όμως παρουσίασε δικές του φιλοσοφικές απόψεις και ίδρυσε χωριστή σχολή (τὴν ἀπ’ αὐτοῦ κληθεῖσαν αἵρεσιν συστήσαντα). Σύμφωνα με όσα γράφει ο Λαέρτιος, ο Επίκουρος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις φιλοσοφικές ιδέες (ἐφάψασθαι δὲ φιλοσοφίας) όταν ήταν 15 χρονών· ο Απολλόδωρος ο Επικούρειος αναφέρει ότι στράφηκε στη φιλοσοφία, αφού διαπίστωσε ότι οι δάσκαλοί του δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν τα σχετικά με το χάος του Ησιόδου[2]. (Παρ.2).
Ο Έρμιππος λέει ότι αρχικά εργάστηκε ως απλός δάσκαλος (γραμματοδιδάσκαλον αὐτὸν γεγενῆσθαι), ώσπου διάβασε τις θεωρίες του Δημόκριτου και άρχισε ν’ ασχολείται συστηματικά με τη φιλοσοφία. Αυτά υπαινίσσεται και ο Τίμων όταν γράφει: «ὕστατος αὖ φυσικῶν καὶ κύντατος, ἐκ Σάμου ἐλθὼν γραμμοδιδασκαλίδης, ἀναγωγότατος ζωόντων.» Απόδοση: «Αυτός, το μεγαλύτερο γουρούνι από τους φυσικούς φιλοσόφους, το σκυλί, ο γιος του δασκαλάκου που ήρθε από τη Σάμο, ο αγενέστερος των ανθρώπων.» Κατά τον Φιλόδημο τον Επικούρειο «συνεφιλοσόφουν» με τον Επίκουρο οι τρεις αδελφοί του, Νεοκλής, Χαιρέδημος, Αριστόβουλος κι ένας δούλος, ο Μύς, σύμφωνα με τον Αμοριανό. Ο Διότιμος ο Στωικός, «δυσμενώς έχων προς αυτόν», του αποδίδει πενήντα «ασελγείς επιστολές»· τέτοιες επιστολές, πιο σύντομες, φέρεται να έγραψε και ο Χρύσιππος. (Παρ.3).
Ο στωικός Ποσειδώνιος, ο Νικόλαος, ο Σωτίων (στο έργο του Διόκλειοι έλεγχοι) και ο Διόνυσος ο Αλικαρνασσεύς γράφουν για τον Επίκουρο: «Γύριζε με τη μάνα του στα χαμόσπιτα (περιιόντα αὐτὸν ἐς τὰ οἰκίδια) και διάβαζε ξόρκια (καθαρμούς)· για τον πατέρα του λένε πως ήταν δάσκαλος της στοιχειώδους εκπαίδευσης με πολύ χαμηλό μισθό (λυπρού τινός μισθαρίου). Λένε ακόμα ότι ζούσε μαζί με το Λιονταράκι, την γνωστή εταίρα του Κήπου (Λεοντίῳ συνεῖναι τῇ ἑταίρᾳ) και ότι ένας από τους αδελφούς του ήταν σωματέμπορος (προαγωγεύειν). Άλλοι διέδιδαν ότι παρουσίαζε ως δικά του (ὡς ἴδια λέγειν) την ατομική θεωρία του Δημόκριτου και τις απόψεις του Αρίστιππου «περὶ τῆς ἡδονῆς»· o Τιμοκράτης και ο Ηρόδοτος (στο Περί Επικούρου εφηβείας) γράφουν πως δεν ήταν γνήσιος Αθηναίος πολίτης (μὴ εἶναί τε γνησίως ἀστόν) και στις επιστολές του κολάκευε με τρόπο αισχρό τον Μιθρή, έναν ανώτερο διοικητικό υπάλληλο του Λυσίμαχου, αποκαλώντας τον «Παιάνα» και άνακτα».[3] (Παρ. 4)
Αναφέρουν ακόμα ότι επαινούσε και κολάκευε τον Ιδομενέα, τον Ηρόδοτο και τον Τιμοκράτη, επειδή διέδωσαν τις άγνωστες θεωρίες του (τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας). Τον κατηγορούν ακόμη για τις προσφωνήσεις του προς την εταίρα Λεόντιο: «Λεόντιον Παιὰν ἄναξ, φίλον Λεοντάριον, οἵου κροτοθορύβου ἡμᾶς ἐνέπλησας ἀναγνόντας σου τὸ ἐπιστόλιον!». Απόδοση: «Αφέντισσα, σωτήρα, αγαπημένο μας λιονταράκι, αρχίσαμε τα ζήτω και τα παλαμάκια μόλις διαβάσαμε το γράμμα σου!» Προς τη Θέμιστα, την γυναίκα του Λεοντέα ,έγραφε: «Αν εσείς δεν έρθετε γρήγορα κοντά μου, έτοιμος είμαι να κάνω τρεις τούμπες και να φτάσω σε όποιο μέρος με καλέσετε.» Ο Επίκτητος τον αποκαλεί πορνογράφο (κιναιδολόγον).[4] (Παρ. 6).
«Δεν μπορώ να κατανοήσω το αγαθό, αν του αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης (τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς), τις αφροδίσιες ηδονές, τις ηδονές της μουσικής (τὰς δι’ ἀκροαμάτων) και των ωραίων μορφών.» Επίκουρος
Και ο Τιμοκράτης, πρώην μαθητής του Επίκουρου και αδελφός του Μητρόδωρου, στο έργο του «Εὐφραντοί» (δηλ. διασκεδαστικές ιστορίες) γράφει ότι ξερνούσε δύο φορές την ημέρα από το φαγοπότι και την κραιπάλη (δὶς αὐτὸν τῆς ἡμέρας ἐμεῖν ἀπὸ τρυφῆς) και διηγείται πως μόλις κατάφερε να ξεφύγει από τις νυχτερινές φιλοσοφίες και τις μυστικές συναντήσεις (τὴν μυστικὴν ἐκείνην συνδιαγωγήν)· ο ίδιος έλεγε ότι ο Επίκουρος αγνοούσε πολλά πράγματα σχετικά με τη λογική σκέψη και τη φιλοσοφία (πολλὰ κατὰ τὸν λόγον ἠγνοηκέναι) και πολύ περισσότερα για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων (πολὺ μᾶλλον κατὰ τὸν βίον)· η κατάσταση της υγείας του ήταν τόσο ελεεινή (τό τε σῶμα ἐλεεινῶς διακεῖσθαι), ώστε για πολλά χρόνια δεν είχε καν δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι του· εντούτοις, ξόδευε για το φαγοπότι του μια ολόκληρη μνα[5] την ημέρα και ζούσε μαζί με τον Μητρόδωρο και τέσσερις εταίρες[6] (Μαρμάριον, Ηδεία, Ερώτιον και Νικίδιον)· (1)
Σύμφωνα πάλι με όσα του καταμαρτυρεί ο ίδιος, ο Επίκουρος στα τριανταεπτά βιβλία του «Περί φύσεως» επαναλαμβάνει και αντιγράφει ως επί το πλείστον τα ίδια πράγματα και παρουσιάζει απόψεις εντελώς αντίθετες με τις απόψεις των άλλων φιλοσόφων· κυρίως διαφωνεί με τις αντιλήψεις του Ναυσιφάνη, που ήταν δάσκαλός του: «Όταν προσπαθούσε ν’ αναπτύξει μια θεωρία (ὠδίνων), είχε στο στόμα του τη σοφιστική καύχηση, όπως και πολλοί άλλοι από τους δουλοπρεπείς (καθάπερ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῶν ἀνδραπόδων)»· (Παρ. 9). Προσθέτει ακόμη ότι ο Επίκουρος μιλούσε προσβλητικά για τον Ναυσιφάνη, αποκαλώντας τον δασκαλάκο, αγράμματο, πόρνη και απατεώνα· τους μαθητές του Πλάτωνα τους έλεγε Διονυσιοκόλακες, τον Πλάτωνα χρυσόν και τον Αριστοτέλη άσωτο, επειδή σπατάλησε την πατρική περιουσία (καταφαγόντα τὴν πατρῴαν οὐσίαν), υπηρέτησε ως (μισθοφόρος) στρατιώτης και κατάντησε φαρμακοπώλης· τον Πρωταγόρα τον έλεγε υπηρέτη (φορμοφόρον),[7] γραφέα του Δημόκριτου και γραμματοδιδάσκαλο σε χωριά· για τον Ηράκλειτο έλεγε ότι όλα τα μπερδεύει και τ’ ανακατεύει (κυκητὴν)[8]· τον Δημόκριτο τον έλεγε Ληρόκριτο[9] και τον Αντίδωρο Σαννίδωρο[10]. Αποκαλούσε τους Κυνικούς φιλοσόφους εχθρούς της Ελλάδας, ενώ για τους διαλεκτικούς έλεγε ότι κάνουν μεγάλη ζημιά (πολυφθόρους)· κατηγορούσε ακόμη τον Πύρρωνα ως αμαθή και απαίδευτο. (Παρ. 8). Τα προηγούμενα είναι γνωστά στους αρχαίους ως «ψόγος Επικούρου».
«Να συνηθίζεις να θεωρείς ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, γιατί κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, και ο θάνατος είναι η στέρηση της αίσθησης. Έτσι η επίγνωση ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, κάνει απολαυστική την θνητή ζωή μας, όχι επειδή προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν, αλλά γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας»
Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα
Στη συνέχεια ο Λαέρτιος παραθέτει τον λεγόμενο «έπαινο» του Επίκουρου: «Αυτοί μάλλον δεν ξέρουν τι τους γίνεται (μεμήνασι δ’ οὗτοι), αφού αρκετοί άνδρες μαρτυρούν την ανυπέρβλητη ευγνωμοσύνη του Επίκουρου προς όλους και η πατρίδα του τον τίμησε με είκοσι χάλκινους αδριάντες· το πλήθος των φίλων του σε όλες τις πόλεις ήταν τόσο μεγάλο, ώστε είναι δύσκολο να τους μετρήσεις. Η διδασκαλία του Επίκουρου (ταῖς δογματικαῖς αὐτοῦ)[11] μάγευε σαν το τραγούδι των σειρήνων όσους τον γνώριζαν, πλην του Μητρόδωρου του Στρατονικέως που αποχώρησε και πήγε στη σχολή του Καρνεάδη, επειδή τάχα κουράστηκε (βαρυνθέντος) από την υπερβολική χρηστότητα του. Κι ενώ οι άλλες σχολές έκλεισαν, η διαδοχή στη σχολή του Κήπου συνεχιζόταν πάντοτε σταθερά και αναρίθμητοι μαθητές αναδείχθηκαν διαδοχικά στη διεύθυνσή της, ο ένας μετά τον άλλον.» (Παρ. 9).
Στη διαθήκη διαφαίνεται ακόμη η ευγνωμοσύνη προς τους γονείς του (ἥ τε πρὸς τοὺς γονέας εὐχαριστία) και η ευεργεσία (εὐποιία) προς τους αδελφούς του· ο δάσκαλος του Κήπου συμπεριφερόταν ευγενικά στους υπηρέτες του σπιτιού (πρός τε τοὺς οἰκέτας ἡμερότης)· άλλωστε φιλοσοφούσε μαζί τους (συνεφιλοσόφουν αὐτῷ) και χάρισε την ελευθερία στον Μυ, έναν δούλο που αναδείχθηκε στο περιβάλλον της Σχολής. Ο Διογένης Λαέρτιος μαρτυρεί ακόμη την «πρὸς πάντας αὐτοῦ φιλανθρωπία», την ευλάβεια του Επίκουρου προς τους θεούς (τῆς μὲν γὰρ πρὸς θεοὺς ὁσιότητος) και την αγάπη του προς την πατρίδα (πρὸς πατρίδα φιλίας ἄλεκτος ἡ διάθεσις). (Παρ. 10).
Λόγω της υπερβολικής εντιμότητας και της καλοσύνης του (ὑπερβολῇ γὰρ ἐπιεικείας)[12] δεν αναμίχθηκε στην πολιτική (οὐδὲ πολιτείας ἥψατο)· κι ενώ πολλές συμφορές ενέσκηψαν στην Ελλάδα της εποχής του (χαλεπωτάτων δὲ καιρῶν κατασχόντων τηνικάδε) έζησε πάντοτε στον ίδιο τόπο· μόνον δύο ή τρεις φορές επισκέφτηκε τα μέρη της Ιωνίας· κατά τον Απολλόδωρο, οι φίλοι του κατέφταναν «εξ όλων των τόπων» και φιλοξενούνταν στη Σχολή της Αθήνας (συνεβίουν αὐτῷ ἐν τῷ κήπῳ). (Παρ. 9).
Ο χώρος του Κήπου αγοράστηκε για 80 μνες ή 1 και 1/3 τάλαντα· ο Διοκλής αναφέρει ότι ο Επίκουρος και οι μαθητές του ζούσαν εκεί βίο λιτό και χωρίς πολλά έξοδα (εὐτελέστατα καὶ λιτότατα διαιτώμενοι)[13]· αρκούνταν σε μια κούπα κρασάκι (κοτύλῃ οἰνιδίου, περίπου ένα τέταρτο του λίτρου), αφού γενικώς έπιναν νερό (δὲ πᾶν ὕδωρ ἦν αὐτοῖς ποτόν). (Παρ. 9)
Σύμφωνα με τον Διοκλή, ο Επίκουρος δεν αξίωνε να καταθέτουν οι φίλοι του την περιουσία τους (τὰς οὐσίας)[14] στο κοινό ταμείο του Κήπου· αντιθέτως οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι η περιουσία των φίλων πρέπει να είναι κοινή (κοινὰ τὰ φίλων λέγοντα)· τέτοιες προσταγές δεν ταιριάζουν σε φίλους, γιατί αν δεν έχουν εμπιστοσύνη (ἀπιστούντων γὰρ) μεταξύ τους, δεν μπορεί να είναι πραγματικοί φίλοι (εἰ δ’ ἀπίστων οὐδὲ φίλων). Εξάλλου, για τον Επίκουρο ήταν αρκετά λίγο ψωμί και νερό (ὕδατι μόνον ἀρκεῖσθαι καὶ ἄρτῳ λιτῷ)· σε μια επιστολή του γράφει χαρακτηριστικά: «Στείλε μου και λίγο τουλουμίσιο τυρί (τυροῦ κυθριδίου) για να μπορώ να ζώ με πολυτέλεια (πολυτελεύσασθαι) όποτε θελήσω»· τέτοιος ήταν ο άνθρωπος που όρισε ως σκοπό της ζωής την ηδονή (τὴν ἡδονὴν εἶναι τέλος δογματίζων). (Παρ. 11).
Ο Αθήναιος αφιέρωσε στον Επίκουρο το επόμενο επίγραμμα: «Άνθρωποι, μοχθείτε για τα χειρότερα πράγματα· άπληστοι για τα κέρδη αρχίζετε τις έριδες και τους πολέμους. Αλλά της φύσης ο πλούτος είναι λίγος και μετρημένος, ενώ οι ματαιοδοξίες των ανθρώπων δεν έχουν τελειωμό (αἱ δὲ κεναὶ κρίσιες τὰν ἀπέραντον ὁδόν). Αυτή τη φρόνιμη συμβουλή ο σοφός γιος του Νεοκλή την έμαθε από τις Μούσες[15] ή από τους ιερούς τρίποδες των Δελφών.»
Κατά τον Λαέρτιο πάλι, από τους παλιούς φιλοσόφους ο Επίκουρος αποδεχόταν τον Αναξαγόρα, αν και είχε ορισμένες αντιρρήσεις για τη διδασκαλία του (καίτοι ἔν τισιν ἀντειρηκὼς αὐτῷ) και τον Αρχέλαο, τον δάσκαλο του Σωκράτη· παραδίδεται ακόμα ότι εξασκούσε τους μαθητές του στην απομνημόνευση των συγγραμμάτων του (ἐγύμναζε δέ, φησί, τοὺς γνωρίμους καὶ διὰ μνήμης[16] ἔχειν τὰ ἑαυτοῦ συγγράμματα). (Παρ. 12).
Ο Απολλόδωρος στα «Χρονικά» του γράφει ότι παρακολούθησε τα μαθήματα του Ναυσιφάνη και του Πραξιφάνη (Ναυσιφάνους ἀκοῦσαί φησί καὶ Πραξιφάνους), ο ίδιος όμως δεν το επιβεβαιώνει (αὐτὸς δὲ οὔ φησιν), αφού σε μια επιστολή του προς τον Ευρύλοχο λέει πως ήταν αυτοδίδακτος (ἀλλ’ ἑαυτοῦ)· σύμφωνα με άλλους ο Επίκουρος επιδόθηκε για 12 χρόνια σε ιδιωτικές μελέτες, το διάστημα που βρισκόταν στην Κολοφώνα, μετά το 323 π.Χ.[17] ο Απολλόδωρος ο Επικούρειος και άλλοι αναφέρουν ότι δάσκαλος του ήταν κάποιος Λεύκιππος· ο Επίκουρος όμως έλεγε ότι δεν υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια φιλόσοφος με το όνομα Λεύκιππος (ἀλλ’ οὐδὲ Λεύκιππόν τινα γεγενῆσθαί φησί φιλόσοφον). Ο Δημήτριος ο Μάγνης αναφέρει ότι παρακολούθησε τα μαθήματα του Ξενοκράτη. (Παρ. 13). Ο Επίκουρος αλληλογραφούσε τακτικά με άτομα ή φιλοσοφικές ομάδες σε άλλες πόλεις.
Στα συγγράμματά του ο Επίκουρος χρησιμοποιεί τις λέξεις με την κυριολεκτική σημασία τους (κέχρηται δὲ λέξει κυρίᾳ κατὰ τῶν πραγμάτων), γι’ αυτό και ο Αριστοφάνης ο γραμματικός τον κατηγορούσε για υπερβολικά ιδιαίτερο και ασυνήθιστο ύφος (ὅτι ἰδιωτάτη ἐστίν)[18]. Ήθελε να είναι τόσο σαφής και ξεκάθαρος, ώστε στο βιβλίο του Περί ρητορικής «μηδὲν ἄλλο ἢ σαφήνειαν» απαιτεί· στις επιστολές του, αντί για το συνηθισμένο «Χαίρειν», γράφει «Εὖ πράττειν» και «Σπουδαίως ζῆν.»
Ο Αρίστων, στο βιβλίο του για τη ζωή του Επίκουρου, αναφέρει ότι αντέγραψε τον «Κανόνα» του από το έργο Τρίπους του Ναυσιφάνη (τὸν Κανόνα γράψαι αὐτὸν ἐκ τοῦ Ναυσιφάνους Τρίποδος) και από τις διδασκαλίες του Πάμφιλου του Πλατωνικού από τη Σάμο· γράφει ακόμα ότι άρχισε ν’ ασχολείται με τη φιλοσοφία όταν ήταν ακόμη δώδεκα χρονών (ἄρξασθαί τε φιλοσοφεῖν ἐτῶν ὑπάρχοντα δυοκαίδεκα) και ίδρυσε τη σχολή (ἀφηγήσασθαι δὲ τῆς σχολῆς)[19] σε ηλικία 32 χρονών. (Παρ. 14).
Κατά τις πληροφορίες του Απολλόδωρου, ο Επίκουρος γεννήθηκε το 3ο έτος της 109ης ολυμπιάδας (341 π.Χ.), όταν ήταν άρχοντας ο Σωσιγένης, την ένατη μέρα του Γαμηλιώνος (γύρω στον Φεβρουάριο), επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα (ἔτεσιν ὕστερον τῆς Πλάτωνος τελευτῆς ἑπτά)· κατά τον ίδιο, ίδρυσε φιλοσοφική σχολή στα 32 του χρόνια, αρχικά στη Μυτιλήνη και τη Λάμψακο[20]. Σε ηλικία 37 ετών μετέφερε την έδρα της σχολής στην Αθήνα και πέθανε το δεύτερο έτος της 127ης ολυμπιάδας (271-270 π.Χ.) στην ίδια πόλη, επί Πυθαράτου, αφού συμπλήρωσε τα 72 του χρόνια (ἔτη βιώσαντα δύο πρὸς τοῖς ἑβδομήκοντα). Στη διεύθυνση της σχολής τον διαδέχθηκε ο Ἕρμιππος ο Μυτιληναίος.
Ως αιτία του θανάτου αναφέρεται η λεγόμενη «στραγγουρία», επίσχεση ούρων λόγω πέτρας στα νεφρά (τελευτῆσαι δ’ αὐτὸν λίθῳ τῶν οὔρων ἐπισχεθέντων, ὥς φησι καὶ Ἕρμαρχος ἐν ἐπιστολαῖς). Ο Έρμαρχος γράφει ακόμα ότι ταλαιπωρήθηκε 44 μέρες (ἡμέρας νοσήσαντα τετταρεσκαίδεκα) από την ασθένεια· λίγο πριν πεθάνει μπήκε σε μια μεγάλη χάλκινη λεκάνη με ζεστό νερό (ἐμβάντα αὐτὸν εἰς πύελον χαλκῆν), ζήτησε να του φέρουν ένα ποτήρι ανέρωτο κρασί και το ρούφηξε μονομιάς (αἰτήσαντα ἄκρατον ῥοφῆσαι)[21]. Προέτρεψε δε τους φίλους του να θυμούνται τη διδασκαλία του (τοῖς τε φίλοις παραγγείλαντα τῶν δογμάτων μεμνῆσθαι) και άφησε την τελευταία του πνοή. (Παρ. 15).
Ο Διογένης Λαέρτιος του αφιέρωσε το επόμενο επίγραμμα:
«Χαίρετε, καὶ μέμνησθε τὰ δόγματα· τοῦτ’ Ἐπίκουρος ὕστατον εἶπε φίλοις τοὔπος ἀποφθίμενος· θερμὴν δὲ πύελον γὰρ ἐληλύθεεν καὶ ἄκρατον ἔσπασεν, εἶτ’ Ἀΐδην ψυχρὸν ἐπεσπάσατο. οὗτος μὲν ὁ βίος τἀνδρός, ἥδε δὲ ἡ τελευτή.»
«Να είστε χαρούμενοι και να θυμάστε τη διδασκαλία μου· αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ο Επίκουρος στους φίλους του καθώς έσβηνε η ζωή του· μπήκε σε μια λεκάνη με ζεστό νερό, ήπιε ανέρωτο κρασί και σε λίγο ανάσανε τον παγωμένο αέρα του Άδη. Αυτός ήταν ο βίος του άνδρα[22] και αυτός ο θάνατός (η τελευτή) του.» (Παρ. 16).
Στη «διαθήκη» του έγραψε: «Αφήνω όλα τα υπάρχοντά μου στον Αμύναχο του Τιμοκράτη από τον δήμο Βατή και στον Τιμοκράτη του Δημητρίου από τον δήμο του Ποταμού· ο καθένας να λάβει όσα είναι γραμμένα στο Μητρώο [του Κήπου], με τον όρο να παραδώσουν τον Κήπο και όσα πράγματα του ανήκουν (τὰ προσόντα)[23] στον Έρμαρχο του Αγέμορτου τον Μυτιληναίο και σε όσους φιλοσοφούν μαζί του (τοῖς συμφιλοσοφοῦσιν αὐτῷ), καθώς και στους διαδόχους που θ’ αφήσει ο Έρμαρχος στη διεύθυνση της σχολής, ώστε να έχουν έναν [δικό τους] χώρο και ν’ ασχολούνται με τις φιλοσοφικές τους μελέτες (ἐνδιατρίβειν κατὰ φιλοσοφίαν)· τα ίδια ισχύουν και για όσους καταπιαστούν με τη φιλοσοφία μετά από εμάς, ώστε να διατηρήσουν κι αυτοί τον κήπο πάντοτε (ἀεὶ) και όσο το δυνατόν καλύτερα, μαζί με τον Αμύναχο και τον Τιμοκράτη· αφήνω τη φροντίδα του κήπου (τὴν ἐν τῷ κήπῳ διατριβὴν)[24] και στους κληρονόμους αυτών, με τον όρο να συντηρήσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τη σχολή.» Αφήνει ακόμη στον Έρμαρχο και τους μαθητές του το σπίτι που είχε στη Μελίτη (ἐνοικεῖν Ἑρμάρχῳ καὶ τοῖς μετ’ αὐτοῦ φιλοσοφοῦσιν), για όσο θα ζει ο Έρμαρχος.
Ορίζει ακόμη, από τα εισοδήματα όσων άφησε στον Αμυνόμαχο και τον Τιμοκράτη (Ἐκ δὲ τῶν γινομένων προσόδων τῶν δεδομένων), να λογαριάζονται ξέχωρα τα ποσά που χρειάζονται για τις προσφορές και τα μνημόσυνα (εἴς τε τὰ ἐναγίσματα) στη μνήμη του πατέρα του, της μητέρας του και των αδελφών του· από τις ίδιες προσόδους θα έβγαιναν και τα έξοδα για τα γενέθλια του Επίκουρου (εἰς τὴν εἰθισμένην ἄγεσθαι γενέθλιον ἡμέραν ἑκάστου ἔτους) καθώς και για τη συνάντηση των φίλων της επικούρειας φιλοσοφίας (εἰς τὴν γινομένην σύνοδον) στις είκοσι κάθε μήνα, «εἰς τὴν ἡμῶν τε καὶ Μητροδώρου μνήμην». Τα γενέθλια του Επίκουρου γιορτάζονταν κάθε χρόνο «τῇ προτέρᾳ δεκάτῃ τοῦ Γαμηλιῶνος»[25], γύρω στις 10 Φεβρουαρίου. Όπως διαβάζουμε στην ίδια «διαθήκη», οι Επικούρειοι γιόρταζαν ακόμη τακτικά την «ημέρα των αδελφών» (τὴν τῶν ἀδελφῶν ἡμέραν), γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου, του «Ποσειδεῶνος», ή στις αρχές του Γενάρη και είχαν μια μέρα που τιμούσαν τον Επικούρειο Πολύαινο[26], έναν από τους πρώτους καθηγεμόνες[27] της σχολής στην Αθήνα, κατά τον μήνα Μεταγειτνιώνα[28], περίπου στις 24 Ιουλίου με 22 Αυγούστου.
«Γιατί τίποτα δεν είναι φοβερό στην ζωή για όποιον έχει πραγματικά κατανοήσει ότι τίποτα φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ανόητος λοιπόν αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι γιατί θα υποφέρει όταν έρθει, αλλά διότι τον θλίβει η προσμονή του. Διότι άδικα λυπάται κανείς προσμένοντας ένα πράγμα που δεν ενοχλεί όταν είναι παρόν.»
Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα
Στη διαθήκη αναφέρεται ακόμη ότι ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης θα πρέπει να φροντίσουν (ἐπιμελείσθωσαν) για τον Επίκουρο, τον γιο του Μητρόδωρου, καθώς και για τον γιο του Πολύαινου, για όσον καιρό ασχολούνται με τη φιλοσοφία και ζουν κοντά στον Έρμαρχο (φιλοσοφούντων αὐτῶν καὶ συζώντων)· ομοίως να μεριμνήσουν και για την θυγατέρα του Μητρόδωρου και, όταν φτάσει σε ηλικία γάμου (εἰς ἡλικίαν ἐλθοῦσαν), να την παντρέψουν (ἐκδότωσαν) με όποιος διαλέξει ο Έρμαρχος, από αυτούς που φιλοσοφούν μαζί του, εφόσον είναι φρόνιμη και υπάκουη (οὔσης αὐτῆς εὐτάκτου[29] καὶ πειθαρχούσης) στον Έρμαρχο· για τα έξοδα της διατροφής τους (εἰς τροφὴν τούτοις), ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης «να δώσουν όσα χρήματα νομίζουν ότι χρειάζονται από τα εισοδήματα μου, κάθε χρόνο (κατ’ ἐνιαυτὸν), αφού εξετάσουν (σκοπουμένοις) το θέμα με τον Έρμαρχο.» (Παρ. 19).
Μαζί μ’ αυτούς να έχει και ο Έρμαρχος κυριότητα και λόγο επί «τῶν προσόδων», ώστε να γίνεται το καθετί με τη σύμφωνη γνώμη ενός ανθρώπου που γέρασε φιλοσοφώντας δίπλα στον Επίκουρο (μετὰ τοῦ συγκαταγεγηρακότος ἡμῖν ἐν φιλοσοφίᾳ) και ορίστηκε από τον Επίκουρο επικεφαλής (ἡγεμόνας)[30] των «συμφιλοσοφούντων» του Κήπου. Ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης να φροντίσουν και για την «προῖκα» του κοριτσιού (τῷ θήλει παιδίῳ), όταν φτάσει σε ηλικία γάμου, ξεχωρίζοντας ένα μερίδιο από την περιουσία που υπάρχει, στο μέτρο του δυνατού και με τη σύμφωνη γνώμη του Έρμαρχου. Να φροντίσουν ακόμη για τον Νικάνορα, όπως έκανε ο ίδιος, ώστε όσοι συμπαραστάθηκαν στον Επίκουρο δίνοντας την περιουσία τους στη σχολή, όταν υπήρχε ανάγκη (χρείαν ἐν τοῖς ἰδίοις παρεσχημένοι) και αυτοί που έδειξαν τη μεγαλύτερη αφοσίωση (τὴν πᾶσαν οἰκειότητα ἐνδεδειγμένοι) και γέρασαν φιλοσοφώντας, να μη στερηθούν τίποτε από τα αναγκαία (μηδενὸς τῶν ἀναγκαίων ἐνδεεῖς), όσο είναι δυνατόν. (Παρ. 20). Αφήνει ακόμη «όλα τα βιβλία του στον Έρμαρχο· αν γίνει κάτι [κακό], από αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους (τι τῶν ἀνθρωπίνων), πριν μεγαλώσουν τα παιδιά του Μητρόδωρου, ο Αμύνόμαχος και ο Τιμοκράτης να φροντίσουν γι’ αυτά, δίνοντας ένα μέρος από τα εισοδήματα του Κήπου, ώστε να μην τους λείψει τίποτα, εφόσον είναι φρόνιμα και τακτικά (εὐτακτούντων αὐτῶν).» Οι δούλοι Μύς, Λυκίας, Νίκωνας και μια νεαρή δούλα με το όνομα Φαίδριο αφήνονται ελεύθεροι. (Παρ. 21).
Κι ενώ ζει τις τελευταίες του ώρες (Ἤδη δὲ τελευτῶν), γράφει προς τον φίλο του Ιδομενέα: «Καθώς τελειώνει η πιο ευτυχισμένη (τὴν μακαρίαν ἄγοντες) και τελευταία μέρα της ζωής μου σου γράφω ετούτα· η στραγγουρία[31] και η δυσεντερία με ταλαιπωρούν υπερβολικά, πάντα βασανιστικές και στην ίδια ένταση. Αντιπαρέρχομαι όλα αυτά, με τη χαρά που νιώθω στην ψυχή μου (τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον), όταν φέρνω στη μνήμη μου τις συζητήσεις μας (ἡμῖν διαλογισμῶν)[32]· να φροντίσεις (ἐπιμελοῦ) τα παιδιά του Μητρόδωρου, εσύ, που από μικρό παιδί (ἐκ μειρακίου)[33] αφοσιώθηκες επάξια σε μένα και στη φιλοσοφία.» (Παρ. 22).
Αμέσως παρακάτω διαβάζουμε: «Μαθητές είχε πολλούς και πολύ αξιόλογους (σφόδρα δὲ ἐλλογίμους)[34], όπως ο Μητρόδωρος ο Αθηναίος και ο Σάνδης από τη Λάμψακο· αυτός έμεινε κοντά στον Επίκουρο από τότε που τον γνώρισε, εκτός από ένα διάστημα έξι μηνών, όταν πήγε στην πατρίδα του (εἰς τὴν οἰκείαν) κι επανήλθε αμέσως. Υπήρξε άνδρας αγαθός[35] σε όλα του, όπως άλλωστε μαρτυρεί και ο Επίκουρος στις εισαγωγές του και στο τρίτο βιβλίο του «Τιμοκράτη»· τέτοιος άνθρωπος ήταν· έδωσε μάλιστα την αδελφή του Βατίδα ως σύζυγο στον Ιδομενέα και συντηρούσε ως παλλακίδα το Λεόντιο, την εταίρα από την Αττική (Λεόντιον τὴν Ἀττικὴν ἑταίραν ἀναλαβὼν[36] εἶχε παλλακήν[37]). Δεν τον φόβιζαν ούτε τα βάρη και οι έγνοιες της ζωής, ούτε τον τρόμαζε ο θάνατος (ἀκατάπληκτος πρός τε τὰς ὀχλήσεις καὶ τὸν θάνατον), όπως αναφέρει ο Επίκουρος στο βιβλίο του για τον Μητρόδωρο. Λένε ακόμη ότι πέθανε επτά χρόνια πριν από τον δάσκαλό του, σε ηλικία 53 ετών· αυτό φαίνεται και από τη διαθήκη του Επίκουρου που αναφέραμε προηγουμένως, όπου ορίζει να έχουν την επιμέλεια των παιδιών του, προφανώς επειδή [ο Σάνδης] είχε πεθάνει νωρίτερα. Ο Επίκουρος είχε μαθητή και τον προαναφερθέντα Τιμοκράτη, έναν απερίσκεπτο και τυχάρπαστο άνθρωπο (εἰκαῖόν[38]), αδερφό του Μητρόδωρου.» (Παρ.23).
Ο Μητρόδωρος έγραψε τα εξής βιβλία: Πρὸς τοὺς ἰατρούς, τρία, Περὶ αἰσθήσεων, Πρὸς Τιμοκράτην, Περὶ μεγαλοψυχίας, Περὶ τῆς Ἐπικούρου ἀρρωστίας, Πρὸς τοὺς διαλεκτικούς, Πρὸς τοὺς σοφιστάς, ἐννέα, Περὶ τῆς ἐπὶ σοφίαν πορείας, Περὶ τῆς μεταβολῆς, Περὶ πλούτου, Πρὸς Δημόκριτον, Περὶ εὐγενείας.
Μαθητές του Επίκουρου ήταν ακόμη ο Πολύαινος του Αθηνόδωρου από τη Λάμψακο, άνθρωπος δίκαιος και με φιλικούς τρόπους (ἐπιεικὴς[39] καὶ φιλικός), όπως λένε οι μαθητές του Φιλόδημου (ὡς οἱ περὶ Φιλόδημόν φασί), και ο Έρμαρχος του Αγέμορτου ο Μυτιληναίος, άνδρας με φτωχική καταγωγή (πατρὸς μὲν πένητος), που στην αρχή ασχολήθηκε (προσέχων[40]) με τη μελέτη της ρητορικής. (Παρ. 24). Ο Έρμαρχος έγραψε και τα επόμενα βιβλία: Ἐπιστολικὰ περὶ Ἐμπεδοκλέους εἴκοσι καὶ δύο, Περὶ τῶν μαθημάτων, Πρὸς Πλάτωνα, Πρὸς Ἀριστοτέλην. Πέθανε από παραλυσία, αφού άφησε αρκετά αξιόλογα έργα. (Παρ. 25). Στα 22 βιβλία του για τον Εμπεδοκλή, από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα, ασκεί έντονη κριτική στο φιλοσοφικό του σύστημα και στο μυστικισμό του.
Συμφιλοσοφούντες στον Κήπο ήταν επίσης ο Λεοντέας ο Λαμψακηνός και η γυναίκα του Θέμιστα, με την οποία αλληλογραφούσε ο Επίκουρος. Ο Κολώτης και ο Ιδομενέας, και αυτοί από τη Λάμψακο, ήσαν επίσης αξιόλογοι· μαζί με αυτούς και ο Πολύστρατος[41], που διαδέχθηκε τον Έρμαρχο στη διεύθυνση της σχολής· μετά τον Έρμαρχο ανέλαβε τη διεύθυνση ο Διονύσιος και αργότερα ο Βασιλείδης· «ἐλλόγιμος» αναδείχθηκε επίσης ο Απολλόδωρος[42] ο Κηποτύραννος, ο οποίος συνέγραψε πάνω από τετρακόσια βιβλία. Επικούρειοι ήταν και δύο Πτολεμαῖοι Ἀλεξανδρεῖς, ο ένας μαύρος και ο άλλος λευκός (ὅ τε μέλας καὶ ὁ λευκός). Αναφέρονται ακόμη ο Ζήνων ο Σιδώνιος[43], πολυγράφος ἀνήρ και ακροατής του Απολλόδωρου, ο Δημήτριος ὁ ἐπικληθεὶς Λάκων, ο Διογένης ὁ Ταρσεὺς (ὁ τὰς ἐπιλέκτους σχολὰς συγγράψας), ο Ωρίων και άλλοι· αυτούς οι γνήσιοι Ἐπικούρειοι τους αποκαλούσαν Σοφιστές (σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν). Με το όνομα Επίκουρος μαρτυρούνται τρεις ακόμα, ο γιος του Λεοντέα και της Θέμιστας, ένας άλλος από τη Μαγνησία κι ένας οπλομάχος. (Παρ. 26). Επικούρειοι θεωρείται και ο Φιλωνίδης από τη Λαοδίκεια, «που πήρε περίβλεπτη θέση στην αυλή του Αντίγονου του Επιφανή (175-164 μ.Χ.)» και «ξέκλινε από τις αρχές της σχολής με την πολιτική του δράση και με την ενασχόληση με τα μαθηματικά προβλήματα, μάζεψε όμως και συνόψισε, πιθανόν για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, τα συγγράμματα του Επίκουρου και των φίλων του.»[44]
Ο Επίκουρος υπήρξε πολυγραφότατος[45] και συνέγραψε πάνω από τριακόσια βιβλία (κύλινδροι μὲν γὰρ πρὸς τοὺς τριακοσίους εἰσί), ξεπερνώντας έτσι όλους τους συγγραφείς ως προς το πλήθος των βιβλίων (πάντας ὑπερβαλλόμενος πλήθει βιβλίων). Στα έργα του μάλιστα δεν παραθέτει καθόλου μαρτυρίες, τεκμήρια, περικοπές ή χωρία άλλων συγγραφέων (γέγραπται δὲ μαρτύριον[46] ἔξωθεν ἐν αὐτοῖς οὐδέν), αλλά γράφει μόνο δικές του, προσωπικές εκτιμήσεις και γνώμες (ἀλλ’ αὐτοῦ εἰσιν Ἐπικούρου φωναί[47]). Στην πολυγραφία τον ανταγωνιζόταν και προσπαθούσε να τον μιμηθεί (ἐζήλου) ο Χρύσιππος, όπως μαθαίνουμε από τον Καρνεάδη, γι’ αυτό και τον αποκαλούσε παράσιτο (παράσιτον τῶν βιβλίων) του Επίκουρου· όσα έγραφε ο Επίκουρος, τόσα πάσχιζε και ο Χρύσιππος να γράψει: «Γι’ αυτό και πολλάκις έγραφε τα ίδια και τα ίδια (ταὐτὰ) ή ό,τι του ερχόταν στο μυαλό (τὸ ἐπελθόν), ενώ άλλα τα δημοσίευε αδιόρθωτα πάνω στη βιασύνη του (τῷ ἐπείγεσθαι). Τα γραπτά του είναι γεμάτα (γέμειν) περικοπές και οι μαρτυρίες άλλων συγγραφέων· ομοίως βρίσκουμε πολλά μαρτύρια[48] στα βιβλία του Ζήνωνα και του Αριστοτέλη.
Τόσα λοιπόν και τέτοιου είδους είναι τα συγγράμματα του Επίκουρου· τα καλύτερα και σημαντικότερα (βέλτιστα) είναι τα εξής: Περὶ φύσεως, ἑπτὰ καὶ τριάκοντα, Περὶ ἀτόμων καὶ κενοῦ, Περὶ ἔρωτος, Ἐπιτομὴ τῶν πρὸς τοὺς φυσικούς, Πρὸς τοὺς Μεγαρικούς, Διαπορίαι, Κύριαι δόξαι, Περὶ αἱρέσεων καὶ φυγῶν, Περὶ τέλους, Περὶ κριτηρίου ἢ Κανών, Χαιρέδημος, Περὶ θεῶν, Περὶ ὁσιότητος, Ἡγησιάναξ, Περὶ βίων δʹ, Περὶ δικαιοπραγίας, Νεοκλῆς πρὸς Θεμίσταν, Συμπόσιον, Εὐρύλοχος πρὸς Μητρόδωρον, Περὶ τοῦ ὁρᾶν, Περὶ τῆς ἐν τῇ ἀτόμῳ γωνίας, Περὶ ἁφῆς, Περὶ εἱμαρμένης, Περὶ παθῶν δόξαι πρὸς Τιμοκράτην, Προγνωστικόν, Προτρεπτικός, Περὶ εἰδώλων, Περὶ φαντασίας, Ἀριστόβουλος, Περὶ μουσικῆς, Περὶ δικαιοσύνης καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν, Περὶ δώρων καὶ χάριτος, Πολυμήδης, Τιμοκράτης γʹ, Μητρόδωρος εʹ, Ἀντίδωρος βʹ, Περὶ νόσων δόξαι πρὸς Μίθρην, Καλλιστόλας, Περὶ βασιλείας, Ἀναξιμένης, Ἐπιστολαί.» (Παρ. 28)
Tουλάχιστον στα κείμενα που διασώζει ο Διογένης Λαέρτιος, πράγματι απουσιάζουν συγκεκριμένα «μαρτύρια» και εν γένει αποσπάσματα άλλων συγγραφέων[49]· εντούτοις, πολύ συχνά, οι αναφορές του Επίκουρου σε άλλους φιλοσόφους είναι σαφείς, αν και όχι πάντοτε ονομαστικές· εξάλλου, στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής και του Κήπου, ίσως ήταν αρκετό να περιγραφούν με συντομία οι απόψεις φίλων και αντιπάλων· λ.χ. όσα παραθέτει για τις απόψεις του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα[50] σχετικά με τα ουράνια σώματα είναι σαφέστατα και δίνουν ξεκάθαρα το περίγραμμα των λεγόμενων «ιδεαλιστικών απόψεων». Ας μην ξεχνάμε ότι οι Επικούρειοι, εκτός των άλλων, βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση με άλλες φιλοσοφικές σχολές, ασκούσαν δηλαδή «πολεμική», και είναι αναμενόμενο να προβάλλουν στα έργα τους κατεξοχήν αυτά που πιστεύουν ότι ενισχύουν τις απόψεις τους ή εξυπηρετούν γενικότερα τη διάδοση της φιλοσοφίας τους.
Υποσημειώσεις
[1] κληρουχέω, (κληροῦχος)= αποκτώ μερίδιο γης, έχω γίνει αποδέκτης παραχώρησης γης, λέγεται συνήθως για εδάφη που διαμοιράζονταν ανάμεσα σε κατακτητές. κληρουχία, ἡ,= κλήρος γης που παραχωρούνταν στους πολίτες σε ξένο έδαφος· οἱ κληροῦχοι= το σύνολο των πολιτών που γίνονταν αποδέκτες τέτοιων μεριδίων. Η Αθηναϊκή κληρουχία διέφερε από την αποικία, στο ότι οι κληροῦχοι παρέμεναν πολίτες της μητρόπολης, αντί να σχηματίσουν ανεξάρτητη πόλη. Βλ. LIDDELL & SCOTT. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007.
[2] Βλ. & Ησίοδος, Θεογονία: «ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ᾽· αὐτὰρ ἔπειταω / Γαῖ᾽ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ / ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου.»= Στ᾽ αλήθεια πρώτα‒πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα / η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων / που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου. Στίχοι 116-119. Μετάφραση: Στ. Γκιργκένης. Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=3.
[3] Στον Όμηρο ο Παιάνας ή Παιών ήταν ο γιατρός των θεών· «Παιήονος γενέθλη»= οι γιοι του Παιάνα, δηλ. οι γιατροί· μετά τον Όμηρο το όνομα και η ιδιότητα μεταφέρθηκαν στον Απόλλωνα, τον οποίον επικαλούνταν με την κραυγή «ἰήιε Παιάν»· στον Σοφοκλή σημαίνει λυτρωτής, σωτήρας αλλά και άσμα θριάμβου μετά τη νίκη, εμβατήριο που έψαλλαν κυρίως προς τον θεό Απόλλωνα. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[4] κίναιδος[ῐ], ὁ, Λατ. Cinaedus= λάγνος, ασελγής άνθρωπος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[5] Πρόκειται για πολύ μεγάλο ποσό· η μνα (αρχ. ελλ. μνᾶ, λατ. mina) είναι μονάδα μέτρησης της μάζας (υποδιαίρεση του ταλάντου) που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Κέρματα από πολύτιμα μέταλλα που ζύγιζαν μία μνα, χρησιμοποιούνταν επίσης ως νομίσματα· ως βάρος, = 100 δραχμές = περίπου 15,2 αγγλικές ουγγιές· ως χρηματικό ποσό, = 100 δραχμές, δηλ. 4 αγγλ. λίρες, 1 σεντ και 3 πέννες· 60 μναῖ αντιστοιχούσαν σε ένα τάλαντο. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[6] ἑταίρα, ἡ= σύντροφος· εδώ η σπιτωμένη γυναίκα, μαιτρέσσα, παλλακίδα, εταίρα, πόρνη. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[7] φορμός, ὁ (φέρω)· I.= σκεύος για μεταφορά καρπών σε Ησίοδ, στρώμα πλεκτό, ένδυμα ναυτικού από χοντρό πλεκτό ύφασμα, μέτρο σίτου. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[8] κύκησις, -εως, ἡ= ανακάτωμα, ανάμειξη. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[9] λῆρος, ὁ, ανόητη ομιλία, ανοησία, ματαιολογία· λέγεται για πρόσωπα, ανόητος, ασήμαντος· λῆροι λεπτότατοι, λέγεται για τους σοφιστές· ως επιφώνημα λῆρος= ανοησία! «κολοκύθια!» Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[10] σαίνω= λέγεται για σκύλους, κουνώ την ουρά μου, πηδώ δείχνοντας τη χαρά μου, κάνω χαρές· λέγεται για τον Άργο, τον σκύλο του Οδυσσέα, λόγω της υποδοχής που επεφύλαξε στον Οδυσσέα, όταν εκείνος επέστρεψε στην Ιθάκη· μεταφορικά κολακεύω, χαϊδεύω, υποκλίνομαι με χαμέρπεια, φιλοφρονώ, φέρομαι θωπευτικά σε κάποιον, τον κολακεύω, φιλοφρονώ, περιποιούμαι κάποιον, τον χαιρετώ, τον ασπάζομαι· σαίνομαι ὑπ’ ἐλπίδος= παραπλανώ, φενακίζω, εξαπατώ. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[11] δόγμα, -ατος, τό (δοκέω)= αυτό που φαίνεται σε κάποιον καλό, γνώμη, δοξασία· δημόσια διαταγή ή διάταγμα, ψήφισμα, θέσπισμα, διάταξη, απόφαση· δογματίζω= αποφαίνομαι. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[12] ἐπιείκεια, ἡ (ἐπιεικής)= λογικότητα, εντιμότητα, ισονομία, γλυκύτητα, καλοσύνη. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[13] λῐτός, -ή, -όν = λείος, απλός· λέγεται για το ύφος, απλό, απέριττο, ακαλλώπιστο· λέγεται για πρόσωπα, απλός, λιτός· επίρρημα λιτῶς· ασήμαντος, ανάξιος, τιποτένιος, μηδαμινός. λῑτό-βιος, -ον (λῐτός)= αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[14] οὐσία, ἡ (οὖσα, θηλ. μτχ. του εἰμί)= αυτό το οποίο ανήκει σε κάποιον, η οντότητα κάποιου, περιουσία· τὸ εἶναι, η ύπαρξη. Στον Πλάτωνα σημαίνει ουσία, φύση ενός πράγματος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[15] Οι Μούσες, θεές του τραγουδιού, της μουσικής, της ποίησης, του χορού, της δραματικής ποίησης, και όλων των καλών τεχνών· τα ονόματα των εννέα Μουσών ήταν Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια ή Πολυύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη.
[16] μνήμη, ἡ (μνάομαι)= ανάμνηση, ενθύμηση, καταγραφή της μνήμης, μέσω των οποίων θυμόμαστε ένα πρόσωπο· πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο= αναθυμούνταν όπως άρμοζε στις συμφορές τους· μνήμη, ως δύναμη του νου, το μνημονικό· εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (ή ἄπο)= από μνήμης· μνημεῖον= ανάμνηση, αναφορά ενός πράγματος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[17] Βλ. & Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Έντουαρντ Τσέλλερ-Βίλχελμ Νέστλε. Μετάφραση: Χαράλαμπος Θεοδωρίδης. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1941, σελ. 294.
[18] ἴδιος, -α, -ον και -ος, -ον,= αυτός που ανήκει στον εαυτό του, ίδιος, ιδιωτικός· στον Πλάτωνα η λέξη σημαίνει ιδιωτικός, ιδιαίτερος: ἴδιον ἢ ἄλλοι, ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους· στον Ευριπίδη έχει και τις σημασίες ασυνήθιστος, παράδοξος, περίεργος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[19] ἀφ-ηγέομαι= καθοδηγώ από ένα σημείο, και επομένως, γενικά, οδηγώ, προηγούμαι. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[20] H Λάμψακος ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Φωκαέων, χτισμένη σε στρατηγικό σημείο στις ακτές του Ελλήσποντου, στην βόρεια Τρωάδα. Στην θέση της σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Τουρκική πόλη με πληθυσμό 10.000 περίπου κατοίκων.
[21] ἄ-κρᾱτος, -ον (κεράννυμι)= λέγεται για υγρά, αμιγής, άκρατος, ανόθευτος, καθαρός, λέγεται για κρασί· ιδίως, οἶνος ἄκρητος, κρασί χωρίς νερό. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[22] Ο Επίκουρος είχε μάλλον ευαίσθητη σωματική κράση· Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν μακρόβιοι και μάλιστα κάποιοι έγραφαν μέχρι τα βαθιά γεράματα: ο Σοφοκλής έγραψε τον Οιδίποδα επί Κολωνώ στο 90ο περίπου έτος της ηλικίας του, ο Σιμωνίδης πάτησε τα 90, ο Κρατίνος πέθανε 97 ετών, ο τραγικός Αρίσταρχος στα 100 και ο Άλεξις στα 106. Από τους πεζογράφους ο Ισοκράτης έζησε 98 έτη, ο Γοργίας 109, ο ιστορικός Τίμαιος 96 και ο Πολύβιος 82. Μακροβιότεροι φιλόσοφοι αναδείχθηκαν κατεξοχήν κάποιοι Στωικοί, ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Κλεάνθης, ίσως επειδή «ήσαν προς τας συμφοράς του βίου αδιάφοροι». Σχετικά λίγοι μνημονεύονται ως «προώρως θανόντες», όπως ο κωμικός Εύπολις (που όμως είχε βίαιο θάνατο) και η Ηρίννα, που πέθανε δεκαοχτώ χρονών από λύπη. Βλ. & Γεώργιος Μιστριώτης, Ελληνική Γραμματολογία, σ. 25, 26.
[23] πρόσ-ειμι= προστίθεμαι, προσκολλώμαι, ανήκω σε· είμαι εδώ, είμαι πλησίον, είμαι παρών. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[24] διατρῐβή, ἡ= τρόπος κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, παιχνίδι, διασκέδαση· επιμελής ασχολία, μελέτη, σπουδή· τρόπος ζωής, τρόπος με τον οποίο περνά κανείς το χρόνο του βίου· με αρνητική σημασία, χάσιμο χρόνου, καθυστέρηση, χρονοτριβή. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[25] Γᾰμηλιών, -ῶνος, ὁ= ο έβδομος μήνας του Αττικού χρόνου· προέρχεται από το γαμέω, επειδή ήταν η χρονική περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι περισσότεροι γάμοι· το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και το πρώτο του Φεβρουαρίου. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[26] Πρόκειται για τον Πoλύαινo τον Λαμψακηνό, (340 π.Χ. – 285 π.Χ.) έναν αρχαίο Έλληνα μαθηματικό και φίλο του Επίκουρου. Η φιλία του άρχισε μετά τη φυγή του τελευταίου από τη Μυτιλήνη, το 307 ή 306 π.Χ., όταν άνοιξε μια φιλοσοφική σχολή στην Λάμψακο η οποία τον συνέδεσε με άλλους πολίτες της πόλης, όπως τον Πυθοκλή, τον Κολώτη τον Λαμψακηνό, και τον Ἰδομενέα τον Λαμψακηνό. Με τους προαναφερθέντες συμπολίτες του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας με τον Επίκουρο επικεφαλής, ενώ ο Πoλύαινoς, ο Έρμαρχoς και ο Μητρόδωρος Λαμψακηνός ήταν καθηγεμόνες. Σύμφωνα με τον Φιλόδημο ήταν άντρας με ήπιους και φιλικούς τρόπους. Βλ. & Βικιπαίδεια, στο αντίστοιχο λήμμα· πολύ-αινος, -ον (αἰνέω)= αυτός που επαινείται πολύ ή που είναι γεμάτος από σοφία, λόγο και γνώση. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[27] καθ-ηγεμών, -όνος, ὁ, ἡ= αρχηγός, οδηγός. καθ-ηγεμών, -όνος, ὁ, ἡ= αρχηγός, οδηγός. καθ-ηγέομαι= προηγούμαι, χρησιμεύω ως οδηγός, καθοδηγώ· προηγούμαι και διδάσκω κάτι, εξηγώ, ερμηνεύω· καθηγέομαι τοῦ λόγου= ξεκινώ την ομιλία· είμαι ο πρώτος που κάνει κάτι, εγκαθιδρύω, ιδρύω, θεσπίζω· οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθείς= δεν θα εισάγω εγώ πρώτος αυτόν τον νόμο. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[28] Ο Μεταγειτνιών ή Μεταγιτνιών ήταν ο δεύτερος μήνας στο αττικό ημερολόγιο, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο Μεταγείτνιο Απόλλωνα και αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα 24 Ιουλίου-22 Αυγούστου. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[29] εὔ-τακτος, -ον= τακτικός, μεθοδικός· λέγεται και για στρατιώτες, τακτικός, πειθαρχημένος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[30] ἡγεμών, -όνος, ὁ= αυτός που ηγείται, ο οδηγός· αυτός που δείχνει το δρόμο· αυτός που ασκεί εξουσία σε άλλους· αρχηγός, στρατηγός· διοικητής, άρχων, κυρίαρχος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[31] στραγγ-ουρία (στράγξ, οὐρέω)= κατακράτηση, επίσχεση ούρων, δυσουρία. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[32] διαλογισμός, ὁ= στοχασμός, συλλογισμός. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[33] μεῖραξ, -ᾰκος, ἡ, νεαρό κορίτσι, κοπελίτσα· το μειράκιον χρησιμοποιείται . για τ’ αγόρια. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[34] ἐλ-λόγιμος, -ον, αυτός που λογαριάζεται (ἐν λόγῳ), άξιος λόγου, σπουδαίος, ένδοξος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[35] ἀγᾰθὸς, -ή, -όν (αμφίβ. προέλ.)· καλός, ενάρετος. Λατ. bonus.= λέγεται για πρόσωπα· αρχικά, καλός, ευγενής, αριστοκρατικός, σε σχέση με την καταγωγή, αντίθ. προς το κακοί· στην Ιλιάδα: πατρὸς δ’ εἴμ’ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν· καλός, γενναίος, ανδρείος, σχετικά με την απόδοση αυτών των αρετών στους αρχιστράτηγους. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[36] ἀνα-λαμβάνω= αναλαμβάνω, παίρνω στα χέρια μου· παραλαμβάνω στο πλοίο· γενικά, λαμβάνω για τον εαυτό μου· παίρνω κάτι, με σκοπό την εξέταση ή τη μελέτη· αναλαμβάνω, αναδέχομαι. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[37] παλλᾰκίς, -ίδος, ἡ= παλλακίδα, μαιτρέσα, ερωμένη, Λατ. Pellex, (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως πάλλαξ= νεανίς). Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[38] εἰκαῖος, -α, -ον (εἰκῇ), τυχαίος, χωρίς σκοπό. εἰκῇ, επίρρ.= χωρίς σχέδιο ή σκοπό, απρόσεκτα, απερίσκεπτα, στην τύχη, ριψοκίνδυνα, παράτολμα. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[39] ἐπι-εικής, -ές (εἰκός)= με ηθική έννοια, λογικός, δίκαιος, ευγενικός, ευγενής, αγαθός, πράος, μετριοπαθής, συνετός, με επιείκεια, ευμενής, άρτιος, τέλειος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[40] προσ-έχω και προσ-ίσχω= γυρίζω σε ή προς ένα πράγμα, προσέχω ὄμμα· προσέχω τὸν νοῦν= στρέφω το νου, δίνω προσοχή σ’ ένα πράγμα, είμαι επίμονος σ’ αυτό. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[41] Ο Πολύστρατος φέρεται να έγραψε κι ένα «περίεργο σύγγραμμα», με τίτλο: Για την παράλογη περιφρόνηση των λαϊκών δοξασιών» (Περί ἀλόγου καταφρονήσως)· στο έργο αυτό «πολεμούσε τη σοφιστική άποψη για τη συμβατική προέλευση των ηθικών εννοιών και το συμπέρασμα της μη υποχρεωτικότητάς τους που έβγαινε απ’ αυτή.» Σημαντικά τμήματα του βιβλίου σώθηκαν στους ηρακλειώτικους κυλίνδρους. Βλ. & ΤΣΕΛΛΕΡ-ΝΕΣΤΛΕ. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας. Μετάφραση από τη δέκατη Τρίτη έκδοση: Χαράλαμπος Θεοδωρίδης. Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1941. Σελ. 296.
[42] Το πραγματικό του όνομα ήταν Απολλόδωρος ο Αθηναίος και πιθανότατα υπήρξε σχολάρχης από τα 150 – 120 π.Χ. Αναφέρεται ως άνδρας με ισχυρή προσωπικότητα και πολυγραφότατος.
[43] Σῑδών, -ῶνος, ἡ, Σιδώνη= μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Φοινίκης. Φοινίκη= αρχαία παραλιακή, ναυτική χώρα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Λίβανος και τμήμα της Συρίας. Η ονομασία δόθηκε πιθανόν επειδή οι Έλληνες εισήγαγαν από εκεί μια μοναδική τότε χρωστική ουσία με βαθύ πορφυρό χρώμα (στο χρώμα του αίματος) και το χρώμα αυτό στα ελληνικά λεγόταν φοινόν· φοινός, -ή, -όν (φόνος), αυτός που είναι κόκκινος σαν αίμα. LIDDELL & SCOTT.
[44] Βλ. & ΤΣΕΛΛΕΡ-ΝΕΣΤΛΕ. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, σελ. 296.
[45] Πλείστοι αρχαίοι συγγραφείς, ποιητές και φιλόσοφοι υπήρξαν πολυγραφότατοι· ο Αισχύλος έγραψε 90 τραγωδίες, ο Σοφοκλής 130 και ο Ευριπίδης 92. Στον Αντιφάνη αποδίδονται 260 κωμωδίες και στον Άλεξι, 245· πολλά είναι και τα έργα του Πλάτωνα και ακόμα περισσότερα του Αριστοτέλη· η παραγωγή των αλεξανδρινών συγγραφέων ήταν επίσης αξιοσημείωτη· πολυγραφότατος όλων φέρεται ο Δίδυμος ο Χαλκέντερος, με το προσωνύμιο Βιβλιολάθας, επειδή έγραψε 3.500-4.000 βιβλία, τα οποία δεν μπορούσε να θυμηθεί. Βλ. & Γεώργιος Μιστριώτης, Ελληνική Γραμματολογία. Τόμος Α’ , 1894, εκ του τυπογραφείου Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, σ. 26, 27. (6)
[46] μαρτύριον, τό, μαρτυρία, απόδειξη· μαρτύρια παρέχεσθαι= φέρνω στο φως τεκμήρια. LIDDELL & SCOTT.
[47] φωνή, ἡ (φάω)= ήχος, φωνή, κυρίως ο ήχος της φωνής· λέγεται για ανθρώπους· η δύναμη του λόγου, ομιλία· γλώσσα· είδος γλώσσας, διάλεκτος· τὴν Σιμωνίδου φωνήν. LIDDELL & SCOTT.
[48] μαρτύριον, το= μαρτυρία, απόδειξη· μαρτύρια παρέχεσθαι= φέρνω στο φως τεκμήρια· εδώ σημαίνει μάλλον την αυτούσια περικοπή, παράθεμα, χωρίο, απόσπασμα από έργο άλλου συγγραφέα. LIDDELL & SCOTT.
[49] Όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας γραμματείας χάθηκε, για πολλούς λόγους· εκτός από τη φυσική φθορά (τα υλικά, ειδικά η περγαμηνή και ο πάπυρος ήταν ευαίσθητα), γνωρίζουμε τι συνέβη με σπουδαίες βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου. Τα βιβλία, «κύλινδροι», που συγκέντρωσαν οι Πτολεμαίοι στην κεντρική βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και στο Σεράπειο, μέχρι τα χρόνια της Κλεοπάτρας, ίσως ξεπερνούσαν τους 700.000 κυλίνδρους, δηλαδή τόμους (σύμφωνα με άλλες πηγές ήταν 400.000 τόμοι)· μετά την καταστροφή κατά τη διάρκεια του «Αλεξανδρινού πολέμου», ο Αντώνιος δώρισε στην Κλεοπάτρα 200.000 κυλίνδρους από τις βιβλιοθήκες της Περγάμου. Στα 391 μ.Χ. κάηκε και η βιβλιοθήκη του Σεράπειου, κατά τη διάρκεια ταραχών και διώξεων εναντίον των οπαδών της «αρχαίας θρησκείας»· την ίδια τύχη είχε και η βιβλιοθήκη που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (κάηκε πρώτη φορά στα 476 μ.Χ. και το «δυστύχημα επανελήφθη» επί Λέοντος Ισαύρου (716-741 μ.Χ.) Εντούτοις, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι όλες οι ζημιές των βιβλίων προήλθαν από εμπρησμούς· η αμέλεια λ.χ. ήταν σημαντικός λόγος καταστροφής, καθώς η συντήρηση και η αντιγραφή των βιβλίων ήταν κοπιαστικό και πολυδάπανο έργο. Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναζητούσε από τότε πολλά βιβλία των «Ιστοριών», του Θεόπομπου· επί Δίωνος του Χρυσοστόμου τα συγγράμματα του Γοργία και των άλλων σοφιστών είχαν εξαφανιστεί. Κατά τους χριστιανικούς αιώνες που ακολούθησαν οι άνθρωποι ήταν μάλλον ψυχροί και αδιάφοροι «προς παν ελληνικόν» και οι πάπυροι δεν ανανεώνονταν, αλλά εγκαταλείπονταν στη βέβαιη φθορά του χρόνου. Αν αφαιρεθούν τα διπλόγραφα, υπολογίζεται ότι χάθηκαν περίπου 90.000 κύλινδροι της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Βλ. & Γεώργιος Μιστριώτης, Ελληνική Γραμματολογία, σ.32,33.
[50] Η πίστη ότι η ψυχή μπορεί αν ξεκόβει απ’ το σώμα και να πετάει μακριά, σαν πουλί, τροφοδότησε πολλές δοξασίες Οι μυθοβιογράφοι του Πυθαγόρα έγραφαν ότι είχε την ικανότητα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο μέρη («διτοπισμός»)· ομοίως οι ανώτερες ιέρειες των Τζένταλ είχαν το χάρισμα να βρίσκονται σε δύο μέρη ταυτόχρονα, μιάμιση λεύγα απόσταση το ένα από το άλλο· αλλά και ο χριστιανός Άγιος Αλφόνσος de Liguori μπορούσε να κηρύττει στην εκκλησία και την ίδια ώρα να βρίσκεται στο σπίτι του και να εξομολογεί. Βλ. & Παναγής Λεκατσάς, Η ψυχή. Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου, τέταρτη έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, 2000, Αθήνα, σελ. 64.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου