Η λέξη «αγάπη» είναι μια από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες στο λεξιλόγιό μας και έχει πολλές σημασίες. Περιλαμβάνει διαφορετικές εμπειρίες και συναισθήματα και δημιουργεί στον καθένα ποικίλους συνειρμούς. Αναμφισβήτητα, η αγάπη είναι ένα από τα θέματα που απασχολούν βαθιά τον άνθρωπο.
Αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από την έντονη εστίαση των τεχνών σε αυτή- λογοτεχνία, ποίηση, τραγούδι, κινηματογράφος- αλλά κυρίως από την πληθώρα ανθρώπων που μπαίνουν στη διαδικασία να αναζητήσουν ψυχοθεραπεία για θέματα που αφορούν σε μεγάλο βαθμό την αγάπη. Ορισμένοι προσπαθούν εναγωνίως να κατορθώσουν να βρουν την αγάπη και άλλοι, που την έχουν βρει, ψάχνουν τρόπους να τη διατηρήσουν άσβεστη και ζωντανή. Άλλοι, έχοντας βιώσει αυτή τη φλόγα, ενδιαφέρονται να αναβιώσουν την ποιότητα της σχέσης που είχαν κάποτε και τώρα έχουν χάσει.
Η αγάπη, είναι στον πυρήνα της, μια φυσική και δημιουργική πράξη. Η δυνατότητα να τη βιώσουμε υπάρχει σε όλους μας και, οι περισσότεροι, τη βιώνουμε αρκετά συχνά, παρότι μπορεί ορισμένες φορές να μην το παρατηρούμε. Η αγάπη- ιδίως η καινούρια – μας γεμίζει σε τέτοιο βαθμό που σπάνια αναρωτιόμαστε σχετικά με το αν μπορεί να διατηρηθεί. Η εμπειρία αυτή μοιάζει να μας επηρεάζει σε όλα τα επίπεδα, τόσο αντιληπτικά – αφού γευόμαστε, αγγίζουμε και νιώθουμε με μεγαλύτερη ένταση και ευχαρίστηση – όσο και ψυχολογικά και πνευματικά.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι βλέπουμε τα πράγματα πιο καθαρά, ταυτόχρονα είμαστε τυφλοί, όχι μόνο απέναντι στις βαθιές πολυπλοκότητες του αγαπημένου, όσο και κυριολεκτικά, απέναντι σε όσα μας περιτριγυρίζουν που μοιάζουν λιγότερο ενδιαφέροντα. Έτσι, η ερωτική αγάπη έχει αρκετά ελαττώματα, καθώς ευνοεί τη φαντασία και τις αισθήσεις έναντι της λογικής. Όπως το έθεσε ο Armstrong (2002):
«η αγάπη είναι μια μείξη νοσταλγίας, έκστασης, αμφιβολίας και μιας αίσθησης ότι είμαστε σε επαφή με την ύψιστη αξία. Αποτελείται από τη διαρκή ενασχόληση και ευχαρίστηση που δημιουργεί η επαφή με τον αγαπημένο, η οποία είναι το κλειδί της ευτυχίας. Το πιο σημαντικό όλων είναι ότι απαιτούνται πολύ λίγα για να τη βιώσει κανείς».
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η δέσμευση είναι εύκολη γιατί όλη η σχέση και το πεδίο του ζευγαριού βασίζονται στην παρούσα στιγμή, γι’ αυτό και δεν υπάρχει διερώτηση σχετικά με το πώς διατηρείται η αγάπη. Ένα παράδειγμα που εντείνει αυτό το πρόβλημα παρατηρείται στους όρκους που ανταλλάσσουν οι αγαπημένοι στο γάμο οι οποίοι προβλέπουν τη διατήρηση της αγάπης «στην αρρώστια και την υγεία». Ωστόσο, σπάνια οι αγαπημένοι συζητούν και καταλαβαίνουν σε βάθος αυτές τις ιδέες. Οι όρκοι δε λένε «θα σε αγαπώ με αυτόν τον τρόπο για λίγο καιρό, κάποιες φορές θα σε αγαπώ περισσότερο και κάποιες λιγότερο» και ως εκ τούτου, η πεποίθηση ότι η αγάπη διατηρείται αναλλοίωτη δημιουργεί μη πραγματοποιήσιμες προσδοκίες.
Αναπόφευκτα, αυτές οι πεποιθήσεις προκαλούν μεγάλο πόνο καθώς η αγάπη αλλάζει. Μια από τις πιο στενόχωρες αλήθειες είναι ότι η αγάπη είναι εφήμερη και με τον καιρό χάνει τη λάμψη της και σταδιακά μπορεί να εξαφανιστεί, ακόμη και να γίνει βάρος καθώς αποκαλύπτονται οι ανεπάρκειες της σχέσης. Για τους περισσότερους, η αγάπη που έχει καταλαγιάσει μόνο περιστασιακά αναθερμαίνεται και, ορισμένες φορές, μοιάζει αυτό να γίνεται «μαγικά», χωρίς να υπάρχει φανερός λόγος. Άλλες φορές αναζωογονείται από κάποιο δύσκολο γεγονός, όπως είναι μια κρίση ή μια πιθανή απώλεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τη σχέση και να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε ή όχι, τόσο με τη φυσική μας παρουσία όσο και ψυχολογικά και πνευματικά.
Έτσι, προκύπτει η ερώτηση αν χρειάζεται να περιμένουμε κάποια κρίση για να δοκιμαστεί η αγάπη. Η απάντηση είναι όχι, καθώς όσο αντιμετωπίζουμε την αγάπη σαν μια δέσμευση που χρειάζεται συνεχή και κοινή επένδυση ενέργειας, μπορούμε να τη διατηρήσουμε και να την εξελίξουμε. Επομένως, η ερώτηση «τι να κάνω αν η αγάπη χαθεί;», μετατρέπεται στην ερώτηση «τι να κάνω όταν η αγάπη χαθεί;». Σε τελική ανάλυση, είναι δύσκολο να αγαπώ βαθιά και αληθινά…
Αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από την έντονη εστίαση των τεχνών σε αυτή- λογοτεχνία, ποίηση, τραγούδι, κινηματογράφος- αλλά κυρίως από την πληθώρα ανθρώπων που μπαίνουν στη διαδικασία να αναζητήσουν ψυχοθεραπεία για θέματα που αφορούν σε μεγάλο βαθμό την αγάπη. Ορισμένοι προσπαθούν εναγωνίως να κατορθώσουν να βρουν την αγάπη και άλλοι, που την έχουν βρει, ψάχνουν τρόπους να τη διατηρήσουν άσβεστη και ζωντανή. Άλλοι, έχοντας βιώσει αυτή τη φλόγα, ενδιαφέρονται να αναβιώσουν την ποιότητα της σχέσης που είχαν κάποτε και τώρα έχουν χάσει.
Η αγάπη, είναι στον πυρήνα της, μια φυσική και δημιουργική πράξη. Η δυνατότητα να τη βιώσουμε υπάρχει σε όλους μας και, οι περισσότεροι, τη βιώνουμε αρκετά συχνά, παρότι μπορεί ορισμένες φορές να μην το παρατηρούμε. Η αγάπη- ιδίως η καινούρια – μας γεμίζει σε τέτοιο βαθμό που σπάνια αναρωτιόμαστε σχετικά με το αν μπορεί να διατηρηθεί. Η εμπειρία αυτή μοιάζει να μας επηρεάζει σε όλα τα επίπεδα, τόσο αντιληπτικά – αφού γευόμαστε, αγγίζουμε και νιώθουμε με μεγαλύτερη ένταση και ευχαρίστηση – όσο και ψυχολογικά και πνευματικά.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι βλέπουμε τα πράγματα πιο καθαρά, ταυτόχρονα είμαστε τυφλοί, όχι μόνο απέναντι στις βαθιές πολυπλοκότητες του αγαπημένου, όσο και κυριολεκτικά, απέναντι σε όσα μας περιτριγυρίζουν που μοιάζουν λιγότερο ενδιαφέροντα. Έτσι, η ερωτική αγάπη έχει αρκετά ελαττώματα, καθώς ευνοεί τη φαντασία και τις αισθήσεις έναντι της λογικής. Όπως το έθεσε ο Armstrong (2002):
«η αγάπη είναι μια μείξη νοσταλγίας, έκστασης, αμφιβολίας και μιας αίσθησης ότι είμαστε σε επαφή με την ύψιστη αξία. Αποτελείται από τη διαρκή ενασχόληση και ευχαρίστηση που δημιουργεί η επαφή με τον αγαπημένο, η οποία είναι το κλειδί της ευτυχίας. Το πιο σημαντικό όλων είναι ότι απαιτούνται πολύ λίγα για να τη βιώσει κανείς».
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η δέσμευση είναι εύκολη γιατί όλη η σχέση και το πεδίο του ζευγαριού βασίζονται στην παρούσα στιγμή, γι’ αυτό και δεν υπάρχει διερώτηση σχετικά με το πώς διατηρείται η αγάπη. Ένα παράδειγμα που εντείνει αυτό το πρόβλημα παρατηρείται στους όρκους που ανταλλάσσουν οι αγαπημένοι στο γάμο οι οποίοι προβλέπουν τη διατήρηση της αγάπης «στην αρρώστια και την υγεία». Ωστόσο, σπάνια οι αγαπημένοι συζητούν και καταλαβαίνουν σε βάθος αυτές τις ιδέες. Οι όρκοι δε λένε «θα σε αγαπώ με αυτόν τον τρόπο για λίγο καιρό, κάποιες φορές θα σε αγαπώ περισσότερο και κάποιες λιγότερο» και ως εκ τούτου, η πεποίθηση ότι η αγάπη διατηρείται αναλλοίωτη δημιουργεί μη πραγματοποιήσιμες προσδοκίες.
Αναπόφευκτα, αυτές οι πεποιθήσεις προκαλούν μεγάλο πόνο καθώς η αγάπη αλλάζει. Μια από τις πιο στενόχωρες αλήθειες είναι ότι η αγάπη είναι εφήμερη και με τον καιρό χάνει τη λάμψη της και σταδιακά μπορεί να εξαφανιστεί, ακόμη και να γίνει βάρος καθώς αποκαλύπτονται οι ανεπάρκειες της σχέσης. Για τους περισσότερους, η αγάπη που έχει καταλαγιάσει μόνο περιστασιακά αναθερμαίνεται και, ορισμένες φορές, μοιάζει αυτό να γίνεται «μαγικά», χωρίς να υπάρχει φανερός λόγος. Άλλες φορές αναζωογονείται από κάποιο δύσκολο γεγονός, όπως είναι μια κρίση ή μια πιθανή απώλεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τη σχέση και να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε ή όχι, τόσο με τη φυσική μας παρουσία όσο και ψυχολογικά και πνευματικά.
Έτσι, προκύπτει η ερώτηση αν χρειάζεται να περιμένουμε κάποια κρίση για να δοκιμαστεί η αγάπη. Η απάντηση είναι όχι, καθώς όσο αντιμετωπίζουμε την αγάπη σαν μια δέσμευση που χρειάζεται συνεχή και κοινή επένδυση ενέργειας, μπορούμε να τη διατηρήσουμε και να την εξελίξουμε. Επομένως, η ερώτηση «τι να κάνω αν η αγάπη χαθεί;», μετατρέπεται στην ερώτηση «τι να κάνω όταν η αγάπη χαθεί;». Σε τελική ανάλυση, είναι δύσκολο να αγαπώ βαθιά και αληθινά…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου