ΕΡΜΗΣ
Γιατί γελάς, Χάροντα; Και γιατί εγκατέλειψες το καράβι σου και ανέβηκες εδώ πέρα στον τόπο μας, ενώ δεν συνηθίζεις να απασχολείσαι συχνά με τις υποθέσεις του απάνω κόσμου;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Πεθύμησα, Ερμή, να δω τι λογής είναι αυτά που διαδραματίζονται στη ζωή και τι κάνουν οι άνθρωποι όσο ζούνε, και τι επιτέλους στερούνται και θρηνούν, όταν κατεβαίνουν σ’ εμάς· γιατί κανένας τους δεν πέρασε με το πλεούμενο απέναντι χωρίς να κλαίει.
Ζήτησα λοιπόν από τον Άδη να αφήσω για μια μέρα τις υποχρεώσεις μου στο καράβι, και ανέβηκα στο φως, και μου φαίνεται πως σε συνάντησα τη στιγμή που έπρεπε. Γιατί, το ξέρω καλά, θα έρθεις να τριγυρίσουμε μαζί, και θα με ξεναγήσεις και θα μου δείξεις το καθετί, μια και τα ξέρεις όλα.
ΕΡΜΗΣ
Αυτή εδώ η υπόθεση θα γίνει αιτία να με δείρουνε. Ήδη προβλέπω ότι τον μισθό της περιήγησης δεν θα τον πάρω χωρίς καθόλου γρονθοκοπήματα. Παρόλα αυτά πρέπει να σε εξυπηρετήσω. Τι τάχα μπορεί κανείς να κάνει, όταν ένας καλός του φίλος τον πιέζει;
Να τα δεις λοιπόν όλα, περαματάρη, το καθένα χωριστά, είναι εντελώς αδύνατο.
Η διαδικασία θα διαρκούσε πολλά χρόνια. Έπειτα για μένα θα χρειαζόταν να βγάλει προκήρυξη ο Δίας, σαν να έχω δραπετεύσει, κι εσύ ο ίδιος δεν θα μπορούσες να εκτελείς τα έργα του Θανάτου και θα ζημίωνες το βασίλειο του Πλούτωνα, καθώς δεν θα μετέφερες τους νεκρούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και μετά ο τελώνης ο Αιακός θα αγανακτούσε που δεν θα κέρδιζε ούτε έναν οβολό.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να σκεφτούμε είναι πώς θα μπορέσεις να δεις τα σημαντικότερα απ’ όσα γίνονται.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εσύ ο ίδιος, Ερμή, να σκεφτείς το καλύτερο σχέδιο. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε απ’ όσα γίνονται πάνω στη γη, μια και είμαι ξένος.
ΕΡΜΗΣ
Πρώτα απ’ όλα, Χάροντα, θα μας χρειαστεί ένα υπερυψωμένο σημείο, ώστε από κει να τα δεις όλα. Αν σου ήταν δυνατό να ανέβεις στον ουρανό, δεν θα ταλαιπωρούμασταν καθόλου· θα τα έβλεπες όλα εντελώς ξεκάθαρα από πανοραμική θέση. Επειδή όμως δεν επιτρέπεται εσύ, που συναναστρέφεσαι συνεχώς με φαντάσματα νεκρών, να έχεις πρόσβαση στα ανάκτορα του Δία, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα ψηλό βουνό.
Άραγε ο Καύκασος είναι κατάλληλος ή ο Παρνασσός, ή είναι ψηλότερος και από τους δυο εκείνος εκεί ο Όλυμπος; Ωστόσο δεν είναι κι άσχημο αυτό που θυμήθηκα κοιτάζοντας τον Όλυμπο.
Κρατήσου λοιπόν από το δεξί μου χέρι και πρόσεχε να μην πατάς εκεί που γλιστράει. Μπράβο, ανέβηκες κι εσύ. Τώρα λοιπόν στρέψε το βλέμμα σου γύρω τριγύρω και επιθεώρησε τα πάντα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω ξηρά πολλή και μια μεγάλη λίμνη, η οποία την περιβάλλει, και βουνά και ποτάμια μεγαλύτερα από τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, και ανθρώπους πάρα πολύ μικρούς, και κάποιες φωλιές τους.
ΕΡΜΗΣ
Πόλεις είναι εκείνες που νόμισες ότι είναι φωλιές.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τίποτε ξεκάθαρο δεν βλέπω εγώ τουλάχιστον από τόσο ψηλά. Και θα ήθελα να δω όχι μόνο αυτό, δηλαδή πόλεις και βουνά, όπως στις ζωγραφιές, αλλά τους ίδιους τους ανθρώπους και τι κάνουν και τι λογής πράγματα λένε. Όπως ακριβώς τη στιγμή που με συνάντησες, που με είδες να γελάω και με ρώτησες για ποιο λόγο γελώ. Είχα ακούσει κάτι και το καταευχαριστήθηκα.
ΕΡΜΗΣ
Και τι ήταν αυτό;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Κάποιος προσκλήθηκε σε δείπνο, υποθέτω, από κάποιον φίλο του για την επόμενη μέρα και είπε “Θα έρθω οπωσδήποτε”. Κι ενώ έλεγε αυτό έπεσε πάνω του ένα κεραμίδι από τη στέγη – δεν ξέρω ποιος το μετακίνησε – και τον σκότωσε.
Γέλασα λοιπόν, επειδή δεν μπόρεσε να εκτελέσει την υπόσχεσή του.
Μου φαίνεται λοιπόν ότι και τώρα θα κατέβω κάτω, για να βλέπω και να ακούω καλύτερα.
ΕΡΜΗΣ
Μείνε εκεί που είσαι. Εγώ κι αυτό θα στο γιατρέψω, και θα σε κάνω ταχύτατα να έχεις τέλεια όραση.
Τι συμβαίνει; Βλέπεις κιόλας;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και μάλιστα εξαιρετικά. Έπειτα λοιπόν απ’ αυτό εσύ άρχισε να με διδάσκεις και να μου απαντάς σε ό,τι σε ρωτάω.
Πες μου όμως· Ποιος είναι αυτός ο παχουλός, ψηλός, γενναίος άνδρας, ξεχωριστός στην κεφαλή και στους πλατιούς ώμους;
ΕΡΜΗΣ
Ο Μίλωνας είναι, ο αθλητής από τον Κρότωνα.
Οι Έλληνες τον χειροκροτούν, επειδή φορτώθηκε τον ταύρο και διασχίζει το στάδιο κουβαλώντας τον.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Κι έπειτα θρηνεί κάτω σ’ εμάς, καθώς φυσικά θα θυμάται αυτά τα στεφάνια και τα χειροκροτήματα.
Τώρα όμως έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, επειδή τον θαυμάζουν για το κουβάλημα του ταύρου. Τι λοιπόν; Να υποθέσουμε ότι τάχα σκέφτεται πως κάποτε θα πεθάνει;
ΕΡΜΗΣ
Από πού κι ως πού να θυμηθεί τον θάνατο σε τόσο μεγάλο αποκορύφωμα δόξας;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Άφησέ τον· σε λίγο θα μας κάνει να γελάμε, όταν θα βρίσκεται στο καράβι, χωρίς να μπορεί πια να σηκώσει όχι ταύρο, αλλά ούτε καν κουνούπι.
Εσύ πες μου κι αυτό:
Ποιος είναι τάχα κείνος κει ο σεβαστός ο άνδρας;
Δεν είναι Έλληνας, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τα ρούχα του.
ΕΡΜΗΣ
Είναι ο Κύρος, Χάροντα, ο γιος του Καμβύση, που κατάφερε να φέρει τώρα στα χέρια των Περσών την εξουσία που είχαν παλαιότερα οι Μήδοι.
Επιπλέον νίκησε πρόσφατα τους Ασσυρίους και υπέταξε τη Βαβυλώνα, και τώρα φαίνεται να επιθυμεί να εκστρατεύσει εναντίον της Λυδίας, ώστε να καθαιρέσει τον Κροίσο και να εξουσιάζει αυτός σε όλους.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και ο Κροίσος πού να είναι άραγε κι εκείνος;
ΕΡΜΗΣ
Κοίτα προς τα εκεί, στη μεγάλη ακρόπολη, αυτήν με το τριπλό τείχος. Είναι οι Σάρδεις εκείνες, και ήδη βλέπεις τον ίδιο τον Κροίσο να κάθεται σε χρυσό κρεβάτι και να συζητάει με τον Σόλωνα τον Αθηναίο. Θέλεις να τους ακούσουμε, τι λένε;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βεβαιότατα.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Φιλοξενούμενέ μου Αθηναίε, μια και είδες τον πλούτο μου και τους θησαυρούς μου και πόσες ράβδους χρυσάφι έχω και όλη την υπόλοιπη πολυτέλεια, πες μου, ποιον από όλους τους ανθρώπους θεωρείς τον πιο ευτυχισμένο;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Είναι λίγοι βέβαια οι ευτυχισμένοι, Κροίσε.
Από αυτούς πάντως που εγώ ξέρω, θεωρώ πως οι πιο ευτυχισμένοι ήταν ο Κλέοβης και ο Βίτωνας.
ΕΡΜΗΣ
Εννοεί τα παιδιά της ιέρειας από το Άργος, που πρόσφατα πέθαναν μαζί, αφού ζεύτηκαν στην άμαξα και την έσυραν, με τη μητέρα τους επάνω, μέχρι το ιερό.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Έστω· ας έχουν εκείνοι τα πρωτεία της ευτυχίας.
Δεύτερος όμως ποιος θα ήταν;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Ο Τέλλος ο Αθηναίος, που και έζησε καλά και σκοτώθηκε για την πατρίδα του.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Κι εγώ, κάθαρμα, δεν σου φαίνομαι να είμαι ευτυχισμένος;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δεν το ξέρω ακόμη, Κροίσε, αν δεν φτάσεις στο τέλος της ζωής σου, μια και ο θάνατος είναι ο ακριβής έλεγχος σε τέτοιες υποθέσεις, και το να ζήσει κανείς ευτυχισμένος μέχρι το τέλος.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Πολύ ωραία, Σόλωνα· δεν μας ξεχνάς, αλλά ζητάς να γίνει η κρίση για τέτοια ζητήματα κοντά στο ίδιο το καράβι του κάτω κόσμου. Αλλά ποιους ξεπροβοδίζει ο Κροίσος, και τι κουβαλάνε στους ώμους τους;
ΕΡΜΗΣ
Αφιερώνει στον Πύθιο Απόλλωνα χρυσά πλιθιά, ως πληρωμή για τους χρησμούς από τους οποίους και θα καταστραφεί λίγο αργότερα.
Ο άνθρωπος είναι υπερβολικά φιλόμαντης.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εκείνο εκεί λοιπόν είναι το χρυσάφι, το λαμπερό που αστράφτει, το κιτρινωπό που κοκκινίζει;
Τώρα το είδα για πρώτη φορά, ενώ πάντα άκουγα γι’ αυτό.
ΕΡΜΗΣ
Εκείνο, Χάροντα, το όνομα για το οποίο κάθε τόσο τραγουδούν και πολεμάνε.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Ωστόσο δεν μπορώ να δω τι το καλό έχει, εκτός από ένα και μόνο, ότι βαραίνει αυτούς που το μεταφέρουνε.
ΕΡΜΗΣ
Δεν ξέρεις πόσοι πόλεμοι έγιναν γι’ αυτό, και συνωμοσίες και ληστείες και επιορκίες και φθόνοι και φυλακίσεις και εμπορικά ταξίδια και υποδουλώσεις;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Γι’ αυτό εδώ, Ερμή, που δεν διαφέρει και πολύ από τον χαλκό;
Γνωρίζω τον χαλκό, όπως ξέρεις εισπράττω οβολό από τον καθένα που κατεβαίνει κάτω με το καράβι.
ΕΡΜΗΣ
Ναι, αλλά ο χαλκός είναι πολύς, ώστε δεν του δίνουν και μεγάλη σημασία, ενώ αυτόν οι μεταλλωρύχοι τον εξορύττουν σε μικρή ποσότητα και από μεγάλο βάθος. Πάντως από τη γη βγαίνει κι αυτός, όπως ο μόλυβδος και τα άλλα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Μου λες λοιπόν ότι είναι φοβερή ανοησία των ανθρώπων, που ερωτεύονται με τέτοιον έρωτα ένα χλωμό και βαρύ απόκτημα.
ΕΡΜΗΣ
Αλλά τουλάχιστον ο Σόλωνας εκείνος, Χάροντα, δεν φαίνεται να είναι ερωτευμένος μ’ αυτό, γιατί, όπως βλέπεις, γελάει με τον Κροίσο και την καυχησιολογία του βαρβάρου, και μου φαίνεται ότι θέλει να τον ρωτήσει κάτι.
Ας ακούσουμε λοιπόν προσεκτικά.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Πες μου, Κροίσε, νομίζεις ότι ο Πύθιος χρειάζεται σε κάτι όλα αυτά τα πλιθιά;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ναι, μα τον Δία· γιατί δεν έχει στους Δελφούς κανένα τέτοιο αφιέρωμα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δηλαδή νομίζεις ότι θα κάνεις τον θεό ευτυχισμένο, αν αποκτήσει, μαζί με όλα τα άλλα, και χρυσά πλιθιά;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και γιατί όχι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Μου λες δηλαδή, Κροίσε, ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια στον ουρανό, αν χρειάζεται να παραγγείλουνε να τους στείλουν το χρυσάφι από τη Λυδία, όταν το επιθυμήσουνε.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και που αλλού μπορεί να υπάρξει τόσο πολύ χρυσάφι όσο σ’ εμάς;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Πες μου, στο υπέδαφος της Λυδίας υπάρχει σίδηρος;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Όχι ιδιαίτερα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Άρα σας λείπει το καλύτερο.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και πώς είναι καλύτερος ο σίδηρος από το χρυσάφι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Αν μου απαντάς, χωρίς να αγανακτείς, θα καταλάβεις.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ρώτα, Σόλωνα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Ποιοι είναι καλύτεροι, αυτοί που σώζουν κάποιους ή αυτοί που σώζονται από κάποιους;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Αυτοί που σώζουν ασφαλώς.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Άρα λοιπόν, αν ο Κύρος, όπως διαδίδουν κάποιοι, επιτεθεί στους Λυδούς, θα κατασκευάσεις εσύ χρυσά ξίφη για τον στρατό σου ή θα σου είναι τότε απαραίτητος ο σίδηρος;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ο σίδηρος βέβαια· είναι ολοφάνερο.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Κι αν δεν τον προμηθευτείς αυτόν, θα σου φύγει το χρυσάφι αιχμάλωτο στους Πέρσες.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Μη λες τέτοια πράγματα, άνθρωπέ μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Μακάρι να μη γίνουν έτσι τα πράγματα. Είναι όμως φανερό ότι συμφωνείς πως ο σίδηρος είναι καλύτερος από το χρυσάφι.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Δηλαδή με συμβουλεύεις να αφιερώσω και στο θεό σιδερένια πλιθιά, και να παραγγείλω να φέρουν πάλι πίσω το χρυσάφι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δεν πρόκειται αυτός να χρειαστεί ούτε τον σίδηρο. Αλλά είτε χαλκό είτε χρυσάφι αφιερώσεις, για άλλους θα αποτελέσει το αφιέρωμά σου περιουσία και θεϊκή ευεργεσία, για τους Φωκείς ή τους Βοιωτούς ή τους ίδιους τους κατοίκους των Δελφών ή για κάποιον τύραννο ή ληστή, ενώ τον θεό λίγο τον νοιάζουν τα δικά σου χρυσοκατασκευάσματα.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Εσύ πάντοτε μου πολεμάς τον πλούτο μου και τον ζηλεύεις.
ΕΡΜΗΣ
Δεν ανέχεται ο Λυδός, Χάροντα, την ευθύτητα και την αλήθεια των λόγων, αλλά του φαίνεται παράξενο το γεγονός, ένας φτωχός άνθρωπος να μη συστέλλεται, αλλά να λέει ελεύθερα αυτό που σκέφτεται. Ωστόσο θα θυμηθεί λίγο αργότερα τον Σόλωνα, όταν θα πρέπει να συλληφθεί και να τοποθετηθεί από τον Κύρο πάνω στην πυρά.
Άκουσα, ξέρεις, την Κλωθώ να διαβάζει προηγουμένως όσα είναι κλωσμένα με το νήμα του καθενός, μεταξύ των οποίων ήταν γραμμένα και αυτά, ότι ο Κροίσος θα συλληφθεί από τον Κύρο, ενώ ο ίδιος ο Κύρος θα σκοτωθεί από εκείνην εκεί τη Μασσαγέτιδα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τι πολύ γέλιο! Αλλά τώρα ποιος τολμά να στρέψει το βλέμμα πάνω τους, έτσι που περιφρονούν τους άλλους; Και ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι έπειτα από λίγο ο ένας θα πιαστεί αιχμάλωτος και ο άλλος θα έχει το κεφάλι του ριγμένο μέσα σε ασκί με αίμα;
Κι εκείνος ποιος είναι, Ερμή, που έχει πιασμένη πάνω του με πόρπη την πορφυρή χλαμύδα, αυτός με το διάδημα, στον οποίο ο μάγειρας δίνει ένα δαχτυλίδι, αφού άνοιξε την κοιλιά του ψαριού, σε ζωσμένο από νερό νησί; Για βασιλιάς περνιέται.
ΕΡΜΗΣ
Ωραία τα παρωδείς, Χάροντα. Αυτός που βλέπεις είναι ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, που θεωρεί τον εαυτό του τρισευτυχισμένο.
Ωστόσο και αυτός θα προδοθεί από τον υπηρέτη του τον Μαιάνδριο, που στέκεται τώρα δίπλα του, στον Οροίτη τον σατράπη, και θα διαπεραστεί με αιχμηρό πάσσαλο ο δύστυχος, ξεπέφτοντας από την ευτυχία του μέσα σε μια στιγμή.
Κι αυτά τα άκουσα να τα διαβάζει η Κλωθώ.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τη χαίρομαι τη λεβέντισσα την Κλωθώ.
Καίγε τους, υπέροχη, και κόβε τους τα κεφάλια και κάρφωνέ τους σε πασσάλους, για να καταλάβουν ότι είναι άνθρωποι. Και ας υψώνονται τόσο πολύ, όσο χρειάζεται για να γκρεμοτσακιστούν ακόμη πιο οδυνηρά, πέφτοντας από ψηλότερα. Κι εγώ θα γελάω τότε, αναγνωρίζοντας τον καθένα απ’ αυτούς γυμνό μέσα στο καραβάκι μου, χωρίς να κουβαλάνε ούτε το πορφυρό ένδυμα ούτε τιάρα ή χρυσό κρεβάτι.
ΕΡΜΗΣ
Οι υποθέσεις αυτών εδώ ασφαλώς έτσι θα εξελιχθούν. Βλέπεις όμως, Χάροντα, και τον όχλο, αυτούς που ταξιδεύουν με πλοία, που πολεμούν, που προσφεύγουν στα δικαστήρια, που καλλιεργούν τη γη, που δανείζουν, που ζητιανεύουν;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω πολυποίκιλες δραστηριότητες και τη ζωή γεμάτη αναταραχή και τις πόλεις να μοιάζουν με σμήνη, στα οποία ο καθένας έχει ένα δικό του κεντρί και τσιμπά το διπλανό του, και κάποιοι λίγοι σαν σφήκες λεηλατούν και ρημάζουν τους κατώτερούς τους.
Κι αυτό το πλήθος που πετάει αθέατο τριγύρω τους, ποιοι είναι;
ΕΡΜΗΣ
Ελπίδες, Χάροντα, και φόβοι και άγνοιες και ηδονές και φιλαργυρίες και θυμοί και μίση και τα παρόμοια. Από αυτά η άγνοια χώνεται ανάμεσά τους κάτω στη γη και τους συντροφεύει σαν συμπολίτης τους, καθώς και το μίσος, μα τον Δία, και ο θυμός και η ζηλοφθονία και η αμάθεια και η αμηχανία και η φιλαργυρία, ενώ ο φόβος και οι ελπίδες πετούν από πάνω τους, και ο πρώτος τους ταράζει πέφτοντας μερικές φορές πάνω τους και τους κάνει να ζαρώνουν, ενώ οι ελπίδες αιωρούνται πάνω από το κεφάλι τους και , τη στιγμή ακριβώς που νομίζει κάποιος ότι θα τις πιάσει, φεύγουν πετώντας και τους αφήνουν με ανοιχτό το στόμα, όπως ακριβώς βλέπεις να παθαίνει ο Τάνταλος από το νερό στον κάτω κόσμο.
Κι αν κοιτάξεις προσεχτικά, θα δεις τις Μοίρες από πάνω να κλώθουν για τον καθένα στο αδράχτι, από το οποίο τυχαίνει να κρέμονται όλοι με λεπτά νήματα.
Τα βλέπεις που κατεβαίνουν σαν νήματα αράχνης από τα αδράχτια στον καθένα;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω για τον καθένα ένα εξαιρετικά λεπτό νήμα, μπερδεμένο τις περισσότερες φορές, αυτό με εκείνο, κι εκείνο με το άλλο.
ΕΡΜΗΣ
Είναι φυσικό, περαματάρη. Είναι γραφτό εκείνος να σκοτωθεί από αυτόν, αυτός από κάποιον άλλον, και αυτός βέβαια να κληρονομήσει εκείνον, όποιου το νήμα τυχαίνει να είναι μικρότερο, κι εκείνος πάλι αυτόν· κάτι τέτοιο δηλώνει το μπέρδεμα.
Βλέπεις λοιπόν ότι όλοι είναι κρεμασμένοι από λεπτά νήματα. Και αυτόν εδώ τον τράβηξαν επάνω και είναι υπερυψωμένος, και όταν μετά από λίγο θα πέσει, μια και θα σπάσει η λινή κλωστή, καθώς δεν θα αντέχει πια το βάρος, θα προξενήσει πολύ μεγάλο θόρυβο, ενώ αυτός εκεί, που κρέμεται λίγο πάνω από το έδαφος, κι αν πέσει, θα σωριαστεί χωρίς θόρυβο, και το πέσιμό του μόλις που θα ακουστεί, ακόμη και στους γείτονες.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Αυτά είναι πάρα πολύ διασκεδαστικά, Ερμή.
ΕΡΜΗΣ
Και μάλιστα δεν μπορείς να βρεις λόγια, Χάροντα, για να περιγράψεις όπως πρέπει πόσο γελοία είναι, και ιδιαίτερα οι υπερβολικές φροντίδες τους, και το γεγονός ότι, εκεί που ελπίζουν για κάτι, φεύγουν και χάνονται, καθώς τους αρπάζει ο λεβέντης ο Θάνατος.
Οι αγγελιοφόροι και οι υπηρέτες του είναι πάρα πολλοί, όπως βλέπεις ρίγη και πυρετοί και μαρασμοί και πνευμονίες και σπαθιά και ληστείες και κώνεια και δικαστές και τύραννοι. Κι απ’ όλα αυτά τίποτε δεν περνάει από το μυαλό τους, όσο καλοπερνάνε, όταν όμως αναποδογυρίσουν τα πράγματα, τότε ακούγονται πολλά “τρισαλίμονο” και “συμφορά μου” και “αχ, τι έπαθα”.
Αν όμως από την αρχή σκέφτονταν πρώτα απ’ όλα ότι και οι ίδιοι είναι θνητοί και ότι, αφού παραμείνουν για αυτόν τον λίγο χρόνο στη ζωή, φεύγουν σαν σε όνειρο, αφήνοντας πάνω στη γη τα πάντα, και πιο συνετά θα ζούσαν και λιγότερο θα στεναχωριούνταν πεθαίνοντας.
Τώρα όμως, επειδή φαντάζονται ότι θα μπορούν πάντοτε να ρυθμίζουν τη ζωή τους, όταν εμφανίζεται ο υπηρέτης και τους καλεί και τους παίρνει μαζί του, δένοντάς τους με τον πυρετό ή τον μαρασμό, αγανακτούνε για την μετακόμιση, μια και ποτέ δεν περίμεναν ότι κάποιος θα τους απομάκρυνε από τις υποθέσεις τους. Γιατί αλλιώς τι δεν θα έκανε εκείνος που χτίζει βιαστικά το σπίτι του και πιέζει τους εργάτες να κάνουνε γρήγορα, αν ήξερε ότι το σπίτι βέβαια θα τελειώσει, ο ίδιος όμως αμέσως μόλις φτιάξει τη στέγη, θα φύγει, αφήνοντας τον κληρονόμο του να το χαρεί, ενώ ο ίδιος δεν θα προλάβει ούτε καν να δειπνήσει ο δύστυχος μέσα στο σπίτι;
Βλέπεις και πόσοι είναι αυτοί που μαλώνουνε για τα σύνορα της γης τους, και αυτοί που μαζεύουνε χρήματα, κι έπειτα, πριν τα χαρούνε, τους καλούν οι αγγελιοφόροι και οι υπηρέτες για τους οποίους έκανα λόγο.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τα βλέπω όλα αυτά και αναρωτιέμαι ποιο είναι τελικά το ευχάριστο γι’ αυτούς στη ζωή, ή ποιο είναι εκείνο για το οποίο στεναχωριούνται, όταν το στερούνται.
Αν τουλάχιστον δει κανείς τους βασιλιάδες τους, που θεωρούνται ότι είναι οι πιο ευτυχισμένοι, εκτός από την αβεβαιότητα, όπως λες, και την αστάθεια της τύχης, θα διαπιστώσει ότι είναι περισσότερα από τα ευχάριστα τα δυσάρεστα που αντιμετωπίζουν, οι φόβοι και οι αναστατώσεις και τα μίση και οι συνωμοσίες και οι θυμοί και οι κολακείες· γιατί με αυτά συναναστρέφονται όλοι.
Αφήνω τις καταστάσεις πένθους και τις αρρώστιες και τα πάθη που εξουσιάζουν επάνω τους με τους ίδιους όρους. Αν λοιπόν είναι δυσάρεστη η ζωή αυτών, μπορεί κανείς να αναλογιστεί τι λογής θα είναι η ζωή των απλών ανθρώπων.
Θα ήθελα λοιπόν, Ερμή, να σου πω με τι μου φάνηκε πως μοιάζουν οι άνθρωποι και ολόκληρη η ζωή τους.
Έχεις δει ποτέ τις φούσκες που βγαίνουν όταν αναβλύζει μια πηγή και το νερό πέφτει από ψηλά; Εννοώ τις φυσαλίδες, από τις οποίες σχηματίζεται ο αφρός. Μερικές λοιπόν από κείνες είναι μικρές και αμέσως σκάνε κι εξαφανίζονται,άλλες όμως διαρκούνε περισσότερο· και καθώς συνενώνονται μ’ αυτές οι άλλες, φουσκώνουν παραπάνω και ο όγκος τους μεγαλώνει εξαιρετικά, έπειτα όμως κι εκείνες κάποτε σκάνουν, μια και δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς.
Αυτή είναι η ζωή του ανθρώπου. Όλοι είναι φουσκωμένοι με αέρα, και γίνονται άλλοι μεγαλύτεροι κι άλλοι μικρότεροι. Κι άλλοι έχουνε το φούσκωμά τους με μικρή διάρκεια και με γρήγορο τέλος, κι άλλοι πάλι εξαφανίζονται πριν καλά καλά σχηματιστούν.
Πάντως είναι αναπόφευκτο για όλους κάποτε να σκάσουν.
ΕΡΜΗΣ
Δεν έκανες, Χάροντα, καθόλου χειρότερη παρομοίωση από τον Όμηρο, που παρομοιάζει τη γενιά τους με φύλλα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και ενώ είναι τέτοιοι, Ερμή, βλέπεις τι κάνουν και πως ανταγωνίζονται μεταξύ τους διεκδικώντας ο ένας από τον άλλο εξουσίες και τιμές και περιουσίες, πράγματα που θα χρειαστεί να τα εγκαταλείψουν όλα και να έρθουνε σ’ εμάς έχοντας μόνο ένα οβολό. Θέλεις λοιπόν, μια και είμαστε εδώ ψηλά, να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη και να τους προτρέψω να παρατήσουν αυτούς τους μάταιους κόπους, και να ζήσουν έχοντας πάντα μπροστά στα μάτια τους το θάνατο, λέγοντας: \
“Ανόητοι, γιατί ασχολείστε μ’ αυτά; Σταματήστε να κουράζεστε· δεν πρόκειται να ζήσετε για πάντα. Τίποτε απ’ αυτά που εδώ θεωρείται αξιόλογο δεν είναι αιώνιο, ούτε μπορεί κανείς να πάρει μαζί του πεθαίνοντας κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να φεύγει γυμνός, ενώ το σπίτι και το χωράφι και το χρυσάφι του θα καταλήγουνε πάντοτε σε κάποιους άλλους και θα αλλάζουνε συνεχώς αφεντικά”.
Αν τους τα φωνάξω αυτά κι άλλα παρόμοια, για να τ’ ακούσουν όλοι, δεν νομίζεις ότι η ζωή τους θα ωφεληθεί πολύ και ότι θα γίνουν πολύ πιο συνετοί;
ΕΡΜΗΣ
Αγαπητέ μου, δεν ξέρεις πως τους έχουν κάνει η άγνοια και η απάτη, ώστε ούτε καν με τρυπάνι δεν μπορούν να ανοίξουν τα αυτιά τους· τα βούλωσαν με τόσο πολύ κερί, όπως ακριβώς έκανε ο Οδυσσέας στους συντρόφους του από φόβο μήπως ακούσουν τις Σειρήνες.
Από πού κι ως πού λοιπόν θα μπορέσουν εκείνοι να ακούσουν, ακόμη κι αν εσύ σκάσεις κραυγάζοντας;
Αυτό ακριβώς που καταφέρνει σ’ εμάς η Λησμονιά, αυτό εδώ πέρα το πετυχαίνει η άγνοια. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι λίγοι που δεν αποδέχτηκαν το κερί στα αυτιά τους, αλλά είναι στραμμένοι στην αλήθεια, βλέπουν ξεκάθαρα τα πράγματα και γνωρίζουν πολύ καλά τι λογής είναι.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Λοιπόν, να φωνάξουμε τουλάχιστον σ’ εκείνους.
ΕΡΜΗΣ
Κι αυτό είναι περιττό, να τους πούμε πράγματα που τα ξέρουν.
Βλέπεις πως διαχώρισαν τη θέση τους από τον πολύ κόσμο, και κοροϊδεύουν όσα γίνονται, και δεν τους αρέσουν αυτά καθόλου και με κανέναν τρόπο, αλλά είναι φανερό ότι σχεδιάζουν ήδη να δραπετεύσουν από τη ζωή και να έρθουν σ’ εμάς.
Και επιπλέον είναι μισητοί, επειδή ξεσκεπάζουν τις ανοησίες των υπολοίπων.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Αλλά μια και συζητάμε, ποιοι είναι εκείνοι εκεί που πολεμούν, και για ποιο λόγο αλληλοσκοτώνονται;
ΕΡΜΗΣ
Τους Αργείους βλέπεις, Χάροντα, και τους Σπαρτιάτες, και εκείνον τον ετοιμοθάνατο στρατηγό τους τον Οθρυάδη, που γράφει πάνω στο μνημείο της νίκης με το ίδιο του το αίμα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και για ποιο λόγο, Ερμή, κάνουνε τον πόλεμο;
ΕΡΜΗΣ
Για την ίδια αυτή πεδιάδα, στην οποία τώρα πολεμάνε.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τι παραλογισμός! Καλά, δεν ξέρουν ότι, κι αν ακόμη ο καθένας απ’ αυτούς αποκτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο, τελικά θα πάρει από τον Αιακό μόλις και μετά βίας τόπο ενός ποδιού;
Και την πεδιάδα αυτήν άλλοτε άλλοι θα την καλλιεργήσουνε ξανά και ξανά, ξηλώνοντας με το αλέτρι τους από τη βάση του το μνημείο της νίκης.
Καλά τα κατάφερες, Ερμή. Θα είσαι γραμμένος πάντοτε ανάμεσα στους ευεργέτες μου, γιατί εξαιτίας σου ωφελήθηκα σε κάτι από αυτό το ταξίδι μακριά απ’ τον τόπο μου.
Τι λογής είναι οι υποθέσεις των κακόμοιρων των ανθρώπων – βασιλιάδες, χρυσά πλιθιά, εκατόμβες, μάχες.
Και για τον Χάροντα κανένας λόγος.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, Σάτιρα θανάτου και κάτω κόσμου
Γιατί γελάς, Χάροντα; Και γιατί εγκατέλειψες το καράβι σου και ανέβηκες εδώ πέρα στον τόπο μας, ενώ δεν συνηθίζεις να απασχολείσαι συχνά με τις υποθέσεις του απάνω κόσμου;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Πεθύμησα, Ερμή, να δω τι λογής είναι αυτά που διαδραματίζονται στη ζωή και τι κάνουν οι άνθρωποι όσο ζούνε, και τι επιτέλους στερούνται και θρηνούν, όταν κατεβαίνουν σ’ εμάς· γιατί κανένας τους δεν πέρασε με το πλεούμενο απέναντι χωρίς να κλαίει.
Ζήτησα λοιπόν από τον Άδη να αφήσω για μια μέρα τις υποχρεώσεις μου στο καράβι, και ανέβηκα στο φως, και μου φαίνεται πως σε συνάντησα τη στιγμή που έπρεπε. Γιατί, το ξέρω καλά, θα έρθεις να τριγυρίσουμε μαζί, και θα με ξεναγήσεις και θα μου δείξεις το καθετί, μια και τα ξέρεις όλα.
ΕΡΜΗΣ
Αυτή εδώ η υπόθεση θα γίνει αιτία να με δείρουνε. Ήδη προβλέπω ότι τον μισθό της περιήγησης δεν θα τον πάρω χωρίς καθόλου γρονθοκοπήματα. Παρόλα αυτά πρέπει να σε εξυπηρετήσω. Τι τάχα μπορεί κανείς να κάνει, όταν ένας καλός του φίλος τον πιέζει;
Να τα δεις λοιπόν όλα, περαματάρη, το καθένα χωριστά, είναι εντελώς αδύνατο.
Η διαδικασία θα διαρκούσε πολλά χρόνια. Έπειτα για μένα θα χρειαζόταν να βγάλει προκήρυξη ο Δίας, σαν να έχω δραπετεύσει, κι εσύ ο ίδιος δεν θα μπορούσες να εκτελείς τα έργα του Θανάτου και θα ζημίωνες το βασίλειο του Πλούτωνα, καθώς δεν θα μετέφερες τους νεκρούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και μετά ο τελώνης ο Αιακός θα αγανακτούσε που δεν θα κέρδιζε ούτε έναν οβολό.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να σκεφτούμε είναι πώς θα μπορέσεις να δεις τα σημαντικότερα απ’ όσα γίνονται.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εσύ ο ίδιος, Ερμή, να σκεφτείς το καλύτερο σχέδιο. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε απ’ όσα γίνονται πάνω στη γη, μια και είμαι ξένος.
ΕΡΜΗΣ
Πρώτα απ’ όλα, Χάροντα, θα μας χρειαστεί ένα υπερυψωμένο σημείο, ώστε από κει να τα δεις όλα. Αν σου ήταν δυνατό να ανέβεις στον ουρανό, δεν θα ταλαιπωρούμασταν καθόλου· θα τα έβλεπες όλα εντελώς ξεκάθαρα από πανοραμική θέση. Επειδή όμως δεν επιτρέπεται εσύ, που συναναστρέφεσαι συνεχώς με φαντάσματα νεκρών, να έχεις πρόσβαση στα ανάκτορα του Δία, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα ψηλό βουνό.
Άραγε ο Καύκασος είναι κατάλληλος ή ο Παρνασσός, ή είναι ψηλότερος και από τους δυο εκείνος εκεί ο Όλυμπος; Ωστόσο δεν είναι κι άσχημο αυτό που θυμήθηκα κοιτάζοντας τον Όλυμπο.
Κρατήσου λοιπόν από το δεξί μου χέρι και πρόσεχε να μην πατάς εκεί που γλιστράει. Μπράβο, ανέβηκες κι εσύ. Τώρα λοιπόν στρέψε το βλέμμα σου γύρω τριγύρω και επιθεώρησε τα πάντα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω ξηρά πολλή και μια μεγάλη λίμνη, η οποία την περιβάλλει, και βουνά και ποτάμια μεγαλύτερα από τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, και ανθρώπους πάρα πολύ μικρούς, και κάποιες φωλιές τους.
ΕΡΜΗΣ
Πόλεις είναι εκείνες που νόμισες ότι είναι φωλιές.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τίποτε ξεκάθαρο δεν βλέπω εγώ τουλάχιστον από τόσο ψηλά. Και θα ήθελα να δω όχι μόνο αυτό, δηλαδή πόλεις και βουνά, όπως στις ζωγραφιές, αλλά τους ίδιους τους ανθρώπους και τι κάνουν και τι λογής πράγματα λένε. Όπως ακριβώς τη στιγμή που με συνάντησες, που με είδες να γελάω και με ρώτησες για ποιο λόγο γελώ. Είχα ακούσει κάτι και το καταευχαριστήθηκα.
ΕΡΜΗΣ
Και τι ήταν αυτό;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Κάποιος προσκλήθηκε σε δείπνο, υποθέτω, από κάποιον φίλο του για την επόμενη μέρα και είπε “Θα έρθω οπωσδήποτε”. Κι ενώ έλεγε αυτό έπεσε πάνω του ένα κεραμίδι από τη στέγη – δεν ξέρω ποιος το μετακίνησε – και τον σκότωσε.
Γέλασα λοιπόν, επειδή δεν μπόρεσε να εκτελέσει την υπόσχεσή του.
Μου φαίνεται λοιπόν ότι και τώρα θα κατέβω κάτω, για να βλέπω και να ακούω καλύτερα.
ΕΡΜΗΣ
Μείνε εκεί που είσαι. Εγώ κι αυτό θα στο γιατρέψω, και θα σε κάνω ταχύτατα να έχεις τέλεια όραση.
Τι συμβαίνει; Βλέπεις κιόλας;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και μάλιστα εξαιρετικά. Έπειτα λοιπόν απ’ αυτό εσύ άρχισε να με διδάσκεις και να μου απαντάς σε ό,τι σε ρωτάω.
Πες μου όμως· Ποιος είναι αυτός ο παχουλός, ψηλός, γενναίος άνδρας, ξεχωριστός στην κεφαλή και στους πλατιούς ώμους;
ΕΡΜΗΣ
Ο Μίλωνας είναι, ο αθλητής από τον Κρότωνα.
Οι Έλληνες τον χειροκροτούν, επειδή φορτώθηκε τον ταύρο και διασχίζει το στάδιο κουβαλώντας τον.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Κι έπειτα θρηνεί κάτω σ’ εμάς, καθώς φυσικά θα θυμάται αυτά τα στεφάνια και τα χειροκροτήματα.
Τώρα όμως έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, επειδή τον θαυμάζουν για το κουβάλημα του ταύρου. Τι λοιπόν; Να υποθέσουμε ότι τάχα σκέφτεται πως κάποτε θα πεθάνει;
ΕΡΜΗΣ
Από πού κι ως πού να θυμηθεί τον θάνατο σε τόσο μεγάλο αποκορύφωμα δόξας;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Άφησέ τον· σε λίγο θα μας κάνει να γελάμε, όταν θα βρίσκεται στο καράβι, χωρίς να μπορεί πια να σηκώσει όχι ταύρο, αλλά ούτε καν κουνούπι.
Εσύ πες μου κι αυτό:
Ποιος είναι τάχα κείνος κει ο σεβαστός ο άνδρας;
Δεν είναι Έλληνας, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τα ρούχα του.
ΕΡΜΗΣ
Είναι ο Κύρος, Χάροντα, ο γιος του Καμβύση, που κατάφερε να φέρει τώρα στα χέρια των Περσών την εξουσία που είχαν παλαιότερα οι Μήδοι.
Επιπλέον νίκησε πρόσφατα τους Ασσυρίους και υπέταξε τη Βαβυλώνα, και τώρα φαίνεται να επιθυμεί να εκστρατεύσει εναντίον της Λυδίας, ώστε να καθαιρέσει τον Κροίσο και να εξουσιάζει αυτός σε όλους.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και ο Κροίσος πού να είναι άραγε κι εκείνος;
ΕΡΜΗΣ
Κοίτα προς τα εκεί, στη μεγάλη ακρόπολη, αυτήν με το τριπλό τείχος. Είναι οι Σάρδεις εκείνες, και ήδη βλέπεις τον ίδιο τον Κροίσο να κάθεται σε χρυσό κρεβάτι και να συζητάει με τον Σόλωνα τον Αθηναίο. Θέλεις να τους ακούσουμε, τι λένε;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βεβαιότατα.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Φιλοξενούμενέ μου Αθηναίε, μια και είδες τον πλούτο μου και τους θησαυρούς μου και πόσες ράβδους χρυσάφι έχω και όλη την υπόλοιπη πολυτέλεια, πες μου, ποιον από όλους τους ανθρώπους θεωρείς τον πιο ευτυχισμένο;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Είναι λίγοι βέβαια οι ευτυχισμένοι, Κροίσε.
Από αυτούς πάντως που εγώ ξέρω, θεωρώ πως οι πιο ευτυχισμένοι ήταν ο Κλέοβης και ο Βίτωνας.
ΕΡΜΗΣ
Εννοεί τα παιδιά της ιέρειας από το Άργος, που πρόσφατα πέθαναν μαζί, αφού ζεύτηκαν στην άμαξα και την έσυραν, με τη μητέρα τους επάνω, μέχρι το ιερό.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Έστω· ας έχουν εκείνοι τα πρωτεία της ευτυχίας.
Δεύτερος όμως ποιος θα ήταν;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Ο Τέλλος ο Αθηναίος, που και έζησε καλά και σκοτώθηκε για την πατρίδα του.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Κι εγώ, κάθαρμα, δεν σου φαίνομαι να είμαι ευτυχισμένος;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δεν το ξέρω ακόμη, Κροίσε, αν δεν φτάσεις στο τέλος της ζωής σου, μια και ο θάνατος είναι ο ακριβής έλεγχος σε τέτοιες υποθέσεις, και το να ζήσει κανείς ευτυχισμένος μέχρι το τέλος.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Πολύ ωραία, Σόλωνα· δεν μας ξεχνάς, αλλά ζητάς να γίνει η κρίση για τέτοια ζητήματα κοντά στο ίδιο το καράβι του κάτω κόσμου. Αλλά ποιους ξεπροβοδίζει ο Κροίσος, και τι κουβαλάνε στους ώμους τους;
ΕΡΜΗΣ
Αφιερώνει στον Πύθιο Απόλλωνα χρυσά πλιθιά, ως πληρωμή για τους χρησμούς από τους οποίους και θα καταστραφεί λίγο αργότερα.
Ο άνθρωπος είναι υπερβολικά φιλόμαντης.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εκείνο εκεί λοιπόν είναι το χρυσάφι, το λαμπερό που αστράφτει, το κιτρινωπό που κοκκινίζει;
Τώρα το είδα για πρώτη φορά, ενώ πάντα άκουγα γι’ αυτό.
ΕΡΜΗΣ
Εκείνο, Χάροντα, το όνομα για το οποίο κάθε τόσο τραγουδούν και πολεμάνε.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Ωστόσο δεν μπορώ να δω τι το καλό έχει, εκτός από ένα και μόνο, ότι βαραίνει αυτούς που το μεταφέρουνε.
ΕΡΜΗΣ
Δεν ξέρεις πόσοι πόλεμοι έγιναν γι’ αυτό, και συνωμοσίες και ληστείες και επιορκίες και φθόνοι και φυλακίσεις και εμπορικά ταξίδια και υποδουλώσεις;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Γι’ αυτό εδώ, Ερμή, που δεν διαφέρει και πολύ από τον χαλκό;
Γνωρίζω τον χαλκό, όπως ξέρεις εισπράττω οβολό από τον καθένα που κατεβαίνει κάτω με το καράβι.
ΕΡΜΗΣ
Ναι, αλλά ο χαλκός είναι πολύς, ώστε δεν του δίνουν και μεγάλη σημασία, ενώ αυτόν οι μεταλλωρύχοι τον εξορύττουν σε μικρή ποσότητα και από μεγάλο βάθος. Πάντως από τη γη βγαίνει κι αυτός, όπως ο μόλυβδος και τα άλλα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Μου λες λοιπόν ότι είναι φοβερή ανοησία των ανθρώπων, που ερωτεύονται με τέτοιον έρωτα ένα χλωμό και βαρύ απόκτημα.
ΕΡΜΗΣ
Αλλά τουλάχιστον ο Σόλωνας εκείνος, Χάροντα, δεν φαίνεται να είναι ερωτευμένος μ’ αυτό, γιατί, όπως βλέπεις, γελάει με τον Κροίσο και την καυχησιολογία του βαρβάρου, και μου φαίνεται ότι θέλει να τον ρωτήσει κάτι.
Ας ακούσουμε λοιπόν προσεκτικά.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Πες μου, Κροίσε, νομίζεις ότι ο Πύθιος χρειάζεται σε κάτι όλα αυτά τα πλιθιά;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ναι, μα τον Δία· γιατί δεν έχει στους Δελφούς κανένα τέτοιο αφιέρωμα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δηλαδή νομίζεις ότι θα κάνεις τον θεό ευτυχισμένο, αν αποκτήσει, μαζί με όλα τα άλλα, και χρυσά πλιθιά;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και γιατί όχι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Μου λες δηλαδή, Κροίσε, ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια στον ουρανό, αν χρειάζεται να παραγγείλουνε να τους στείλουν το χρυσάφι από τη Λυδία, όταν το επιθυμήσουνε.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και που αλλού μπορεί να υπάρξει τόσο πολύ χρυσάφι όσο σ’ εμάς;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Πες μου, στο υπέδαφος της Λυδίας υπάρχει σίδηρος;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Όχι ιδιαίτερα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Άρα σας λείπει το καλύτερο.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και πώς είναι καλύτερος ο σίδηρος από το χρυσάφι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Αν μου απαντάς, χωρίς να αγανακτείς, θα καταλάβεις.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ρώτα, Σόλωνα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Ποιοι είναι καλύτεροι, αυτοί που σώζουν κάποιους ή αυτοί που σώζονται από κάποιους;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Αυτοί που σώζουν ασφαλώς.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Άρα λοιπόν, αν ο Κύρος, όπως διαδίδουν κάποιοι, επιτεθεί στους Λυδούς, θα κατασκευάσεις εσύ χρυσά ξίφη για τον στρατό σου ή θα σου είναι τότε απαραίτητος ο σίδηρος;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ο σίδηρος βέβαια· είναι ολοφάνερο.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Κι αν δεν τον προμηθευτείς αυτόν, θα σου φύγει το χρυσάφι αιχμάλωτο στους Πέρσες.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Μη λες τέτοια πράγματα, άνθρωπέ μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Μακάρι να μη γίνουν έτσι τα πράγματα. Είναι όμως φανερό ότι συμφωνείς πως ο σίδηρος είναι καλύτερος από το χρυσάφι.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Δηλαδή με συμβουλεύεις να αφιερώσω και στο θεό σιδερένια πλιθιά, και να παραγγείλω να φέρουν πάλι πίσω το χρυσάφι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δεν πρόκειται αυτός να χρειαστεί ούτε τον σίδηρο. Αλλά είτε χαλκό είτε χρυσάφι αφιερώσεις, για άλλους θα αποτελέσει το αφιέρωμά σου περιουσία και θεϊκή ευεργεσία, για τους Φωκείς ή τους Βοιωτούς ή τους ίδιους τους κατοίκους των Δελφών ή για κάποιον τύραννο ή ληστή, ενώ τον θεό λίγο τον νοιάζουν τα δικά σου χρυσοκατασκευάσματα.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Εσύ πάντοτε μου πολεμάς τον πλούτο μου και τον ζηλεύεις.
ΕΡΜΗΣ
Δεν ανέχεται ο Λυδός, Χάροντα, την ευθύτητα και την αλήθεια των λόγων, αλλά του φαίνεται παράξενο το γεγονός, ένας φτωχός άνθρωπος να μη συστέλλεται, αλλά να λέει ελεύθερα αυτό που σκέφτεται. Ωστόσο θα θυμηθεί λίγο αργότερα τον Σόλωνα, όταν θα πρέπει να συλληφθεί και να τοποθετηθεί από τον Κύρο πάνω στην πυρά.
Άκουσα, ξέρεις, την Κλωθώ να διαβάζει προηγουμένως όσα είναι κλωσμένα με το νήμα του καθενός, μεταξύ των οποίων ήταν γραμμένα και αυτά, ότι ο Κροίσος θα συλληφθεί από τον Κύρο, ενώ ο ίδιος ο Κύρος θα σκοτωθεί από εκείνην εκεί τη Μασσαγέτιδα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τι πολύ γέλιο! Αλλά τώρα ποιος τολμά να στρέψει το βλέμμα πάνω τους, έτσι που περιφρονούν τους άλλους; Και ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι έπειτα από λίγο ο ένας θα πιαστεί αιχμάλωτος και ο άλλος θα έχει το κεφάλι του ριγμένο μέσα σε ασκί με αίμα;
Κι εκείνος ποιος είναι, Ερμή, που έχει πιασμένη πάνω του με πόρπη την πορφυρή χλαμύδα, αυτός με το διάδημα, στον οποίο ο μάγειρας δίνει ένα δαχτυλίδι, αφού άνοιξε την κοιλιά του ψαριού, σε ζωσμένο από νερό νησί; Για βασιλιάς περνιέται.
ΕΡΜΗΣ
Ωραία τα παρωδείς, Χάροντα. Αυτός που βλέπεις είναι ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, που θεωρεί τον εαυτό του τρισευτυχισμένο.
Ωστόσο και αυτός θα προδοθεί από τον υπηρέτη του τον Μαιάνδριο, που στέκεται τώρα δίπλα του, στον Οροίτη τον σατράπη, και θα διαπεραστεί με αιχμηρό πάσσαλο ο δύστυχος, ξεπέφτοντας από την ευτυχία του μέσα σε μια στιγμή.
Κι αυτά τα άκουσα να τα διαβάζει η Κλωθώ.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τη χαίρομαι τη λεβέντισσα την Κλωθώ.
Καίγε τους, υπέροχη, και κόβε τους τα κεφάλια και κάρφωνέ τους σε πασσάλους, για να καταλάβουν ότι είναι άνθρωποι. Και ας υψώνονται τόσο πολύ, όσο χρειάζεται για να γκρεμοτσακιστούν ακόμη πιο οδυνηρά, πέφτοντας από ψηλότερα. Κι εγώ θα γελάω τότε, αναγνωρίζοντας τον καθένα απ’ αυτούς γυμνό μέσα στο καραβάκι μου, χωρίς να κουβαλάνε ούτε το πορφυρό ένδυμα ούτε τιάρα ή χρυσό κρεβάτι.
ΕΡΜΗΣ
Οι υποθέσεις αυτών εδώ ασφαλώς έτσι θα εξελιχθούν. Βλέπεις όμως, Χάροντα, και τον όχλο, αυτούς που ταξιδεύουν με πλοία, που πολεμούν, που προσφεύγουν στα δικαστήρια, που καλλιεργούν τη γη, που δανείζουν, που ζητιανεύουν;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω πολυποίκιλες δραστηριότητες και τη ζωή γεμάτη αναταραχή και τις πόλεις να μοιάζουν με σμήνη, στα οποία ο καθένας έχει ένα δικό του κεντρί και τσιμπά το διπλανό του, και κάποιοι λίγοι σαν σφήκες λεηλατούν και ρημάζουν τους κατώτερούς τους.
Κι αυτό το πλήθος που πετάει αθέατο τριγύρω τους, ποιοι είναι;
ΕΡΜΗΣ
Ελπίδες, Χάροντα, και φόβοι και άγνοιες και ηδονές και φιλαργυρίες και θυμοί και μίση και τα παρόμοια. Από αυτά η άγνοια χώνεται ανάμεσά τους κάτω στη γη και τους συντροφεύει σαν συμπολίτης τους, καθώς και το μίσος, μα τον Δία, και ο θυμός και η ζηλοφθονία και η αμάθεια και η αμηχανία και η φιλαργυρία, ενώ ο φόβος και οι ελπίδες πετούν από πάνω τους, και ο πρώτος τους ταράζει πέφτοντας μερικές φορές πάνω τους και τους κάνει να ζαρώνουν, ενώ οι ελπίδες αιωρούνται πάνω από το κεφάλι τους και , τη στιγμή ακριβώς που νομίζει κάποιος ότι θα τις πιάσει, φεύγουν πετώντας και τους αφήνουν με ανοιχτό το στόμα, όπως ακριβώς βλέπεις να παθαίνει ο Τάνταλος από το νερό στον κάτω κόσμο.
Κι αν κοιτάξεις προσεχτικά, θα δεις τις Μοίρες από πάνω να κλώθουν για τον καθένα στο αδράχτι, από το οποίο τυχαίνει να κρέμονται όλοι με λεπτά νήματα.
Τα βλέπεις που κατεβαίνουν σαν νήματα αράχνης από τα αδράχτια στον καθένα;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω για τον καθένα ένα εξαιρετικά λεπτό νήμα, μπερδεμένο τις περισσότερες φορές, αυτό με εκείνο, κι εκείνο με το άλλο.
ΕΡΜΗΣ
Είναι φυσικό, περαματάρη. Είναι γραφτό εκείνος να σκοτωθεί από αυτόν, αυτός από κάποιον άλλον, και αυτός βέβαια να κληρονομήσει εκείνον, όποιου το νήμα τυχαίνει να είναι μικρότερο, κι εκείνος πάλι αυτόν· κάτι τέτοιο δηλώνει το μπέρδεμα.
Βλέπεις λοιπόν ότι όλοι είναι κρεμασμένοι από λεπτά νήματα. Και αυτόν εδώ τον τράβηξαν επάνω και είναι υπερυψωμένος, και όταν μετά από λίγο θα πέσει, μια και θα σπάσει η λινή κλωστή, καθώς δεν θα αντέχει πια το βάρος, θα προξενήσει πολύ μεγάλο θόρυβο, ενώ αυτός εκεί, που κρέμεται λίγο πάνω από το έδαφος, κι αν πέσει, θα σωριαστεί χωρίς θόρυβο, και το πέσιμό του μόλις που θα ακουστεί, ακόμη και στους γείτονες.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Αυτά είναι πάρα πολύ διασκεδαστικά, Ερμή.
ΕΡΜΗΣ
Και μάλιστα δεν μπορείς να βρεις λόγια, Χάροντα, για να περιγράψεις όπως πρέπει πόσο γελοία είναι, και ιδιαίτερα οι υπερβολικές φροντίδες τους, και το γεγονός ότι, εκεί που ελπίζουν για κάτι, φεύγουν και χάνονται, καθώς τους αρπάζει ο λεβέντης ο Θάνατος.
Οι αγγελιοφόροι και οι υπηρέτες του είναι πάρα πολλοί, όπως βλέπεις ρίγη και πυρετοί και μαρασμοί και πνευμονίες και σπαθιά και ληστείες και κώνεια και δικαστές και τύραννοι. Κι απ’ όλα αυτά τίποτε δεν περνάει από το μυαλό τους, όσο καλοπερνάνε, όταν όμως αναποδογυρίσουν τα πράγματα, τότε ακούγονται πολλά “τρισαλίμονο” και “συμφορά μου” και “αχ, τι έπαθα”.
Αν όμως από την αρχή σκέφτονταν πρώτα απ’ όλα ότι και οι ίδιοι είναι θνητοί και ότι, αφού παραμείνουν για αυτόν τον λίγο χρόνο στη ζωή, φεύγουν σαν σε όνειρο, αφήνοντας πάνω στη γη τα πάντα, και πιο συνετά θα ζούσαν και λιγότερο θα στεναχωριούνταν πεθαίνοντας.
Τώρα όμως, επειδή φαντάζονται ότι θα μπορούν πάντοτε να ρυθμίζουν τη ζωή τους, όταν εμφανίζεται ο υπηρέτης και τους καλεί και τους παίρνει μαζί του, δένοντάς τους με τον πυρετό ή τον μαρασμό, αγανακτούνε για την μετακόμιση, μια και ποτέ δεν περίμεναν ότι κάποιος θα τους απομάκρυνε από τις υποθέσεις τους. Γιατί αλλιώς τι δεν θα έκανε εκείνος που χτίζει βιαστικά το σπίτι του και πιέζει τους εργάτες να κάνουνε γρήγορα, αν ήξερε ότι το σπίτι βέβαια θα τελειώσει, ο ίδιος όμως αμέσως μόλις φτιάξει τη στέγη, θα φύγει, αφήνοντας τον κληρονόμο του να το χαρεί, ενώ ο ίδιος δεν θα προλάβει ούτε καν να δειπνήσει ο δύστυχος μέσα στο σπίτι;
Βλέπεις και πόσοι είναι αυτοί που μαλώνουνε για τα σύνορα της γης τους, και αυτοί που μαζεύουνε χρήματα, κι έπειτα, πριν τα χαρούνε, τους καλούν οι αγγελιοφόροι και οι υπηρέτες για τους οποίους έκανα λόγο.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τα βλέπω όλα αυτά και αναρωτιέμαι ποιο είναι τελικά το ευχάριστο γι’ αυτούς στη ζωή, ή ποιο είναι εκείνο για το οποίο στεναχωριούνται, όταν το στερούνται.
Αν τουλάχιστον δει κανείς τους βασιλιάδες τους, που θεωρούνται ότι είναι οι πιο ευτυχισμένοι, εκτός από την αβεβαιότητα, όπως λες, και την αστάθεια της τύχης, θα διαπιστώσει ότι είναι περισσότερα από τα ευχάριστα τα δυσάρεστα που αντιμετωπίζουν, οι φόβοι και οι αναστατώσεις και τα μίση και οι συνωμοσίες και οι θυμοί και οι κολακείες· γιατί με αυτά συναναστρέφονται όλοι.
Αφήνω τις καταστάσεις πένθους και τις αρρώστιες και τα πάθη που εξουσιάζουν επάνω τους με τους ίδιους όρους. Αν λοιπόν είναι δυσάρεστη η ζωή αυτών, μπορεί κανείς να αναλογιστεί τι λογής θα είναι η ζωή των απλών ανθρώπων.
Θα ήθελα λοιπόν, Ερμή, να σου πω με τι μου φάνηκε πως μοιάζουν οι άνθρωποι και ολόκληρη η ζωή τους.
Έχεις δει ποτέ τις φούσκες που βγαίνουν όταν αναβλύζει μια πηγή και το νερό πέφτει από ψηλά; Εννοώ τις φυσαλίδες, από τις οποίες σχηματίζεται ο αφρός. Μερικές λοιπόν από κείνες είναι μικρές και αμέσως σκάνε κι εξαφανίζονται,άλλες όμως διαρκούνε περισσότερο· και καθώς συνενώνονται μ’ αυτές οι άλλες, φουσκώνουν παραπάνω και ο όγκος τους μεγαλώνει εξαιρετικά, έπειτα όμως κι εκείνες κάποτε σκάνουν, μια και δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς.
Αυτή είναι η ζωή του ανθρώπου. Όλοι είναι φουσκωμένοι με αέρα, και γίνονται άλλοι μεγαλύτεροι κι άλλοι μικρότεροι. Κι άλλοι έχουνε το φούσκωμά τους με μικρή διάρκεια και με γρήγορο τέλος, κι άλλοι πάλι εξαφανίζονται πριν καλά καλά σχηματιστούν.
Πάντως είναι αναπόφευκτο για όλους κάποτε να σκάσουν.
ΕΡΜΗΣ
Δεν έκανες, Χάροντα, καθόλου χειρότερη παρομοίωση από τον Όμηρο, που παρομοιάζει τη γενιά τους με φύλλα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και ενώ είναι τέτοιοι, Ερμή, βλέπεις τι κάνουν και πως ανταγωνίζονται μεταξύ τους διεκδικώντας ο ένας από τον άλλο εξουσίες και τιμές και περιουσίες, πράγματα που θα χρειαστεί να τα εγκαταλείψουν όλα και να έρθουνε σ’ εμάς έχοντας μόνο ένα οβολό. Θέλεις λοιπόν, μια και είμαστε εδώ ψηλά, να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη και να τους προτρέψω να παρατήσουν αυτούς τους μάταιους κόπους, και να ζήσουν έχοντας πάντα μπροστά στα μάτια τους το θάνατο, λέγοντας: \
“Ανόητοι, γιατί ασχολείστε μ’ αυτά; Σταματήστε να κουράζεστε· δεν πρόκειται να ζήσετε για πάντα. Τίποτε απ’ αυτά που εδώ θεωρείται αξιόλογο δεν είναι αιώνιο, ούτε μπορεί κανείς να πάρει μαζί του πεθαίνοντας κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να φεύγει γυμνός, ενώ το σπίτι και το χωράφι και το χρυσάφι του θα καταλήγουνε πάντοτε σε κάποιους άλλους και θα αλλάζουνε συνεχώς αφεντικά”.
Αν τους τα φωνάξω αυτά κι άλλα παρόμοια, για να τ’ ακούσουν όλοι, δεν νομίζεις ότι η ζωή τους θα ωφεληθεί πολύ και ότι θα γίνουν πολύ πιο συνετοί;
ΕΡΜΗΣ
Αγαπητέ μου, δεν ξέρεις πως τους έχουν κάνει η άγνοια και η απάτη, ώστε ούτε καν με τρυπάνι δεν μπορούν να ανοίξουν τα αυτιά τους· τα βούλωσαν με τόσο πολύ κερί, όπως ακριβώς έκανε ο Οδυσσέας στους συντρόφους του από φόβο μήπως ακούσουν τις Σειρήνες.
Από πού κι ως πού λοιπόν θα μπορέσουν εκείνοι να ακούσουν, ακόμη κι αν εσύ σκάσεις κραυγάζοντας;
Αυτό ακριβώς που καταφέρνει σ’ εμάς η Λησμονιά, αυτό εδώ πέρα το πετυχαίνει η άγνοια. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι λίγοι που δεν αποδέχτηκαν το κερί στα αυτιά τους, αλλά είναι στραμμένοι στην αλήθεια, βλέπουν ξεκάθαρα τα πράγματα και γνωρίζουν πολύ καλά τι λογής είναι.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Λοιπόν, να φωνάξουμε τουλάχιστον σ’ εκείνους.
ΕΡΜΗΣ
Κι αυτό είναι περιττό, να τους πούμε πράγματα που τα ξέρουν.
Βλέπεις πως διαχώρισαν τη θέση τους από τον πολύ κόσμο, και κοροϊδεύουν όσα γίνονται, και δεν τους αρέσουν αυτά καθόλου και με κανέναν τρόπο, αλλά είναι φανερό ότι σχεδιάζουν ήδη να δραπετεύσουν από τη ζωή και να έρθουν σ’ εμάς.
Και επιπλέον είναι μισητοί, επειδή ξεσκεπάζουν τις ανοησίες των υπολοίπων.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Αλλά μια και συζητάμε, ποιοι είναι εκείνοι εκεί που πολεμούν, και για ποιο λόγο αλληλοσκοτώνονται;
ΕΡΜΗΣ
Τους Αργείους βλέπεις, Χάροντα, και τους Σπαρτιάτες, και εκείνον τον ετοιμοθάνατο στρατηγό τους τον Οθρυάδη, που γράφει πάνω στο μνημείο της νίκης με το ίδιο του το αίμα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και για ποιο λόγο, Ερμή, κάνουνε τον πόλεμο;
ΕΡΜΗΣ
Για την ίδια αυτή πεδιάδα, στην οποία τώρα πολεμάνε.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τι παραλογισμός! Καλά, δεν ξέρουν ότι, κι αν ακόμη ο καθένας απ’ αυτούς αποκτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο, τελικά θα πάρει από τον Αιακό μόλις και μετά βίας τόπο ενός ποδιού;
Και την πεδιάδα αυτήν άλλοτε άλλοι θα την καλλιεργήσουνε ξανά και ξανά, ξηλώνοντας με το αλέτρι τους από τη βάση του το μνημείο της νίκης.
Καλά τα κατάφερες, Ερμή. Θα είσαι γραμμένος πάντοτε ανάμεσα στους ευεργέτες μου, γιατί εξαιτίας σου ωφελήθηκα σε κάτι από αυτό το ταξίδι μακριά απ’ τον τόπο μου.
Τι λογής είναι οι υποθέσεις των κακόμοιρων των ανθρώπων – βασιλιάδες, χρυσά πλιθιά, εκατόμβες, μάχες.
Και για τον Χάροντα κανένας λόγος.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, Σάτιρα θανάτου και κάτω κόσμου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου