Ήταν 47 π.Χ. Ο Ιούλιος Καίσαρας στεκόταν μπροστά από τον στρατό του, τον ισχυρότερο που είχε συγκεντρώσει ποτέ η Ρώμη. Για δεκαπέντε χρόνια προήλαυναν σε όλη την Ευρώπη, πολεμώντας ενάντια στα γερμανικά φύλα, τους Γαλάτες, ακόμη και κόντρα σε ρωμαϊκά στρατεύματα που είχαν. Είχαν διαβεί το Στενό της Μάγχης και είχαν γίνει οι πρώτοι Ρωμαίοι που είχαν δει το απόκοσμο και τρομακτικό νησί του Βορρά. Είχαν ακολουθήσει τον στρατηγό τους στις εσχατιές του κόσμου, είχαν κατατροπώσει κάθε εχθρό και είχαν αναμετρηθεί νικηφόρα με τον θάνατο. Τώρα είχαν επιστρέψει στην ιταλική χερσόνησο και είχαν στασιάσει.
Ήταν ώρα να καρπωθούν όσα τους είχε υποσχεθεί ο Καίσαρας: θα τους έδινε αναδρομικούς μισθούς και γη για να καλλιεργούν, θα τερμάτιζε τις συνεχείς εκστρατείες και δεν θα πολεμούσαν ξανά εναντίον Ρωμαίων.
Αυτά ήταν τα κίνητρα που είχε χρησιμοποιήσει για να παρακινήσει τον στρατό του. Όμως οι κατακτήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και η τήρηση των υποσχέσεων μεταφερόταν πάντα στην επόμενη νίκη. Δεν πήγαινε άλλο.
Αρχικά, ο στρατός αρνήθηκε να προχωρήσει. Ύστερα, η άρνηση έγινε δυσαρέσκεια και η αγανάκτησή του ξεχείλισε και μετατράπηκε σε οργή. Ο πιο φονικός στρατός του κόσμου στασίασε και άρχισε να μαίνεται, οργισμένος και ακέφαλος. Χιλιάδες στρατιώτες από την πιο επίλεκτη πολεμική μονάδα στην ιστορία εξεγέρθηκαν και αντί να πολεμούν αλλοεθνείς εχθρούς, στράφηκαν κατά των πολιτών τους οποίους είχαν ορκιστεί να προστατεύουν και κατά του αρχηγού τους.
Δεν ήταν κάτι που συνέβη από τη μια στιγμή στην άλλη- ο στρατός είχε δυσανασχετήσει με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο διάστημα της ανταρσίας, ο Καίσαρας βρισκόταν μακριά από τον στρατό του, στην Αίγυπτο. Αρμένιζε στον Νείλο σε ταξίδι αναψυχής με τη γοητευτική βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα. Για όσο θα διαρκούσαν οι διακοπές του, που έγιναν σε τόσο ακατάλληλο χρόνο, ο Καίσαρας είχε αναθέσει τη διοίκηση των στρατευμάτων του, που είχαν στρατοπεδεύσει στην Ιταλία, στον στρατηγό του, Μάρκο Αντώνιο, που δεν είχε ούτε το χάρισμα ούτε τις ηγετικές ικανότητες του Καίσαρα. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι ο Μάρκος Αντώνιος να χάσει τον έλεγχο και, με δεδομένη την απουσία του Καίσαρα στην Αίγυπτο, να μην μπορέσει να αποτρέψει τελικά την πτώση του ηθικού του στρατού.
Μόλις ο Καίσαρας πληροφορήθηκε την κρισιμότητα της κατάστασης στην Ιταλία, επέστρεψε αμέσως για να αναμετρηθεί με τους στρατιώτες του. Χωρίς να σταματήσει για να συγκεντρώσει σωματοφυλακή ή να πάρει μέτρα για να διασφαλίσει την προσωπική του ασφάλεια, πέρασε σιωπηλά αλλά αποφασιστικά μπροστά από τα στρατεύματα και ανέβηκε στο βήμα. Αν ένιωσε ανησυχία που βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον ίδιο του τον στρατό δεν το έδειξε. Παρότι στεκόταν μπροστά σε χιλιάδες εκπαιδευμένους δολοφόνους που τις τελευταίες εβδομάδες είχαν λεηλατήσει τις γύρω περιοχές, παρέμεινε ψύχραιμος και σιωπηλός. Στάθηκε εκεί μέχρι όλο το στράτευμα να σωπάσει από σεβασμό προς τον διοικητή του. Είχε ηρεμήσει τα πνεύματα προτού καν βγάλει μιλιά.
Ο Καίσαρας είπε μόνο μία λέξη και έπειτα σιώπησε αφήνοντάς τη να αιωρείται. Στην αρχή, οι στρατιώτες σάστισαν. Θα απαντούσε στις διαμαρτυρίες τους με μία μόνο λέξη; Και, ύστερα, συνειδητοποίησαν τη βαρύτητά της.
“Πολίτες”!
Ο Καίσαρας δεν επέλεξε να χρησιμοποιήσει βία φέρνοντας άλλα στρατεύματα για να καταπνίξει την ανταρσία. Δεν χρησιμοποίησε βία, ούτε απειλές για να ξαναπάρει τον έλεγχο.
Με αυτή τη μία του λέξη, η εξέγερση σταμάτησε. Αλλά τι το μαγικό είχε; Πώς ένας ηγέτης μπορεί να έχει τόσο κύρος, τόση βαρύτητα, ώστε να μπορεί να κάμψει την αιμοσταγή αδιαλλαξία ενός ολόκληρου στρατού που τον πρόδωσε με τόσο μικρή προσπάθεια;
Ήταν τόσο απλή που αποδείχθηκε αφοπλιστική. Χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα για να κατανοήσει ο στρατός το βάρος της, και ο αντίκτυπός της δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός αν δεν δώσουμε ένα σύντομο ιστορικό περίγραμμα.
Ο Καίσαρας ήταν μέλος της γενιάς των Ιουλίων, μίας από τις παλαιότερες και πιο αξιοσέβαστες οικογένειες της Ρώμης, η οποία ισχυριζόταν ότι οι ρίζες της έφταναν πίσω, στη θεά Αφροδίτη. Όποιος ανήκε στην οικογένεια των Ιουλίων θεωρούνταν κυριολεκτικά απόγονος των θεών. Όσο παράξενο και αν μας φαίνεται αυτό σήμερα, τα στρατεύματα του Καίσαρα το πίστευαν, και ανεξάρτητα αν το πίστευε και ο ίδιος, δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίζει στους άλλους τη θεϊκή του καταγωγή.
Όμως, παρά την ευγενή καταγωγή του, ο Καίσαρας είχε παρουσιάσει από καιρό στα στρατεύματά του την εικόνα ενός κοινού ανθρώπου. Βημάτιζε δίπλα τους, έτρωγε μαζί τους στα συσσίτια και υπέμεναν σχεδόν τις ίδιες κακουχίες. Οι στρατιώτες καταλάβαιναν ότι αν ήθελε θα μπορούσε να τους συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά και τον λάτρευαν για την εύνοια που τους έδειχνε. Για να τονίσει τον στενό δεσμό μαζί τους, ο Καίσαρας αποκαλούσε τους άντρες του συμπολεμιστές- έννοια με πολύ μεγαλύτερη φόρτιση απ’ ό,τι εκείνη του πολίτη. Έξω από το στρατόπεδο, η κοινωνική τάξη και η οικογενειακή καταγωγή ήταν το παν, αλλά στη μάχη, όταν ο ένας ήταν υπεύθυνος για τη ζωή του άλλου, ο Καίσαρας και οι στρατιώτες του ήταν ίσοι, κάτι πρωτόγνωρο μεταξύ των ηγετών της εποχής του. Η επιλογή της λέξης συμπολεμιστής ήταν σκόπιμη. Γεννούσε αφοσίωση.
Αντιμέτωπος με τους άντρες του που είχαν στασιάσει, ο Καίσαρας χρησιμοποίησε τη λέξη πολίτες για να τους πει ότι δεν ήταν πια ο στρατός του. Ήταν σαν να τους έλεγε: “Δεν είστε πια στρατιώτες μου. Δεν ανήκετε στον στρατό μου. Δεν σας χρειάζομαι. Είστε απλοί Ρωμαίοι πολίτες”. Όταν οι στρατιώτες συνειδητοποίησαν τι τους είχε πει, καταρρακώθηκαν. Έχασαν έναν δεσμό που είχε σφυρηλατηθεί μετά από δεκαπέντε χρόνια πολέμων. Έχασαν το κοινό τους πεπρωμένο. Και, ίσως το σημαντικότερο, έχασαν την ισότητα που απολάμβαναν. Με μία μόνο λέξη, ο Καίσαρας είχε επιβεβαιώσει την κοινωνική, πολιτική και ηθική του ισχύ. Είχε αναφερθεί στο ρωμαϊκό ταξικό σύστημα υπενθυμίζοντάς τους το χάσμα που τους χώριζε από εκείνον.
Για τους στρατιώτες, η ισχύς που άσκησε πάνω τους ο Καίσαρας αποδείχθηκε συντριπτική. Τους έκαμψε την αποφασιστικότητά τους. Άρχισαν να φωνάζουν και να εκλιπαρούν να τους συγχωρέσει. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα έχαναν το κύρος που απολάμβαναν ως συμπολεμιστές τους Καίσαρα, του απογόνου της δοξασμένης θεάς Αφροδίτης.
Όταν οι άντρες του άρχισαν να παρακαλούν, ο Καίσαρας τους πίεσε ακόμη περισσότερο. Όλες οι κοινότοπες αξιώσεις τους θα εισακούονταν. Θα συγκέντρωνε καινούριο στρατό στον οποίο θα έδινε το χρίσμα της ευγενούς του καταγωγής. Θα έβαζε τέλος στους εμφυλίους πολέμους και θα έφερνε ειρήνη στη Ρώμη, και όλη τη δόξα, την τιμή, τα πλούτη και την αίγλη θα τα κέρδιζε ο καινούριος στρατός.
Η εξέγερση εξέπνευσε και η όποια αντίσταση συντρίφθηκε, εξαλείφθηκε με τη δύναμη μίας μόνο λέξης. Οι στρατιώτες παρακάλεσαν να τους συγχωρέσει και να επιστρέψουν στις προνομιούχες θέσεις τους. Παρακάλεσαν να τους τιμωρήσει. Παρακάλεσαν να επιστρέψουν στη μάχη.
Στην αρχή, ο Καίσαρας έδειξε παγερή αδιαφορία στις ικεσίες τους. Τελικά, “επέτρεψε” στον εαυτό του να πειστεί. Μία ακόμη εκστρατεία, τους ορκίστηκε, και θα έπαιρναν όλα όσα τους είχε υποσχεθεί και ακόμη περισσότερα: γη, χρήματα και δόξα- και, το σημαντικότερο, θα μπορούσαν να αποστρατευτούν ως βετεράνοι, ως ευνοούμενοί του, ως συμπολεμιστές του. Και ό,τι τους υποσχέθηκε, το έκανε. Λίγο μετά, έπλευσαν στη Βόρεια Αφρική και κατατρόπωσαν την τελευταία σημαντική εστία αντίστασης στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Καίσαρας ήταν πλέον ο μόνος και αδιαφιλονίκητος άρχοντας της Ρώμης.
Ιούλιος Καίσαρας
Ήταν ώρα να καρπωθούν όσα τους είχε υποσχεθεί ο Καίσαρας: θα τους έδινε αναδρομικούς μισθούς και γη για να καλλιεργούν, θα τερμάτιζε τις συνεχείς εκστρατείες και δεν θα πολεμούσαν ξανά εναντίον Ρωμαίων.
Αυτά ήταν τα κίνητρα που είχε χρησιμοποιήσει για να παρακινήσει τον στρατό του. Όμως οι κατακτήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και η τήρηση των υποσχέσεων μεταφερόταν πάντα στην επόμενη νίκη. Δεν πήγαινε άλλο.
Αρχικά, ο στρατός αρνήθηκε να προχωρήσει. Ύστερα, η άρνηση έγινε δυσαρέσκεια και η αγανάκτησή του ξεχείλισε και μετατράπηκε σε οργή. Ο πιο φονικός στρατός του κόσμου στασίασε και άρχισε να μαίνεται, οργισμένος και ακέφαλος. Χιλιάδες στρατιώτες από την πιο επίλεκτη πολεμική μονάδα στην ιστορία εξεγέρθηκαν και αντί να πολεμούν αλλοεθνείς εχθρούς, στράφηκαν κατά των πολιτών τους οποίους είχαν ορκιστεί να προστατεύουν και κατά του αρχηγού τους.
Δεν ήταν κάτι που συνέβη από τη μια στιγμή στην άλλη- ο στρατός είχε δυσανασχετήσει με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο διάστημα της ανταρσίας, ο Καίσαρας βρισκόταν μακριά από τον στρατό του, στην Αίγυπτο. Αρμένιζε στον Νείλο σε ταξίδι αναψυχής με τη γοητευτική βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα. Για όσο θα διαρκούσαν οι διακοπές του, που έγιναν σε τόσο ακατάλληλο χρόνο, ο Καίσαρας είχε αναθέσει τη διοίκηση των στρατευμάτων του, που είχαν στρατοπεδεύσει στην Ιταλία, στον στρατηγό του, Μάρκο Αντώνιο, που δεν είχε ούτε το χάρισμα ούτε τις ηγετικές ικανότητες του Καίσαρα. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι ο Μάρκος Αντώνιος να χάσει τον έλεγχο και, με δεδομένη την απουσία του Καίσαρα στην Αίγυπτο, να μην μπορέσει να αποτρέψει τελικά την πτώση του ηθικού του στρατού.
Μόλις ο Καίσαρας πληροφορήθηκε την κρισιμότητα της κατάστασης στην Ιταλία, επέστρεψε αμέσως για να αναμετρηθεί με τους στρατιώτες του. Χωρίς να σταματήσει για να συγκεντρώσει σωματοφυλακή ή να πάρει μέτρα για να διασφαλίσει την προσωπική του ασφάλεια, πέρασε σιωπηλά αλλά αποφασιστικά μπροστά από τα στρατεύματα και ανέβηκε στο βήμα. Αν ένιωσε ανησυχία που βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον ίδιο του τον στρατό δεν το έδειξε. Παρότι στεκόταν μπροστά σε χιλιάδες εκπαιδευμένους δολοφόνους που τις τελευταίες εβδομάδες είχαν λεηλατήσει τις γύρω περιοχές, παρέμεινε ψύχραιμος και σιωπηλός. Στάθηκε εκεί μέχρι όλο το στράτευμα να σωπάσει από σεβασμό προς τον διοικητή του. Είχε ηρεμήσει τα πνεύματα προτού καν βγάλει μιλιά.
Ο Καίσαρας είπε μόνο μία λέξη και έπειτα σιώπησε αφήνοντάς τη να αιωρείται. Στην αρχή, οι στρατιώτες σάστισαν. Θα απαντούσε στις διαμαρτυρίες τους με μία μόνο λέξη; Και, ύστερα, συνειδητοποίησαν τη βαρύτητά της.
“Πολίτες”!
Ο Καίσαρας δεν επέλεξε να χρησιμοποιήσει βία φέρνοντας άλλα στρατεύματα για να καταπνίξει την ανταρσία. Δεν χρησιμοποίησε βία, ούτε απειλές για να ξαναπάρει τον έλεγχο.
Με αυτή τη μία του λέξη, η εξέγερση σταμάτησε. Αλλά τι το μαγικό είχε; Πώς ένας ηγέτης μπορεί να έχει τόσο κύρος, τόση βαρύτητα, ώστε να μπορεί να κάμψει την αιμοσταγή αδιαλλαξία ενός ολόκληρου στρατού που τον πρόδωσε με τόσο μικρή προσπάθεια;
Ήταν τόσο απλή που αποδείχθηκε αφοπλιστική. Χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα για να κατανοήσει ο στρατός το βάρος της, και ο αντίκτυπός της δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός αν δεν δώσουμε ένα σύντομο ιστορικό περίγραμμα.
Ο Καίσαρας ήταν μέλος της γενιάς των Ιουλίων, μίας από τις παλαιότερες και πιο αξιοσέβαστες οικογένειες της Ρώμης, η οποία ισχυριζόταν ότι οι ρίζες της έφταναν πίσω, στη θεά Αφροδίτη. Όποιος ανήκε στην οικογένεια των Ιουλίων θεωρούνταν κυριολεκτικά απόγονος των θεών. Όσο παράξενο και αν μας φαίνεται αυτό σήμερα, τα στρατεύματα του Καίσαρα το πίστευαν, και ανεξάρτητα αν το πίστευε και ο ίδιος, δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίζει στους άλλους τη θεϊκή του καταγωγή.
Όμως, παρά την ευγενή καταγωγή του, ο Καίσαρας είχε παρουσιάσει από καιρό στα στρατεύματά του την εικόνα ενός κοινού ανθρώπου. Βημάτιζε δίπλα τους, έτρωγε μαζί τους στα συσσίτια και υπέμεναν σχεδόν τις ίδιες κακουχίες. Οι στρατιώτες καταλάβαιναν ότι αν ήθελε θα μπορούσε να τους συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά και τον λάτρευαν για την εύνοια που τους έδειχνε. Για να τονίσει τον στενό δεσμό μαζί τους, ο Καίσαρας αποκαλούσε τους άντρες του συμπολεμιστές- έννοια με πολύ μεγαλύτερη φόρτιση απ’ ό,τι εκείνη του πολίτη. Έξω από το στρατόπεδο, η κοινωνική τάξη και η οικογενειακή καταγωγή ήταν το παν, αλλά στη μάχη, όταν ο ένας ήταν υπεύθυνος για τη ζωή του άλλου, ο Καίσαρας και οι στρατιώτες του ήταν ίσοι, κάτι πρωτόγνωρο μεταξύ των ηγετών της εποχής του. Η επιλογή της λέξης συμπολεμιστής ήταν σκόπιμη. Γεννούσε αφοσίωση.
Αντιμέτωπος με τους άντρες του που είχαν στασιάσει, ο Καίσαρας χρησιμοποίησε τη λέξη πολίτες για να τους πει ότι δεν ήταν πια ο στρατός του. Ήταν σαν να τους έλεγε: “Δεν είστε πια στρατιώτες μου. Δεν ανήκετε στον στρατό μου. Δεν σας χρειάζομαι. Είστε απλοί Ρωμαίοι πολίτες”. Όταν οι στρατιώτες συνειδητοποίησαν τι τους είχε πει, καταρρακώθηκαν. Έχασαν έναν δεσμό που είχε σφυρηλατηθεί μετά από δεκαπέντε χρόνια πολέμων. Έχασαν το κοινό τους πεπρωμένο. Και, ίσως το σημαντικότερο, έχασαν την ισότητα που απολάμβαναν. Με μία μόνο λέξη, ο Καίσαρας είχε επιβεβαιώσει την κοινωνική, πολιτική και ηθική του ισχύ. Είχε αναφερθεί στο ρωμαϊκό ταξικό σύστημα υπενθυμίζοντάς τους το χάσμα που τους χώριζε από εκείνον.
Για τους στρατιώτες, η ισχύς που άσκησε πάνω τους ο Καίσαρας αποδείχθηκε συντριπτική. Τους έκαμψε την αποφασιστικότητά τους. Άρχισαν να φωνάζουν και να εκλιπαρούν να τους συγχωρέσει. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα έχαναν το κύρος που απολάμβαναν ως συμπολεμιστές τους Καίσαρα, του απογόνου της δοξασμένης θεάς Αφροδίτης.
Όταν οι άντρες του άρχισαν να παρακαλούν, ο Καίσαρας τους πίεσε ακόμη περισσότερο. Όλες οι κοινότοπες αξιώσεις τους θα εισακούονταν. Θα συγκέντρωνε καινούριο στρατό στον οποίο θα έδινε το χρίσμα της ευγενούς του καταγωγής. Θα έβαζε τέλος στους εμφυλίους πολέμους και θα έφερνε ειρήνη στη Ρώμη, και όλη τη δόξα, την τιμή, τα πλούτη και την αίγλη θα τα κέρδιζε ο καινούριος στρατός.
Η εξέγερση εξέπνευσε και η όποια αντίσταση συντρίφθηκε, εξαλείφθηκε με τη δύναμη μίας μόνο λέξης. Οι στρατιώτες παρακάλεσαν να τους συγχωρέσει και να επιστρέψουν στις προνομιούχες θέσεις τους. Παρακάλεσαν να τους τιμωρήσει. Παρακάλεσαν να επιστρέψουν στη μάχη.
Στην αρχή, ο Καίσαρας έδειξε παγερή αδιαφορία στις ικεσίες τους. Τελικά, “επέτρεψε” στον εαυτό του να πειστεί. Μία ακόμη εκστρατεία, τους ορκίστηκε, και θα έπαιρναν όλα όσα τους είχε υποσχεθεί και ακόμη περισσότερα: γη, χρήματα και δόξα- και, το σημαντικότερο, θα μπορούσαν να αποστρατευτούν ως βετεράνοι, ως ευνοούμενοί του, ως συμπολεμιστές του. Και ό,τι τους υποσχέθηκε, το έκανε. Λίγο μετά, έπλευσαν στη Βόρεια Αφρική και κατατρόπωσαν την τελευταία σημαντική εστία αντίστασης στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Καίσαρας ήταν πλέον ο μόνος και αδιαφιλονίκητος άρχοντας της Ρώμης.
Ιούλιος Καίσαρας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου