Αναμφισβήτητα, η σημαντικότερη στιγμή του Ιούλιου Καίσαρα κατά την οποία χρειάστηκε να στοιχηματίσει στον εαυτό του, και μία από τις πιο παράτολμες ηγετικές ενέργειες όλων των εποχών, ήρθε, το 49 π.Χ., όταν έπρεπε να πάρει μια απόφαση που θα μπορούσε να βυθίσει την πολυαγαπημένη του Ρώμη στον εμφύλιο πόλεμο.
Πώς έφτασαν ως εκεί τα πράγματα; Αφού σημείωσε τις σπουδαιότερες στρατιωτικές επιτυχίες από κάθε άλλον Ρωμαίο στην ιστορία και έγινε η πιο αγαπητή προσωπικότητα της χώρας, η ζωή του Καίσαρα πήρε μια σκοτεινή τροπή. Για τη συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών του ήταν ήρωας- για μια μικρή μερίδα, δημόσιος εχθρός της Ρώμης. Σε κάθε του ενέργεια, έβλεπαν την επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων τους. Πεπεισμένοι ότι η δύναμη του Καίσαρα αποτελούσε απειλή για την ύπαρξή τους, οι αντίπαλοί του μεθόδευσαν τις πολιτικές καταστάσεις έτσι ώστε να επιφέρουν τον αφανισμό του. Σε κατ’ιδίαν συζητήσεις και σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, άρχισαν να υπονομεύουν και να καταγγέλλουν ανοιχτά τον Καίσαρα. Η Σύγκλητος πέρασε ένα διάταγμα γνωστό ως Ύστατο Δόγμα της Συγκλήτους (senatus consultum ultimum) που παρείχε τη δυνατότητα στους υπάτους και σε άλλους δικαστές να πράξουν ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο για να υπερασπιστούν το αβασίλευτο πολίτευμα. Πρακτικά, το διάταγμα πετύχαινε δύο πράγματα: ανέστελλε το δικαίωμα αρνησικυρίας που είχαν οι εκπρόσωποι των πληβείων, αλλά και των στρατιωτικών στα διατάγματα της Συγκλήτου, και κήρυττε τον Καίσαρα δημόσιο εχθρό του κράτους.
Οι πολιτικοί σύμμαχοι του Καίσαρα φοβούνταν για την ασφάλειά τους, και δικαιολογημένα. Γνώριζαν ότι το αξίωμα του τριττυάρχου δεν ενείχε πλέον κανένα πολιτικό πλεονέκτημα- χωρίς το δικαίωμα της αρνησικυρίας, δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την επιθετικότητα των συγκλητικών. Έφυγαν κρυφά από τη Ρώμη με μια νοικιασμένη άμαξα και πήγαν αμέσως στον Καίσαρα. Η επιβολή της πολιτικής βούλησης δια της βίας, ο παλιός τρόπος ηγεσίας των συγκλητικών, είχε αρχίσει να πλανάται και πάλι στην ατμόσφαιρα.
Τις ώρες που προηγήθηκαν, ο Καίσαρας έδειχνε να περνάει φυσιολογικά την ημέρα του: πήγε στα λουτρά και γευμάτισε με τρόπο επιδεικτικό. Όταν βράδιασε, έφυγε αφήνοντας πίσω τους έμπιστους συντρόφους του. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά και κανείς δεν παρατήρησε τίποτα όταν ο Καίσαρας γύρισε πίσω και συναντήθηκε ξανά με τους συντρόφους του στον ποταμό Ρουβίκωνα, καταμεσής της νύχτας.
Τα νερά του μικρού ποταμού ήταν ορμητικά από τις καταρρακτώδεις βροχές, κάτι που ίσως προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Αν και ήταν ένας συνηθισμένος ποταμός, ο Ρουβίκωνας είχε την ιδιαίτερη τιμή να αποτελεί το όριο μεταξύ των επαρχιών από τη μια, και της ιταλικής ενδοχώρας, της γης των Ρωμαίων, από την άλλη. Από τη μια πλευρά εκτείνονταν αλλότρια εδάφη, από την άλλη η πατρίδα.
Βυθισμένος στις σκέψεις του ο Καίσαρας αναλογίστηκε τις επιλογές που είχε: είτε να εισβάλει σε ρωμαϊκή γη και να βυθίσει όλον τον τότε γνωστό κόσμο στον εμφύλιο σπαραγμό, είτε να παραιτηθεί από τη διοίκηση της Γαλατίας, να επιστρέψει στη Ρώμη και να επιτρέψει στους εχθρούς του να συνεχίσουν τη βεντέτα εναντίον του στα δικαστήρια. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Καίσαρας είχε υπάρξει μάρτυρας των καταστροφικών συνεπειών του εμφυλίου πολέμου: αιματοχυσία, τρόμος και οικογένειες που ξεκληρίζονταν. Όταν στα νιάτα του είχε αρνηθεί να χωρίσει τη σύζυγό του, είχε περάσει μήνες μέσα στον φόβο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από κυνηγούς επικηρυγμένων που είχαν εξαπολυθεί να τον πιάσουν για να εισπράξουν την αμοιβή που δινόταν για τη σύλληψή του. Τελικά το όνομά του αφαιρέθηκε από τη λίστα με τους καταζητούμενους, αλλά η ανάμνηση από τα χρόνια που ήταν φυγάς τον συνόδευε ακόμη.
Συνηθισμένος να διατάσσει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, τώρα ο Καίσαρας είχε μόνο μία λεγεώνα στο πλευρό του, μερικούς χιλιάδες στρατιώτες πεζικού και περίπου δύο εκατοντάδες ιππείς. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις σκοτεινές σκέψεις που γύριζαν στον νου του καθώς κοίταζε στην άλλη όχθη του ποταμού και οι σύντροφοί του περίμεναν την απόφασή του. ” Ο κύβος ερρίφθη”, είπε τελικά. Είχε κάνει την επιλογή του και όταν ξημέρωνε, ολόκληρος ο ρωμαϊκός κόσμος θα μάθαινε ποιο μονοπάτι είχε διαλέξει.
“Ο κύβος ερρίφθη”, είπε ο Καίσαρας όταν πήρε την απόφασή του. Διέσχισε τον Ρουβίκωνα και εισέβαλε στα εδάφη της Ρώμης.
Σε όλη του τη σταδιοδρομία ο Καίσαρας αψηφούσε την παράδοση, απέφευγε τη χρήση βίας. Τον Εμφύλιο δεν τον είχε προκαλέσει ο Καίσαρας, ήταν ένα κύμα που ξεχύθηκε καταπάνω του. Πριν από την εισβολή είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό. Είχε αναζητήσει ειρηνική λύση και ουσιαστικά είχε παρακαλέσει όσους βρίσκονταν στη Ρώμη να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να προχωρήσουν μπροστά. Εκείνοι τον αγνόησαν επανειλημμένα, είτε αρνούμενοι να του απαντήσουν είτε προβάλλοντας εντελώς παράλογες απαιτήσεις που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Και ακόμη και τώρα που η χρήση βίας ήταν μονόδρομος, θα ενεργούσε με τον δικό του τρόπο- από την πρώτη γραμμή.
Ο Καίσαρας είχε δικό του προσωπικό στιλ που ούτε ο επικείμενος πόλεμος ήταν σε θέση να αλλάξει. Η αντιπαλότητά του ήταν με τον Κάτωνα, τον Πομπήιο και τη Σύγκλητο, όχι με τον ρωμαϊκό λαό. Το εκπληκτικό είναι ότι εισέβαλε στη Ρώμη μόνο με μία λεγεώνα, το δέκα τοις εκατό περίπου της πολεμικής του δύναμης. Αν υπήρξε μία στιγμή στη ζωή του που ο Καίσαρας στοιχημάτισε στον εαυτό του, ήταν αυτή.
Με μια τόσο περιορισμένη στρατιωτική δύναμη, ο Καίσαρας είχε ανάγκη και τον τελευταίο στρατιώτη. Ωστόσο, δεν ήθελε να τους αναγκάσει να πολεμήσουν ενάντια στη συνείδησή τους. Έδωσε την επιλογή, σε όποιον στρατιώτη το επιθυμούσε, να αποχωρήσει με όλα του τα υπάρχοντα χωρίς να κινδυνεύσει. Με αυτή την απλή αλλά ασυνήθιστη ενέργεια κέρδισε τον σεβασμό και την αφοσίωση του στρατού του.
Ο Καίσαρας δεν είχε την απαίτηση να βλέπουν όλοι όσοι τον ακολουθούσαν τα πράγματα όπως εκείνος. Ως ηγέτης, έδινε στους ανθρώπους περιθώρια να καταλήγουν στα δικά τους συμπεράσματα και να βάζουν τα δικά τους στοιχήματα. Έτσι, όταν τον ακολουθούσαν, το έκαναν με την καρδιά τους. Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων και των συνεπειών τους. Το δικαίωμα επιλογής που έδωσε ο Καίσαρας στα στρατεύματά του στον Ρουβίκωνα εμβάθυνε την αφοσίωσή τους ώστε να τον ακολουθήσουν πιστά.
Ωστόσο, άλλο είναι να επιτρέψεις στους απλούς στρατιώτες να φύγουν και άλλο να δώσεις την ίδια ελευθερία στους ανώτατους αξιωματικούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Καίσαρας ακολούθησε την ίδια προσέγγιση ακόμη και όταν ο ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς του αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Απρόθυμος να κάνει το επόμενο βήμα και να πάρει μέρος στην ανοιχτή εξέγερση, ένας από τους ικανότερους και αρχαιότερους αξιωματικούς του, ο Τίτος Λαβιένος, αποχώρησε από τον στρατό. Ένας τυπικός Ρωμαίος στρατηγός θα είχε θεωρήσει αυτή του τη λιποταξία ξεκάθαρη προδοσία και θα είχε στείλει δυνάμεις να τον ακολουθήσουν και να τον σκοτώσουν. Ο Καίσαρας επέλεξε άλλο δρόμο: συγκέντρωνε όλες τις αποσκευές και τα υπάρχοντα του Λαβιένου και του τα έστειλε στο σπίτι του.
Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε τη διάβαση του Ρουβίκωνα θα σημάδευε τη σταδιοδρομία του Καίσαρα και, από πολλές απόψεις και την κληρονομιά που θα άφηνε.
Πώς έφτασαν ως εκεί τα πράγματα; Αφού σημείωσε τις σπουδαιότερες στρατιωτικές επιτυχίες από κάθε άλλον Ρωμαίο στην ιστορία και έγινε η πιο αγαπητή προσωπικότητα της χώρας, η ζωή του Καίσαρα πήρε μια σκοτεινή τροπή. Για τη συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών του ήταν ήρωας- για μια μικρή μερίδα, δημόσιος εχθρός της Ρώμης. Σε κάθε του ενέργεια, έβλεπαν την επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων τους. Πεπεισμένοι ότι η δύναμη του Καίσαρα αποτελούσε απειλή για την ύπαρξή τους, οι αντίπαλοί του μεθόδευσαν τις πολιτικές καταστάσεις έτσι ώστε να επιφέρουν τον αφανισμό του. Σε κατ’ιδίαν συζητήσεις και σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, άρχισαν να υπονομεύουν και να καταγγέλλουν ανοιχτά τον Καίσαρα. Η Σύγκλητος πέρασε ένα διάταγμα γνωστό ως Ύστατο Δόγμα της Συγκλήτους (senatus consultum ultimum) που παρείχε τη δυνατότητα στους υπάτους και σε άλλους δικαστές να πράξουν ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο για να υπερασπιστούν το αβασίλευτο πολίτευμα. Πρακτικά, το διάταγμα πετύχαινε δύο πράγματα: ανέστελλε το δικαίωμα αρνησικυρίας που είχαν οι εκπρόσωποι των πληβείων, αλλά και των στρατιωτικών στα διατάγματα της Συγκλήτου, και κήρυττε τον Καίσαρα δημόσιο εχθρό του κράτους.
Οι πολιτικοί σύμμαχοι του Καίσαρα φοβούνταν για την ασφάλειά τους, και δικαιολογημένα. Γνώριζαν ότι το αξίωμα του τριττυάρχου δεν ενείχε πλέον κανένα πολιτικό πλεονέκτημα- χωρίς το δικαίωμα της αρνησικυρίας, δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την επιθετικότητα των συγκλητικών. Έφυγαν κρυφά από τη Ρώμη με μια νοικιασμένη άμαξα και πήγαν αμέσως στον Καίσαρα. Η επιβολή της πολιτικής βούλησης δια της βίας, ο παλιός τρόπος ηγεσίας των συγκλητικών, είχε αρχίσει να πλανάται και πάλι στην ατμόσφαιρα.
Τις ώρες που προηγήθηκαν, ο Καίσαρας έδειχνε να περνάει φυσιολογικά την ημέρα του: πήγε στα λουτρά και γευμάτισε με τρόπο επιδεικτικό. Όταν βράδιασε, έφυγε αφήνοντας πίσω τους έμπιστους συντρόφους του. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά και κανείς δεν παρατήρησε τίποτα όταν ο Καίσαρας γύρισε πίσω και συναντήθηκε ξανά με τους συντρόφους του στον ποταμό Ρουβίκωνα, καταμεσής της νύχτας.
Τα νερά του μικρού ποταμού ήταν ορμητικά από τις καταρρακτώδεις βροχές, κάτι που ίσως προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Αν και ήταν ένας συνηθισμένος ποταμός, ο Ρουβίκωνας είχε την ιδιαίτερη τιμή να αποτελεί το όριο μεταξύ των επαρχιών από τη μια, και της ιταλικής ενδοχώρας, της γης των Ρωμαίων, από την άλλη. Από τη μια πλευρά εκτείνονταν αλλότρια εδάφη, από την άλλη η πατρίδα.
Βυθισμένος στις σκέψεις του ο Καίσαρας αναλογίστηκε τις επιλογές που είχε: είτε να εισβάλει σε ρωμαϊκή γη και να βυθίσει όλον τον τότε γνωστό κόσμο στον εμφύλιο σπαραγμό, είτε να παραιτηθεί από τη διοίκηση της Γαλατίας, να επιστρέψει στη Ρώμη και να επιτρέψει στους εχθρούς του να συνεχίσουν τη βεντέτα εναντίον του στα δικαστήρια. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Καίσαρας είχε υπάρξει μάρτυρας των καταστροφικών συνεπειών του εμφυλίου πολέμου: αιματοχυσία, τρόμος και οικογένειες που ξεκληρίζονταν. Όταν στα νιάτα του είχε αρνηθεί να χωρίσει τη σύζυγό του, είχε περάσει μήνες μέσα στον φόβο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από κυνηγούς επικηρυγμένων που είχαν εξαπολυθεί να τον πιάσουν για να εισπράξουν την αμοιβή που δινόταν για τη σύλληψή του. Τελικά το όνομά του αφαιρέθηκε από τη λίστα με τους καταζητούμενους, αλλά η ανάμνηση από τα χρόνια που ήταν φυγάς τον συνόδευε ακόμη.
Συνηθισμένος να διατάσσει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, τώρα ο Καίσαρας είχε μόνο μία λεγεώνα στο πλευρό του, μερικούς χιλιάδες στρατιώτες πεζικού και περίπου δύο εκατοντάδες ιππείς. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις σκοτεινές σκέψεις που γύριζαν στον νου του καθώς κοίταζε στην άλλη όχθη του ποταμού και οι σύντροφοί του περίμεναν την απόφασή του. ” Ο κύβος ερρίφθη”, είπε τελικά. Είχε κάνει την επιλογή του και όταν ξημέρωνε, ολόκληρος ο ρωμαϊκός κόσμος θα μάθαινε ποιο μονοπάτι είχε διαλέξει.
“Ο κύβος ερρίφθη”, είπε ο Καίσαρας όταν πήρε την απόφασή του. Διέσχισε τον Ρουβίκωνα και εισέβαλε στα εδάφη της Ρώμης.
Σε όλη του τη σταδιοδρομία ο Καίσαρας αψηφούσε την παράδοση, απέφευγε τη χρήση βίας. Τον Εμφύλιο δεν τον είχε προκαλέσει ο Καίσαρας, ήταν ένα κύμα που ξεχύθηκε καταπάνω του. Πριν από την εισβολή είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό. Είχε αναζητήσει ειρηνική λύση και ουσιαστικά είχε παρακαλέσει όσους βρίσκονταν στη Ρώμη να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να προχωρήσουν μπροστά. Εκείνοι τον αγνόησαν επανειλημμένα, είτε αρνούμενοι να του απαντήσουν είτε προβάλλοντας εντελώς παράλογες απαιτήσεις που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Και ακόμη και τώρα που η χρήση βίας ήταν μονόδρομος, θα ενεργούσε με τον δικό του τρόπο- από την πρώτη γραμμή.
Ο Καίσαρας είχε δικό του προσωπικό στιλ που ούτε ο επικείμενος πόλεμος ήταν σε θέση να αλλάξει. Η αντιπαλότητά του ήταν με τον Κάτωνα, τον Πομπήιο και τη Σύγκλητο, όχι με τον ρωμαϊκό λαό. Το εκπληκτικό είναι ότι εισέβαλε στη Ρώμη μόνο με μία λεγεώνα, το δέκα τοις εκατό περίπου της πολεμικής του δύναμης. Αν υπήρξε μία στιγμή στη ζωή του που ο Καίσαρας στοιχημάτισε στον εαυτό του, ήταν αυτή.
Με μια τόσο περιορισμένη στρατιωτική δύναμη, ο Καίσαρας είχε ανάγκη και τον τελευταίο στρατιώτη. Ωστόσο, δεν ήθελε να τους αναγκάσει να πολεμήσουν ενάντια στη συνείδησή τους. Έδωσε την επιλογή, σε όποιον στρατιώτη το επιθυμούσε, να αποχωρήσει με όλα του τα υπάρχοντα χωρίς να κινδυνεύσει. Με αυτή την απλή αλλά ασυνήθιστη ενέργεια κέρδισε τον σεβασμό και την αφοσίωση του στρατού του.
Ο Καίσαρας δεν είχε την απαίτηση να βλέπουν όλοι όσοι τον ακολουθούσαν τα πράγματα όπως εκείνος. Ως ηγέτης, έδινε στους ανθρώπους περιθώρια να καταλήγουν στα δικά τους συμπεράσματα και να βάζουν τα δικά τους στοιχήματα. Έτσι, όταν τον ακολουθούσαν, το έκαναν με την καρδιά τους. Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων και των συνεπειών τους. Το δικαίωμα επιλογής που έδωσε ο Καίσαρας στα στρατεύματά του στον Ρουβίκωνα εμβάθυνε την αφοσίωσή τους ώστε να τον ακολουθήσουν πιστά.
Ωστόσο, άλλο είναι να επιτρέψεις στους απλούς στρατιώτες να φύγουν και άλλο να δώσεις την ίδια ελευθερία στους ανώτατους αξιωματικούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Καίσαρας ακολούθησε την ίδια προσέγγιση ακόμη και όταν ο ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς του αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Απρόθυμος να κάνει το επόμενο βήμα και να πάρει μέρος στην ανοιχτή εξέγερση, ένας από τους ικανότερους και αρχαιότερους αξιωματικούς του, ο Τίτος Λαβιένος, αποχώρησε από τον στρατό. Ένας τυπικός Ρωμαίος στρατηγός θα είχε θεωρήσει αυτή του τη λιποταξία ξεκάθαρη προδοσία και θα είχε στείλει δυνάμεις να τον ακολουθήσουν και να τον σκοτώσουν. Ο Καίσαρας επέλεξε άλλο δρόμο: συγκέντρωνε όλες τις αποσκευές και τα υπάρχοντα του Λαβιένου και του τα έστειλε στο σπίτι του.
Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε τη διάβαση του Ρουβίκωνα θα σημάδευε τη σταδιοδρομία του Καίσαρα και, από πολλές απόψεις και την κληρονομιά που θα άφηνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου