Κορνήλιος Καστοριάδης: 1922-1997
Αυτονομία και ετερονομία
Ι. Τι είναι αυτονομία και ποια η σχέση της με την ετερονομία; Η έννοια της αυτονομίας, αυτή καθεαυτήν, δεν αντανακλά απλώς μια ιδεατή πραγματικότητα, που εισάγεται στη ζωή μας ελέω της μιας ή της άλλης φιλοσοφικής θεμελίωσης, ούτε σχετίζεται με κάποια επιστημολογική ιδέα, αλλά συνυφαίνεται ουσιωδώς με την πολιτική. Μα τι είδους πολιτική; Με το νόημα της αυθεντικής πολιτικής· ήτοι εκείνης της δραστηριότητας, που διαυγάζει την κοινωνική θέσμιση εν γένει[1].
ΙΙ. Ως μια τέτοια δραστηριότητα δύναται να συνδεθεί περαιτέρω με τον φιλοσοφικό αναστοχασμό και να καταστεί πράξη ανα-τρεπτική των καθιδρυμένων ή παγιωμένων φαντασιακών θεσμίσεων και των αντίστοιχων ιδεοληψιών τους. Μια τέτοια πράξη, με τη σειρά της, ευδοκιμεί πρωτίστως όχι ως μεμονωμένη πράξη του ενός ή του άλλου ενικού ατόμου, αλλά ως πράξη του ελεύθερου και ελεύθερα σκεπτόμενου ατόμου, τουτέστιν του τελευταίου ως μέλους μιας αυθεντικής πολιτικής κοινότητας.
ΙΙΙ. Ο Καστοριάδης προσδιορίζει ως εξής μια τέτοια κοινότητα:
«πολιτική κοινότητα όχι με την τρέχουσα έννοια, συνώνυμη της ψηφοθηρίας, των παρασκηνιακών ελιγμών και των μεγαλόστομων προεκλογικών υποσχέσεων, αλλά με τη μεγάλη και σημαντική έννοια που αφορά την αυτο-θέσμιση και την πράξη μιας ανθρώπινης κοινότητας, που τα μέλη της θέλουν να επωμισθούν πράγματι τη ρύθμιση των κοινωνικών τους σχέσεων, θέλουν κατά κάποιο τρόπο να είναι αυτόνομοι»[2].
ΙV. Τι μας επιτρέπει να κατανοούμε ως αυτονομία το πιο πάνω απόσπασμα;
Ο Καστοριάδης εδώ, όπως και σε άλλες συνάφειες εννοιών και κατανοητικών συλλήψεων, μιλάει με γλώσσα χαϊντεγκεριανή, αλλά και εν πολλοίς πλατωνική, χωρίς γενικώς να κατονομάζει εκάστοτε, κατά την προσφιλή του συνήθεια, τους μεγάλους φιλοσόφους Πλάτωνα, Χάιντεγκερ κ.λπ. Εισάγει ως θεμελιώδη προϋπόθεση, για την αυτονομία, την έννοια της βούλησης της ανθρώπινης εαυτότητας, της βούλησης ως ενός είδους απόφασης, ετοιμότητας ‒συνειδησιακής, πνευματικής‒ευθύνης για ενεργό διεκδίκηση και εγκαθίδρυση μιας αληθινής δημοκρατίας[3]. Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα κίνημα, θεμελιωμένο στην ιστορικότητά του.
V. Η αυτονομία, συνεπώς, του ανθρώπινου ατόμου δεν νοείται ως αποκοπή, αυτονόμηση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου ατόμου από τον κοινωνικό του δεσμό, από την κοινωνική του σχέση, αλλά ως η ικανότητα της ανθρώπινης εαυτότητας να θέτει υπό αμφισβήτηση την υφιστάμενη παλαιολιθική κοινωνικο-πολιτική τάξη.
VI. Στο μέτρο που η εν λόγω εαυτότητα είναι ο κοινός τόπος συνάντησης ατόμου και κοινωνίας, η μια και η αυτή εστία της ενεργητικής σχέσης ανάμεσα στη συνειδητότητα και στη μη-συνειδητότητα [=συνειδητό ‒ασυνείδητο] ατόμων και κοινωνίας, η ως άνω αμφισβήτηση δεν σημαίνει μια ετερόνομη καταστροφή της κοινωνίας, δηλαδή ολική καταστροφή από δυνάμεις, που δεν τις έχει δημιουργήσει, δεν τις έχει αναδείξει η ίδια η κοινωνία, αλλά η εγκαθίδρυση άλλων νοημάτων και άλλων σημασιών, αυθεντικών, πέραν πάσης φύσεως φαντασιακών σημασιών.
VII. Μια τέτοια εγκαθίδρυση μας επιτρέπει να:
«φτιάχνουμε τους δικούς μας νόμους, [να] είμαστε μια αυτόνομη συλλογικότητα που απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα… να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας, να τους αμφισβητούμε μέσα στα έργα και μέσω των έργων μας»[4].
VIII. Το ως άνω αίτημα της αυτονομίας, ως ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, είναι πάντοτε εκ-τεθειμένο στην απειλή της ετερονομίας. Η ετερονομία είναι μια απόπειρα να θεσμίζονται νόρμες, απαγορεύσεις, σχέσεις, ιδεώδη, νόμοι κ.λπ. ως κάτι που έρχεται έξω από τον άνθρωπο, έξω από την ίδια την κοινωνία, ενώ στην πραγματικότητα είναι δημιουργήματα της ίδιας της κοινωνίας:
«ετερονομία είναι το ότι η θέσμιση της κοινωνίας, που είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας, τίθεται από την κοινωνία ως δεδομένη από κάποιον άλλο, από μια “υπερβαίνουσα πηγή”: από τους προγόνους, τους θεούς, το θεό, τη φύση ή ‒όπως στον Μαρξ‒ από τους “νόμους της ιστορίας”»[5].
---------------------
[1] Κ. Καστοριάδης: Χώροι του ανθρώπου, σ. 211.
[2] Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της, σ. 11.
[3] Κ. Καστοριάδης, «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την ιστορία μας», σ. 71.
[4] Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 102.
[5] Κ. Καστοριάδης, Καιρός, σ. 31.
Αυτονομία και ετερονομία
Ι. Τι είναι αυτονομία και ποια η σχέση της με την ετερονομία; Η έννοια της αυτονομίας, αυτή καθεαυτήν, δεν αντανακλά απλώς μια ιδεατή πραγματικότητα, που εισάγεται στη ζωή μας ελέω της μιας ή της άλλης φιλοσοφικής θεμελίωσης, ούτε σχετίζεται με κάποια επιστημολογική ιδέα, αλλά συνυφαίνεται ουσιωδώς με την πολιτική. Μα τι είδους πολιτική; Με το νόημα της αυθεντικής πολιτικής· ήτοι εκείνης της δραστηριότητας, που διαυγάζει την κοινωνική θέσμιση εν γένει[1].
ΙΙ. Ως μια τέτοια δραστηριότητα δύναται να συνδεθεί περαιτέρω με τον φιλοσοφικό αναστοχασμό και να καταστεί πράξη ανα-τρεπτική των καθιδρυμένων ή παγιωμένων φαντασιακών θεσμίσεων και των αντίστοιχων ιδεοληψιών τους. Μια τέτοια πράξη, με τη σειρά της, ευδοκιμεί πρωτίστως όχι ως μεμονωμένη πράξη του ενός ή του άλλου ενικού ατόμου, αλλά ως πράξη του ελεύθερου και ελεύθερα σκεπτόμενου ατόμου, τουτέστιν του τελευταίου ως μέλους μιας αυθεντικής πολιτικής κοινότητας.
ΙΙΙ. Ο Καστοριάδης προσδιορίζει ως εξής μια τέτοια κοινότητα:
«πολιτική κοινότητα όχι με την τρέχουσα έννοια, συνώνυμη της ψηφοθηρίας, των παρασκηνιακών ελιγμών και των μεγαλόστομων προεκλογικών υποσχέσεων, αλλά με τη μεγάλη και σημαντική έννοια που αφορά την αυτο-θέσμιση και την πράξη μιας ανθρώπινης κοινότητας, που τα μέλη της θέλουν να επωμισθούν πράγματι τη ρύθμιση των κοινωνικών τους σχέσεων, θέλουν κατά κάποιο τρόπο να είναι αυτόνομοι»[2].
ΙV. Τι μας επιτρέπει να κατανοούμε ως αυτονομία το πιο πάνω απόσπασμα;
Ο Καστοριάδης εδώ, όπως και σε άλλες συνάφειες εννοιών και κατανοητικών συλλήψεων, μιλάει με γλώσσα χαϊντεγκεριανή, αλλά και εν πολλοίς πλατωνική, χωρίς γενικώς να κατονομάζει εκάστοτε, κατά την προσφιλή του συνήθεια, τους μεγάλους φιλοσόφους Πλάτωνα, Χάιντεγκερ κ.λπ. Εισάγει ως θεμελιώδη προϋπόθεση, για την αυτονομία, την έννοια της βούλησης της ανθρώπινης εαυτότητας, της βούλησης ως ενός είδους απόφασης, ετοιμότητας ‒συνειδησιακής, πνευματικής‒ευθύνης για ενεργό διεκδίκηση και εγκαθίδρυση μιας αληθινής δημοκρατίας[3]. Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα κίνημα, θεμελιωμένο στην ιστορικότητά του.
V. Η αυτονομία, συνεπώς, του ανθρώπινου ατόμου δεν νοείται ως αποκοπή, αυτονόμηση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου ατόμου από τον κοινωνικό του δεσμό, από την κοινωνική του σχέση, αλλά ως η ικανότητα της ανθρώπινης εαυτότητας να θέτει υπό αμφισβήτηση την υφιστάμενη παλαιολιθική κοινωνικο-πολιτική τάξη.
VI. Στο μέτρο που η εν λόγω εαυτότητα είναι ο κοινός τόπος συνάντησης ατόμου και κοινωνίας, η μια και η αυτή εστία της ενεργητικής σχέσης ανάμεσα στη συνειδητότητα και στη μη-συνειδητότητα [=συνειδητό ‒ασυνείδητο] ατόμων και κοινωνίας, η ως άνω αμφισβήτηση δεν σημαίνει μια ετερόνομη καταστροφή της κοινωνίας, δηλαδή ολική καταστροφή από δυνάμεις, που δεν τις έχει δημιουργήσει, δεν τις έχει αναδείξει η ίδια η κοινωνία, αλλά η εγκαθίδρυση άλλων νοημάτων και άλλων σημασιών, αυθεντικών, πέραν πάσης φύσεως φαντασιακών σημασιών.
VII. Μια τέτοια εγκαθίδρυση μας επιτρέπει να:
«φτιάχνουμε τους δικούς μας νόμους, [να] είμαστε μια αυτόνομη συλλογικότητα που απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα… να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας, να τους αμφισβητούμε μέσα στα έργα και μέσω των έργων μας»[4].
VIII. Το ως άνω αίτημα της αυτονομίας, ως ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, είναι πάντοτε εκ-τεθειμένο στην απειλή της ετερονομίας. Η ετερονομία είναι μια απόπειρα να θεσμίζονται νόρμες, απαγορεύσεις, σχέσεις, ιδεώδη, νόμοι κ.λπ. ως κάτι που έρχεται έξω από τον άνθρωπο, έξω από την ίδια την κοινωνία, ενώ στην πραγματικότητα είναι δημιουργήματα της ίδιας της κοινωνίας:
«ετερονομία είναι το ότι η θέσμιση της κοινωνίας, που είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας, τίθεται από την κοινωνία ως δεδομένη από κάποιον άλλο, από μια “υπερβαίνουσα πηγή”: από τους προγόνους, τους θεούς, το θεό, τη φύση ή ‒όπως στον Μαρξ‒ από τους “νόμους της ιστορίας”»[5].
---------------------
[1] Κ. Καστοριάδης: Χώροι του ανθρώπου, σ. 211.
[2] Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της, σ. 11.
[3] Κ. Καστοριάδης, «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την ιστορία μας», σ. 71.
[4] Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 102.
[5] Κ. Καστοριάδης, Καιρός, σ. 31.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου