Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Θαλῆς (1.33-1.37)

Ἕρμιππος δ᾽ ἐν τοῖς Βίοις εἰς τοῦτον ἀναφέρει τὸ λεγόμενον ὑπό τινων περὶ Σωκράτους. ἔφασκε γάρ, φασί, τριῶν τούτων ἕνεκα χάριν ἔχειν τῇ Τύχῃ· πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον, εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ γυνή, τρίτον ὅτι Ἕλλην καὶ οὐ βάρβαρος.

[1.34] λέγεται δ᾽ ἀγόμενος ὑπὸ γραὸς ἐκ τῆς οἰκίας, ἵνα τὰ ἄστρα κατανοήσῃ, εἰς βόθρον ἐμπεσεῖν καὶ αὐτῷ ἀνοιμώξαντι φάναι τὴν γραῦν· «σὺ γάρ, ὦ Θαλῆ, τὰ ἐν ποσὶν οὐ δυνάμενος ἰδεῖν τὰ ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ οἴει γνώσεσθαι;» οἶδε δ᾽ αὐτὸν ἀστρονομούμενον καὶ Τίμων, καὶ ἐν τοῖς Σίλλοις ἐπαινεῖ αὐτὸν λέγων·
οἷόν θ᾽ ἑπτὰ Θάλητα σοφῶν σοφὸν ἀστρονόμημα.
Τὰ δὲ γεγραμμένα ὑπ᾽ αὐτοῦ φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος εἰς ἔπη τείνειν διακόσια. ἐπιγεγράφθαι δ᾽ αὐτοῦ ἐπὶ τῆς εἰκόνος τόδε·
τόνδε Θαλῆν Μίλητος Ἰὰς θρέψασ᾽ ἀνέδειξεν
ἀστρολόγον πάντων πρεσβύτατον σοφίῃ.

[1.35] Τῶν τε ᾀδομένων αὐτοῦ εἶναι τάδε·
οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν·
ἕν τι μάτευε σοφόν,
ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ·
βύσεις γὰρ ἀνδρῶν κωτίλων γλώσσας ἀπεραντολόγους.
Φέρεται δὲ καὶ ἀποφθέγματα αὐτοῦ τάδε·
πρεσβύτατον τῶν ὄντων θεός· ἀγένητον γάρ.
κάλλιστον κόσμος· ποίημα γὰρ θεοῦ.
μέγιστον τόπος· ἅπαντα γὰρ χωρεῖ.
τάχιστον νοῦς· διὰ παντὸς γὰρ τρέχει.
ἰσχυρότατον ἀνάγκη· κρατεῖ γὰρ πάντων.
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα.
οὐδὲν ἔφη τὸν θάνατον διαφέρειν τοῦ ζῆν. «σὺ οὖν,» ἔφη τις, «διὰ τί οὐκ ἀποθνήσκεις;» «ὅτι,» ἔφη, «οὐδὲν διαφέρει.»

[1.36] πρὸς τὸν πυθόμενον τί πρότερον γεγόνοι, νὺξ ἢ ἡμέρα, «ἡ νύξ,» ἔφη, «μιᾷ ἡμέρᾳ πρότερον.» ἠρώτησέ τις αὐτὸν εἰ λάθοι θεοὺς ἄνθρωπος ἀδικῶν· «ἀλλ᾽ οὐδὲ διανοούμενος,» ἔφη. πρὸς τὸν μοιχὸν ἐρόμενον εἰ ὀμόσαι μὴ μεμοιχευκέναι, «οὐ χεῖρον,» ἔφη, «μοιχείας ἐπιορκία.» ἐρωτηθεὶς τί δύσκολον, ἔφη, «τὸ ἑαυτὸν γνῶναι·» τί δὲ εὔκολον, «τὸ ἄλλῳ ὑποθέσθαι·» τί ἥδιστον, «τὸ ἐπιτυγχάνειν·» τί τὸ θεῖον, «τὸ μήτε ἀρχὴν ἔχον μήτε τελευτήν.» τί δύσκολον εἴη τεθεαμένος ἔφη, «γέροντα τύραννον.» πῶς ἄν τις ἀτυχίαν ῥᾷστα φέροι, «εἰ τοὺς ἐχθροὺς χεῖρον πράσσοντας βλέποι·» πῶς ἂν ἄριστα καὶ δικαιότατα βιώσαιμεν, «ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν·»

[1.37] τίς εὐδαίμων, «ὁ τὸ μὲν σῶμα ὑγιής, τὴν δὲ ψυχὴν εὔπορος, τὴν δὲ φύσιν εὐπαίδευτος.» φίλων παρόντων καὶ ἀπόντων μεμνῆσθαί φησι· μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζεσθαι, ἀλλὰ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν εἶναι καλόν. «μὴ πλούτει,» φησί, «κακῶς, μηδὲ διαβαλλέτω σε λόγος πρὸς τοὺς πίστεως κεκοινωνηκότας.» «οὓς ἂν ἐράνους εἰσενέγκῃς,» φησί, «τοῖς γονεῦσιν, τοὺς αὐτοὺς προσδέχου καὶ παρὰ τῶν τέκνων.» τὸν Νεῖλον εἶπε πληθύειν ἀνακοπτομένων τῶν ῥευμάτων ὑπὸ τῶν ἐτησίων ἐναντίων ὄντων.

***
Ο Έρμιππος στου Βίους του αποδίδει στον Θαλή αυτό που από κάποιους λέγεται για τον Σωκράτη· λένε δηλαδή ότι ο Θαλής συνήθιζε να λέει πως για τρία πράγματα ευγνωμονούσε την Τύχη: «πρώτον γιατί γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, δεύτερον γιατί γεννήθηκα άντρας και όχι γυναίκα, τρίτον γιατί γεννήθηκα Έλληνας και όχι βάρβαρος».

[1.34] Λένε, επίσης, ότι, όταν κάποτε μια γριά γυναίκα τον οδηγούσε έξω από το σπίτι για να παρατηρήσει τα άστρα, αυτός έπεσε σ᾽ ένα χαντάκι· όταν λοιπόν έβαλε τις φωνές, η γριά τού είπε: «Εσύ, δηλαδή, Θαλή, φαντάζεσαι πως θα μπορέσεις να γνωρίσεις όσα είναι ψηλά στον ουρανό, τη στιγμή που δεν μπορείς να δεις όσα είναι μπροστά στα πόδια σου;» Ως αστρονόμο ξέρει τον Θαλή και ο Τίμωνας, που τον επαινεί στους Σίλλους του λέγοντας:
Σαν τον Θαλή, απ᾽ τους Εφτά Σοφούς τον σοφό αστρονόμο.
Τα γραφτά του, λέει ο Αργείτης Λόβωνας, εκτείνονται σε διακόσιους στίχους. Στο άγαλμά του λένε πως υπήρχε η εξής επιγραφή:
Αυτόν εδώ τον Θαλή η Ιωνική τον γέννησε η Μίλητος,
που τον ανέδειξε αστρονόμο τον πιο σοφό απ᾽ όλους.

[1.35] Ιδού και ένα από τα τραγούδια του που τραγουδιούνταν στα συμπόσια:
Τα λόγια τα πολλά δεν δείχνουν φρόνηση·
μια μόνο σοφία να ζητάς·
ένα μόνο καλό να διαλέγεις·
έτσι μονάχα θα κλείσεις
των φλύαρων ανθρώπων τα απύλωτα στόματα.
Ως δικά του φέρονται και τα εξής αποφθέγματα:
Απ᾽ όλα τα όντα το πιο παλιό είν᾽ ο θεός, αφού είν᾽ αγέννητος.
Το ομορφότερο είναι το σύμπαν, ως δημιούργημα του θεού.
Το πιο μεγάλο είν᾽ ο χώρος, αφού χωράει τα πάντα.
Το πιο γρήγορο είν᾽ ο νους, που διατρέχει τα πάντα.
Το πιο δυνατό είν᾽ η ανάγκη, που κυβερνάει τα πάντα.
Το πιο σοφό είν᾽ ο χρόνος: αυτός ανακαλύπτει τα πάντα.
Ο θάνατος, έλεγε, δεν διαφέρει σε τίποτε από τη ζωή. «Και τότε», του είπε κάποιος, «εσύ γιατί δεν πεθαίνεις;» «Γιατί», είπε, «δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ των δύο».

[1.36] Σε κάποιον που τον ρώτησε τί έγινε πρώτα, η νύχτα ή η μέρα, έδωσε την απάντηση: «Η νύχτα, κατά μία μέρα νωρίτερα». Κάποιος τον ρώτησε αν ένας άνθρωπος που κάνει αδικία ξεφεύγει την προσοχή των θεών. «Ούτε όταν τη σκέφτεται», ήταν η απάντηση του. Στον μοιχό που τον ρώτησε αν έπρεπε να ορκιστεί ότι δεν διέπραξε μοιχεία, απάντησε: «Ο ψεύτικος όρκος δεν είναι χειρότερος από τη μοιχεία». Όταν ρωτήθηκε τί είναι δύσκολο, έδωσε απάντηση: «Το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του». «Και τί είναι εύκολο;» «Το να δίνει κανείς συμβουλές στον άλλον». «Το πιο ευχάριστο;» «Οι επιτυχίες». «Τί είναι το θείο;» «Αυτό που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος». Στην ερώτηση τί παράξενο και ιδιότροπο πράγμα είδε στη ζωή του, απάντησε «Γέρο τύραννο». «Πώς θα μπορούσε κανείς να υπομείνει με τον πιο εύκολο τρόπο μια ατυχία;» «Αν βλέπει τους εχθρούς του να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση». «Πώς θα μπορούσαμε να ζούμε όσο γίνεται σωστότερα και όσο μπορούμε πιο δίκαια;» «Αν δεν κάνουμε οι ίδιοι αυτό που κατηγορούμε στους άλλους.»

[1.37] «Ποιός είναι ευτυχισμένος;» «Αυτός που έχει υγιές σώμα, γερό μυαλό και καλλιεργημένη φύση». Τους φίλους, λέει, πρέπει να τους θυμάται κανείς και όταν είναι κοντά του και όταν βρίσκονται μακριά του. Να μην καλλωπίζουμε την εξωτερική μας εμφάνιση, αλλά να κοιτάζουμε να είμαστε ωραίοι στη συμπεριφορά μας. «Να μην πλουτίζεις», λέει «με άσχημο τρόπο, ούτε να επιτρέπεις διαβολές να σε επηρεάζουν σε βάρος προσώπων που κέρδισαν την εμπιστοσύνη σου». «Ό,τι πρόνοιες», λέει, «θα λάβεις εσύ για τους γονείς σου, τις ίδιες να περιμένεις κι από τα παιδιά σου». Τις πλημμύρες του Νείλου τις εξηγούσε λέγοντας πως τα ρεύματα του νερού εμποδίζονται από τους ετησίες ανέμους, που φυσούν αντίθετα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου