Προκαλεί τό ένδιαφέρον καί γίνεται αφορμή για αποκαλύψεις τής δημιουργίας καί γεννήσεως των θρησκειών, ένώ δημιουργεί προβληματισμούς πού ανεβάζουν τό γνωσιακό έπίπεδο των αναγνωστών. “Ενας ύγιής σπόρος σε οργωμένο χωράφι προσφέρει καλούς καρπούς”
Πολύ ενδιαφέρον το θέμα που πραγματεύεται αυτό το άρθρο, Παραισθήσεις και Αυταπάτες έχει τοποθετήσει με διαύγεια κάποια φαινόμενα που μας λένε στο Deree: Group Dynamics. Συγκεκριμένα μου άρεσε το απόσπασμα που περιγράφει την παράλυση της κριτικής σκέψης αλλά και σε όλο το κείμενο που υπογραμμίζεται η προϋπόθεση της συναίνεσης σε μια (κατά περίσταση) πραγματικότητα/ερμηνεία ώστε να επικρατήσει η παραίσθηση σε μία μάζα.
Αναλογίζομαι όμως τους περιορισμούς αυτής της έννοιας. Δηλαδή, μία αυταπάτη/ψευδαίσθηση μπορεί να μεταδοθεί ανεξέλεγκτα μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (οικειοθελώς και μη); Από την στιγμή που εγώ π.χ. ανακαλώ μια εικόνα και την τροποποιώ στα μέτρα μου, όταν θα την εξιστορήσω στον συνομιλητή μου θα του επηρεάσω την πραγματικότητα, συνεπώς είναι θέμα ικανότητας της κριτικής σκέψης του κάθε ατόμου να δέχεται τις επικρατέστερες αφηγήσεις ή είναι αβοήθητος όσο βρίσκεται σε αυτό;
Επίσης, όσον αναφορά την πλήρη δυσπιστία ως προς τις μαρτυρίες των μαζών, θεωρώ πως εφαρμόζει πρώτα στις μαρτυρίες αυτοπτών (και έχω στο μυαλό μου έρευνες και επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των μαρτυριών είναι ανακριβής ή λανθασμένες λόγω της φυσιολογίας του ανθρώπου). Όταν λοιπόν, σε μία κοινή μαρτυρία/γνώμη περιλαμβάνονται οι μεταφράσεις – αντιλήψεις του κάθε μέλους της κοινής απόφασης, από την στιγμή που ο αριθμός πάει από το ένα στο δύο η ανακρίβεια έχει ήδη πολλαπλασιαστεί, διότι επισυνάπτονται έννοιες όπως ο φόβος, η αποδοχή, η συμβατικότητα και άλλες πολλές μεταβλητές. Πολύ μου άρεσε και σε ευχαριστώ που μου το έστειλες…
«Αναλογίζομαι όμως τους περιορισμούς αυτής της έννοιας. Δηλαδή, μία αυταπάτη/ψευδαίσθηση μπορεί να μεταδοθεί ανεξέλεγκτα μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (οικειοθελώς και μη);»
Η “ψευδαίσθηση” τώρα, λέγεται το φαινόμενο κατά το οποίο, χωρίς να υπάρχει εξωτερικό ερέθισμα, σχηματίζει στη συνείδηση μια μνημονική ή φανταστική παράσταση, μια εικόνα, με τόση σαφήνεια και ζωηρότητα, ώστε να την αντιλαμβάνεται και να τη θεωρεί το υποκείμενο πραγματική. Η ψευδαίσθηση είναι η αντίληψη πράγματος ή γεγονότος το οποίο δεν υπάρχει ή δεν συμφωνούν οι άλλοι ότι υπάρχει.
Αυτός ό ορισμός από μόνος του δηλώνει ότι τό άνθρώπινο όν ή καλύτερα ό εγκέφαλός μας προσλαμβάνει κάποιες πληροφορίες καί έπεξεργαζόμενό τες «βλέπει», δημιουργεί μία περιγραφή ή όποια δεν μπορούμε παρά νά άποδεχθούμε ότι είναι απόλυτα ύποκειμενική ένω άπέχει πολύ άπό τό νά θεωρηθή ώς άντικειμενική. Τότε άναφύεται τό έρώτημα: τί μπορεί νά θεωρηθή σάν άντικειμενικό;
Ή άπάντηση είναι εύλογη· βάσει τού άνωτέρω ορισμού δεν μπορεί νά ύπάρξη άντικειμενική παρατήρηση διότι είναι άδύνατον – με τά μέχρι στιγμής γνωστά – νά έχουμε έστω δύο αύτόνομες μονάδες πού νά μοιράζονται άκριβώς τον ίδιο άριθμό, ποσότητα καί ποιότητα πληροφοριών, νά έχουν τήν ίδια φυσιολογία καί ιδιότητες πού δεν θεωρούνται άναπηρία άπό τό ένα ή τό άλλο ύποκείμενο, νά διαθέτουν δε τις ίδιες άντιληπτικές ικανότητες οί όποιες γιά νά θεωρούνται ίδιες πρέπει νά έχουν διέλθει άκριβώς άπό τά ίδια στάδια διδασκαλίας μαθήσεως, θεμάτων γνώσεων ώς καί κλιματολογικών συνθηκών. Συνεπώς, πάντοτε βάσει τού ορισμού, μπορούμε με ευκολία νά ποϋμε ότι δεν υπάρχει κάτι άνάλογο με αυτό πού ονομάζουμε «άντικειμενικό».
Ή άντικειμενική παρατήρηση άναγκαστικά έπρεπε νά καθορισθή κατά κάποιον τρόπο σάν συμφωνία καί μόνο. Αυτό δέ συνέβη διότι υπήρξε άνάγκη νά προαχθή ή συλλογική έργασία γιά έπίτευξη μεγαλυτέρων άνακαλύψεων καί άναγνώσεως – χαρτογραφήσεως τού περιβάλλοντος κόσμου μας. Έτσι συμφωνήθηκε ότι θά έπρεπε νά τεθούν κάποιες βάσεις (μία πλατφόρμα κατά τήν μοντέρνα έκφραση), πάνω στις οποίες οί άνθρωποι θά έπρεπε νά συμφωνήσουν είτε τούς άρεσε είτε όχι, άλλά μέ βασική προτεραιότητα νά καταλήξουν τελικά σέ ένα άποτέλεσμα, ότι κάποια πράγματα θά τά έβλεπαν, θεωρούσαν, υπέθεταν, συμφωνούσαν μέ τον ίδιο τρόπο καί περιγραφή, άδιαφόρως τής έσωτερικής δυσπιστίας τού καθενός.
Αύτό διότι είχε ύπάρξει ή άναγκαστική καί ήθελημένη άρχική συμφωνία ή οποία έλεγε ότι: «πρέπει νά συμφωνήσουμε όλοι σέ συγκεκριμένη βάση διότι άλλιώς κανένας μας δέν θά μπορέση μεμονωμένα νά έπιτύχη αυτά πού όλοι μας έπιδιώκουμε νά πετύχουμε».
Ακούγεται λογικό καί αύτό ήταν ή άρχή όπου δημιουργήθηκαν τά «άξιώματα». Τά άξιώματα είναι παραδοχές πού προσπαθούν νά θέσουν κάποια ύποθετική βάση στο άχανές τού Σύμπαντος προκειμένου νά δημιουργηθή κάποιο σημείο έκκινήσεως καί άργότερα σημείο άναφοράς παρατηρήσεως γιά νά οίκοδομηθή μία θεωρία ή ένας μηχανισμός παρατηρήσεως των φαινομένων. Κάτι άνάλογο είναι τό άξίωμα α° = 1 ή τό ότι ύποθέτουμε πώς μία έπιφάνεια είναι έπίπεδη ή μία γραμμή εύθεία άφοϋ γνωρίζουμε έκ των προτέρων ότι τό έπίπεδο είναι κατ’ ούσίαν μία καμπύλη μίας μεγαλύτερης έπιφάνειας ένώ μία ευθεία ανεξαρτήτως τού πόσο μεγάλη είναι, τμήμα μία μεγάλης περιφέρειας κύκλου.
Είναι κατανοητό τό γιατί αυτή ή συμφωνία έπρεπε νά ύπάρξη καί νά γίνη άποδεκτή άπό όλους σάν μία «θυσία» τού ύπάρχοντος «εγωισμού» τους ύπό τήν έννοια τού ξεχωριστού «εγώ» τής αύθύπαρκτης μονάδος καί όχι τού συναισθηματικού εγωισμού. Έγινε λοιπόν τό ξεκίνημα καί όταν οί γνώσεις καί κατ’ άκολουθίαν τά επιτεύγματα διέγραψαν τον πρώτο κύκλο έπιτυχιών, οί άνθρωποι άρχισαν νά αισθάνονται ότι είχαν κάνει τήν σωστή έπιλογή στις άποφάσεις τους, δηλαδή νά ύποστηρίξουν τήν κατεύθυνση μίας συμφωνίας πού άπαιτούσε μία μικρή θυσία άπό τον καθένα άλλα άπέδιδε πολλαπλάσια οφέλη.
Άν καί ή μικρή άτασθαλία τού παρελθόντος τό νά πιαστούν σέ κάτι αύθαίρετο καί άναπόδεικτο καί νά τό θεωρήσουν σάν βάση πού έχτισαν τήν μετέπειτα ζωή τους, μπορεί νά ήταν ένα σκοτεινό σημείο στο παρελθόν, δεν φαίνεται νά ένοχλούσε ιδιαίτερα κανέναν άν καί οί περισσότεροι είτε τό είχαν ξεχάσει είτε δεν τό θυμόντουσαν πλέον καί ή ζωή μπορούσε νά συνεχιστή χωρίς πρόβλημα άφού ήταν έπιτυχής καί εύχάριστη.
Τό ότι είχε δομηθεί πάνω σέ μία ύποθετική καί έν πολλοϊς λανθασμένη βάση δεν φαίνεται νά ένοχλούσε τον κόσμο, μάλιστα ούδείς πλέον δεν δίσταζε νά έλέγξη αύστηρά κάποιον, ό οποίος ήθελε νά ύπενθυμίση ότι ή συμφωνία καί περιγραφή δεν είναι άπολύτως σωστή καί ένδέχεται νά ώδηγήση σέ τεράστια λάθη όπως ή ζωή έξελισσόμενη εισχωρεί σέ νέες περιοχές, «έπικράτειες», χώρους. (χρησιμοπι0ώ τήν λέξη έπικράτειες διότι σέ παράλληλες ύπάρξεις κάτω άπό συγκεκριμένες ή μή συνθήκες, ισχύουν κανόνες πού ορίζονται άπό δυνάμεις πού φυσικά δεν είναι γνωστές στούς άνθρώπους άλλά καί ίσως τελείως διάφορες μέ τήν άρχική συμφωνία, περιγραφή πού οί άνθρωποι άποδέχθηκαν νά θεσπίσουν γιά νά ξεκινήσουν τήν δική τους πορεία σάν άνθρωπότητα μέσα στο άχανές τού Σύμπαντος.)
Αυτός ό έλεγχος πού θά ύφίστατο όποιος επιχειρούσε ή επιχειρήσει νά ύπενθυμίση τό σκοτεινό σημείο τού παρελθόντος ή άκόμη καί νά προσπαθήση νά προειδοποίηση γιά μετριοπαθή συμπεριφορά εξ αιτίας τής είσχωρήσεως σέ άγνωστους χώρους (γνώση), άπωθεΐται άπό τό περιβάλλον του καί άπό τούς όμοιους του διότι, οίαδήποτε συμφωνία παραδοχή τού σκοτεινού σημείου, θά σηματοδοτούσε τήν ολοκληρωτική άναθεώρηση τού τρόπου διεξαγωγής τής ζωής καί αύτή ή διαδικασία δεν είναι καθόλου εύχάριστη στούς έξασκούντες (χρήστες) τής άρχικής συμφωνίας διότι σάν φυσικά όντα, άντιδρούν μέ τον ισχυρότερο τρόπο πού διέπει σέ μεγαλύτερο ποσοστό τήν ολότητά τους δηλαδή τήν φυσική τους μορφή άντί τήν «ερωτική», (κάποιος θά τήν ώνόμαζε πνευματική, ύλη – πνεύμα). [t.p. αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που δολοφονούνται όποιοι διαφωνούν με τα σκοτεινά αξιώματα της επικρατούσας μάζας, Τέσλα, Ράιχ, Ράιφ, Ρουθ Ντράουν κλπ]
Ή τάσις τής ύλης είναι έντροπική, τείνει δηλαδή στήν άπλούστευση των μορφών έχοντας σάν μόνο άντίθετο άνυσμα τον Ε Ρ Ω Τ Α (άς τό πούμε τον Ερωτα τής ύπάρξεως) ό όποιος άντιτίθεται στήν άπλούστευση. Ή άπλούστευση ώς γνωστόν μοιραία οδηγεί στον θάνατο, ενώ άντιθέτως ό Ερωτας, συντηρεί τή ζωή πού θά λέγαμε είναι τόσο μεγάλη όσο δυνατός είναι ό Έρωτας γι’ αύτήν. (θέληση, τάση, άνυσμα καί όχι μόνο, διότι είναι πολύ περισσότερα στή λίστα).
Αφού αύτό είναι κατανοητό μπορούμε εύκολα νά κάνουμε τον παραλληλισμό μέ τήν εύστοχη ιστορία τού πειράματος τών πιθήκων στο κλουβί όπου όταν κάποιος προσπαθεί νά πλησιάση τήν «αύτό πού έχει άνάγκη» – μπανάνες, οί ύπόλοιποι πίθηκοι πάσχουν μέ «φυσικό πόνο»· καταβρέχονται μέ κρύο νερό. Αύτό δείχνει επίσης ότι τό ύποκείμενο όντας πλησιέστερα στήν φυσική του μορφή καί κατά μεγαλύτερο ποσοστό ενεργόν μέ τήν φύση παρά μέ τον Ερωτα (Διάνοια-Πνεύμα), δίνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στά φυσικά πάθη παρά στά ούσιαστικά καί διαχρονικά.
Έτσι λοιπόν άκόμη καί όταν όλοι οί πίθηκοι έχουν ύποστεΐ άρχικά τό κρύο νερό καί άμέσως άργότερα στήν πρώτη άντικατάσταση πιθήκων τή σωματική βία, (πόνο) άπό τούς γύρω τους γνωρίζουν ότι: «σέ αύτό τό κλουβί, έτσι είναι τά πράγματα. Έτσι ήταν καί έτσι θά είναι … μπορεί νά μην ξέρω γιατί, άλλα έάν τό άμφισβητήσω … πονάει. Άρα, άφοϋ προέχει ή έπιβίωση καί μάλιστα είναι επιθυμητή χωρίς πόνο, άς φερθούμε έξυπνα κι άς παίξουμε τό παιχνίδι όπως μάς τό έμαθαν».
Αύτή είναι ή περιγραφή τού κόσμου ή οποία έχει δικλείδες άσφαλείας γιά νά μήν καταρρεύση καί αύτή έπίμονα καί τυραννικά μεταβιβάζουν οί γονείς καί τά σχολεία στά παιδιά τους σέ έναν αγώνα διατηρήσεως τής άνθρωπότητος έν γνώσει των ιδιαιτεροτήτων μόνο άπό πολύ λίγους άνθρώπους, άφήνοντας τήν συντριπτική πλειοψηφία νά θαλασσοδέρνεται σέ μία τρυκιμυσμένη μαύρη καί βρώμικη θάλασσα συναισθημάτων καί άγνοιας όπου τό μόνο πού είναι σέ θέση νά προσφέρουν είναι τά γεννητικά τους όργανα γιά τήν φυσική άναπαραγωγή καί διαιώνιση.
Έάν λοιπόν κάποιος έπρόκειτο νά πή τήν Α Λ Η Θ Ε Ι Α, θά έλεγε κάτι πολύ δυσάρεστο καί τό χειρότερο είναι ότι δέν θά είχε καμμία πρόταση γιά κάτι βάσιμα σωστό άφού στήν καλύτερη τών περιπτώσεων θά πρότεινε κάτι άνάλογο μέ τήν προηγούμενη περιγραφή ώστε θά έπιτύγχανε μέν μία διαφορετική στήν όψη άνθρώπινη έξέλιξη, άλλά θά κατέληγε δέ σέ παρόμοια άδιέξοδα μέ αύτά πού άντιμετωπίζει καί σήμερα.
Από αύτήν τήν μικρή άναδρομή μάς μένουν μερικά στοιχεία πού μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά καταλάβουμε τί συμβαίνει. Κρατάμε λοιπόν ότι κάποιοι κάποτε [t.p. κι όχι απαραίτητα άνθρωποι] όχι σέ μία ήμέρα, άποφάσισαν νά δημιουργήσουν μία τάξη στο περιβάλλον τους ξεκινώντας άπό τήν ταπεινή θέση τους στο Σάμπαν καί μέ άγαθή πρόθεση, νά θέσουν ένα σκοπό σύμφωνα μέ τον οποίο θά μπορέσουν νά έξασφαλίσουν μία καλύτερη, μεγαλύτερη ίσως εύκολώτερη ύπαρξη. Βάσει τής άνθρώπινης φυσιολογίας αύτό πού μπορούσε νά έπιτευχθή ήταν ή κατασκευή μίας έρασιτεχνικής σχεδίας ή οποία θά είχε τήν δυνατότητα νά χρησιμοποιηθή σάν βάση ή έφαλτήριο γιά τήν ολοκλήρωση τού σκοπού.
Τοποθετήθηκαν οί πρώτες βάσεις καί δημιουργήθηκαν τά αξιώματα.
Οί άνθρωποι εύημέρησαν, δεν αμφισβήτησαν τον σκοπό, άπεναντίας τον καλοδέχθηκαν καί άφ’ ότου ισορρόπησαν δεν επιθυμούν τήν μεταβολή τής καταστάσεώς τους, άλληλεπιδροϋν δε μεταξύ τους άριστα όπως οί πίθηκοι στο κλουβί, ώς τέλειοι τοποτηρητές τού άρχικού σκοπού διαφυλάττοντας μέ θρησκευτική εύλάβεια τήν άληθινή άρχική ιδέα ένόσω προσπαθούν νά άγνοήσουν τήν πραγματικότητά του άκόμη, εί δυνατόν καί μέ αύθυποβολή γιά νά ξεχάσουν ότι πρόκειται γιά αύθαίρετη ύπόθεση προσδίδοντάς της έπιθετικούς προσδιορισμούς πολύ άνώτερους άπό αύτούς πού δικαιούται γιά τό τί είναι πραγματικά. Μπορεί νά τό πούν άρρητο, άβατο, ιερό ή οτιδήποτε άλλο διότι πρέπει νά μείνη άσφαλισμένο μυστικό έπειδή όπως είναι κατανοητό έάν πέσει σέ λάθος χέρια θά σημάνη καθολική άνακατάταξη μέ άνυπολόγιστες συνέπειες.
Αύτή είναι έν όλίγοις ή «περιγραφή τής ζωής» μέ τά άπλούστερα λόγια καί μόνο γιά τήν φυσική ύλική της μορφή ένω ό οποιοσδήποτε μπορεί νά άντιληφθή ότι έάν αύτό συμβαίνει γιά τά φυσικά μεγέθη, τότε ή πολυπλοκότητα θά μεγαλώςη έκθετικά μέ τά άύλα ή τις άόριστες έννοιες, συναισθήματα, νοητικές εικόνες καί τά παρόμοια τά όποια είναι όντως άπεριόριστα σέ άριθμό.
Μία φυσική περιγραφή καί κάποιες άπό τις δεύτερες άόριστες πού άνέφερα είναι αύτές πού προικίζουν οί γονείς καί οί κοινωνίες στούς νεοεισερχόμενους τής ζωής καί μέ αύτόν τον τρόπο έχουμε φθάσει στο σημείο νά συνεννοούμαστε μέ έναν συγκεκριμένο τρόπο καί νά καταλαβαίνουμε πολλά πράγματα πού έχουμε συμφωνήσει. Όπως είναι φυσικό όμως όταν κάποιο σύστημα ολοκληρωθεί κατά κάποιον τρόπο, θά περάση στήν έφηβεία του καί θά ώριμάση (πάντοτε νοούμενο σέ αύτό τό σύστημα άναφοράς πού άντιλαμβανόμαστε έμείς).
Τό έπόμενο στάδιο στο οποίο θά είσέλθη σάν φυσικός μηχανισμός πού δημιουργήθηκε (γεννήθηκε), νομοτελειακά θά βρή τρόπους νά άναπαραχθή μέ τήν βοήθεια τής άδράνειας τής άρχικής του ορμής (elan vital). Θά δημιουργήση άποικίες καί ύποσυστήματα πού θά έξυπηρετούν τήν ύπαρξή του άδιαφορώντας γιά τις έπί μέρους θυσίες πού θά πρέπη νά ύποστη τό ίδιο ή τμήματα αυτού προκειμένου νά συνέχιση νά ύφίσταται.
Μέ αύτήν τήν άναδρομή θυμόμαστε ότι κάποιοι άνθρωποι άποφάσισαν νά παράγουν τά άξιώματα και στήν συνέχεια άλλοι πού γνώριζαν τήν ούσία και τήν βάση τού σκοπού – τολμώ άκόμη καί νά πω τήν «ήθική» βάση τού σκοπού, διότι προϋπέθεσα ότι ύπήρξε άγαθή πρόθεση – νά παρατηρήσουν τήν έπίδραση πού είχαν αύτές οί «συμφωνίες» στή ζωή, άλλά είχαν καί τήν εύκαιρία νά μελετήσουν τά πρότυπα, χνάρια, άπό τά οποία διερχόταν τό άνθρώπινο είδος κατά τήν έφαρμογή τους. Επιπλέον τό πώς ή άνθρωπότητα προσαρμόστηκε, άποδέχθηκε , διαφύλαξε καί προστάτευσε τήν αύθαίρετη περιγραφή διότι εύρέως άντιλαμβανόταν τήν χρησιμότητά της καί διαισθανόταν τά οφέλη της.
Έάν λοιπόν μία αύθαίρετη περιγραφή, σκέφτηκαν, είχε αύτοϋ τού είδους τά άποτελέσματα, τότε μία παρόμοια πού θά άντιγράφη τον τρόπο τής άρχικής συμφωνίας θά είναι έξ ίσου άποδεκτή καί θά άκολουθήση τά ίδια χνάρια τής άρχικής. Μπορεί νά πρόκειται γιά μία περιγραφή πού δεν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, άλλά καί τό άξίωμα διέπεται άπό τούς ίδιους νόμους καί πέρασε έπιτυχώς τις έξετάσεις στήν διαχρονικότητά του.
Ή νέα περιγραφή λοιπόν ύπέθετε τήν ύπαρξη κάποιων άοράτων δυνάμεων οί οποίες βρίσκονται κάτω άπό τον έλεγχο παρομοίως άοράτων οντοτήτων καί τά οποία ώνόμασαν Θεούς τών οποίων ή ύπαρξις διασφαλίζεται άπό τις νέες αύτές περιγραφές πού λέγονται δόγματα. Τό δόγμα παρομοίως είναι μία άποδοχή παραδοχής σάν συμφωνία καί λειτουργεί σάν ύποσύστημα στο σύστημα τής άρχικής συμφωνίας. Ή ιστορία όμως μάς διδάσκει ότι κατά πρώτον τό άνθρώπινο είδος είχε δόγματα συνδεδεμένα φυσικά μέ τις θρησκείες καί άργότερα έφηϋρε τά άξιώματα, συνεπώς ή όλη διαδικασία πιθανόν νά είναι έντελώς άντίστροφη άπό αύτήν πού περιέγραψα μέ τήν μόνη διαφορά ότι θά πρέπη νά άποδεχθοϋμε μία διαφορετική κατάσταση.
Έάν υποθέσουμε ότι ή ιστορία πού γνωρίζουμε σέ όσο βάθος χρόνου μάς έχουν έπιτρέψει νά έρευνήσουμε δείχνει ώς άρχικές περιγραφές τις θρησκείες, τότε ή άντιστροφή ισχύει. Κάνοντας Λόγο γιά θρησκείες όμως έννοώ τις γνωστές σήμερα σέ έμάς πού χρησιμοποιούνται άποκλειστικά γιά έλεγχο των πληθυσμών. Είναι λογικό ότι πριν ό άνθρωπος μπορέσει νά μιλήση καί νά συνεννοηθή μέ κάποιον τρόπο, θεωρούσε σάν θεότητες ότι φοβόταν καί δέν καταλάβαινε, άλλά δέν μπορούσε νά φθάση στο σημείο νά δημιουργήση δόγματα.
Έάν λάβουμε ύπ’ όψιν ότι ή προσπάθεια έπικρατήσεως άνθρώπων σέ ομάδες καί πληθυσμούς έχουν ξαναγράψει τήν ιστορία άμέτρητες φορές προς τό συμφέρον των νικητών ένώ θρησκευτικές περιγραφές προκειμένου νά εδραιωθούν δέν δίστασαν νά άπαλείψουν έκατομμύρια χρόνια ύπάρξεως καί έξελίξεως τού άνθρωπίνου είδους, είναι δυνατόν νά ύποθέσουμε ότι ή πρώτες περιγραφές έγιναν άπό όντως συνετά όντα, άκολούθησαν τά ύποσυστήματα τών θρησκευτικών περιγραφών δεδομένου τού ότι έπρεπε νά έχουν κάποια γλώσσα νά χρησιμοποιήσουν, πού είναι τεχνητό μέσο, κατά συνέπειαν ή κατασκευή τής γλώσσας προηγήθηκε τής θρησκευτικής περιγραφής τών δογμάτων πού άποσκοποϋσε στον έλεγχο τών πληθυσμών.
Αύτοί λοιπόν πού γνώριζαν θέτοντας σέ έφαρμογή τις γνώσεις πού άπέκτησαν άπό τήν παρατήρηση ή παρέλαβαν άπό παράδοση τών προηγουμένων σκέφτηκαν άπλά καί χρησιμοποίησαν τακτικές πού κατασκευάστηκαν μέ βάση τά άποτελέσματα πού τούς άποκάλυψαν οί συμπεριφορές τών άνθρώπων.
Έτσι είδαν, ότι όσο άναγκαία είναι μία άρχή, όποιαδήποτε άρχή, μία περιγραφή, πάνω στήν οποία μπορεί νά άρχίση νά συσσωρεύεται γνώση, γιά τό άνθρώπινο είδος, άλλο τόσο άναγκαία είναι ή διαφύλαξη τής άρχής άπό τό ίδιο τό είδος πού θά προτίθεται νά τήν ύπερασπιστή άκόμη καί μέ τήν ίδια του τήν ύπαρξη, διότι θά πιστεύη ότι ή ύπαρξή του οφείλεται σέ αύτήν τήν περιγραφή.
Έάν μπορέσουμε τώρα νά φανταστούμε ότι κάθε τέτοια άρχή πού ώνομάσαμε πριν άξίωμα καί κατόπιν δόγμα είναι σάν μία συμπύκνωση μέσα σέ ένα ρευστό πού ένυπάρχει σέ άπεριόριστες διαστάσεις, τότε έχουμε μία Συμπαντική εικόνα καί κάπου μέσα της μία συμπύκνωση πού διαφέρει άπό τό ομαλό ρευστό μέσα στο όποιο πραγματοποιήθηκε ή συμπύκνωση. Τώρα αύτή μπορεί νά άποτελέση άπό μόνη της τήν περιγραφή μίας ζωής πού κάλλιστα θά μπορούσε νά ήταν καί κάποια άλλη, διαφορετική μέ περισσότερα ή λιγώτερα συστατικά καί άλλες κινητικές ιδιότητες.
Ή άρχή λοιπόν πού μπορεί νά είναι ή όποιαδήποτε έδωσε τήν εύκαιρία σέ κάποιους νά δημιουργήσουν άλλες άρχές σάν ύποσυστήματα γιά νά έπιτύχουν τό άποτέλεσμα πού έπιθυμούν. Οί άνθρωποι ένεργούν μέ τον ίδιο τρόπο όπως καί στο κλουβί μέ τούς πιθήκους άλλά σέ αύτήν τήν περίπτωση, αύτοί πού γνωρίζουν, κατευθύνουν τον τρόπο τής άντιδράσεώς των πιθήκων σέ διαφορετικούς στόχους, μέ άλλα σκηνικά καί άντί γιά μπανάνες σάν τον «άπαγορευμένο καρπό» τοποθετούν τήν λογική σκέψη ή τήν κριτική ικανότητα, ή οποία όταν έκδηλωθεί δέχεται τήν έπίθεση τών θεματοφυλάκων πού έχουν πλέον τήν ιδιότητα τών φανατικών μίας θρησκείας, προοδευτικών, μαρξιστών, άριστερών, φιλελευθέρων ή οτιδήποτε άλλο έχει νά προσφέρη ή άνθρώπινη διάνοια-διαστροφή κατά τήν διάρκεια τής ζυμώσεως τής έξελίξεώς της.
Περαιτέρω ύποσυστήματα πού στηρίζονται πάνω στο ίδιο μοντέλο είναι οί παραισθήσεις πού δημιουργούνται είτε μέ τήν βοήθεια ούσιών, είτε μέ τήν έντεχνη διαχείρηση τής διάνοιας τών άνθρώπων καί τήν μετάδοση μηνυμάτων μέ ζωηρές παραστάσεις πού άπαιτούν τήν δεξιοτεχνία ένός ικανού άφηγητού πού παρασύρει μέ τήν νοητική του ικανότητα τούς άνθρώπους νά δημιουργήσουν εικόνες, παραστάσεις ή ολόκληρων ιστοριών βάσει τών οποίων σχηματίζεται μία ολόκληρη πραγματικότητα στον έγκέφαλό τους, ή οποία στήν συνέχεια άρχίζει νά βρίσκη συνάφειες γιά νά πιστοποιήση τήν ύπαρξή της καί νά δικαιολογήση τήν παρουσία της, αφού συμπεριφέρεται μέ τον ίδιο τρόπο πού συμπεριφέρονται όλα όσα έρχονται σέ κατάσταση άντιληπτότητας πού δέν ύπήρχαν πριν, συνεπώς γεννήθηκαν καί θά άκολουθήσουν τήν ίδια πορεία τής εφηβείας, ώριμάνσεως, άναπαραγωγής καί θανάτου.
Δέν είναι καθόλου λανθασμένη μία πρόταση πού διεκδικεΐ ότι δέν ύπάρχει κάτι άνάλογο μέ τήν άντικειμενική άλήθεια. Καταλαβαίνουμε άπό τον καθορισμό τών εννοιών πού πραγματευόμαστε ότι ή άλήθεια ή ό,τι θέλουμε νά ώνομάζουμε άλήθεια, μπορεί νά είναι μόνο κάτι συμβατικό καί όχι κάτι πού είναι γραμμένο κάπου, κρυμμένο καί άσφαλισμένο, δέν βρίσκεται σέ κανέναν παράδεισο καί δέν τό φυλάνε δράκοι μπροστά άπό βαρειές πέτρινες πύλες καί τά άνάλογα στά οποία άρέσκεται ή άνθρώπινη φαντασία.
Αλήθεια δέν ύπάρχει ή όλα είναι μία άλήθεια άπό τήν στιγμή πού μπορείς νά τήν άντιλαμβάνεσαι καί νά τήν βιώνης. Μπορεί νά είναι άλήθεια γιά σένα άλλά νά μήν ύπάρχη στο μυαλό κανενός άλλου, όμως δέν παύει νά έξακολουθή νά είναι πραγματικότητα γιά σένα. Ό τρόμος στο όνειρό σου είναι τόσο πραγματικός όσο νά άπειλήση τήν ίδια σου τήν ζωή μέ συγκοπή καρδίας, άλλά τότε ποιος μπορεί νά ίσχυριστή ότι αύτό πού σέ τρόμαξε δέν ήταν πραγματικό άφού σέ σκότωσε. Τό ότι κανείς δέν τό γνώριζε πλήν εσού πού τό ύπέστης, δέν μπορεί νά τού άφαιρέση τήν πραγματικότητα τής ύπάρξεώς του διότι γιά σένα ήταν μία πραγματικότητα πού σέ επηρέασε στο φυσικό επίπεδο.
Ή απάντηση βρίσκεται αμέσως μετά άλλά γιά νά ύπάρχη περίπτωση νά γίνη κατανοητή, τό μυαλό πρέπει νά είναι έκαπιδευμένο, προσανατολισμένο σωστά καί σέ εγρήγορση τήν ώρα τής μελέτης ώστε νά κατορθώση νά συλλάβη τό νόημα τήν ώρα πού διαβάζει.
Πολύ ενδιαφέρον το θέμα που πραγματεύεται αυτό το άρθρο, Παραισθήσεις και Αυταπάτες έχει τοποθετήσει με διαύγεια κάποια φαινόμενα που μας λένε στο Deree: Group Dynamics. Συγκεκριμένα μου άρεσε το απόσπασμα που περιγράφει την παράλυση της κριτικής σκέψης αλλά και σε όλο το κείμενο που υπογραμμίζεται η προϋπόθεση της συναίνεσης σε μια (κατά περίσταση) πραγματικότητα/ερμηνεία ώστε να επικρατήσει η παραίσθηση σε μία μάζα.
Αναλογίζομαι όμως τους περιορισμούς αυτής της έννοιας. Δηλαδή, μία αυταπάτη/ψευδαίσθηση μπορεί να μεταδοθεί ανεξέλεγκτα μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (οικειοθελώς και μη); Από την στιγμή που εγώ π.χ. ανακαλώ μια εικόνα και την τροποποιώ στα μέτρα μου, όταν θα την εξιστορήσω στον συνομιλητή μου θα του επηρεάσω την πραγματικότητα, συνεπώς είναι θέμα ικανότητας της κριτικής σκέψης του κάθε ατόμου να δέχεται τις επικρατέστερες αφηγήσεις ή είναι αβοήθητος όσο βρίσκεται σε αυτό;
Επίσης, όσον αναφορά την πλήρη δυσπιστία ως προς τις μαρτυρίες των μαζών, θεωρώ πως εφαρμόζει πρώτα στις μαρτυρίες αυτοπτών (και έχω στο μυαλό μου έρευνες και επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των μαρτυριών είναι ανακριβής ή λανθασμένες λόγω της φυσιολογίας του ανθρώπου). Όταν λοιπόν, σε μία κοινή μαρτυρία/γνώμη περιλαμβάνονται οι μεταφράσεις – αντιλήψεις του κάθε μέλους της κοινής απόφασης, από την στιγμή που ο αριθμός πάει από το ένα στο δύο η ανακρίβεια έχει ήδη πολλαπλασιαστεί, διότι επισυνάπτονται έννοιες όπως ο φόβος, η αποδοχή, η συμβατικότητα και άλλες πολλές μεταβλητές. Πολύ μου άρεσε και σε ευχαριστώ που μου το έστειλες…
«Αναλογίζομαι όμως τους περιορισμούς αυτής της έννοιας. Δηλαδή, μία αυταπάτη/ψευδαίσθηση μπορεί να μεταδοθεί ανεξέλεγκτα μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (οικειοθελώς και μη);»
Η “ψευδαίσθηση” τώρα, λέγεται το φαινόμενο κατά το οποίο, χωρίς να υπάρχει εξωτερικό ερέθισμα, σχηματίζει στη συνείδηση μια μνημονική ή φανταστική παράσταση, μια εικόνα, με τόση σαφήνεια και ζωηρότητα, ώστε να την αντιλαμβάνεται και να τη θεωρεί το υποκείμενο πραγματική. Η ψευδαίσθηση είναι η αντίληψη πράγματος ή γεγονότος το οποίο δεν υπάρχει ή δεν συμφωνούν οι άλλοι ότι υπάρχει.
Αυτός ό ορισμός από μόνος του δηλώνει ότι τό άνθρώπινο όν ή καλύτερα ό εγκέφαλός μας προσλαμβάνει κάποιες πληροφορίες καί έπεξεργαζόμενό τες «βλέπει», δημιουργεί μία περιγραφή ή όποια δεν μπορούμε παρά νά άποδεχθούμε ότι είναι απόλυτα ύποκειμενική ένω άπέχει πολύ άπό τό νά θεωρηθή ώς άντικειμενική. Τότε άναφύεται τό έρώτημα: τί μπορεί νά θεωρηθή σάν άντικειμενικό;
Ή άπάντηση είναι εύλογη· βάσει τού άνωτέρω ορισμού δεν μπορεί νά ύπάρξη άντικειμενική παρατήρηση διότι είναι άδύνατον – με τά μέχρι στιγμής γνωστά – νά έχουμε έστω δύο αύτόνομες μονάδες πού νά μοιράζονται άκριβώς τον ίδιο άριθμό, ποσότητα καί ποιότητα πληροφοριών, νά έχουν τήν ίδια φυσιολογία καί ιδιότητες πού δεν θεωρούνται άναπηρία άπό τό ένα ή τό άλλο ύποκείμενο, νά διαθέτουν δε τις ίδιες άντιληπτικές ικανότητες οί όποιες γιά νά θεωρούνται ίδιες πρέπει νά έχουν διέλθει άκριβώς άπό τά ίδια στάδια διδασκαλίας μαθήσεως, θεμάτων γνώσεων ώς καί κλιματολογικών συνθηκών. Συνεπώς, πάντοτε βάσει τού ορισμού, μπορούμε με ευκολία νά ποϋμε ότι δεν υπάρχει κάτι άνάλογο με αυτό πού ονομάζουμε «άντικειμενικό».
Ή άντικειμενική παρατήρηση άναγκαστικά έπρεπε νά καθορισθή κατά κάποιον τρόπο σάν συμφωνία καί μόνο. Αυτό δέ συνέβη διότι υπήρξε άνάγκη νά προαχθή ή συλλογική έργασία γιά έπίτευξη μεγαλυτέρων άνακαλύψεων καί άναγνώσεως – χαρτογραφήσεως τού περιβάλλοντος κόσμου μας. Έτσι συμφωνήθηκε ότι θά έπρεπε νά τεθούν κάποιες βάσεις (μία πλατφόρμα κατά τήν μοντέρνα έκφραση), πάνω στις οποίες οί άνθρωποι θά έπρεπε νά συμφωνήσουν είτε τούς άρεσε είτε όχι, άλλά μέ βασική προτεραιότητα νά καταλήξουν τελικά σέ ένα άποτέλεσμα, ότι κάποια πράγματα θά τά έβλεπαν, θεωρούσαν, υπέθεταν, συμφωνούσαν μέ τον ίδιο τρόπο καί περιγραφή, άδιαφόρως τής έσωτερικής δυσπιστίας τού καθενός.
Αύτό διότι είχε ύπάρξει ή άναγκαστική καί ήθελημένη άρχική συμφωνία ή οποία έλεγε ότι: «πρέπει νά συμφωνήσουμε όλοι σέ συγκεκριμένη βάση διότι άλλιώς κανένας μας δέν θά μπορέση μεμονωμένα νά έπιτύχη αυτά πού όλοι μας έπιδιώκουμε νά πετύχουμε».
Ακούγεται λογικό καί αύτό ήταν ή άρχή όπου δημιουργήθηκαν τά «άξιώματα». Τά άξιώματα είναι παραδοχές πού προσπαθούν νά θέσουν κάποια ύποθετική βάση στο άχανές τού Σύμπαντος προκειμένου νά δημιουργηθή κάποιο σημείο έκκινήσεως καί άργότερα σημείο άναφοράς παρατηρήσεως γιά νά οίκοδομηθή μία θεωρία ή ένας μηχανισμός παρατηρήσεως των φαινομένων. Κάτι άνάλογο είναι τό άξίωμα α° = 1 ή τό ότι ύποθέτουμε πώς μία έπιφάνεια είναι έπίπεδη ή μία γραμμή εύθεία άφοϋ γνωρίζουμε έκ των προτέρων ότι τό έπίπεδο είναι κατ’ ούσίαν μία καμπύλη μίας μεγαλύτερης έπιφάνειας ένώ μία ευθεία ανεξαρτήτως τού πόσο μεγάλη είναι, τμήμα μία μεγάλης περιφέρειας κύκλου.
Είναι κατανοητό τό γιατί αυτή ή συμφωνία έπρεπε νά ύπάρξη καί νά γίνη άποδεκτή άπό όλους σάν μία «θυσία» τού ύπάρχοντος «εγωισμού» τους ύπό τήν έννοια τού ξεχωριστού «εγώ» τής αύθύπαρκτης μονάδος καί όχι τού συναισθηματικού εγωισμού. Έγινε λοιπόν τό ξεκίνημα καί όταν οί γνώσεις καί κατ’ άκολουθίαν τά επιτεύγματα διέγραψαν τον πρώτο κύκλο έπιτυχιών, οί άνθρωποι άρχισαν νά αισθάνονται ότι είχαν κάνει τήν σωστή έπιλογή στις άποφάσεις τους, δηλαδή νά ύποστηρίξουν τήν κατεύθυνση μίας συμφωνίας πού άπαιτούσε μία μικρή θυσία άπό τον καθένα άλλα άπέδιδε πολλαπλάσια οφέλη.
Άν καί ή μικρή άτασθαλία τού παρελθόντος τό νά πιαστούν σέ κάτι αύθαίρετο καί άναπόδεικτο καί νά τό θεωρήσουν σάν βάση πού έχτισαν τήν μετέπειτα ζωή τους, μπορεί νά ήταν ένα σκοτεινό σημείο στο παρελθόν, δεν φαίνεται νά ένοχλούσε ιδιαίτερα κανέναν άν καί οί περισσότεροι είτε τό είχαν ξεχάσει είτε δεν τό θυμόντουσαν πλέον καί ή ζωή μπορούσε νά συνεχιστή χωρίς πρόβλημα άφού ήταν έπιτυχής καί εύχάριστη.
Τό ότι είχε δομηθεί πάνω σέ μία ύποθετική καί έν πολλοϊς λανθασμένη βάση δεν φαίνεται νά ένοχλούσε τον κόσμο, μάλιστα ούδείς πλέον δεν δίσταζε νά έλέγξη αύστηρά κάποιον, ό οποίος ήθελε νά ύπενθυμίση ότι ή συμφωνία καί περιγραφή δεν είναι άπολύτως σωστή καί ένδέχεται νά ώδηγήση σέ τεράστια λάθη όπως ή ζωή έξελισσόμενη εισχωρεί σέ νέες περιοχές, «έπικράτειες», χώρους. (χρησιμοπι0ώ τήν λέξη έπικράτειες διότι σέ παράλληλες ύπάρξεις κάτω άπό συγκεκριμένες ή μή συνθήκες, ισχύουν κανόνες πού ορίζονται άπό δυνάμεις πού φυσικά δεν είναι γνωστές στούς άνθρώπους άλλά καί ίσως τελείως διάφορες μέ τήν άρχική συμφωνία, περιγραφή πού οί άνθρωποι άποδέχθηκαν νά θεσπίσουν γιά νά ξεκινήσουν τήν δική τους πορεία σάν άνθρωπότητα μέσα στο άχανές τού Σύμπαντος.)
Αυτός ό έλεγχος πού θά ύφίστατο όποιος επιχειρούσε ή επιχειρήσει νά ύπενθυμίση τό σκοτεινό σημείο τού παρελθόντος ή άκόμη καί νά προσπαθήση νά προειδοποίηση γιά μετριοπαθή συμπεριφορά εξ αιτίας τής είσχωρήσεως σέ άγνωστους χώρους (γνώση), άπωθεΐται άπό τό περιβάλλον του καί άπό τούς όμοιους του διότι, οίαδήποτε συμφωνία παραδοχή τού σκοτεινού σημείου, θά σηματοδοτούσε τήν ολοκληρωτική άναθεώρηση τού τρόπου διεξαγωγής τής ζωής καί αύτή ή διαδικασία δεν είναι καθόλου εύχάριστη στούς έξασκούντες (χρήστες) τής άρχικής συμφωνίας διότι σάν φυσικά όντα, άντιδρούν μέ τον ισχυρότερο τρόπο πού διέπει σέ μεγαλύτερο ποσοστό τήν ολότητά τους δηλαδή τήν φυσική τους μορφή άντί τήν «ερωτική», (κάποιος θά τήν ώνόμαζε πνευματική, ύλη – πνεύμα). [t.p. αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που δολοφονούνται όποιοι διαφωνούν με τα σκοτεινά αξιώματα της επικρατούσας μάζας, Τέσλα, Ράιχ, Ράιφ, Ρουθ Ντράουν κλπ]
Ή τάσις τής ύλης είναι έντροπική, τείνει δηλαδή στήν άπλούστευση των μορφών έχοντας σάν μόνο άντίθετο άνυσμα τον Ε Ρ Ω Τ Α (άς τό πούμε τον Ερωτα τής ύπάρξεως) ό όποιος άντιτίθεται στήν άπλούστευση. Ή άπλούστευση ώς γνωστόν μοιραία οδηγεί στον θάνατο, ενώ άντιθέτως ό Ερωτας, συντηρεί τή ζωή πού θά λέγαμε είναι τόσο μεγάλη όσο δυνατός είναι ό Έρωτας γι’ αύτήν. (θέληση, τάση, άνυσμα καί όχι μόνο, διότι είναι πολύ περισσότερα στή λίστα).
Αφού αύτό είναι κατανοητό μπορούμε εύκολα νά κάνουμε τον παραλληλισμό μέ τήν εύστοχη ιστορία τού πειράματος τών πιθήκων στο κλουβί όπου όταν κάποιος προσπαθεί νά πλησιάση τήν «αύτό πού έχει άνάγκη» – μπανάνες, οί ύπόλοιποι πίθηκοι πάσχουν μέ «φυσικό πόνο»· καταβρέχονται μέ κρύο νερό. Αύτό δείχνει επίσης ότι τό ύποκείμενο όντας πλησιέστερα στήν φυσική του μορφή καί κατά μεγαλύτερο ποσοστό ενεργόν μέ τήν φύση παρά μέ τον Ερωτα (Διάνοια-Πνεύμα), δίνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στά φυσικά πάθη παρά στά ούσιαστικά καί διαχρονικά.
Έτσι λοιπόν άκόμη καί όταν όλοι οί πίθηκοι έχουν ύποστεΐ άρχικά τό κρύο νερό καί άμέσως άργότερα στήν πρώτη άντικατάσταση πιθήκων τή σωματική βία, (πόνο) άπό τούς γύρω τους γνωρίζουν ότι: «σέ αύτό τό κλουβί, έτσι είναι τά πράγματα. Έτσι ήταν καί έτσι θά είναι … μπορεί νά μην ξέρω γιατί, άλλα έάν τό άμφισβητήσω … πονάει. Άρα, άφοϋ προέχει ή έπιβίωση καί μάλιστα είναι επιθυμητή χωρίς πόνο, άς φερθούμε έξυπνα κι άς παίξουμε τό παιχνίδι όπως μάς τό έμαθαν».
Αύτή είναι ή περιγραφή τού κόσμου ή οποία έχει δικλείδες άσφαλείας γιά νά μήν καταρρεύση καί αύτή έπίμονα καί τυραννικά μεταβιβάζουν οί γονείς καί τά σχολεία στά παιδιά τους σέ έναν αγώνα διατηρήσεως τής άνθρωπότητος έν γνώσει των ιδιαιτεροτήτων μόνο άπό πολύ λίγους άνθρώπους, άφήνοντας τήν συντριπτική πλειοψηφία νά θαλασσοδέρνεται σέ μία τρυκιμυσμένη μαύρη καί βρώμικη θάλασσα συναισθημάτων καί άγνοιας όπου τό μόνο πού είναι σέ θέση νά προσφέρουν είναι τά γεννητικά τους όργανα γιά τήν φυσική άναπαραγωγή καί διαιώνιση.
Έάν λοιπόν κάποιος έπρόκειτο νά πή τήν Α Λ Η Θ Ε Ι Α, θά έλεγε κάτι πολύ δυσάρεστο καί τό χειρότερο είναι ότι δέν θά είχε καμμία πρόταση γιά κάτι βάσιμα σωστό άφού στήν καλύτερη τών περιπτώσεων θά πρότεινε κάτι άνάλογο μέ τήν προηγούμενη περιγραφή ώστε θά έπιτύγχανε μέν μία διαφορετική στήν όψη άνθρώπινη έξέλιξη, άλλά θά κατέληγε δέ σέ παρόμοια άδιέξοδα μέ αύτά πού άντιμετωπίζει καί σήμερα.
Από αύτήν τήν μικρή άναδρομή μάς μένουν μερικά στοιχεία πού μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά καταλάβουμε τί συμβαίνει. Κρατάμε λοιπόν ότι κάποιοι κάποτε [t.p. κι όχι απαραίτητα άνθρωποι] όχι σέ μία ήμέρα, άποφάσισαν νά δημιουργήσουν μία τάξη στο περιβάλλον τους ξεκινώντας άπό τήν ταπεινή θέση τους στο Σάμπαν καί μέ άγαθή πρόθεση, νά θέσουν ένα σκοπό σύμφωνα μέ τον οποίο θά μπορέσουν νά έξασφαλίσουν μία καλύτερη, μεγαλύτερη ίσως εύκολώτερη ύπαρξη. Βάσει τής άνθρώπινης φυσιολογίας αύτό πού μπορούσε νά έπιτευχθή ήταν ή κατασκευή μίας έρασιτεχνικής σχεδίας ή οποία θά είχε τήν δυνατότητα νά χρησιμοποιηθή σάν βάση ή έφαλτήριο γιά τήν ολοκλήρωση τού σκοπού.
Τοποθετήθηκαν οί πρώτες βάσεις καί δημιουργήθηκαν τά αξιώματα.
Οί άνθρωποι εύημέρησαν, δεν αμφισβήτησαν τον σκοπό, άπεναντίας τον καλοδέχθηκαν καί άφ’ ότου ισορρόπησαν δεν επιθυμούν τήν μεταβολή τής καταστάσεώς τους, άλληλεπιδροϋν δε μεταξύ τους άριστα όπως οί πίθηκοι στο κλουβί, ώς τέλειοι τοποτηρητές τού άρχικού σκοπού διαφυλάττοντας μέ θρησκευτική εύλάβεια τήν άληθινή άρχική ιδέα ένόσω προσπαθούν νά άγνοήσουν τήν πραγματικότητά του άκόμη, εί δυνατόν καί μέ αύθυποβολή γιά νά ξεχάσουν ότι πρόκειται γιά αύθαίρετη ύπόθεση προσδίδοντάς της έπιθετικούς προσδιορισμούς πολύ άνώτερους άπό αύτούς πού δικαιούται γιά τό τί είναι πραγματικά. Μπορεί νά τό πούν άρρητο, άβατο, ιερό ή οτιδήποτε άλλο διότι πρέπει νά μείνη άσφαλισμένο μυστικό έπειδή όπως είναι κατανοητό έάν πέσει σέ λάθος χέρια θά σημάνη καθολική άνακατάταξη μέ άνυπολόγιστες συνέπειες.
Αύτή είναι έν όλίγοις ή «περιγραφή τής ζωής» μέ τά άπλούστερα λόγια καί μόνο γιά τήν φυσική ύλική της μορφή ένω ό οποιοσδήποτε μπορεί νά άντιληφθή ότι έάν αύτό συμβαίνει γιά τά φυσικά μεγέθη, τότε ή πολυπλοκότητα θά μεγαλώςη έκθετικά μέ τά άύλα ή τις άόριστες έννοιες, συναισθήματα, νοητικές εικόνες καί τά παρόμοια τά όποια είναι όντως άπεριόριστα σέ άριθμό.
Μία φυσική περιγραφή καί κάποιες άπό τις δεύτερες άόριστες πού άνέφερα είναι αύτές πού προικίζουν οί γονείς καί οί κοινωνίες στούς νεοεισερχόμενους τής ζωής καί μέ αύτόν τον τρόπο έχουμε φθάσει στο σημείο νά συνεννοούμαστε μέ έναν συγκεκριμένο τρόπο καί νά καταλαβαίνουμε πολλά πράγματα πού έχουμε συμφωνήσει. Όπως είναι φυσικό όμως όταν κάποιο σύστημα ολοκληρωθεί κατά κάποιον τρόπο, θά περάση στήν έφηβεία του καί θά ώριμάση (πάντοτε νοούμενο σέ αύτό τό σύστημα άναφοράς πού άντιλαμβανόμαστε έμείς).
Τό έπόμενο στάδιο στο οποίο θά είσέλθη σάν φυσικός μηχανισμός πού δημιουργήθηκε (γεννήθηκε), νομοτελειακά θά βρή τρόπους νά άναπαραχθή μέ τήν βοήθεια τής άδράνειας τής άρχικής του ορμής (elan vital). Θά δημιουργήση άποικίες καί ύποσυστήματα πού θά έξυπηρετούν τήν ύπαρξή του άδιαφορώντας γιά τις έπί μέρους θυσίες πού θά πρέπη νά ύποστη τό ίδιο ή τμήματα αυτού προκειμένου νά συνέχιση νά ύφίσταται.
Μέ αύτήν τήν άναδρομή θυμόμαστε ότι κάποιοι άνθρωποι άποφάσισαν νά παράγουν τά άξιώματα και στήν συνέχεια άλλοι πού γνώριζαν τήν ούσία και τήν βάση τού σκοπού – τολμώ άκόμη καί νά πω τήν «ήθική» βάση τού σκοπού, διότι προϋπέθεσα ότι ύπήρξε άγαθή πρόθεση – νά παρατηρήσουν τήν έπίδραση πού είχαν αύτές οί «συμφωνίες» στή ζωή, άλλά είχαν καί τήν εύκαιρία νά μελετήσουν τά πρότυπα, χνάρια, άπό τά οποία διερχόταν τό άνθρώπινο είδος κατά τήν έφαρμογή τους. Επιπλέον τό πώς ή άνθρωπότητα προσαρμόστηκε, άποδέχθηκε , διαφύλαξε καί προστάτευσε τήν αύθαίρετη περιγραφή διότι εύρέως άντιλαμβανόταν τήν χρησιμότητά της καί διαισθανόταν τά οφέλη της.
Έάν λοιπόν μία αύθαίρετη περιγραφή, σκέφτηκαν, είχε αύτοϋ τού είδους τά άποτελέσματα, τότε μία παρόμοια πού θά άντιγράφη τον τρόπο τής άρχικής συμφωνίας θά είναι έξ ίσου άποδεκτή καί θά άκολουθήση τά ίδια χνάρια τής άρχικής. Μπορεί νά πρόκειται γιά μία περιγραφή πού δεν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, άλλά καί τό άξίωμα διέπεται άπό τούς ίδιους νόμους καί πέρασε έπιτυχώς τις έξετάσεις στήν διαχρονικότητά του.
Ή νέα περιγραφή λοιπόν ύπέθετε τήν ύπαρξη κάποιων άοράτων δυνάμεων οί οποίες βρίσκονται κάτω άπό τον έλεγχο παρομοίως άοράτων οντοτήτων καί τά οποία ώνόμασαν Θεούς τών οποίων ή ύπαρξις διασφαλίζεται άπό τις νέες αύτές περιγραφές πού λέγονται δόγματα. Τό δόγμα παρομοίως είναι μία άποδοχή παραδοχής σάν συμφωνία καί λειτουργεί σάν ύποσύστημα στο σύστημα τής άρχικής συμφωνίας. Ή ιστορία όμως μάς διδάσκει ότι κατά πρώτον τό άνθρώπινο είδος είχε δόγματα συνδεδεμένα φυσικά μέ τις θρησκείες καί άργότερα έφηϋρε τά άξιώματα, συνεπώς ή όλη διαδικασία πιθανόν νά είναι έντελώς άντίστροφη άπό αύτήν πού περιέγραψα μέ τήν μόνη διαφορά ότι θά πρέπη νά άποδεχθοϋμε μία διαφορετική κατάσταση.
Έάν υποθέσουμε ότι ή ιστορία πού γνωρίζουμε σέ όσο βάθος χρόνου μάς έχουν έπιτρέψει νά έρευνήσουμε δείχνει ώς άρχικές περιγραφές τις θρησκείες, τότε ή άντιστροφή ισχύει. Κάνοντας Λόγο γιά θρησκείες όμως έννοώ τις γνωστές σήμερα σέ έμάς πού χρησιμοποιούνται άποκλειστικά γιά έλεγχο των πληθυσμών. Είναι λογικό ότι πριν ό άνθρωπος μπορέσει νά μιλήση καί νά συνεννοηθή μέ κάποιον τρόπο, θεωρούσε σάν θεότητες ότι φοβόταν καί δέν καταλάβαινε, άλλά δέν μπορούσε νά φθάση στο σημείο νά δημιουργήση δόγματα.
Έάν λάβουμε ύπ’ όψιν ότι ή προσπάθεια έπικρατήσεως άνθρώπων σέ ομάδες καί πληθυσμούς έχουν ξαναγράψει τήν ιστορία άμέτρητες φορές προς τό συμφέρον των νικητών ένώ θρησκευτικές περιγραφές προκειμένου νά εδραιωθούν δέν δίστασαν νά άπαλείψουν έκατομμύρια χρόνια ύπάρξεως καί έξελίξεως τού άνθρωπίνου είδους, είναι δυνατόν νά ύποθέσουμε ότι ή πρώτες περιγραφές έγιναν άπό όντως συνετά όντα, άκολούθησαν τά ύποσυστήματα τών θρησκευτικών περιγραφών δεδομένου τού ότι έπρεπε νά έχουν κάποια γλώσσα νά χρησιμοποιήσουν, πού είναι τεχνητό μέσο, κατά συνέπειαν ή κατασκευή τής γλώσσας προηγήθηκε τής θρησκευτικής περιγραφής τών δογμάτων πού άποσκοποϋσε στον έλεγχο τών πληθυσμών.
Αύτοί λοιπόν πού γνώριζαν θέτοντας σέ έφαρμογή τις γνώσεις πού άπέκτησαν άπό τήν παρατήρηση ή παρέλαβαν άπό παράδοση τών προηγουμένων σκέφτηκαν άπλά καί χρησιμοποίησαν τακτικές πού κατασκευάστηκαν μέ βάση τά άποτελέσματα πού τούς άποκάλυψαν οί συμπεριφορές τών άνθρώπων.
Έτσι είδαν, ότι όσο άναγκαία είναι μία άρχή, όποιαδήποτε άρχή, μία περιγραφή, πάνω στήν οποία μπορεί νά άρχίση νά συσσωρεύεται γνώση, γιά τό άνθρώπινο είδος, άλλο τόσο άναγκαία είναι ή διαφύλαξη τής άρχής άπό τό ίδιο τό είδος πού θά προτίθεται νά τήν ύπερασπιστή άκόμη καί μέ τήν ίδια του τήν ύπαρξη, διότι θά πιστεύη ότι ή ύπαρξή του οφείλεται σέ αύτήν τήν περιγραφή.
Έάν μπορέσουμε τώρα νά φανταστούμε ότι κάθε τέτοια άρχή πού ώνομάσαμε πριν άξίωμα καί κατόπιν δόγμα είναι σάν μία συμπύκνωση μέσα σέ ένα ρευστό πού ένυπάρχει σέ άπεριόριστες διαστάσεις, τότε έχουμε μία Συμπαντική εικόνα καί κάπου μέσα της μία συμπύκνωση πού διαφέρει άπό τό ομαλό ρευστό μέσα στο όποιο πραγματοποιήθηκε ή συμπύκνωση. Τώρα αύτή μπορεί νά άποτελέση άπό μόνη της τήν περιγραφή μίας ζωής πού κάλλιστα θά μπορούσε νά ήταν καί κάποια άλλη, διαφορετική μέ περισσότερα ή λιγώτερα συστατικά καί άλλες κινητικές ιδιότητες.
Ή άρχή λοιπόν πού μπορεί νά είναι ή όποιαδήποτε έδωσε τήν εύκαιρία σέ κάποιους νά δημιουργήσουν άλλες άρχές σάν ύποσυστήματα γιά νά έπιτύχουν τό άποτέλεσμα πού έπιθυμούν. Οί άνθρωποι ένεργούν μέ τον ίδιο τρόπο όπως καί στο κλουβί μέ τούς πιθήκους άλλά σέ αύτήν τήν περίπτωση, αύτοί πού γνωρίζουν, κατευθύνουν τον τρόπο τής άντιδράσεώς των πιθήκων σέ διαφορετικούς στόχους, μέ άλλα σκηνικά καί άντί γιά μπανάνες σάν τον «άπαγορευμένο καρπό» τοποθετούν τήν λογική σκέψη ή τήν κριτική ικανότητα, ή οποία όταν έκδηλωθεί δέχεται τήν έπίθεση τών θεματοφυλάκων πού έχουν πλέον τήν ιδιότητα τών φανατικών μίας θρησκείας, προοδευτικών, μαρξιστών, άριστερών, φιλελευθέρων ή οτιδήποτε άλλο έχει νά προσφέρη ή άνθρώπινη διάνοια-διαστροφή κατά τήν διάρκεια τής ζυμώσεως τής έξελίξεώς της.
Περαιτέρω ύποσυστήματα πού στηρίζονται πάνω στο ίδιο μοντέλο είναι οί παραισθήσεις πού δημιουργούνται είτε μέ τήν βοήθεια ούσιών, είτε μέ τήν έντεχνη διαχείρηση τής διάνοιας τών άνθρώπων καί τήν μετάδοση μηνυμάτων μέ ζωηρές παραστάσεις πού άπαιτούν τήν δεξιοτεχνία ένός ικανού άφηγητού πού παρασύρει μέ τήν νοητική του ικανότητα τούς άνθρώπους νά δημιουργήσουν εικόνες, παραστάσεις ή ολόκληρων ιστοριών βάσει τών οποίων σχηματίζεται μία ολόκληρη πραγματικότητα στον έγκέφαλό τους, ή οποία στήν συνέχεια άρχίζει νά βρίσκη συνάφειες γιά νά πιστοποιήση τήν ύπαρξή της καί νά δικαιολογήση τήν παρουσία της, αφού συμπεριφέρεται μέ τον ίδιο τρόπο πού συμπεριφέρονται όλα όσα έρχονται σέ κατάσταση άντιληπτότητας πού δέν ύπήρχαν πριν, συνεπώς γεννήθηκαν καί θά άκολουθήσουν τήν ίδια πορεία τής εφηβείας, ώριμάνσεως, άναπαραγωγής καί θανάτου.
Δέν είναι καθόλου λανθασμένη μία πρόταση πού διεκδικεΐ ότι δέν ύπάρχει κάτι άνάλογο μέ τήν άντικειμενική άλήθεια. Καταλαβαίνουμε άπό τον καθορισμό τών εννοιών πού πραγματευόμαστε ότι ή άλήθεια ή ό,τι θέλουμε νά ώνομάζουμε άλήθεια, μπορεί νά είναι μόνο κάτι συμβατικό καί όχι κάτι πού είναι γραμμένο κάπου, κρυμμένο καί άσφαλισμένο, δέν βρίσκεται σέ κανέναν παράδεισο καί δέν τό φυλάνε δράκοι μπροστά άπό βαρειές πέτρινες πύλες καί τά άνάλογα στά οποία άρέσκεται ή άνθρώπινη φαντασία.
Αλήθεια δέν ύπάρχει ή όλα είναι μία άλήθεια άπό τήν στιγμή πού μπορείς νά τήν άντιλαμβάνεσαι καί νά τήν βιώνης. Μπορεί νά είναι άλήθεια γιά σένα άλλά νά μήν ύπάρχη στο μυαλό κανενός άλλου, όμως δέν παύει νά έξακολουθή νά είναι πραγματικότητα γιά σένα. Ό τρόμος στο όνειρό σου είναι τόσο πραγματικός όσο νά άπειλήση τήν ίδια σου τήν ζωή μέ συγκοπή καρδίας, άλλά τότε ποιος μπορεί νά ίσχυριστή ότι αύτό πού σέ τρόμαξε δέν ήταν πραγματικό άφού σέ σκότωσε. Τό ότι κανείς δέν τό γνώριζε πλήν εσού πού τό ύπέστης, δέν μπορεί νά τού άφαιρέση τήν πραγματικότητα τής ύπάρξεώς του διότι γιά σένα ήταν μία πραγματικότητα πού σέ επηρέασε στο φυσικό επίπεδο.
Ή απάντηση βρίσκεται αμέσως μετά άλλά γιά νά ύπάρχη περίπτωση νά γίνη κατανοητή, τό μυαλό πρέπει νά είναι έκαπιδευμένο, προσανατολισμένο σωστά καί σέ εγρήγορση τήν ώρα τής μελέτης ώστε νά κατορθώση νά συλλάβη τό νόημα τήν ώρα πού διαβάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου