Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν’ ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας; Ο Επίκουρος δεν είχε καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση στο ερώτημα αυτό: ο πανταχού παρών φόβος μας για τον θάνατο.
Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου, επέμενε ο Επίκουρος, μας εμποδίζει ν’ απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή – σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.
Ο Επίκουρος απάντησε στην ατελείωτη και ανικανοποίητη αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων προτρέποντάς μας ν’ αποθηκεύουμε και ν’ ανακαλούμε βαθιά χαραγμένες μνήμες ευχάριστων εμπειριών. Αν μπορούμε να μάθουμε ν’ αντλούμε πάλι και πάλι από αυτές τις μνήμες, υποστήριζε, τότε δεν θα έχουμε ανάγκη την ατελείωτη ηδονιστική αναζήτηση.
Ο θρύλος λέει ότι ο Επίκουρος ακολούθησε την ίδια του τη συμβουλή, και στο κρεβάτι του θανάτου του (από επιπλοκές που ακολούθησαν την εμφάνιση πέτρας στα νεφρά) διατήρησε, παρά τους αφόρητους πόνους, την αταραξία του ανακαλώντας ευχάριστες συζητήσεις που είχε κάνει στο παρελθόν με τον κύκλο των φίλων και των μαθητών του.
Η μεγαλοφυΐα του πρόλαβε μάλιστα τη σύγχρονη άποψη για το ασυνείδητο: ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για τον θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.
Πώς επιχείρησε ο Επίκουρος ν’ ανακουφίσει το άγχος θανάτου; Διατύπωσε μια σειρά από καλά κατασκευασμένα επιχειρήματα, τα οποία οι μαθητές του απομνημόνευαν σαν κατήχηση. Πολλά απ’ τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητήθηκαν στα 2.300 χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζουν όμως να αποδεικνύονται καίρια στο πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσω τρία απ’ τα πιο γνωστά του επιχειρήματα, τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα στη δουλειά μου με πολλούς ασθενείς αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, για την ανακούφιση του προσωπικού μου άγχους θανάτου.
Η θνητότητα της ψυχής
Ο Επίκουρος δίδασκε ότι η ψυχή είναι θνητή και πεθαίνει μαζί με το σώμα, ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Σωκράτης. Λίγο πριν από τη θανάτωσή του, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης είχε βρει παρηγοριά στην πίστη του στην αθανασία της ψυχής και στην προσδοκία ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του θ’ απολάμβανε αιώνια μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με τους οποίους θα μοιραζόταν την αναζήτηση της σοφίας. Ένα μεγάλο μέρος της θέσης του Σωκράτη -που περιγράφεται ολοκληρωμένα στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων– υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε από τους νεοπλατωνικούς και επρόκειτο στο μέλλον ν’ ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στη χριστιανική κατασκευή για τη μετά θάνατον ζωή.
Ο Επίκουρος καταδίκαζε δριμύτατα τους σύγχρονούς του θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι, προσπαθώντας ν’ αυξήσουν τη δύναμή τους, ενέτειναν το άγχος θανάτου των οπαδών τους προειδοποιώντας τους για τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν μετά θάνατον σε όσους δεν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς. (Στους αιώνες που θ’ ακολουθούσαν, η θρησκευτική εικονογραφία του μεσαιωνικού χριστιανισμού που απεικόνιζε τις τιμωρίες της Κόλασης -όπως στις σκηνές της Ημέρας της Κρίσεως που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος- πρόσθεσε στο άγχος θανάτου μια αιματοβαμμένη εικαστική διάσταση.)
Αν είμαστε θνητοί κι η ψυχή μας δεν ζει μετά τον θάνατό μας, επέμενε ο Επίκουρος, τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε στο επέκεινα της ζωής. Δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ’ τους θεούς. Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη θεών (ένα τέτοιο επιχείρημα θα τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί με την κατηγορία του αιρετικού λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα), υποστήριζε όμως ότι οι θεοί δεν ασχολούνταν με τη ζωή των ανθρώπων και μας χρησίμευαν μόνο ως πρότυπα γαλήνης και μακαριότητας, προς τα οποία θα έπρεπε να προσβλέπουμε.
Το υπέρτατο τίποτα τον θανάτου
Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί η ψυχή είναι θνητή και τη στιγμή του θανάτου διασκορπίζεται. Αυτό που διασκορπίστηκε δεν έχει ικανότητα αντίληψης, και οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό είναι για μας ένα τίποτα. Με άλλα λόγια: όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος. Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ. Επομένως, έλεγε ο Επίκουρος, «γιατί να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να τον αντιληφθούμε;»
Η θέση του Επίκουρου έχει την ακριβώς αντίστροφη οπτική απ’ το ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει». Ο Επίκουρος λέει ότι πράγματι δεν θα είμαστε εκεί, ότι δεν θα το ξέρουμε όταν θα συμβεί, γιατί ο θάνατος κι «εγώ» με τίποτα δεν γίνεται να συνυπάρχουμε. Επειδή είμαστε νεκροί, δεν γνωρίζουμε ότι είμαστε νεκροί. Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν, τι να φοβηθούμε;
Το επιχείρημα της συμμετρίας
Το τρίτο επιχείρημα του Επίκουρου υποστηρίζει ότι η κατάσταση της μη ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν πριν απ’ τη γέννησή μας. Παρά τις πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες γι’ αυτό το αρχαίο επιχείρημα, πιστεύω ότι εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλη δύναμη να προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους που πεθαίνουν.
Απ’ τους πολλούς ανθρώπους που επαναδιατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στο πέρασμα των αιώνων, κανείς δεν το έχει πει τόσο όμορφα όσο ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, στην αυτοβιογραφία του, Μίλα, μνήμη, η οποία ξεκινάει με τις εξής φράσεις: «Το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, κι η κοινή λογική μας λέει ότι η ύπαρξη μας δεν είναι παρά μια σύντομη αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους. Παρότι οι δυο τους είναι όμοια δίδυμα, ο άνθρωπος κατά κανόνα βλέπει την προγεννητική άβυσσο με μεγαλύτερη γαλήνη από την άβυσσο προς την οποία κατευθύνεται (με περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα)».
Προσωπικά μου έχει φανεί ανακουφιστική σε πολλές περιπτώσεις η σκέψη ότι οι δύο καταστάσεις μη ύπαρξης -ο χρόνος πριν απ’ τη γέννησή μας και ο χρόνος μετά τον θάνατό μας- είναι πανομοιότυπες κι ότι νιώθουμε τόσο μεγάλο φόβο για τη δεύτερη σκοτεινή έκταση, ενώ έχουμε τόσο μικρή ανησυχία για την πρώτη.
Ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από έναν αναγνώστη μου περικλείει μια αίσθηση που σχετίζεται μ’ αυτό:
Αυτή την περίοδο νιώθω λίγο-πολύ καλά με την ιδέα της λήθης. Μοιάζει να είναι το μοναδικό λογικό συμπέρασμα. Από μικρό παιδί σκεφτόμουν πως μετά τον θάνατο ο άνθρωπος πρέπει λογικά να επιστρέψει στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν απ’ τη γέννηση. Οι ιδέες για τη μετά θάνατον ζωή μου φαίνονταν άτοπες και περίπλοκες σε σύγκριση με την απλότητα αυτού του συμπεράσματος. Δεν μπορούσα να παρηγορηθώ με την ιδέα μιας μετά θάνατον ζωής, επειδή η σκέψη της ατελείωτης ύπαρξης, είτε ευχάριστης είτε δυσάρεστης, είναι για μένα πολύ πιο τρομακτική από τη σκέψη μιας πεπερασμένης ύπαρξης.
Συνήθως εισάγω τις ιδέες του Επίκουρου νωρίς στη δουλειά μου με ασθενείς που υποφέρουν από τρόμο θανάτου. Χρησιμεύουν και για να εισαγάγουν τον ασθενή στο διανοητικό έργο της ψυχοθεραπείας και για να μεταδώσουν την προθυμία μου να σχετιστώ μαζί τους – ότι δηλαδή είμαι πρόθυμος να μπω στα πιο κρυφά δώματα του φόβου του ανθρώπου αυτού και διαθέτω κάποια βοηθήματα, για να κάνω το ταξίδι μας αυτό πιο άνετο. Υπάρχουν μερικοί ασθενείς που θεωρούν τις ιδέες του Επίκουρου άσχετες και ανούσιες, πολλοί όμως βρίσκουν σ’ αυτές ανακούφιση και βοήθεια – ίσως επειδή τους θυμίζουν την καθολικότητα των ανησυχιών τους και το γεγονός ότι μεγάλα πνεύματα, όπως ο Επίκουρος, πάλευαν με το ίδιο ζήτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου