Είναι αρκετά συνηθισμένο να μη νοιώθουμε ευχαριστημένοι αναφορικά με τον ερωτικό τομέα της ζωής μας. Μπορεί να είμαστε μόνοι και να θέλουμε να κάνουμε μία σχέση ή μπορεί να έχουμε σχέση αλλά να μην είμαστε ικανοποιημένοι μέσα σ’ αυτή.
Όπως και να ‘χει, συνήθως αποδίδουμε την αιτία απουσίας ικανοποίησης στην ερωτική μας ζωή στο ότι δεν έχουμε βρει το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μας.
Ίσως όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε, μήπως ο παράγων που απαιτείται για μία ευτυχισμένη σχέση, δεν είναι να βρούμε τον τέλειο άνθρωπο, αλλά να τελειοποιήσουμε το πώς τον αγαπάμε;
Πώς οι προτιμήσεις μας μετατρέπονται σε ανάγκες
Συνήθως η αγάπη μας συνοδεύεται από ένα πλήθος αναγκών που περιμένουμε να μας ικανοποιήσει ο άλλος. Π.χ. έχουμε την ανάγκη να μας εκφράζουν αγάπη, αποδοχή και σεβασμό, να μας αφιερώνουν χρόνο, να μας δείχνουν ότι μας καταλαβαίνουν (και άρα μεταξύ άλλων και ότι έχουν και ίδιο σύστημα αξιών και αισθητικής με μας), ότι μας υπολογίζουν, ότι θέλουν πολύ τη συντροφιά μας, ότι μας ποθούν, έχουμε ανάγκη να μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς ότι θα είναι πάντα εκεί για μας κ.λπ.
Ας σημειώσουμε ότι όταν μιλάμε για ανάγκες, δεν ισχύει πως απλά προτιμάμε, πως απλά έχουμε μία ροπή προς τα παραπάνω, αλλά ότι έχουμε την αίσθηση πως πρέπει οπωσδήποτε να τα πάρουμε από τον άλλον. Αυτό το αίσθημα όπως θα δούμε παρακάτω αλλοιώνει την ποιότητα της αγάπης μας.
Η αιτία για το ότι οι προτιμήσεις μας μετατρέπονται σε ανάγκες, είναι σε τελευταία ανάλυση η ίδια: ένα συνειδητό ή υποσυνείδητο αίσθημα ανεπάρκειας (ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε ή ότι δεν κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε) και συνεπαγόμενης ανασφάλειας. Αυτή η ανασφάλεια με τη σειρά της μας κάνει να απαιτούμε επιβεβαίωση απ’ έξω για να καλυφθεί. Όσο πιο έντονο είναι το αίσθημα ανεπάρκειας και ανασφάλειας, τόσο πιο επιτακτικές γίνονται και οι ανάγκες μας που περιμένουν να καλυφθούν από τον άλλον.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και συμπεριφορές του άλλου που ενδεχομένως διαφορετικά να τις βρίσκαμε μικρής σημασίας, τώρα που πυροδοτούν το αίσθημα ανασφάλειάς μας και αφήνουν ακάλυπτες τις επιτακτικές μας ανάγκες, μας προκαλούν υπερβολικά αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις.
Η αγάπη υπό αυστηρούς όρους
Επίσης όσο πιο επιτακτικές είναι οι ανάγκες που συνοδεύουν την αγάπη μας, τόσο αυστηρότεροι γίνονται και οι όροι υπό τους οποίους τη νοιώθουμε και την εκφράζουμε στον άλλον και τόσο πιο πιεστικοί γινόμαστε απέναντί του να αλλάξει συμπεριφορά. Με αφορμή δηλαδή κάθε φορά το ότι ο άλλος δεν ικανοποιεί κάποια ανάγκη μας, η αγάπη μας μετατρέπεται σε αρνητικά συναισθήματα. Μετατρέπεται δηλαδή σε θυμό, εκνευρισμό, απογοήτευση, θλίψη, ψυχικό πόνο, απόρριψη που οδηγούν αντίστοιχα σε γκρίνια, παράπονα, ευθεία ή παθητική επιθετικότητα (όπως π.χ. τα μούτρα) και καταπιεστικές απαιτήσεις. (Σημειωτέον ότι τα δυσάρεστα συναισθήματα ακόμα κι αν δεν εκδηλωθούν ανοιχτά, γίνονται αντιληπτά διαισθητικά από τον άλλον).
Ο αρνητισμός εκ μέρους μας απέναντι στον άλλον, όπως είναι ευνόητο, τον κάνει να αισθάνεται άσχημα με τον εαυτό του και απέναντί μας. Κι όταν γινόμαστε αφορμή να αισθανθεί κάποιος άσχημα, είναι επόμενο ότι δεν θα νιώσει για μας αυτά που θέλουμε να νιώσει (δηλαδή αγάπη, ειλικρινή σεβασμό, επιθυμία, αποδοχή, τρυφερότητα, ενδιαφέρον, κατανόηση κ.λπ.). Αντίθετα θα βιώσει αρνητικά συναισθήματα απέναντί μας που θα τον οδηγήσουν ξανά σε δυσάρεστες συμπεριφορές. Αυτές οι συμπεριφορές τού αφήνουν εκ νέου ακάλυπτες τις ανάγκες μας και παράγεται έτσι ένας φαύλος κύκλος που ακόμα κι αν δεν οδηγήσει στο χωρισμό, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μία ευτυχισμένη σχέση.
Τελικά εμείς βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ο άλλος είναι ακατάλληλος. Και αναρωτιόμαστε, «πότε επιτέλους θα βρεθεί ο κατάλληλος, το τέλειο ταίρι, η αδελφή ψυχή;» (Στην ουσία, «πότε θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα είναι τόσο κοντά στην τελειότητα, ώστε ποτέ να μην πυροδοτεί το αίσθημα ανεπάρκειας και ανασφάλειας που υπάρχει μέσα μας;»)
Η αγάπη υπό λιγότερους όρους
Αν όμως στραφούμε προς τον εαυτό μας και διαλύσουμε το αίσθημα ανεπάρκειας και της συνεπαγόμενης ανασφάλειας, ο παραπάνω φαύλος κύκλος αντιστρέφεται. Ο λόγος είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καλλιεργούμε μία αγάπη με λιγότερους όρους, πιο ελεύθερη που δέχεται τον άλλον όπως είναι, ακόμα δηλαδή και με τα στοιχεία του που δεν μας αρέσουν.
Αυτή η αγάπη αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες να συμβούν δύο πολύ σημαντικά πράγματα: Το πρώτο είναι ότι μερικά αρνητικά στοιχεία του που μας φαίνονταν πολύ σημαντικά μπορεί να μας φανούν ασήμαντα ή και να μην μας τραβούν καν την προσοχή.
Το άλλο είναι ότι η διαρκής ροή της αγάπης μας, κάνει τον άλλον να νοιώθει καλά και ασφαλής μαζί μας. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει πιο θετική στάση απέναντί μας και ότι θα έρθει σε θέση να ακούσει πραγματικά αυτά που μας ενοχλούν στην συμπεριφορά του αντί να κοιτάζει πώς θα αμυνθεί ή θα αντεπιτεθεί στην απόρριψή μας. Έτσι μπορεί να αντλήσουμε από εκείνον ένα σημαντικά καλύτερο εαυτό απέναντί μας.
Ασφαλώς μπορεί πράγματι ένας άνθρωπος να μην μας ταιριάζει σε σημαντικό βαθμό ή να έχει κάποια σοβαρά ελαττώματα που δεν συνάδουν με μία αρμονική σχέση. Τότε δεν θα γίνει τίποτα από τα παραπάνω παρ’ όλο που δώσαμε μια τέτοια αγάπη.
Όμως και σ’ αυτήν την περίπτωση θα βγούμε απολύτως κερδισμένοι, διότι όπως είπαμε, για να μάθουμε να αγαπάμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην ουσία θα έχουμε απαλλαγεί από το αίσθημα ανεπάρκειας και τη συνεπαγόμενη ανασφάλεια. Αυτό σημαίνει ότι θα μας είναι εύκολο να φύγουμε από μία σχέση που δεν μας ικανοποιεί, αφού δεν θα μας κρατούν πια παράλογοι φόβοι και ενοχές που βασίζονται στο αίσθημα ανεπάρκειας. Επιπλέον θα μας είναι εύκολο να βρούμε έναν άνθρωπο με τον οποίο να περνάμε όμορφα και αρμονικά, δεδομένου ότι δεν θα έχουμε πια ανάγκη από αυτό το τέλειο (αλλά ίσως ανύπαρκτο) πρόσωπο με το οποίο να ταιριάζουμε απόλυτα και το οποίο να μην έχει καθόλου ελαττώματα.
Το ξεπέρασμα του αισθήματος ανεπάρκειας, (μίας πεποίθησης ουσιαστικά του τύπου «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι» ή «δεν κάνω το καλύτερο που μπορώ σε διάφορες περιστάσεις») ξεπερνιέται μέσα από μία διαδικασία αυτογνωσίας που απαιτεί την εστίαση της προσοχής στο ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια εμείς, ποια είναι η πραγματική μας αξία και δύναμη, αντί για το τι κάνει ο άλλος.
Όπως και να ‘χει, συνήθως αποδίδουμε την αιτία απουσίας ικανοποίησης στην ερωτική μας ζωή στο ότι δεν έχουμε βρει το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μας.
Ίσως όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε, μήπως ο παράγων που απαιτείται για μία ευτυχισμένη σχέση, δεν είναι να βρούμε τον τέλειο άνθρωπο, αλλά να τελειοποιήσουμε το πώς τον αγαπάμε;
Πώς οι προτιμήσεις μας μετατρέπονται σε ανάγκες
Συνήθως η αγάπη μας συνοδεύεται από ένα πλήθος αναγκών που περιμένουμε να μας ικανοποιήσει ο άλλος. Π.χ. έχουμε την ανάγκη να μας εκφράζουν αγάπη, αποδοχή και σεβασμό, να μας αφιερώνουν χρόνο, να μας δείχνουν ότι μας καταλαβαίνουν (και άρα μεταξύ άλλων και ότι έχουν και ίδιο σύστημα αξιών και αισθητικής με μας), ότι μας υπολογίζουν, ότι θέλουν πολύ τη συντροφιά μας, ότι μας ποθούν, έχουμε ανάγκη να μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς ότι θα είναι πάντα εκεί για μας κ.λπ.
Ας σημειώσουμε ότι όταν μιλάμε για ανάγκες, δεν ισχύει πως απλά προτιμάμε, πως απλά έχουμε μία ροπή προς τα παραπάνω, αλλά ότι έχουμε την αίσθηση πως πρέπει οπωσδήποτε να τα πάρουμε από τον άλλον. Αυτό το αίσθημα όπως θα δούμε παρακάτω αλλοιώνει την ποιότητα της αγάπης μας.
Η αιτία για το ότι οι προτιμήσεις μας μετατρέπονται σε ανάγκες, είναι σε τελευταία ανάλυση η ίδια: ένα συνειδητό ή υποσυνείδητο αίσθημα ανεπάρκειας (ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε ή ότι δεν κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε) και συνεπαγόμενης ανασφάλειας. Αυτή η ανασφάλεια με τη σειρά της μας κάνει να απαιτούμε επιβεβαίωση απ’ έξω για να καλυφθεί. Όσο πιο έντονο είναι το αίσθημα ανεπάρκειας και ανασφάλειας, τόσο πιο επιτακτικές γίνονται και οι ανάγκες μας που περιμένουν να καλυφθούν από τον άλλον.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και συμπεριφορές του άλλου που ενδεχομένως διαφορετικά να τις βρίσκαμε μικρής σημασίας, τώρα που πυροδοτούν το αίσθημα ανασφάλειάς μας και αφήνουν ακάλυπτες τις επιτακτικές μας ανάγκες, μας προκαλούν υπερβολικά αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις.
Η αγάπη υπό αυστηρούς όρους
Επίσης όσο πιο επιτακτικές είναι οι ανάγκες που συνοδεύουν την αγάπη μας, τόσο αυστηρότεροι γίνονται και οι όροι υπό τους οποίους τη νοιώθουμε και την εκφράζουμε στον άλλον και τόσο πιο πιεστικοί γινόμαστε απέναντί του να αλλάξει συμπεριφορά. Με αφορμή δηλαδή κάθε φορά το ότι ο άλλος δεν ικανοποιεί κάποια ανάγκη μας, η αγάπη μας μετατρέπεται σε αρνητικά συναισθήματα. Μετατρέπεται δηλαδή σε θυμό, εκνευρισμό, απογοήτευση, θλίψη, ψυχικό πόνο, απόρριψη που οδηγούν αντίστοιχα σε γκρίνια, παράπονα, ευθεία ή παθητική επιθετικότητα (όπως π.χ. τα μούτρα) και καταπιεστικές απαιτήσεις. (Σημειωτέον ότι τα δυσάρεστα συναισθήματα ακόμα κι αν δεν εκδηλωθούν ανοιχτά, γίνονται αντιληπτά διαισθητικά από τον άλλον).
Ο αρνητισμός εκ μέρους μας απέναντι στον άλλον, όπως είναι ευνόητο, τον κάνει να αισθάνεται άσχημα με τον εαυτό του και απέναντί μας. Κι όταν γινόμαστε αφορμή να αισθανθεί κάποιος άσχημα, είναι επόμενο ότι δεν θα νιώσει για μας αυτά που θέλουμε να νιώσει (δηλαδή αγάπη, ειλικρινή σεβασμό, επιθυμία, αποδοχή, τρυφερότητα, ενδιαφέρον, κατανόηση κ.λπ.). Αντίθετα θα βιώσει αρνητικά συναισθήματα απέναντί μας που θα τον οδηγήσουν ξανά σε δυσάρεστες συμπεριφορές. Αυτές οι συμπεριφορές τού αφήνουν εκ νέου ακάλυπτες τις ανάγκες μας και παράγεται έτσι ένας φαύλος κύκλος που ακόμα κι αν δεν οδηγήσει στο χωρισμό, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μία ευτυχισμένη σχέση.
Τελικά εμείς βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ο άλλος είναι ακατάλληλος. Και αναρωτιόμαστε, «πότε επιτέλους θα βρεθεί ο κατάλληλος, το τέλειο ταίρι, η αδελφή ψυχή;» (Στην ουσία, «πότε θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα είναι τόσο κοντά στην τελειότητα, ώστε ποτέ να μην πυροδοτεί το αίσθημα ανεπάρκειας και ανασφάλειας που υπάρχει μέσα μας;»)
Η αγάπη υπό λιγότερους όρους
Αν όμως στραφούμε προς τον εαυτό μας και διαλύσουμε το αίσθημα ανεπάρκειας και της συνεπαγόμενης ανασφάλειας, ο παραπάνω φαύλος κύκλος αντιστρέφεται. Ο λόγος είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καλλιεργούμε μία αγάπη με λιγότερους όρους, πιο ελεύθερη που δέχεται τον άλλον όπως είναι, ακόμα δηλαδή και με τα στοιχεία του που δεν μας αρέσουν.
Αυτή η αγάπη αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες να συμβούν δύο πολύ σημαντικά πράγματα: Το πρώτο είναι ότι μερικά αρνητικά στοιχεία του που μας φαίνονταν πολύ σημαντικά μπορεί να μας φανούν ασήμαντα ή και να μην μας τραβούν καν την προσοχή.
Το άλλο είναι ότι η διαρκής ροή της αγάπης μας, κάνει τον άλλον να νοιώθει καλά και ασφαλής μαζί μας. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει πιο θετική στάση απέναντί μας και ότι θα έρθει σε θέση να ακούσει πραγματικά αυτά που μας ενοχλούν στην συμπεριφορά του αντί να κοιτάζει πώς θα αμυνθεί ή θα αντεπιτεθεί στην απόρριψή μας. Έτσι μπορεί να αντλήσουμε από εκείνον ένα σημαντικά καλύτερο εαυτό απέναντί μας.
Ασφαλώς μπορεί πράγματι ένας άνθρωπος να μην μας ταιριάζει σε σημαντικό βαθμό ή να έχει κάποια σοβαρά ελαττώματα που δεν συνάδουν με μία αρμονική σχέση. Τότε δεν θα γίνει τίποτα από τα παραπάνω παρ’ όλο που δώσαμε μια τέτοια αγάπη.
Όμως και σ’ αυτήν την περίπτωση θα βγούμε απολύτως κερδισμένοι, διότι όπως είπαμε, για να μάθουμε να αγαπάμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην ουσία θα έχουμε απαλλαγεί από το αίσθημα ανεπάρκειας και τη συνεπαγόμενη ανασφάλεια. Αυτό σημαίνει ότι θα μας είναι εύκολο να φύγουμε από μία σχέση που δεν μας ικανοποιεί, αφού δεν θα μας κρατούν πια παράλογοι φόβοι και ενοχές που βασίζονται στο αίσθημα ανεπάρκειας. Επιπλέον θα μας είναι εύκολο να βρούμε έναν άνθρωπο με τον οποίο να περνάμε όμορφα και αρμονικά, δεδομένου ότι δεν θα έχουμε πια ανάγκη από αυτό το τέλειο (αλλά ίσως ανύπαρκτο) πρόσωπο με το οποίο να ταιριάζουμε απόλυτα και το οποίο να μην έχει καθόλου ελαττώματα.
Το ξεπέρασμα του αισθήματος ανεπάρκειας, (μίας πεποίθησης ουσιαστικά του τύπου «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι» ή «δεν κάνω το καλύτερο που μπορώ σε διάφορες περιστάσεις») ξεπερνιέται μέσα από μία διαδικασία αυτογνωσίας που απαιτεί την εστίαση της προσοχής στο ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια εμείς, ποια είναι η πραγματική μας αξία και δύναμη, αντί για το τι κάνει ο άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου