«Όλοι οι άνθρωποι είναι τόσο αναπόφευκτα τρελοί που, όποιος δεν είναι τρελός, είναι διπλά τρελός»
«Όλα μας τα δεινά προέρχονται από το ότι δεν είμαστε ικανοί να καθίσουμε ήρεμα σ’ ένα δωμάτιο, μονάχοι» Πασκάλ
«Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου» Ντοστογιέφσκι από το «Ημερολόγιο του Συγγραφέα»
Πρέπει να γραφτεί η ιστορία αυτής της «διπλής τρέλας».
Πρέπει να προσπαθήσουμε, ψάχνοντας μέσα στην ιστορία, να συναντήσουμε το βαθμό μηδέν της ιστορίας της τρέλας, τη στιγμή που είναι ακόμη εμπειρία αδιαφοροποίητη. Πατάμε σίγουρα σε άβολη περιοχή. Για να τη διασχίσουμε θα χρειαστεί να αρνηθούμε το βόλεμα που προσφέρουν οι καθιερωμένες αλήθειες, κι ούτε στιγμή να μην αφεθούμε να μας καθοδηγήσουν οι επιστημονικές γνώσεις μας για την τρέλα. Το καθοριστικό είναι η χειρονομία που διαχώρισε την τρέλα, κι όχι η επιστήμη που καθιερώθηκε, όταν πια είχε συντελεστεί ο διαχωρισμός.
Τότε, και τότε μοναχά, θα μπορέσει να φανεί η περιοχή εκείνη όπου ο τρελός κι ο γνωστικός, οι δυο χωρισμένοι τώρα πια άνθρωποι, είναι ακόμη αδιαχώριστοι και, σε μια γλώσσα πολύ πιο πηγαία, αδρή και πολύ πιο φρέσκια από τη γλώσσα της επιστήμης, λένε τα λόγια της ρήξης τους, λόγια που με τρόπο φευγαλέο μαρτυρούν ότι ακόμη μιλιούνται. Σ’ αυτόν τον διάλογο τρέλα και μη-τρέλα, λογική και μη-λογική αντιφάσκουνε συγκεχυμένα: πριν γεννηθούν, είναι αχώριστες. Κι όταν χωρίζονται, υπάρχουν η μία μόνο για την άλλη, η μία μόνο ως προς την άλλη.
Το βιβλίο «Η ιστορία της τρέλας» αποτελεί το πρώτο σημαντικό έργο του Μισέλ Φουκώ, καθώς επίσης και τη διδακτορική του θέση. Αρχικά, ονομάστηκε «Folie et déraison. Historie de la folie à l’âge classique» («Τρέλα και παραλογισμός. Η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή») γράφτηκε στη Σουηδία και εκδόθηκε το 1961. Από τον τίτλο μόλις, γίνεται φανερή η διάκριση ανάμεσα στην τρέλα και τον παραλογισμό, σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκώ, ο οποίος μελετά την εξέλιξη της τρέλας μέσα στην ιστορία. Ο Μισέλ Φουκώ αναφερόμενος αρχικά στην εικόνα του τρελού την περίοδο της Αναγέννησης, καταλήγει ότι η ανθρώπινη αντίληψη για την τρέλα ως «πνευματική ασθένεια», είναι το προϊόν της ιστορίας, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας.
«Σπανίως σκεφτόμαστε πόσα από τα στερεότυπα που χρησιμοποιούμε για να αναγνωρίζουμε τον κόσμο προβάλλουν μέσα από το παραθλαστικό κάτοπτρο της τρέλας. Ποια είναι λ.χ. η συνάφεια και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στην τιμωρία και στη θεραπεία; Τι επέφερε στο ερμηνευτικό πεδίο η εφαρμογή της επιστημονικής ψυχανάλυσης; Γιατί η τρέλα οφείλεται κατά κανόνα σε κάποια διαταραγμένη σεξουαλικότητα; Τι σημαίνει μελαγχολία και πώς σχετίζεται τόσο αυτή όσο και η μανία και το παραλήρημα με την τρέλα;»
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επικοινωνεί πια με τον τρελό
Από τη μια στέκεται ο λογικός άνθρωπος, που για τα ζητήματα της τρέλας καθιστά υπεύθυνο το γιατρό κι έτσι αποκλείει κάθε άλλο δρόμο επαφής με την τρέλα, αφήνοντας ανοικτό μονάχα εκείνον που περνά μέσα από τον αφηρημένο χαρακτήρα της αρρώστιας. Από την άλλη πλευρά, στέκεται ο άνθρωπος της τρέλας. Αυτός δεν επικοινωνεί με τους άλλους παρά μονάχα μέσα από μια λογική, που αποτελεί επιταγή, καταναγκασμό σωματικό και ηθικό, ανώνυμη πίεση της ομάδας, απαίτηση για συμμόρφωση. Όσο για γλώσσα κοινή, δεν υπάρχει ή καλύτερα, δεν υπάρχει πια.
Ο άνθρωπος της τρέλας φοβίζει. Αλλά φοβίζει με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Βλέποντάς τον, ασυνείδητα κλονίζεται μέσα μας η αίσθηση της λογικής. Μια αίσθηση που κατά καιρούς πλήττεται από διάφορες καταστάσεις που μας κάνουν να νοιώθουμε ότι ακροβατούμε. Με αρκετά νευρωτικά στοιχεία οι περισσότεροι από εμάς και σε μια κοινωνία, η δόμηση της οποίας μας ωθεί σε όλο και πιο έντονες νευρωτικές τάσεις και συμπεριφορές, κάπου νοιώθουμε ότι το παιχνίδι της λογικής, παίζεται, όχι τόσο μέσα μας πια, αλλά στο πεδίο της κοινωνίας.
Μεγαλύτερη σημασία έχει αποκτήσει η απόδειξη προς τους άλλους για το πόσο λογικοί είμαστε, παρά η διατήρηση της ισορροπίας μέσα μας. Και εκείνη τη στιγμή που αμφιβάλλουμε για την ισορροπία μας αυτή, και που το κύριο μέλημά μας είναι να αποκρύπτουμε τα νευρωτικά μας στοιχεία από τον περίγυρο, εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο τρελός, ως από μηχανής θεός να μας καθησυχάσει. Η απόδειξη ότι είμαστε καλά, βρίσκεται πια μπροστά μας με σάρκα και οστά. Και η ανάγκη μας να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν είναι μια ανάγκη που πηγάζει από τους δικούς μας φόβους. “Μα καλά” θα πει ο αντίλογος, “εγώ ούτε φωνές ακούω, ούτε παράλογες σκέψεις κάνω, ούτε επικίνδυνος είμαι για το σύνολο”. Δε θα διαφωνήσω, αλλά θα θέσω μερικά ερωτήματα.
Ο τρελός αντιμετωπίζει άγνωστους κινδύνους. Φωνές, ιδέες παράλογες τον αποδιοργανώνουν σε μεγάλο βαθμό. Μα και οι νευρώσεις που μας διακατέχουν, άγνωστη αιτιολογία δεν έχουν; Οι εσωτερικές συγκρούσεις που οδηγούν σε κρίσεις πανικού, σε φοβίες ή σε κάποιο άλλο νευρωτικό σύμπτωμα, δεν έχουν σαν κύριο πρόβλημα τον άγνωστο παράγοντα; Το άγνωστο φοβίζει λοιπόν τόσο τον τρελό, όσο και εμάς τους υπόλοιπους που ανήκουμε μόνο στο νευρωτικό πεδίο. Να λοιπόν μια κοινή συνιστώσα. Ήδη ίσως το άγχος να αυξάνεται στον γράφων και στον αναγνώστη, από μια έστω μικρή υποψία ταύτισης της λογικής με την τρέλα. Ο τρελός όμως δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο το άγνωστο. Έχει άλλα εξίσου ίσως σημαντικά προβλήματα, όσο ακραίο κι αν αυτό ακούγεται.
Η απόρριψη και η περιθωριοποίηση που βιώνει καθημερινά, είναι κάτι εξίσου άσχημο με τις ψευδαισθήσεις του. Τα λογικά του κομμάτια, όλο και συρρικνώνονται κάτω από την πίεση της λογικής κοινωνίας. Η μόνη ουσιαστική υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, είναι να αυτοαποκλειστεί από αυτό. Και η αίσθηση πως τίποτε καλό δεν υπάρχει μέσα του-μιας και αυτό το μήνυμα παίρνει από τους “λογικούς ανθρώπους” τον κάνει να αισθάνεται όλο και λιγότερο άνθρωπος. Και να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα γι αυτό το δεύτερο κείμενο σχετικά με το στίγμα. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει την απομόνωση από τους υπόλοιπους ανθρώπους και να παραμείνει άνθρωπος;
Κι έπειτα, η θαλασσοπορία, αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στην αβέβαιη τύχη του. Είναι η ώρα που ο καθένας παραδίνεται στα δικά του πεπρωμένα, κάθε επιβίωση είναι δυνάμει η τελευταία. Ο τρελός, που φεύγει πάνω στο τρελό καράβι του, κινάει για τον άλλο κόσμο. Κι όταν ξεμπαρκάρει, πάλι είναι σα να ’ρχεται από τον άλλο κόσμο. Επειδή δε μπορεί και δεν πρέπει να ’χει άλλη φυλακή από το ίδιο το κατώφλι, τον κρατούν στο χώρο του περάσματος. Τον τοποθετούν στο εσωτερικό του εξωτερικού και αντίστροφα.
Θέση εξαιρετικά συμβολική, που σίγουρα θα μείνει δική του μέχρι και τις μέρες μας, αν βέβαια συγκατανεύσουμε στο ότι εκείνο που άλλοτε στάθηκε το ορατό φρούριο που οχυρώνονταν η τάξη των πραγμάτων, τώρα έγινε ο αόρατος πύργος όπου κλειδώνεται η συνείδησή μας.
Από τα τέλη του Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μας, η τρέλα φέρνει διάφορες ταμπέλες. Οι αρχαίοι Έλληνες την οριοθετούσαν με τη λέξη “ύβρις”. Μα από την ύβρη μέχρι τη σημερινή τρέλα μεσολαβούν γεγονότα, καταστάσεις, συμπεριφορές διαφορετικές, ανάλογα το χωροχρόνο στον οποίο παρουσιάζονται οι “τρελοί”. Και κάπου εκεί οι αρχικές έννοιες χάνονται. Τελικά, πόσο απέχει η τρέλα από τη γνώση; Πόσο τρελός είναι ο “διαφορετικός”; Ο Μισέλ Φουκώ τολμάει. Τολμάει να διαχωρίσει στάδια, παρεμβάσεις, ερμηνείες, σε μια αναδρομή χρονική, θεοκρατική και συμπαντική, μη παραλείποντας βέβαια και το ρόλο της ιατρικής σε αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ανθρωπότητας, με το οποίο κάποιοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν παίζοντας παράξενα παιχνίδια, όσο άβολο και αν ακούγεται.
“Σπανίως σκεφτόμαστε πόσα από τα στερεότυπα που χρησιμοποιούμε για να αναγνωρίζουμε τον κόσμο προβάλλουν μέσα από το παραθλαστικό κάτοπτρο της τρέλας. Ποια είναι λ.χ. η συνάφεια και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στην τιμωρία και στη θεραπεία; Τι επέφερε στο ερμηνευτικό πεδίο η εφαρμογή της επιστημονικής ψυχανάλυσης; Γιατί η τρέλα οφείλεται κατά κανόνα σε κάποια διαταραγμένη σεξουαλικότητα; Τι σημαίνει μελαγχολία και πώς σχετίζεται τόσο αυτή όσο και η μανία και το παραλήρημα με την τρέλα;
Ο Φουκό αναλύει τη σχέση μας με το υγρό στοιχείο ξεκινώντας από το βάρβαρο έθιμο του Μεσαίωνα να φορτώνουν τους τρελούς σε κάποιο πλοίο και να το αφήνουν να χαθεί ακυβέρνητο στη θάλασσα. Εντοπίζει ακόμη τα γνωρίσματα της εγκάθειρξης στον 17ο αιώνα, όταν άρχισαν να εγκλείουν τους τρελούς στα πρώτα ιδρύματα, όπου και τους χρησιμοποιούσαν για διάφορες δουλειές δημιουργώντας ένα είδος ιδιότυπης καθεστωτικής δουλοπαροικίας.
Προχωρώντας περισσότερο, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι σύγχρονες μορφές λογικής είναι βαθύτατα ηθικολογικές. Πάνω σε αυτές κτίζεται και το σύστημα ποινών που ισχύει ως σήμερα, προϊόν του σχίσματος ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα και της απουσίας διαλόγου, ο οποίος ωστόσο υπήρχε και διεξαγόταν ανοιχτά, ακόμη και κατά την περίοδο της όψιμης Αναγέννησης, στην Ευρώπη. Στο έργο, για παράδειγμα, του Σαίξπηρ και του Θερβάντες ο Φουκό βλέπει την τρέλα να συγγενεύει με τον θάνατο και να ανοίγει ένα παράθυρο στον άλλο κόσμο, να αποτελεί δηλαδή το έσχατο βίωμα της τραγικής πραγματικότητας, μια νέα εκδοχή της ύβρεως, συγγενή κατά μια έννοια με την αρχαιοελληνική.
Ο ιδιοφυής Φουκό ερευνά επιπλέον τη συγκρότηση και τη συνέχεια όπως και την ασυνέχεια του ανθρώπινου σώματος, τη φυσιολογία του, το νευρικό, το κυκλοφορικό και το συμπαθητικό σύστημα, όπως τα αντιμετώπισαν στις εποχές που διαδέχθηκαν την Αναγέννηση: την Αντιμεταρρύθμιση, τον αιώνα των Φώτων, τον σημερινό κόσμο.
Αναλύει ακόμη τη σχέση της τρέλας με τον παραλογισμό και την τέχνη. Σε ποιον ανήκουν η μελαγχολία του Σουίφτ, η τρέλα του Τουρκουάτο Τάσο, του Νίτσε, του Βαν Γκογκ, του Χέλντερλιν, του Νερβάλ, του Αρτό και του Γκόγια; Ποια είναι η σχέση της τρέλας με το όνειρο; Γιατί π.χ. οι υπερρεαλιστές αναγνώρισαν στον Ιερώνυμο Μπος ως έναν από τους μεγάλους τους μέντορες; [Αναζήτησε το άρθρο: Ιερώνυμος Μπος και Επικυρίαρχοι] Απαντώντας στα αγωνιώδη αυτά ερωτήματα, όπως και σε πολλά άλλα, συναφή ή μη, ο Φουκό μας έδωσε την ιδιοφυέστερη μελέτη που γράφτηκε ποτέ για την κραυγή, τον εγκλεισμό, την απόκλιση, την παρέκκλιση και τη στρατηγική της φαντασίας, με γοητευτικό πάθος και αφοπλιστική επιχειρηματολογία.
«Όλα μας τα δεινά προέρχονται από το ότι δεν είμαστε ικανοί να καθίσουμε ήρεμα σ’ ένα δωμάτιο, μονάχοι» Πασκάλ
«Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου» Ντοστογιέφσκι από το «Ημερολόγιο του Συγγραφέα»
Πρέπει να γραφτεί η ιστορία αυτής της «διπλής τρέλας».
Πρέπει να προσπαθήσουμε, ψάχνοντας μέσα στην ιστορία, να συναντήσουμε το βαθμό μηδέν της ιστορίας της τρέλας, τη στιγμή που είναι ακόμη εμπειρία αδιαφοροποίητη. Πατάμε σίγουρα σε άβολη περιοχή. Για να τη διασχίσουμε θα χρειαστεί να αρνηθούμε το βόλεμα που προσφέρουν οι καθιερωμένες αλήθειες, κι ούτε στιγμή να μην αφεθούμε να μας καθοδηγήσουν οι επιστημονικές γνώσεις μας για την τρέλα. Το καθοριστικό είναι η χειρονομία που διαχώρισε την τρέλα, κι όχι η επιστήμη που καθιερώθηκε, όταν πια είχε συντελεστεί ο διαχωρισμός.
Τότε, και τότε μοναχά, θα μπορέσει να φανεί η περιοχή εκείνη όπου ο τρελός κι ο γνωστικός, οι δυο χωρισμένοι τώρα πια άνθρωποι, είναι ακόμη αδιαχώριστοι και, σε μια γλώσσα πολύ πιο πηγαία, αδρή και πολύ πιο φρέσκια από τη γλώσσα της επιστήμης, λένε τα λόγια της ρήξης τους, λόγια που με τρόπο φευγαλέο μαρτυρούν ότι ακόμη μιλιούνται. Σ’ αυτόν τον διάλογο τρέλα και μη-τρέλα, λογική και μη-λογική αντιφάσκουνε συγκεχυμένα: πριν γεννηθούν, είναι αχώριστες. Κι όταν χωρίζονται, υπάρχουν η μία μόνο για την άλλη, η μία μόνο ως προς την άλλη.
Το βιβλίο «Η ιστορία της τρέλας» αποτελεί το πρώτο σημαντικό έργο του Μισέλ Φουκώ, καθώς επίσης και τη διδακτορική του θέση. Αρχικά, ονομάστηκε «Folie et déraison. Historie de la folie à l’âge classique» («Τρέλα και παραλογισμός. Η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή») γράφτηκε στη Σουηδία και εκδόθηκε το 1961. Από τον τίτλο μόλις, γίνεται φανερή η διάκριση ανάμεσα στην τρέλα και τον παραλογισμό, σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκώ, ο οποίος μελετά την εξέλιξη της τρέλας μέσα στην ιστορία. Ο Μισέλ Φουκώ αναφερόμενος αρχικά στην εικόνα του τρελού την περίοδο της Αναγέννησης, καταλήγει ότι η ανθρώπινη αντίληψη για την τρέλα ως «πνευματική ασθένεια», είναι το προϊόν της ιστορίας, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας.
«Σπανίως σκεφτόμαστε πόσα από τα στερεότυπα που χρησιμοποιούμε για να αναγνωρίζουμε τον κόσμο προβάλλουν μέσα από το παραθλαστικό κάτοπτρο της τρέλας. Ποια είναι λ.χ. η συνάφεια και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στην τιμωρία και στη θεραπεία; Τι επέφερε στο ερμηνευτικό πεδίο η εφαρμογή της επιστημονικής ψυχανάλυσης; Γιατί η τρέλα οφείλεται κατά κανόνα σε κάποια διαταραγμένη σεξουαλικότητα; Τι σημαίνει μελαγχολία και πώς σχετίζεται τόσο αυτή όσο και η μανία και το παραλήρημα με την τρέλα;»
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επικοινωνεί πια με τον τρελό
Από τη μια στέκεται ο λογικός άνθρωπος, που για τα ζητήματα της τρέλας καθιστά υπεύθυνο το γιατρό κι έτσι αποκλείει κάθε άλλο δρόμο επαφής με την τρέλα, αφήνοντας ανοικτό μονάχα εκείνον που περνά μέσα από τον αφηρημένο χαρακτήρα της αρρώστιας. Από την άλλη πλευρά, στέκεται ο άνθρωπος της τρέλας. Αυτός δεν επικοινωνεί με τους άλλους παρά μονάχα μέσα από μια λογική, που αποτελεί επιταγή, καταναγκασμό σωματικό και ηθικό, ανώνυμη πίεση της ομάδας, απαίτηση για συμμόρφωση. Όσο για γλώσσα κοινή, δεν υπάρχει ή καλύτερα, δεν υπάρχει πια.
Ο άνθρωπος της τρέλας φοβίζει. Αλλά φοβίζει με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Βλέποντάς τον, ασυνείδητα κλονίζεται μέσα μας η αίσθηση της λογικής. Μια αίσθηση που κατά καιρούς πλήττεται από διάφορες καταστάσεις που μας κάνουν να νοιώθουμε ότι ακροβατούμε. Με αρκετά νευρωτικά στοιχεία οι περισσότεροι από εμάς και σε μια κοινωνία, η δόμηση της οποίας μας ωθεί σε όλο και πιο έντονες νευρωτικές τάσεις και συμπεριφορές, κάπου νοιώθουμε ότι το παιχνίδι της λογικής, παίζεται, όχι τόσο μέσα μας πια, αλλά στο πεδίο της κοινωνίας.
Μεγαλύτερη σημασία έχει αποκτήσει η απόδειξη προς τους άλλους για το πόσο λογικοί είμαστε, παρά η διατήρηση της ισορροπίας μέσα μας. Και εκείνη τη στιγμή που αμφιβάλλουμε για την ισορροπία μας αυτή, και που το κύριο μέλημά μας είναι να αποκρύπτουμε τα νευρωτικά μας στοιχεία από τον περίγυρο, εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο τρελός, ως από μηχανής θεός να μας καθησυχάσει. Η απόδειξη ότι είμαστε καλά, βρίσκεται πια μπροστά μας με σάρκα και οστά. Και η ανάγκη μας να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν είναι μια ανάγκη που πηγάζει από τους δικούς μας φόβους. “Μα καλά” θα πει ο αντίλογος, “εγώ ούτε φωνές ακούω, ούτε παράλογες σκέψεις κάνω, ούτε επικίνδυνος είμαι για το σύνολο”. Δε θα διαφωνήσω, αλλά θα θέσω μερικά ερωτήματα.
Ο τρελός αντιμετωπίζει άγνωστους κινδύνους. Φωνές, ιδέες παράλογες τον αποδιοργανώνουν σε μεγάλο βαθμό. Μα και οι νευρώσεις που μας διακατέχουν, άγνωστη αιτιολογία δεν έχουν; Οι εσωτερικές συγκρούσεις που οδηγούν σε κρίσεις πανικού, σε φοβίες ή σε κάποιο άλλο νευρωτικό σύμπτωμα, δεν έχουν σαν κύριο πρόβλημα τον άγνωστο παράγοντα; Το άγνωστο φοβίζει λοιπόν τόσο τον τρελό, όσο και εμάς τους υπόλοιπους που ανήκουμε μόνο στο νευρωτικό πεδίο. Να λοιπόν μια κοινή συνιστώσα. Ήδη ίσως το άγχος να αυξάνεται στον γράφων και στον αναγνώστη, από μια έστω μικρή υποψία ταύτισης της λογικής με την τρέλα. Ο τρελός όμως δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο το άγνωστο. Έχει άλλα εξίσου ίσως σημαντικά προβλήματα, όσο ακραίο κι αν αυτό ακούγεται.
Η απόρριψη και η περιθωριοποίηση που βιώνει καθημερινά, είναι κάτι εξίσου άσχημο με τις ψευδαισθήσεις του. Τα λογικά του κομμάτια, όλο και συρρικνώνονται κάτω από την πίεση της λογικής κοινωνίας. Η μόνη ουσιαστική υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, είναι να αυτοαποκλειστεί από αυτό. Και η αίσθηση πως τίποτε καλό δεν υπάρχει μέσα του-μιας και αυτό το μήνυμα παίρνει από τους “λογικούς ανθρώπους” τον κάνει να αισθάνεται όλο και λιγότερο άνθρωπος. Και να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα γι αυτό το δεύτερο κείμενο σχετικά με το στίγμα. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει την απομόνωση από τους υπόλοιπους ανθρώπους και να παραμείνει άνθρωπος;
Κι έπειτα, η θαλασσοπορία, αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στην αβέβαιη τύχη του. Είναι η ώρα που ο καθένας παραδίνεται στα δικά του πεπρωμένα, κάθε επιβίωση είναι δυνάμει η τελευταία. Ο τρελός, που φεύγει πάνω στο τρελό καράβι του, κινάει για τον άλλο κόσμο. Κι όταν ξεμπαρκάρει, πάλι είναι σα να ’ρχεται από τον άλλο κόσμο. Επειδή δε μπορεί και δεν πρέπει να ’χει άλλη φυλακή από το ίδιο το κατώφλι, τον κρατούν στο χώρο του περάσματος. Τον τοποθετούν στο εσωτερικό του εξωτερικού και αντίστροφα.
Θέση εξαιρετικά συμβολική, που σίγουρα θα μείνει δική του μέχρι και τις μέρες μας, αν βέβαια συγκατανεύσουμε στο ότι εκείνο που άλλοτε στάθηκε το ορατό φρούριο που οχυρώνονταν η τάξη των πραγμάτων, τώρα έγινε ο αόρατος πύργος όπου κλειδώνεται η συνείδησή μας.
Από τα τέλη του Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μας, η τρέλα φέρνει διάφορες ταμπέλες. Οι αρχαίοι Έλληνες την οριοθετούσαν με τη λέξη “ύβρις”. Μα από την ύβρη μέχρι τη σημερινή τρέλα μεσολαβούν γεγονότα, καταστάσεις, συμπεριφορές διαφορετικές, ανάλογα το χωροχρόνο στον οποίο παρουσιάζονται οι “τρελοί”. Και κάπου εκεί οι αρχικές έννοιες χάνονται. Τελικά, πόσο απέχει η τρέλα από τη γνώση; Πόσο τρελός είναι ο “διαφορετικός”; Ο Μισέλ Φουκώ τολμάει. Τολμάει να διαχωρίσει στάδια, παρεμβάσεις, ερμηνείες, σε μια αναδρομή χρονική, θεοκρατική και συμπαντική, μη παραλείποντας βέβαια και το ρόλο της ιατρικής σε αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ανθρωπότητας, με το οποίο κάποιοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν παίζοντας παράξενα παιχνίδια, όσο άβολο και αν ακούγεται.
“Σπανίως σκεφτόμαστε πόσα από τα στερεότυπα που χρησιμοποιούμε για να αναγνωρίζουμε τον κόσμο προβάλλουν μέσα από το παραθλαστικό κάτοπτρο της τρέλας. Ποια είναι λ.χ. η συνάφεια και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στην τιμωρία και στη θεραπεία; Τι επέφερε στο ερμηνευτικό πεδίο η εφαρμογή της επιστημονικής ψυχανάλυσης; Γιατί η τρέλα οφείλεται κατά κανόνα σε κάποια διαταραγμένη σεξουαλικότητα; Τι σημαίνει μελαγχολία και πώς σχετίζεται τόσο αυτή όσο και η μανία και το παραλήρημα με την τρέλα;
Ο Φουκό αναλύει τη σχέση μας με το υγρό στοιχείο ξεκινώντας από το βάρβαρο έθιμο του Μεσαίωνα να φορτώνουν τους τρελούς σε κάποιο πλοίο και να το αφήνουν να χαθεί ακυβέρνητο στη θάλασσα. Εντοπίζει ακόμη τα γνωρίσματα της εγκάθειρξης στον 17ο αιώνα, όταν άρχισαν να εγκλείουν τους τρελούς στα πρώτα ιδρύματα, όπου και τους χρησιμοποιούσαν για διάφορες δουλειές δημιουργώντας ένα είδος ιδιότυπης καθεστωτικής δουλοπαροικίας.
Προχωρώντας περισσότερο, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι σύγχρονες μορφές λογικής είναι βαθύτατα ηθικολογικές. Πάνω σε αυτές κτίζεται και το σύστημα ποινών που ισχύει ως σήμερα, προϊόν του σχίσματος ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα και της απουσίας διαλόγου, ο οποίος ωστόσο υπήρχε και διεξαγόταν ανοιχτά, ακόμη και κατά την περίοδο της όψιμης Αναγέννησης, στην Ευρώπη. Στο έργο, για παράδειγμα, του Σαίξπηρ και του Θερβάντες ο Φουκό βλέπει την τρέλα να συγγενεύει με τον θάνατο και να ανοίγει ένα παράθυρο στον άλλο κόσμο, να αποτελεί δηλαδή το έσχατο βίωμα της τραγικής πραγματικότητας, μια νέα εκδοχή της ύβρεως, συγγενή κατά μια έννοια με την αρχαιοελληνική.
Ο ιδιοφυής Φουκό ερευνά επιπλέον τη συγκρότηση και τη συνέχεια όπως και την ασυνέχεια του ανθρώπινου σώματος, τη φυσιολογία του, το νευρικό, το κυκλοφορικό και το συμπαθητικό σύστημα, όπως τα αντιμετώπισαν στις εποχές που διαδέχθηκαν την Αναγέννηση: την Αντιμεταρρύθμιση, τον αιώνα των Φώτων, τον σημερινό κόσμο.
Αναλύει ακόμη τη σχέση της τρέλας με τον παραλογισμό και την τέχνη. Σε ποιον ανήκουν η μελαγχολία του Σουίφτ, η τρέλα του Τουρκουάτο Τάσο, του Νίτσε, του Βαν Γκογκ, του Χέλντερλιν, του Νερβάλ, του Αρτό και του Γκόγια; Ποια είναι η σχέση της τρέλας με το όνειρο; Γιατί π.χ. οι υπερρεαλιστές αναγνώρισαν στον Ιερώνυμο Μπος ως έναν από τους μεγάλους τους μέντορες; [Αναζήτησε το άρθρο: Ιερώνυμος Μπος και Επικυρίαρχοι] Απαντώντας στα αγωνιώδη αυτά ερωτήματα, όπως και σε πολλά άλλα, συναφή ή μη, ο Φουκό μας έδωσε την ιδιοφυέστερη μελέτη που γράφτηκε ποτέ για την κραυγή, τον εγκλεισμό, την απόκλιση, την παρέκκλιση και τη στρατηγική της φαντασίας, με γοητευτικό πάθος και αφοπλιστική επιχειρηματολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου